Παιχνίδια Εξουσίας (Κεφάλαιο 1) [18+]



Ύμνος στην ομορφιά.

Κρύβεις βαθιά στα μάτια σου ανατολή και δύση
σκορπάς αρώματα σαν βραδιά θυελλική
το φίλημα σου φίλτρο είναι,το στόμα μόσχου βρύση,
που κάνουν τον ήρωα άνατρο κι αντρείο το παιδί.

Σαρλ Μπωντλέρ.



Τζόναθαν

Αυτός ο χορός ήταν βαρετός.
Το μόνο ενδιαφέρον εώς τώρα, ήταν το αλκόολ. Βέβαια δεν θα έπρεπε να
παραπονιέμαι, αυτός ο χορός ήταν προς τιμήν μου. Διότι είχα επιστρέψει από το
ταξίδι μου στην Αυστραλία, σώος και αβλαβής.
Το αρχοντικό μου έσφυζε από ζωή, οι τοίχοι ήταν γεμάτοι με πυρσούς που
πρόσδιδαν θέρμη και φως, η μπάντα έπαιζε μουσική, ο ρυθμός ήταν αργός και
χαλαρωτικός, κάποια ζευγάρια στροβιλίζονταν στην πίστα. Οι περισσότερες
κοπέλες στέκονταν στην άκρη και περίμεναν από τους εργένηδες να τους
τραβήξουν την προσοχή. Ο αδερφός μου, ο Γουίλιαμ με σκούντηξε. Γύρισα προς το
μέρος του βαριεστημένος.
«Λοιπόν» σήκωσε το χέρι του με το οποίο κρατούσε ένα κρυστάλινο ποτήρι και μου
έδειξε τον χώρο. «Πως σου φαίνεται;»
«Πολύ καλή προσπάθεια Γούιλ» απάντησα και ήπια μια γουλιά από το ουίσκι μου.
«Ω έλα τώρα» έκανε εκείνος. «Δεν μπορείς να ευχαριστηθείς με τίποτα, κοίτα
πόσες κοπέλες ήρθαν να σε καλοσωρίσουν πίσω» ανασήκωσε το σκούρο φρύδι του,
κοιτάζοντας λάγνα προς το μέρος τους.
«Αυτές;» καύγχασα. «Αυτές δεν έχουν έρθει να με καλωσορίσουν, έχουν έρθει για
να βρουν άντρα. Πρόσεξε Γουίλιαμ, μην σε καπακώσουν πριν την ώρα σου»
αστειέυτηκα, ο αδερφός μου γέλασε.
«Δεν θα είχα παράπονο να βρω μια τσούπρα, όλες όμως έχουν έρθει για εσένα, τον
μεγαλέμπορο, το άστρο της πόλης μας» με έδειξε με ένα θεατρινίστικο τρόπο. Η
μουσική άλλαξε, έγινε πιο γρήγορη.
«Ξέρεις ότι δεν είναι για εμένα αυτά» ο Γούλιαμ κούνησε το κεφάλι του.
«Το ξέρω, εσύ είσαι ο Καζανόβας εδώ μέσα, τα κορίτσια για εσένα είναι μόνο για
μια νύχτα.» ανασήκωσα τους ώμους μου.
«Όχι μόνο για μια νύχτα» κοίταξα προς την πίστα, αγνοώντας τον ειρωνικό
μορφασμό του Γουίλιαμ. Τελείωσα το ποτό μου, την προσοχή μου την τράβηξε ένα
ζευγάρι, πιο συγκεκριμένα, η ντάμα. Φόραγε ένα μαύρο φόρεμα το οποίο ήταν
στολισμένο με πολύτιμες πέτρες, ο κορσές αναδύκνυειε την λεπτή μέση της και τα
λευκά της στήθη. Τα μαύρα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε ένα χαλαρό κότσο,
μερικές σκούρες μπούκλες είχαν ξεπηδήξει και χόρευαν στο πρόσωπο της. Τα
κατακόκκινα χείλη της είχαν κυρτώσει σε ένα αυθόρμητο χαμόγελο και τα χρυσά
της μάτια κοίταζαν εύθυμα τον καβαλιέρο της. Τράβηξα τον Γούλιαμ και διέκοψα
την συζήτηση του με έναν νεαρό. Του έδειξα την γυναίκα.
«Ποια είναι αυτή;» τον ρώτησα διακριτικά.
«Είναι η Αναλύζα Νόρμαν» απάντησε μισοκλείνοντας τα μάτια του «πρόσεξε
Τζόναθαν» έσπευσε να προσθέσει, «ο πατέρας της εμπορεύεται μετάξυ μαζί μας,
μην κάνεις κάποια ηλιθιότητα» αλλά εγώ δεν τον άκουγα, του έδωσα το άδειο
ποτήρι μου και κινήθηκα προς την πίστα. Είχα βρει το γεύμα μου για απόψε.

