Στα χέρια ενός δαίμονα (Κεφάλαιο 2)

Δεν μπορουσα να κοιμηθω για ολο το υπολοιπο βραδυ μεχρι που ξημερωσε. Σε μια ωρα επιανα δουλεια σε μια καντινα στον μωλο Βενετσια και αν δεν ημουν στην ωρα μου το αφεντικο μου ο Γιοβανη θα με κατσαδιαζε παλι. Αφου ετοιμαστικα για την δουλεια βγηκα στους δρομους σαν ανθρωπος. Για εκεινον ημουν ο Φαμπιο. Ενας ορφανος φοιτητης, εικοσι δυο χρονων που δουλευε επειδη το ειχε αναγκη οπως ολοι οι αλλοι φοιτητες της ηλικιας του. Ηξερα να παιζω καλα τον ρολο μου παρολο που ο Κλοντ με κοροιδευε συνεχεια γι’ αυτο.
Ευτυχως σημερα εφτασα στην ωρα μου αλλα εκεινος δεν εχασε ευκαιρια να με κραξει για κατι. Φαινοταν οτι ημουν ξενυχτισμενος και η αληθεια ειναι οτι και εγω δεν μπορουσα να παρω τα ποδια μου. Δεν το εκανε απο κακια απλα ετσι ηταν ο Γιοβανη. Κοντος, χοντρος με ενα υφος παντα μη ευχαριστημενο αλλα ηταν καλος.
«Φαμπιο, τεμπελαρε τελειωνε. Οι πελατες περιμενουν!» φωναζε απ’ εξω οπου καθοταν και επινε μπυρες κατω απο μια ομπρελα καθισμενος σε μια ξυλινη, παλια σεζλονγκ. Συνηθως εβριζε συνεχεια στα ιταλικα αλλα τις περισσοτερες φορες ηταν τοσο μεθυσμενος που κανεις δεν τον καταλαβαινε.
Κατα το μεσημερι ο κοσμος αρχισε να αραιωνει και ετσι βγηκα και εγω απο την καντινα και καθησα διπλα του. Αρπαξα ενα κουτακι μπυρας και το ανοιξα πινοντας δυο γουλιες. Μια μυρωδια στον αερα με εκανε να τσιτωθω. Κοιταξα πισω μου και ειδα μια αδυνατη σιλουετα να ερχετε προς το μερος μας. Ηταν η Μονα μαζι με την θεια της και τον ξαδερφο της. Κρατουσαν τσαντες με ψωνια και το ενστικτο μου μου ελεγε πως θα εκανα σταση στου Γιοβανη για φαγητο. Δεν επρεπε να με δει εκεινη. Σηκωθηκα γρηγορα και πηγα κοντα στον Γιοβανη για να του μιλησω.
«Τι επαθες μικρε.» ειπε και μου φαινοταν νημφαλιος για την ωρα. Αυτο ηταν καλο.
«Θελω μια χαρη Γιοβανη. Την βλεπεις εκεινη την κοπελα?» του ειπα και εκεινος κοιταξε προς το μερος τους. Κουνησε το κεφαλι καταφατικα.
«Δεν θελω να με δει. Αν ερθουν εδω για φαγητο μπορεις να τους αναλαβεις εσυ?»
«Για να κρυβεσαι ετσι απο κοπελα κατι εχεις κανει. Αντε πηγαινε να τηγανισεις πατατες και φροντισε να μην γυρισεις πλατη. Αφησε τα υπολοιπα πανω μου.» ειπε και σηκωθηκε. Μπηκα παλι μεσα στην καντινα και ξεκινησα το τηγανισμα. Εκεινοι πλησιασαν και αρχισαν να μιλανε με τον Γιοβανη. Δεν ακουσα καθολου την φωνη της Μονα μα ηξερα οτι ηταν εκει. Την ενιωθα, την μυριζα. Παλι καλα που ειχα μαζεψει τα μαλλια μεσα απο το καπελο και δεν φαινονταν.
«Εσεις τι θα παρετε ομορφη δεσποινις.» μιλησε εκεινος και ημουν σιγουρος οτι το ελεγε στην Μονα.
