Τα Τέσσερα Στοιχεία (Κεφάλαιο 29)

Στέκεται μπροστά μου με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και τα μάτια του φλογισμένα από οργή, να πετούν σπίθες. Το βλέμμα του μετακινείται πάνω μου εξεταστικά, ψάχνοντας και αναλύοντας κάθε εκατοστό του κορμιού μου λες και ψάχνει κάτι. Όταν τα μάτια του καρφώνονται στα δικά μου νιώθω να με περιλούζει ένα κύμα κρύου ιδρώτα. Έχω μαρμαρώσει, αισθάνομαι τα πόδια μου κολλημένα στο έδαφος. Είναι λες και έχουν βγάλει ρίζες καθιστώντας με ανίκανη να κουνηθώ, να τον πλησιάσω.
Κάνει ένα βήμα προς το μέρος μου, αναγκάζοντας τον Τριστάνο να περάσει το χέρι του γύρω απ’ τη μέση μου προστατευτικά. Τα μάτια του Γκρέισον μεταφέρονται κατευθείαν στο χέρι του και όλη του έκφραση σκοτεινιάζει.
«Καρίνα, έλα δίπλα μου ΤΩΡΑ!» λέει προφέροντας την τελευταία λέξη δυνατά, τόσο δυνατά που τρίζουν και τα παράθυρα. Νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά καθώς προσπαθώ να πάρω μια απόφαση. Ή θα πάω κοντά στον Γκρέισον και θα αμβλυνθεί ο θυμός του, ή θα παραμείνω κοντά στον Τριστάνο και θα μας επιτεθεί.
Κοιτάζω τη φωτιά στο τζάκι. Οι κόκκινες φλόγες κατασπαράζουν το ξύλο αφήνοντάς το εντελώς ηττημένο, τελειωμένο, μια χούφτα στάχτη. Δεν μπορώ να το ρισκάρω. Δεν πρόκειται να αφήσω το Γκρέισον να επιτεθεί στον αδερφό του με ένα θανάσιμο όπλο, τη φωτιά. Παίρνω μια βαθιά εισπνοή και απομακρύνομαι απ’ τον Τριστάνο.
«Έτσι μπράβο» μου ψιθυρίζει ο Γκρέισον μόλις φτάνω πλάι του. Κρατάω το βλέμμα μου καρφωμένο στο πάτωμα, ανήμπορη να αντικρίσω τον Τριστάνο, το Θεό Ηγέτη μου, τον άντρα που αγαπώ στα μάτια.
«Η Καρίνα δεν θα σε παντρευτεί» τον ακούω να λέει και εκπλήσσομαι απ’ τον χαμηλό και διόλου ανήσυχο τόνο της φωνής του.
«Ω, μην είσαι τόσο σίγουρος, αδερφέ». Ο Γκρέισον με τραβάει πάνω του, τυλίγοντας τα χέρια του γύρω μου. Φυλακίζομαι μέσα στην αγκαλιά του νιώθοντας δυσφορία και ένα αίσθημα απέχθειας. Δεν θέλω να τον παντρευτώ, ποτέ δεν ήθελα.
«Εγώ όμως, είμαι σίγουρη» λέω πριν προλάβω να σταματήσω τον εαυτό μου και κάνω να τραβηχτώ από πάνω του, αλλά δεν μ’ αφήνει, κρατάει τα στιβαρά του μπράτσα γύρω μου.
«Ότι κι αν σου είπε, Καρίνα, δεν έπρεπε να το πιστέψεις. Ο αδερφός μου δεν μπορεί να σε παντρευτεί, δεν μπορεί να κάνει τίποτα μαζί σου, είναι Θεός Ηγέτης. Παράτα τον πια, ξέγραψέ τον απ’ τη ζωή σου!».
«Ακόμη κι έτσι, Γκρέισον, εγώ δεν θα σε παντρευτώ» λέω συγκρατώντας τον τόνο της φωνής μου σταθερό, παρότι θέλω να φωνάξω με όλη μου τη δύναμη.
Περιμένω να μ’ αφήσει, αλλά αντιθέτως, εκείνος περνάει τα μακριά του δάκτυλα μέσα απ’ τα μαλλιά μου και με κοιτάζει στα μάτια. Η έκφραση του προσώπου του δείχνει εντελώς διαφορετική απ’ αυτή που φαντάστηκα, δείχνει πονεμένη. Ξεροκαταπίνω. Αυτό το βλέμμα ήταν που με έκανε να δεχθώ την πρόταση γάμου του, προσπαθεί να με κερδίσει υποκρίνοντας τον πληγωμένο.