Αναλύζα.

Ο καβαλιέρος μου ονομαζόταν Στηβ Μόρισον, ήταν γλυκούλης και είχε χιούμορ.
Μου άρεσε να χορεύω μαζί του. Εξάλλου ήταν σημαντικός πελάτης του πατέρα,
έπρεπε να είμαι φιλική μαζί του. Η μουσική ήταν υπέροχη, δυνατή και μεθυστική. Ο
Στηβ πέρασε τα χέρια του στην μέση μου και με τράβηξε κοντά του.
«Θες να πάμε κάπου να συζητήσουμε;» ρώτησε κολλώντας στο στόμα του στο αυτί
μου. Τον κοίταξα και χαμογέλασα.
«Μπορούμε να μιλήσουμε και εδώ» στροβιλίστηκα για να αυξήσω την απόσταση
μεταξύ μας. Δεν με έλκυε με αυτό τον τρόπο ο Στηβ και δεν μπορούσα να τον
απορρίψω, εντολή του πατέρα μου.
«Εννοώ κάπου μόνοι μας» με κοίταξε με νόημα. Τέλεια, πως θα τον απέφευγα
τώρα;
«Συγνώμη» ακούστηκε μια αντρική πίσω μας, ο Στηβ απομακρύνθηκε από εμένα.
«Κύριε Ράιντερ» ψέλισσε, χαμογέλασα ικανοποιημένη και γύρισα να κοιτάξω τον
άντρα που έκανε τον Στηβ να τρέμει σαν το φύλλο. Καμπανάκια αναγνώρισης
χτύπησαν στο μυαλό μου, έγειρα το κεφάλι μου παρατηρώντας το αρρενωπό
πρόσωπο του, το κόκκινα μαλλιά του, τα λαμπερά γαλάζια μάτια του, την μικρή
ουλή στο δεξί του μάγουλο. Υποκλίθηκε ελαφρά και με κοίταξε στα μάτια με ένα
αυτάρεσκο χαμόγελο.
«Δεσποινίς Μόρινσον, θα μου χαρίσετε αυτό τον χορό; Εάν δεν υπάρχει πρόβλημα
με το καβαλιέρο σας φυσικά» γύρισα να κοιτάξω τον άντρα που ήταν ο συνοδός
μου ως τώρα, εκείνος απομακρύνθηκε μουρμουρίζοντας κάτι ακατάληπτο. Ο
Τζόναθαν Ράιντερ με πήρε από το χέρι και πήγε να πιάσει την μέση μου.
«Δεν σας έδωσα την άδεια κύριε Ράιντερ» φάνηκε να εκπλήσεται και εγώ δάγκωσα
το κάτω χείλος μου για να μην χαμογελάσω αυτάρεσκα. Δεν είχαμε συναστραφεί
ποτέ, ήξερα όμως από γνωστές, πως ήταν με τις κοπέλες. Τους υποσχόταν
παντρειές και πλούτη, τις εκμεταλευόταν και ύστερα παρίστανε πως δεν υπάρχουν.
«Πολύ καλά, έχω την άδεια σας;» κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου, αν
αρνιόμουν, ήμουν σίγουρη ότι ο πατέρας θα με σκότωνε. Συνήθως ήθελε να
κολακεύω για την δουλειά του, πιθανούς πελάτες, αλλά αν μάθαινε πως τράβηξα
στην προσοχή στο μεγάλι ψάρι και τον απέριψα, δεν θα το έπαιρνε καλά.
«Ο διαβόητος Τζόναθαν Ράιντερ» προσπάθησα να μην φανώ σαρκαστική.
«Γνωρίζετε για εμένα mademoiselle;»
«Θα ήταν παράξενο να είμαι σε έναν χορό προς τιμήν σας και να μην γνωρίζω ποιος
είστε;» ο Τζόναθαν έγειρε ελαφρά το κεφάλι του και γέλασε.
«Σωστά και παρεπιμπτόντως μπορείς να με φωνάζεις Τζον, λοιπόν τι έχεις ακούσει
για εμένα;» μου άφησε το χέρι και με έκανε μια γρήγορη σβούρα, ζαλισμένη έπεσα
πάνω του, πέρασε το χέρι του από το μπράτσο μου γα να με συγκρατήσει. Σήκωσα