«Δεν θα παρω κατι. Ευχαριστώ.» του απαντησε εκεινη και ο τονος της φωνης της μου φανηκε περιεργος. Γυρισα ετσι ωστε να μην φαινομαι και την κοιταξα με την ακρη του ματιου μου. Ειχε κολλησει το βλεμμα της επανω μου και αμεσως γυρισα παλι στην δουλεια μου. Με ειχε καταλαβει? Μα πως?
«Αντε Φαμπιο τελειωνε. Ετοιμασε την παραγγελεια και δωσ’ την μου. Κουνησου τεμπελαρε!» φωναξε ο Γιοβανη και με χτυπησε στην πλατη αλλα οχι με δυναμη. Εκανα οσο πιο γρηγορα αλλα συνεχιζα να νιωθω το βλεμμα της καρφωμενο επανω μου. Οταν ηταν ετοιμα του τα εδωσα διακριτικα και εκεινοι εφυγαν. Αμεσως γυρισα και αναστεναξα ανακουφισμενος. Ο Γιοβανη με κοιτουσε και ηξερα οτι περιμενε εξηγησεις.
«Απλως δεν ηθελα να με δει. Δεν ειμαι για εκεινη.» εξηγησα χωρις να με εχει ρωτησει και εκεινος κουνησε το κεφαλι αποδοκιμαστηκα.
«Ακου να δεις καζανοβα. Η κοπελια δεν ηταν χαζη. Σε καταλαβε και το βλεμμα της εδειχνε λαχταρα για σενα. Ακου τον γερο Γιοβανη. Κατι εμαθα και εγω τοσα χρονια.»
Μου εριξε ενα γερικο χαμογελο και υστερα κατεβηκε για να λιωσει πανω στην σεζλονκ του μαζι με ενα κουτακι μπυρας αγκαλια. Εγω εμεινα εκει να κοιταζω το κενο και να την σκεφτομαι. Το βραδακι παλι θα πηγαινα στο παρκο και ισως να την εβρισκα εκει. Οσο λαθος και να ηταν.
Ειχε ερθει το απογευμα οταν με αφησε να φυγω. Πριν παω προς το σπιτι εκανα μια βολτα στο λιμανι. Η θαλασσα ηταν ηρεμη και το ηλιοβασιλεμα εχει γεμισει τον ουρανο με ζεστα χρωματα. Η νυχτα ερχοταν και ηταν ωρα να βγει ο πραγματικος μου εαυτος. Επρεπε να κυνηγησω το συντομοτερο δυνατον.
«Το ηξερα οτι ησουν εσυ.» ειπε μια αδυναμη φωνη απο πισω μου. Κοκαλωσα και γυρισα αργα για να κοιταξω. Ηταν εκεινη. Γιατι δεν την καταλαβα?
«Πως με καταλαβες?»
«Δεν ηταν δυσκολο.» ειπε και τραβηξε αλλου το βλεμμα της κοκκινιζοντας. Λογικο ηταν να με αναγνωρισει. Δεν κυκλοφορουν πολλοι με μακρυ, μαυρο μαλλι και την φατσα την δικια μου.
«Και γιατι βρισκεσαι ακομα εδω?» Ηλιθια ερωτηση.
«Ηρθαμε με την θεια μου σε μια καφετερια και σε ειδα απο μακρια.»
«Δεν θα μπλεξεις που μιλας σε εναν ξενο?»
«Ειπα οτι εισαι συμμαθητης μου. Ο ξαδερφος μου δεν το πιστεψε και επεμενε να ερθει και αυτος μαζι μου αλλα δεν τον αφησε η θεια.»
Ο τονος της φωνης της οταν ειπε για τον ξαδερφο της εκρυβε αηδια. Δεν απαντησα ουτε την ρωτησα κατι αλλο. Της εριξα μια εξεταστικη ματια. Φορουσε ενα στενο μαυρο παντελονι και απο πανω μια κοντομανικη μπλουζα με σταμπα στο κεντρο. Τα χερια της ηταν καλυμμενα ως ενα σημειο με περικαρπια και βραχιολια, στρατηγικα φορεμενα. Τα ματια μου επεσαν πανω στο σωμα και μια ακομη φορα στο μπουστο της. Ηταν τοσο ομορφη. Τραβηξα το βλεμμα μου αμεσως μακρια. Ελπιζω να μην το παρατηρησε. Την κοιταξα στα ματια και εκεινη χαμογελασε.