«Ξέρεις ότι…» πάει να πει, αλλά τον διακόπτω.
«Δεν μπορούμε να παντρευτούμε. Εγώ ανήκω στον Τριστάνο. Σώμα και ψυχή» λέω και του ρίχνω ένα βλέμμα όλο μίσος, μολονότι δεν νιώθω έτσι.
Ξάφνου τα χέρια του ελευθερώνουν το σώμα μου. Έχει σαστίσει. Σμίγει τα φρύδια του και με κοιτάζει με στόμα ορθάνοιχτο. Πισωπατεί και το βλέμμα του μεταφέρεται στον αδερφό του, που τον κοιτάζει με σοβαρότητα και μόνη ένδειξη των συναισθημάτων του, το σμίξιμο των φρυδιών του. Η αναπνοή μου έχει αρχίσει να βγαίνει ακανόνιστη, καθώς το άγχος μου για το τι θα συμβεί ολοένα και μεγαλώνει.
«Τι της έκανες;!» βροντοφωνάζει ο Γκρέισον και σχεδόν μπορώ να ακούσω την καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Σκύβω το κεφάλι νιώθοντας ξαφνικά ντροπή.
«Η Καρίνα είναι δική μου» του αποκρίνεται ο Τριστάνο. Πως μπορεί να είναι τόσο ήρεμος;
«Τι άνθρωπος είσαι εσύ;» ψιθυρίζει ο Γκρέισον με τη δυσπιστία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.
«Εγώ, σε αντίθεση με εσένα, αγαπώ την Καρίνα» λέει ο Τριστάνο και κάνει μερικά βήματα προς το μέρος μας. Κοιτάζω τριγύρω για υποστήριξη, αλλά φυσικά δεν υπάρχει κανείς. Θα ξεσπάσει καταιγίδα σε λίγο και θα πρέπει να είμαι έτοιμη να την αντιμετωπίσω.
«Είσαι ένας υποκριτής!» φωνάζει ο Γκρέισον και ορμάει στον αδερφό του. Ωχ όχι. Του ρίχνει μια μπουνιά στο στομάχι κι έπειτα με απίστευτη ταχύτητα, αρπάζει ένα μεταλλικό διακοσμητικό και το πετάει στο κεφάλι του Τριστάνο. Κλείνω τα μάτια δίχως να μπορώ να αντέξω το θέαμα.
«Γκρέισον! Σταμάτα!» ακούω τη φωνή μιας γυναίκας. Είναι γνωστή, πολύ γνωστή. Ανοίγω τα μάτια μου και την αντικρίζω. Η Σύνθια.
Η γυναίκα που μου κατέστρεψε τη ζωή στερώντας μου τη νίκη. Στέκεται μπροστά μου και είναι εντελώς αλλαγμένη. Την κοιτάζω με μάτια γουρλωμένα. Τα μαλλιά της έχουν μακρύνει και φτάνουν ως τους ώμους του, το πρόσωπό της είναι καλυμμένο από μια απαλή στρώση μακιγιάζ που την κάνει να δείχνει νεότερη και… όμορφη. Τα μάτια της λάμπουν, αλλά δίχως εκείνη την μοχθηρία και την πονηριά που πάντοτε έκρυβαν. Και τότε με κοιτάζει. Τα καταγάλανα μάτια της πέφτουν πάνω μου.
«Κα…Κα…Καρίνα;» τραυλίζει. Αυτόματα τα χέρια της πέφτουν σαν άψυχα πλάι της και με κοιτάζει με κενό βλέμμα. Το στομάχι μου δένεται κόμπος. Είναι όμορφη, πιο όμορφη από ποτέ και αυτό το γαλάζιο στράπλες φόρεμα που καλύπτει το σώμα της την αποθεώνει στην κυριολεξία.
Κοιταζόμαστε για μια στιγμή αγνοώντας τα δύο αδέρφια που αλληλοσκοτώνονται δίπλα μας και έπειτα ορμάμε και οι δύο πάνω τους για να τους χωρίσουμε.
«Γκρέισον!» φωνάζω και πέφτω πάνω του τραβώντας το μανίκι του. Όλοι οι μυς του σώματός του είναι σφιγμένοι, οι γροθιές του κλειστές έτοιμες για δράση.
«Καρίνα, κάνε στην άκρη!» γρυλίζει ο Τριστάνο και η φωνή του ξεχειλίζει από οργή. Μα που είναι η Σύνθια; Νόμιζα ότι θα τον σταματούσε.