το βλέμμα μου προς τα πάνω, η απόσταση από τα χείλη του ήταν τόσο μικρή που αν
σηκωνόμουν στις μύτες θα μπορούσα να ακουμπήσω τα χείλη μου στα δικά του.
Φάνηκε να το συνειδητοποιεί και ο ίδιος, χαίδεψε το μπράτσο μου μέχρι τον γυμνό
ώμο μου. Το δέρμα μου ηλεκτρίστηκε από το άγγιγμα του. ‘Ηξερα ότι αν έμενα
εγκλωβισμένη στην αγκαλιά του θα έκανα κάτι που θα το μετάνιωνα αργότερα.
Απομακρύνθηκα γελώντας για να μην δείξω την στιγμή αμηχανίας και μίλησα.
«Θέλετε να μάθετε τι ακούω από τις κυρίους ή από τις κυρίες;»
«Και από τις δύο κατηγορίες, υποθέτω»
«Οι κύριοι σε θεωρούν άξεστο και έξυπνο, ένα άτομο που δεν διστάζει σε τίποτα
προκειμένου να πάρει αυτό που επιθυμεί και οι κυρίες έχουν την ίδια γνώμη, αν και
το θέτουν πιο κόσμια»
«Μόνο αυτό λένε;» μόρφασε, δήθεν απογοητευμένος. Γέλασα με το πονηρό
υπαινιγμό του. Ηξερα πως ήταν του χαρακτήρα του να φέρνει σε δύσκολη θέση τις
δεσποινίδες με τα τολμηρά του υπονοούμενα αλλά εγώ δεν είναι ήμουν από αυτές
που κοκκινίζαν.
«Λένε επίσης ότι είσαι πολύ καλός στο κρεβάτι, Τζον» με κοίταξε στα μάτια και το
βλέμμα του σκοτείνιασε ξαφνικά, με γύρισε έτσι ώστε η πλάτη μου να ακουμπάει το
στέρνο του, η ανάσα του μου γαργάλησε το αυτί.
«Θες να μάθεις αν αληθεύει;» μου ψιθύρισε, τα χείλη του κατέβηκαν στον λαιμό
μου και η ανάσα του τώρα με έκανε να τρέμω από επιθυμία. Χαμογέλασα στην
σκέψη πως θεώρησα τολμηρό τον Στηβ, ο καινούργιος μου καβαλιέρος είχε
περάσει σε ένα εντελώς καινούργιο επίπεδο. Απομακρύνθηκα από την στενή επαφή.
«Έτσι ρίχνεις τις κοπέλες Τζον;» σούφρωσα τα χείλη μου, απογοητευμένη. Αυτός
ανασήκωσε το φρύδι του εμφανώς ενοχλημένος και με τράβηξε πιο κοντά.
«Όχι, αλλά όταν βρίσκονται στο κρεβάτι μου, με παρακαλάνε Άννα» γέλασα, όχι
όπως γελάνε οι κοπέλες για να ευχαριστήσουν το άντρα που τις συνοδεύει, γέλασα
με την καρδιά μου, δυνατά και αυθόρμητα. «Πολύ μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό
σου» σκούπισα τα μάτια μου.
«Δεν με πιστεύεις» δήλωσε, σήκωσε το χέρι του και με χαίδεψε στον λαιμό.
«Στοιχηματίζω οτιδήποτε, ότι ύστερα από μερικές μέρες στο κρεβάτι μου, θα με
παρακαλάς να σου κάνω έρωτα» ο αντίχειρας του κατευθύνθηκε προς το πιγούνι
μου. Δάγκωσα το χείλος μου, θεωρούσε ότι ήταν ο κηνυγός, το αρχέγονο
αρσενικό, το λιοντάρι. Χαμογέλασα θελκτικά και πέρασα το χέρι μου γύρω από τον
λαιμό του.
«Θα στοιχημάτιζες ότιδήποτε,» αν εκείνος νόμιζε πως ήταν το λιοντάρι και εγώ η
αντιλόπη, θα του έδειχνα πως ήμουν η πιο γρήγορη αντιλόπη που είχε συναντήσει
ποτέ στην ζωή του.


Αγγελίνα Παντελή