«Ηθελα το βραδυ να ερθω παλι στο παρκο αλλα μαλλον οι θειοι μου θα με εχουν σε συνεχη επιτηρηση για αυτη την βδομαδα και δεν θα μου ειναι καθολου ευκολο να το σκασω.» ειπε και κοιταξε το ηλιοβασιλεμα χαμενη στις σκεψεις της. Ηθελα να την κρατησω παλι στην αγκαλια μου και αυτη την φορα οχι για να μαθω τι σκεφτεται. Μαλλον δεν την συμπαθουσα απλως.
Ανακατεψα νευρικα τα μαλλια μου και κοιταξα προς το μερος της καφετεριας. Ο ξαδερφος της κοιτουσε συνεχεια προς το μερος μας και ηταν ετοιμος να σηκωθει να ερθει να την παρει. Ας τολμουσε.
«Καλυτερα να φυγεις. Δεν πρεπει να εισαι εδω μαζι μου. Δεν πρεπει γενικα να βρισκεσαι κοντα μου.» ειπα και η σκληραδα στην φωνη μου ηταν ψευτικη. Εκεινη εγνεψε καταφατικα με θλιμμενο υφος, γυρισε πλατη και αρχισε να απομακρυνεται. Δεν ηθελα να την βλεπω ετσι. Πηγα προς το μερος της και την επιασα απο το χερι για να σταματησει.
«Εγω θα ειμαι καθε βραδυ στο παρκο.» ειπα με υπονοουμενο και της χαμογελασα. Το προσωπο της φωτιστηκε και χαμογελασε και εκεινη.
«Ενταξει τοτε.» ειπε και αυτη την φορα εφυγε χαμογελοντας. Καθησα εκει να την παρακολουθω να φευγει και οταν εφτασε στο τραπεζι της το βλεμμα μου επεσε στον ξαδερφο της. Ηταν νευριασμενος και της μιλουσε αποτομα αλλα οταν γυρισε προς το μερος μου του εριξα μια αγρια ματια που τον εκανε να τρομοκρατηθει και να σωπασει. Σε κατι τετοιες περιπτωσεις το απολαμβανα που ημουν δαιμονας.
Τους αφησα πισω και πηρα τον δρομο για το σπιτι. Εμενα σε ενα διαμερισμα αρκετα στενα μακρια απο δω. Ηταν νωρις για να πεταξω ως εκει και ετσι ημουν αναγκασμενος να παω με τα ποδια. Το μυαλο μου βρισκοταν πισω σε εκεινη και στο τι θα της ελεγαν που με ειδαν μαζι της. Ποιος ξερει ποτε θα την εβλεπα παλι.
Οταν εφτασα στην εισοδο ενιωσα την παρουσια καποιου. Καποιος βρισκοταν μεσα στο σπιτι μου και εκανε θορυβο. Ανεβηκα στον οροφο μου και ειδα την πορτα ανοιχτη. Η Αναμπελ – η οικονομος μου – δεν θα την αφηνε ποτε ετσι. Μπηκα μεσα χωρις να κανω τον παραμικρο θορυβο. Το σαλονι ηταν αδειο. Μπηκα στην κουζινα και ουτε εκει βρηκα κανεναν. Αρπαξα ενα μαχαιρι απο το συρταρι και πηγα προς το δωματιο μου. Δεν μπηκα με την πρωτη αλλα κοιταξα μια σκια στον τοιχο που κουνιωταν. Πηρα μια βαθεια ανασα και ορμιξα προς το μερος του με το μαχαιρι σηκωμενο ψηλα. Του το καρφωσα στο μπρατσο και υστερα κοιταξα το προσωπο του.
«Τι κανεις ρε ηλιθιε?» φωναξε ο Κλοντ και με πεταξε απο πανω του. Σηκωθηκα και τον κοιταξα σαστισμενος. Εβγαλε το μαχαιρι απο το μπρατσο του και με κοιταξε το ιδιο εκπληκτος.