Ο Γκρέισον με σπρώχνει παράμερα κι έπειτα κατακεραυνώνει τον αδερφό του. Η ανάσα μου βγαίνει κοφτή, ψάχνω με το βλέμμα μου για τη Σύνθια, ωστόσο το άνοιγμα της πόρτας με αναγκάζει να στρέψω αλλού την προσοχή μου πριν τη βρω. Στο κατώφλι εμφανίζεται η Οριάνα που μας κοιτάζει σαστισμένη. Τι στο καλό γυρεύει εδώ;
Τα μάτια της καρφώνονται πάνω μου και εγώ κατεβάζω το βλέμμα για ακόμη μια φορά όντας ντροπιασμένη και μπερδεμένη. «Σύνθια; Τι κάνεις;» ρωτάει και ο τρόμος στη φωνή της δεν περνάει απαρατήρητος. Οι φωνές στο δωμάτιο σταματούν, ο Τριστάνο και ο Γκρέισον παύουν να παλεύουν.
Σηκώνω το κεφάλι για να δω τι συμβαίνει κι έπειτα στρέφω το βλέμμα μου προς την κατεύθυνση που κοιτούν όλοι. Η Σύνθια κρατάει ένα ξύλο στο ένα χέρι και σπίρτα στο άλλο, του βάζει φωτιά.
«Σου είπα να κρατήσεις την Καρίνα σε εκείνο το καταραμένο σπίτι!» φωνάζει ή μάλλον γρυλίζει. Δεν την έχω ξαναδεί έτσι. Ένα ρίγος διαπερνά τη ραχοκοκαλιά μου όταν βλέπω το πάνω μέρος του ξύλου να παίρνει φωτιά μέσα στο χέρια της.
«Σε είχα προειδοποιήσει» προσθέτει σιγανά. Όταν τα μάτια της έρχονται σε επαφή με τα δικά μου, παρατηρώ κάτι που με κάνει να πισωπατήσω τρομαγμένη. Τα μάτια της… έχουν αλλάξει χρώμα! Εκείνο το λαμπερό γαλάζιο που είδα πριν μερικά μόλις λεπτά, έχει αντικατασταθεί από ένα βαθύ μπλέ χρώμα που μοιάζει περισσότερο με μαύρο στη σκιά.
«Σύνθια, σβήσε τη φωτιά» διατάζει ο Τριστάνο και τα μάτια του δεν αφήνουν λεπτό τα δικά της. Νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή μέσα στο στήθος μου.
«Μην ανακατεύεσαι!».
«Σύνθια…» κάνει να πει η Οριάνα, αλλά εκείνη κουνάει το ξύλο απειλητικά προς το μέρος της.
«Σκάσε!» τσιρίζει. «Καρίνα, έλα εδώ». Όχι!
Ο Τριστάνο πάει να κουνηθεί και τότε η Σύνθια με έναν σβέλτο ελιγμό, φτάνει δίπλα μου και με αρπάζει απ’ το μπράτσο. Το αίμα μου παγώνει. Τα μάτια όλων είναι καρφωμένα πάνω μου, όλοι κοιτάζουν τρομοκρατημένοι.
«Είπα σε εσάς τους δύο να την κρατήσετε μακριά!» λέει και δείχνει με το φλεγόμενο ξύλο τον Γκρέισον και την Οριάνα που της ρίχνουν μια πανικόβλητη ματιά. Έπειτα στρέφεται στον Τριστάνο και λέει: «Κι εσένα σου είπα να την ξεχάσεις. Έκανα τα πάντα για να σε κάνω να την βγάλεις απ’ το μυαλό σου, αλλά πάντοτε κατέληγα χτυπημένη και ντροπιασμένη. Είσαι πλέον ένα τίποτα για εμένα. Ήρθε η ώρα να πληρώσεις για ότι έκανες τα τελευταία δύο χρόνια!».
Δημιουργεί ένα μεγάλο κομμάτι πάγου μέσα στο χέρια της, το σχήμα μοιάζει πολύ με εκείνο που χρησιμοποίησα εγώ στη μάχη με το πρώην Θεό Ηγέτη μας, τότε που πέθανε.
«Σύνθια μη κάνεις βλακείες! Σβήσε τη φωτιά και πέτα τον πάγο!» λέει ο Τριστάνο και η φωνή του προσδίδει την αγωνία του. Τα πόδια και τα χέρια μου τρέμουν, φοβάμαι τόσο πολύ.
