Στην τρικυμία της Μοίρας (Πρόλογος)

Το σκοτάδι ήταν πυκνό στο Τάουσεστερ, ένα μικρό, ξεχασμένο χωριό αρκετά χιλιόμετρα μακριά απ’ το Λοντρίνο, την πρωτεύουσα της Παβέρα, καθώς το φώς του φεγγαριού πάσχιζε μάταια να φτάσει στην επιφάνεια της γης περικυκλωμένο από βαριά, μαύρα σύννεφα. Το βράδυ ήταν ήσυχο, ενώ τη σιωπή της νύχτας τάραζαν περιστασιακά, μόνο τα κοάσματα των βατράχων σε μια μικρή λιμνούλα ανάμεσα στα πρώτα δέντρα του δάσους που σκαρφάλωνε στο βουνό, η στριγκλιά από κάποιο διερχόμενο νυχτοπούλι και το θρόισμα των φύλλων στα δέντρα, που χόρευαν στις ανεπαίσθητες ριπές του φθινοπωρινού αέρα.


Τίποτα δεν προμήνυε πως το βράδυ αυτό θα συνέβαινε ένα γεγονός που θα εκκινούσε τον τροχό της μοίρας και θα οδηγούσε στην τελική κρίση ενός αγώνα που είχε ξεκινήσει αιώνες πριν, ενός αγώνα που θα καθόριζε τις ζωές πολλών ανθρώπων, αν όχι ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Σε μια μεγάλη επίπεδη έκταση με σχετικά κοντό, αλλά κάπως ξερό χορτάρι διαγραφόταν ο σκοτεινός όγκος ενός παλιού πέτρινου αρχοντικού. Η σκοτεινή, μεγαλόπρεπη φιγούρα του δέσποζε ήσυχη και εγκαταλελειμμένη στο μπροστινό μέρος του χωραφιού, μακριά απ’ τα υπόλοιπα σπίτια του χωριού, ενώ απ’ το πίσω μέρος του χωραφιού ξεκινούσε το δάσος που συνέχιζε κατά μήκος όλου του βουνού.
Το σπίτι ήταν ήσυχο, παραδομένο και αυτό στη σιωπή της νύχτας, όταν μια μικροσκοπική λάμψη φωτός, σαν το φως ενός μικρού κεριού με γαλάζια φλόγα, που τρεμόπαιζε αδύναμα, εμφανίστηκε απρόσμενα στο μέσο σχεδόν του χωραφιού ανάμεσα στο αρχοντικό και το δάσος. Αυτό το αχνό, γαλάζιο φως, που θαρρείς πως αιωρούταν μερικά μέτρα πάνω από το έδαφος, σιγά σιγά άρχισε να μεγαλώνει μέχρι που άγγιξε το έδαφος και έφτασε σε ύψος περίπου το ύψος ενός ενήλικα άνδρα. Έμεινε έτσι ακίνητο και λαμπερό για μια ώρα και έπειτα το ίδιο άξαφνα και αθόρυβα , όπως είχε εμφανιστεί, άρχισε να συρρικνώνεται μέχρι που έσβησε και τίποτα δεν πρόδιδε την παρουσία του στο σημείο εκείνο πριν λίγα λεπτά.

                                                                              ***

Την ίδια ώρα, αρκετά χιλιόμετρα μακριά, μια λάμπα άναψε σε ένα απ’ τα πολλά δωμάτια ενός κάστρου. Ένας υπερήλικας άνδρας είχε σηκωθεί απ’ τον ύπνο του
και είχε κατευθυνθεί φορώντας το νυχτικό του σε ένα δρύινο γραφείο, λίγα μέτρα μακριά απ’ το κρεβάτι του, στην άνετη και ευρύχωρη κρεβατοκάμαρα του. Δεν ενδιαφερόταν που ο ύπνος του διακόπηκε τέτοια ώρα. Αντίθετα κάτι έδειχνε να τον απασχολεί. Το αντικείμενο που τον έκανε να σηκωθεί βρισκόταν κλειδωμένο στην κρυφή θήκη ενός συρταριού του γραφείου του. Έβγαλε το μικρό κλειδί που κρεμόταν σε ένα λεπτό κορδόνι στο λαιμό του και το ξεκλείδωσε.
Όταν έβγαλε το αντικείμενο που αναζητούσε από το κόκκινο βελούδινο πουγκί, στο οποίο το φύλαγε, το επεξεργάστηκε προσεκτικά. Ήταν μια τραχιά και ασύμμετρη βαθυκόκκινη πέτρα που χωρούσε να κλειστεί στην παλάμη του. Μόλις την έπιασε στο χέρι του η πέτρα άρχισε να αλλάζει χρώμα και να εκπέμπει ένα απαλό γαλάζιο φως που γινόταν όλο και πιο δυνατό μέχρι που φώτισε ολόκληρο το δωμάτιο για μια στιγμή και έπειτα έσβησε και απέκτησε και πάλι τη βαθυκόκκινη απόχρωσή της.
Τότε ο άντρας με την ανησυχία να καθρεπτίζεται έντονα στο ρυτιδιασμένο πρόσωπό του σήκωσε το βλέμμα του από την πέτρα που κρατούσε και κοιτάζοντας σε ένα αόριστο σημείο, σα να έβλεπε κάτι που δεν υπήρχε στο δωμάτιο, μονολόγησε « Έφτασε λοιπόν η ώρα» και έκλεισε την πέτρα μέσα στην παλάμη του.

Όλγα Σ.