«Εισαι τρελος ρε?»
«Τι κανεις εσυ εδω?» του ειπα και πηγα στην κουζινα να παρω μια πετσετα για να σκουπισω τα αιματα απο το πατωμα. Εκεινος με ακολουθησε.
«Τι κανω εδω? Ωραια υποδοχη στον αδερφο σου. Πρωτα με μαχαιρωνεις και μετα με ρωτας τι κανω εδω.» ειπε εξαγριωμενος ενω κρατουσε τον ωμο του μεχρι να σταματησει να αιμορραγει. Δεν νιωθαμε πονο και οι πληγες μας εκλειναν σε πιο συντομο χρονικο διαστημα απο τους θνητους. Ειχε δικιο για την ερωτηση μου. Ημουν αποτομος.
«Συγγνωμη απλως δεν σε περιμενα και νομιζα οτι με εντοπισαν οι μαγοι η οι κυνηγοι.» ειπα και αφου καθαρισα πηγα και καθησα στον καναπε του σαλονιου.
«Εχεις δει καθολου καμια κινηση εδω γυρω?» ρωτησε και καθησε διπλα μου εχωντας ενα κουτι με χυμο στο χερι του. Μα ποτε ανοιξε το ψυγειο?
«Μπα. Προς το παρον δεν εχω δει τιποτα. Τωρα τουλαχιστον θα μου πεις γιατι ηρθες?» Δεν μου φαινοταν μια τυχαια επισκεψη. Δεν ηταν ο τυπος που θα εκανε κατι διχως να εχει κανεναν σκοπο.
«Ενταξει μωρε. Ηρθε για να βεβαιωθω οτι δεν θα κανεις τιποτα ηλιθιο αν και μολις μου απεδειξες το αντιθετο και μηπως εχω την ελπιδα να σε γυρισω πισω.» ειπε και αμεσως σηκωθηκα ορθιος και πηγα προς το μπανιο. Πηρα εναν επιδεσμο απο το κουτι βοηθειων και γυρισα παλι πισω.
«Δεν προκειτε.» του ειπα και του πεταξα τον επιδεσμο. Εκεινος μου εδειξε οτι ειχε ματωμενα χερια. Επιασα μια πετσετα απο την κουζινα και του την εδωσα και αυτη. Καθαρισε την πληγη και αφου την εδεσε οπως να’ ναι ξεκινησε παλι να μιλαει.
«Το γιατι δεν μου το εχεις εξηγησει ακομα. Εχει να κανει με αυτη την κοπελα?»
«Οχι! Με εμενα εχει να κανει. Μη την μπλεκεις.» του ειπα ξερα. Παλια δεν μιλουσαμε αποτομα ποτε ο ενας στον αλλον μα πλεον ειχαν αλλαξει τα πραγματα.
«Την ερωτευτηκες ρεμαλι ετσι δεν ειναι?» αναφωνησε και με κοιταξε οχι και τοσο εκπληκτος.
«Εχεις τρελαθει τελειως.» ειπα και πεταχτηκα ορθιος βγαινοντας στο μπαλκονι. Εξω ειχε πλεον νυχτωσει. Καθησα στο καγκελο και κοιταξα περα την θαλασσα. Μετα απο λιγο βγηκε και εκεινος και καθησε με την πλατη ακουμπησμενη στον τοιχο. Με κοιτουσε λες και περιμενε εξηγησεις.
«Απλα την συμπαθω αυτο ειναι ολο. Ειναι τοσο ευαισθητη και καλη και πανω απ’ ολα δεν με φοβαται.»
«Γκρεγκ νομιζω πως πρεπει να ξεκαθαρισουμε την διαφορα του “συμπαθω” με του “ειμαι ερωτευμενος” . Εδω μια ερωτηση σου εκανα για αυτην και πως δεν με εβρισες.»
Ειχε δικιο στο οτι η συμπεριφορα μου ηταν αλλοκοτη αλλα δεν ξερω αν ειχε δικιο γι’ αυτο που ενιωθα. Αποκλειεται ομως να ημουν ερωτευμενος.
«Η σιωπη σου μου λεει πως για μια ακομη φορα εχω δικιο.» ειπε και πηρε το χαμογελο του θριαμβου. Τον κοιταξα λοξα και του εχωσα μια μπουνια στο καλο του το μπρατσο.