«Πως νιώθεις, Καρίνα; Όλοι εδώ μέσα σ’ αγαπάνε. Δεν χαίρεσαι που θα πεθάνεις κοντά τους;» λέει αγνοώντας τα λόγια του Τριστάνο. Θέλω να τσιρίξω, να κλάψω και προπάντων να φύγω από εδώ μέσα. Ξεροκαταπίνω, φοβάμαι να μιλήσω και είμαι σίγουρη ότι αν το επιχειρήσω, η φωνή μου θα βγεί αλλοιωμένη και σιγανή σαν ψίθυρος.
«Άφησέ την και εγώ θα την πάρω από εδώ, δεν θα την ξαναδείς μπροστά σου» λέει ο Γκρέισον παίζοντας και το τελευταίο του χαρτί.
Η Σύνθια τον κοιτάζει για λίγο, μοιάζει να επεξεργάζεται την πρότασή του. Τελικά γέρνει πίσω το κεφάλι και ξεσπάει σε γέλια.
«Ποπο, ειλικρινά πρέπει να δείτε τις φάτσες σας. Είστε όλοι τόσο τρομαγμένοι και απεγνωσμένοι. Στα αλήθεια Γκρέισον, νομίζεις πως θα σου δώσω δεύτερη ευκαιρία; Τέλος. Ο μόνος τρόπος να γλιτώσω από αυτή είναι τη σκοτώσω!».
Σηκώνει το πάγο ψιλά, ακριβώς πάνω απ’ την καρδιά μου. Σφραγίζω τα βλέφαρά μου όσο πιο σφιχτά μπορώ και προσεύχομαι, εκλιπαρώ τους Θεούς να με σώσουν. Και τη στιγμή που είμαι σίγουρη πως θα πεθάνω, συμβαίνει. Το χέρι της Σύνθια απελευθερώνει το μπράτσο μου και εγώ σωριάζομαι στο πάτωμα με δάκρυα στα μάτια.
Ακούω το ουρλιαχτό της, το ακούω μόνο για ένα δευτερόλεπτο. Δεν αντέχω περισσότερο, κλείνω τα αφτιά μου με τις παλάμες μου και κουνάω το κεφάλι φωνάζοντας “αα” με όλη μου τη δύναμη. Ένα χέρι τυλίγεται γύρω μου και με τραβάει. Σύντομα βρίσκομαι στην αγκαλιά κάποιου. Στην αγκαλιά του Τριστάνο.
«Ηρέμισε, σε παρακαλώ. Είσαι καλά, εγώ είμαι εδώ» ψιθυρίζει με απαλή φωνή. Αυτό φουντώνει τα δάκρυά μου και σύντομα κλαίω σπαραχτικά.
«Καρίνα, γλυκιά μου» ακούω τη φωνή της Οριάνα, αλλά ούτε εκείνη μου δίνει θάρρος για να ανοίξω τα μάτια μου. Φοβάμαι και ο φόβος με κάνει να τρέμω.
«Πάρτη από εδώ μέσα» λέει στον Τριστάνο.
«Τι θα γίνει με αυτό;» ρωτάει εκείνος.
«Θα το φροντίσω εγώ. Απλώς πάρτη μακριά από εδώ μέσα».
Ο Τριστάνο με φιλάει στα μαλλιά και επιχειρεί να με σηκώσει, αλλά εγώ δεν μπορώ. Δεν μπορώ να κουνηθώ.
«Σε παρακαλώ, Καρίνα» εκλιπαρεί. Ανοίγω αργά-αργά τα ματόφυλλά μου, με το φόβο να κατασπαράζει τα σωθικά μου.
Το πρώτο πράγμα που βλέπω είναι αίμα. Κόκκινο πηχτό αίμα. Και καθώς τα μάτια μου ανοίγουν συνειδητοποιώ ότι το αίμα προέρχεται από εκείνη. Είναι νεκρή. Η Σύνθια είναι νεκρή. Ο Γκρέισον είναι πεσμένος πλάι της και την παρατηρεί με κενό βλέμμα. Όχι, δεν μπορεί. Ο Γκρέισον; Ο Γκρέισον τη σκότωσε;
Η όλη εικόνα μου θυμίζει το θάνατο του Μάρκους Έλτον. Εγώ ήμουν στη θέση του Γκρέισον, καθόμουν πλάι του αδυνατώντας να συνειδητοποιήσω τι είχε συμβεί. Μόνο που αποδείχθηκε πως εγώ δεν είχα διαπράξει κανένα έγκλημα, ενώ ο Γκρέισον…μόλις σκότωσε τη Θεά Ηγέτη μας.