«Οτι πεις.» ειπα και επεσα στο κενο. Εκεινος κοιταξε κατω απο το μπαλκονι εκπληκτος και περασα απο μπροστα του με τα φτερα μου ανοιχτα. Σταθηκα ορθιος πανω στα καγκελα και γελασα.
«Θα ερθεις?»
«Εισαι βλαμενος. Που να ερθω?» ειπε και προσπαθησε να εμφανισει και εκεινος τα φτερα του. Τα δικα του ηταν εξισου φτερα νυχτεριδας αλλα αντι για σκετα μαυρα σαν τα δικα μου, ειχαν και ενα σκουρο κοκκινο στις ακρες τους.
«Εχω βδομαδες να πιω αιμα. Θα μου κανεις παρεα? Οπως το παλιο καλο καιρο.»
Ηξερα την ατακα που θα τον εκανε να ερθει. Παλια συνηθιζαμε να βγαινουμε για κυνηγι μαζι και ειχε πολυ περισσοτερη πλακα απο το να βγαινω μονος. Το εκανε να μοιαζει λιγοτερο αθλιο. Με το που το ακουσε ανοιξε τα φτερα του και πεταξε πρωτος.
Αφου περιπλανηθηκαμε για ωρα πανω απο την πολη και μεσα στα στενα στο τελος βρικαμε δυο κοπελες που περπατουσανε μονες τους. Τις ακολουθησαμε μεχρι που αρχισαν να μπαινουν σε σκοτεινα στενα. Αυτη ηταν η καταλληλη ευκαιρια. Τις οδηγησαμε σε μια αδιεξοδο με την βοηθεια μαγικων και ενω τις ναρκωσαμε ξεκινησαμε το δειπνο. Εγω στην αρχη διστασα γιατι ηταν δεν ηταν στην ηλικια της Μονα αλλα και μονο στην μυρωδια δεν μπορουσα να αντισταθω. Μολις ξυπνουσαν δεν θα θυμοντουσταν τιποτα και οι πληγες τους θα ειχαν επουλωθει αλλα θα ενιωθαν αδυναμες.
Οταν τελειωσαμε σβησαμε καθε αποδειξη και βγηκαμε απο το στενο περπατωντας σαν φυσιολογικοι ανθρωποι. Καναμε πλακα ο ενας στον αλλον και εκεινος μου ελεγε γεγονοτα απο το σπιτι. Οι τριδυμες ειχαν μεγαλωσει. Οταν τις ειχα αφησει εγω ηταν μολις δυο χρονων και πανε τρια χρονια απο την στιγμη που εφυγα. Ο Κλοντ προσπαθουσε να τις μαθει να πολεμανε μα αυτες το εβλεπαν σαν παιχνιδι και συνεχεια τον πειραζαν. Υστερα μου ειπε για την Εμιλυ. Ηταν μια απο τις μαγισσες που ειχαμε στην επαυλη με την οποια ηταν τρελα ερωτευμενος και επιτελους ηταν μαζι.
Ημουν χαρουμενος που ακουγα καλα νεα για την οικογενεια μου αν και μου ελειπαν απιστευτα. Ο λογος που δεν μπορουσα να γυρισω πισω ηταν επειδη σαν μεγαλυτερος επρεπε να ειχα το πανω χερι και εγω δεν ημουν καθολου ετοιμος για κατι τετοιο. Εδω δεν μπορουσα να βαλω σε μια ταξη τα συναισθηματα μου για την Μονα. Γι’ αυτο και ειχα αφησει τον Κλοντ στο ποδι μου. Εκεινος ηταν πιο ικανος απο μενα και λιγα χρονια μικροτερος μου.
Περπατουσαμε σε μια τελειως ησυχη γειτονια. Φαινεται πως ολοι ειχαν παει για υπνο και δεν ακουγοταν απολυτως τιποτα. Ξαφνικα ομως μια φωνη ακουστηκε μερικα σπιτια πιο περα. Γνωριζα αυτον τον τονο. Κοκαλωσα και προσπαθησα να ακουσω καλυτερα. Ο Κλοντ με κοιταξε περιεργος αλλα δεν με σκουντηξε.
«Λιο ασε με ησυχη!» φωναξε παλι και αμεσως καταλαβα οτι ηταν η Μονα. Το σωμα μου αλλαξε σε σωμα δαιμονα. Τα νυχια μου εγιναν μυτερα, τα ματια μου απο πρασινα εγιναν κιτρινα και τα φτερα πηδηξαν απο την πλατη μου. Πρεπει να της επιτεθηκε παλι ο ξαδερφος της και εμενε καπου εδω κοντα.
«Γκρεγκορι τι εγινε? Μην κανεις καμια τρελα.» ειπε και με επιασε απο το χερι για να με σταματησει.
«Παρατα με!» του φωναξα και τιναξα το χερι του μακρια. Ανοιξα τα φτερα μου και πεταξα προς το μοναδικο σπιτι με τα φωτα ανοιχτα. Καθησα στο μπαλκονι της και κοιταξα μεσα απο το παραθυρο. Ηταν μονη της στο δωματιο και καθοταν στο πατωμα με την πλατη της ακουμπισμενη στην πορτα. Πρεπει να τον ειχε κλειδωσει απ’ εξω. Ειχε αγκαλιασει τα γυμνα της ποδια και εκλαιγε. Εγινα παλι ανθρωπος και λιγο πριν χτυπησω το τζαμι με προλαβε ο Κλοντ.
«Τι πας να κανεις?» ειπε και προσπαθησε να με σταματησει.
«Ασε με. Ξερω τι κανω.» Με κοιταξε για λιγο και υστερα αφησε το χερι μου. Καθησε λιγο πιο διπλα και μου εγνεψε να παω.
«Θα φυλαω τα νωτα σου. Προσεχε.» ειπε και καθησε πανω στο καγκελο. Πηρα μια βαθια ανασα και χτυπησα το τζαμι μαλακά για να μην την τρομαξω. Εκεινη σηκωσε αποτομα το κεφαλι της και μολις ειδε οτι ημουν εγω ετρεξε να μου ανοιξει. Μπηκα μεσα και εκεινη χωθηκε στην αγκαλια μου κλαιγοντας. Αμεσως εικονες χυθηκαν μεσα στο κεφαλι μου και ειδα τι ειχε γινει πριν λιγο. Εκεινος την απειλουσε οτι αμα ξανασυναντησει εμενα η οποιονδηποτε αλλον θα της εκανε την ζωη χειροτερη απο’ τι ηταν τωρα. Το πρωτο πραγμα που μου ηρθε στο μυαλο ηταν να παω στο αλλο δωματιο και να τον σκοτωσω αλλα αντι γι’ αυτο τυλιξα τα χερια μου γυρω της και την φιλησα στο κεφαλι. Τα μαλλια της μυριζαν τριανταφυλλα.
«Στο ειπα οτι θα ηταν επικινδυνο.» ψιθυρισα απαλα και της χαιδεψα τα μαλλια. Εκεινη συνεχισε να κλαιει και δεν εφευγε απο την αγκαλια μου. Την εβαλα να καθησει στο κρεβατι και σταθηκα μπροστα της ετσι ωστε να την κοιταζω. Ακουμπησα το μαγουλο της και σκουπισα ενα δακρυ. Την κοιτουσα και για πρωτη φορα μετα απο χρονια ενιωθα οτι εχω καρδια.
«Δεν θελω να με βλεπεις ετσι.» ειπε μεσα απο λυγμους και γυρισε το προσωπο της αλλου. Χαμογελασα και της το γυρισα για να με κοιταζει παλι.
«Μην ξεχνας οτι ετσι σε γνωρισα.»
Χαμογελασε και εκεινη και σηκωθηκε ορθια σκουπιζοντας τα ματια της. Πλησιασε ενα γραφειο και πηρε ενα ποτηρι με νερο στα χερια της για να πιει. Καθησα στο πατωμα και την κοιταξα απο πανω ως κατω. Τα μαλλια της ηταν ανακατεμενα και φορουσε μονο ενα ασπρο νυχτικο που εφτανε μεχρι τα γονατα της και στα χερια της πολλα βραχιολια. Το δερμα της ηταν λευκο και το προσωπο της αναψοκοκκινισμενο. Αμεσως πηρα το βλεμμα μου αλλου.