Σπρώχνω ελαφρά τα χέρια του Τριστάνο από πάνω μου κι κάθομαι ανακούρκουδα πλάι στον αδερφό του. Ο λαιμός μου έχει κλείσει, έχω την αίσθηση πως ακόμη και αν προσπαθήσω δεν θα καταφέρω να μιλήσω. Παίρνω μια βαθιά εισπνοή και τοποθετώ το χέρι μου στην πλάτη του χαϊδεύοντας τον, παρηγορώντας τον.
«Πάμε» λέω απαλά. Δεν σαλεύει. Ούτε τα μάτια του ανοιγοκλείνει. Ρίχνω μια ανήσυχη ματιά στον Τριστάνο, αλλά εκείνος δεν με προσέχει. Μιλάει με κάποιον που στέκεται στο άνοιγμα της πόρτας.
«Σε παρακαλώ, Γκρέισον. Κοίταξε με» λέω και βάζοντας το χέρι μου στο μάγουλό του, τον αναγκάζω να με κοιτάξει. Τα μάτια του είναι λυπημένα, πραγματικά λυπημένα. Το βλέμμα του μου καίει τα σωθικά.
«Σε ευχαριστώ που με έσωσες».
Το κεφάλι του πέφτει μπροστά. Παίρνω το πρόσωπό του μέσα στα χέρια μου και για μια ακόμη φορά τον αναγκάζω να με κοιτάξει στα μάτια. Ωστόσο μόλις βλέπω το πρόσωπό του, τυλίγω τα χέρια μου γύρω του και τον κρατάω σφιχτά μέσα στην αγκαλιά μου. Ο Γκρέισον κλαίει.

***
«Πόση ώρα θα διαρκέσει η σύσκεψη;» ρωτάω παύοντας να κουνάω το πόδι μου ανυπόμονα. Η Οριάνα μου ρίχνει μια λοξή ματιά κι έπειτα ακουμπά το σώμα της πάνω στον τοίχο. Αναστενάζει και λέει: «Δεν ξέρω».
Ο Τριστάνο βρίσκεται σε σύσκεψη με τους Θεούς Ηγέτες όλων των Στοιχείων για να αποφασίσουν την ποινή του Γκρέισον. Κάθε φορά που τον σκέφτομαι σφίγγεται η καρδιά μου. Με έσωσε και τώρα θέλουν να τον βάλουν στη φυλακή. Βρίσκεται στο κρατητήριο μια ολόκληρη μέρα, άραγε πώς να είναι; Αναστενάζω. Σίγουρα χάλια.
«Είσαι καλά;» ρωτάει η Οριάνα.
«Όχι».
«Μην ανησυχείς, ο Τριστάνο θα εξηγήσει την κατάσταση, θα τους πει πως ο Γκρέισον έπρεπε να επέμβει για να σωθείς».
«Μακάρι να ήταν τόσο εύκολο να πειστούν».
«Είναι» λέει εκείνη και με κοιτάζει στα μάτια με αποφασιστικότητα, «χρειαζόμαστε μια νέα Θεά Ηγέτη».
Γέρνω το κεφάλι μου στο πλάι και την κοιτάζω απορημένα. Νέα Θεά Ηγέτη; «Τι εννοείς;».
«Κανονικά θα στο έλεγε ο Τριστάνο, αλλά…».
«Πες μου!».
«Όταν ένας Θεός Ηγέτης καθίσταται ανίκανος να διοικήσει το στοιχείο του ή πεθάνει, μέσα στα είκοσι πρώτα χρόνια της εκλογής του πρέπει να αντικατασταθεί από άλλον Ξεχωριστό».
Σμίγω τα φρύδια επεξεργαζόμενη τα λόγια της. Ξαφνικά νιώθω το σώμα μου να γεμίζει ενέργεια και την καρδιά μου να χτυπά γρήγορα και δυνατά από ευτυχία. «Δηλαδή τι μου λες;» ρωτάω παρότι ξέρω την απάντηση.
«Αυτή τη στιγμή αποφασίζεται αν θα γίνεις Θεά Ηγέτης».

Σημείωμα Συγγραφέα:
Είναι ένα από τα τελευταία κεφάλαια, δυστυχώς. Ελπίζω να σας αρέσει αυτό και τα επόμενα δύο που θα ακολουθήσουν. Να ξέρετε μόνο πως δεν τελειώνει εκεί ο κόσμος των τεσσάρων στοιχειών. ;) Θα μάθετε σύντομα περισσότερα.



Δέσποινα Χρ.