«Πως με βρηκες και πως ανεβηκες στο μπαλκονι μου?» ρωτησε χαμηλοφωνα και αυτη την φορα η φωνη της ηταν πιο ηρεμη.
«Εχει σημασια?»
«Οχι.» ειπε και ηρθε και καθησε διπλα μου. Εγω συνεχισα να κοιταζω εξω γιατι δεν μπορουσα να την βλεπω με το νυχτικο. Εφερε το χερι της στο προσωπο μου και το γυρισε ετσι ωστε να την κοιταζω στα ματια. Γιατι με βασανιζε ετσι?
«Σ’ ευχαριστω.» ειπε και αυτο ηταν. Εμεινα εκει να την κοιταζω σαν χανος. Σιγουρα ο αλλος αμα με εβλεπε θα με κοροιδευε για τους επομενους δυο αιωνες. Εκεινη με κοιτουσε βαθεια μεσα στα ματια και αμα συνεχιζε ετσι ισως να πλησιαζα τοσο πολυ σε ενα φιλι. Ευτυχως ενα χτυπημα στο τζαμι με επανεφερε στην πραγματικοτητα. Η Μονα τιναχτηκε και μαζευτηκε κοντα μου.
«Ηρεμησε. Ειναι ο Κλοντ. Θα σου εξηγησω αργοτερα.» ειπα και σηκωθηκα να παω εξω. Εκεινος με περιμενε με ενα ειρωνικο χαμογελο. Γαμωτο!
«Τι?» ρωτησα εκνευρισμενος.
«Καλα τα πας φιλε. Λιγο ακομα και θα την ριξεις.» ειπε και του εσκασα μπουνια στο μπρατσο.
«Σκασε ηλιθιε. Λεγε τωρα τι θες.»
«Πρωτον να μην κραταω αλλο το φαναρι και δευτερον δεν ειναι ασφαλες να μεινουμε εδω για πολυ. Μια γυναικα πηγαινοερχεται συνεχως μεσα στο σπιτι και αμα μας παρει χαμπαρι την βαψαμε.
«Δεν μπορω να την αφησω.»
«Πρεπει ομως. Πως θα ξεμπλεξουμε αμα σας πιασουν?»
«Δεν ξερω.»
«Που να ξερεις αφου σου εχει παρει τα μυαλα.» ειπε και δεν του απαντησα. Ειχε δικιο. Δεν επρεπε να μεινουμε αλλο. Ακουμπησα με τους αγκωνες στα καγκελα και εκρυψα μεσα στις παλαμες το προσωπο μου. Δεν ηξερα τι να κανω.
«Ειναι ολα ενταξει?» μια φωνουλα ακουστηκε απο πισω μας. Γυρισαμε και οι δυο και την κοιταξαμε εκπληκτοι. Πλησιασα και την επιασα απο το χερι.
«Μια χαρα απλως ισως ειναι καλυτερα να φυγουμε.» ειπα διστακτικα και ειδα την απογοητευση στο προσωπο της. Κουνησε καταφατικα το κεφαλι της αλλα δεν μιλησε.
«Μα τι αγενια απο μερος σου. Τοση ωρα και δεν με εχεις συστησει στην κοπελα.» πεταχτηκε ο Κλοντ και καταλαβα πως προσπαθουσε να κανει την ατμοσφαιρα πιο χαλαρη. Εκεινη εκανε ενα βημα και ετεινε το χερι της.
«Δεν μου εχει πει ουτε το δικο του.» Αυτο ηταν καρφι για εμενα.
«Με λενε Μονα.»
«Χαρηκα για την γνωριμια. Εγω ειμαι Κλοντ.» ειπε εκεινος και της φιλησε το χερι. Ηξερα τι εκανε. Με την επαφη θα εβλεπε αν ηταν οντως ανθρωπος η αν ειχε καποιο κακο σκοπο. Απο την εκφραση του προσωπου του φανηκε οτι ειχα δικιο.
«Τι βλαμενος που εισαι. Δεν εχεις πει ακομα το ονομα σου στην κοπελα?»
«Δεν ειναι το μοναδικο που δεν της εχω πει ακομα.» του απαντησα νευριασμενος και τραβηξα το βλεμμα μου αλλου. Επρεπε να μαθει για να φυγει μακρια μου. Μονο ετσι θα μπορουσα να ξεκολλησω αν εφευγε εκεινη πρωτα.
«Πρεπει στ’ αληθεια να φυγετε η απλως προσπαθει παλι να με αποφυγει?» του ειπε η Μονα και ακουσα τον Κλοντ να γελαει. Την κοιταξα με την ακρη του ματιου μου και σηκωσα το φρυδι ειρωνικα.
«Φιλε σε πηρε χαμπαρι. Η αληθεια δεσποινις ειναι οτι πρεπει να φυγουμε για την ασφαλεια την δικη σας και την δικη μας. Μα φυσικα αμα θελεις μπορεις να ερθεις μαζι μας για μια βραδυνη βολτα και θα σε γυρισει ο Γκρεγκοριαν με ασφαλεια το πρωι.» ειπε και την κοιταξα με την ελπιδα οτι θα δεχτει αν και πιστευα οτι δεν ηταν καλη ιδεα. Στο ακουσμα του ονοματος μου δεν εδωσε καμια σημασια και απορω πως του κατεβηκε η ιδεα να της προτεινει κατι τετοιο. Εκεινη γυρισε και μου εριξε μια ματια πριν απαντησει.
«Θα το ηθελα παρα πολυ. Ελπιζω να μου δωσετε δυο λεπτα να ετοιμαστω ετσι?» ειπε και μπηκε μεσα κλεινοντας την μπαλκονοπορτα πισω της και τις κουρτινες. Αφου βεβαιωθηκα οτι δεν μας ακουγε γυρισα και κεραυνοβολησα τον Κλοντ με ενα αγριο υφος.
«Εισαι τρελος? Πως σου ηρθε και της ειπες να ερθει μαζι?»
«Αφου ηθελες.» ειπε και χαμογελασε πονηρα.
«Δεν εχει σημασια τι ηθελα. Ειμαι επικινδυνος για εκεινη. Δεν πρεπει να βρισκεται κοντα μου.»
«Θελει να βρισκεται κοντα σου.»
«Ναι καλα.» ειπα και εβαλα το προσωπο μεσα στα χερια μου. Δεν ηξερα τι να κανω. Και αν τρομαζε με αυτο που θα εβλεπε? Αν μολις ανοιγα τα φτερα μου εμπαινε παλι μεσα στο δωματιο και με σιχενοταν?
«Ειχες δικιο.» ειπε ξαφνικα εκεινος και ο τονος της φωνης του εδειχνε να ταξιδευει.
«Για ποιο πραγμα?»
«Για το οτι ειναι διαφορετικη.»
Τον κοιταξα μπερδεμενος. Μεχρι πριν λιγο διαφωνουσε καθετα τωρα πως αλλαξε γνωμη?
«Απο τον τροπο που σε κοιταζει μοιαζει λες και ειναι ετοιμη να ακουσει τα παντα για σενα. Θελει να βρισκεται συνεχεια κοντα σου. Δεν σε φοβαται και σε θελει διπλα της. Φιλε, δεν μπορεις να φανταστεις ποσο σημαντικο και σπανιο ειναι αυτο.» ειπε και φαινοταν οτι δεν εκανε καθολου πλακα. Σε κατι τετοια ο Κλοντ ηταν πολυ αληθινος.
Πριν προλαβω να του απαντησω η πορτα ανοιξε και η Μονα βγηκε εξω. Φορουσε ενα μαυρο κοντομανικο και ενα τζιν. Ειχε στρωσει τα μαλλια της που επεφταν σαν ενας καταρακτης απο σοκολατενιες μπουκλες. Ηταν πολυ ομορφη.
«Ειμαι ετοιμη να φυγουμε αλλα μια τελευταια ερωτηση. Πως θα φυγουμε απο το μπαλκονι?»
Κοιταχτηκα με τον Κλοντ και αναστεναξα με αγχος.

«Θα δεις.»


Merian