Σώμα Γεμάτο Μολύβι (Μπέρθα) του/της Havoc

«Ο Θεός συγχωρεί. Η Μπέρθα, όχι.»

Ντετέκτιβ Σάμιουελ Γουίλσον

Όταν ο Γουίλσον, ένας μεγαλόσωμος άντρας στα πενήντα πέντε του, έφτασε στο εγκαταλελειμμένο μέγαρο, δεν ήξερε τι ακριβώς θα βρει. Γνώριζε από την αρχή βέβαια πως η υπόθεση ήταν περίεργη, αλλά δεν μπορούσε να αναλογιστεί τι θα μπορούσε να συναντήσει. Το παλιό αρχοντικό υψωνόταν αρκετά έξω από την πόλη, κιτρινισμένο από τα χρόνια και μισογκρεμισμένο. Η βροχή μαστίγωνε τα παλιά σαπισμένα ξύλα του, και ο αέρας παρέσερνε τα ανοιχτά παραθυρόφυλλα, κάνοντας τα να χτυπούν δυνατά. Η ίδια βροχή χτυπούσε και τον Γουίλσον. Η γκρι φεντόρα του είχε μουσκέψει, και κρατούσε τις ψιχάλες μακριά από τα μάτια του με το μακρύ της γείσο. Η γκρι καμπαρτίνα του, βρεγμένη και αυτή, είχε λερωθεί στο κάτω μέρος της από τις λάσπες την ώρα που περνούσε από τον απεριποίητο κήπο του αρχοντικού. Πλησίασε την δίφυλλη πόρτα, και ακούμπησε με την πλάτη του στην κολώνα που στήριζε την περίτεχνη μαρκίζα που την στόλιζε. Ευτυχώς, ένα μεγάλο κομμάτι από την μαρκίζα στεκόταν ακόμα, και κρατούσε το μέρος στεγνό. Το άλλο κομμάτι όμως είχε πέσει, και έφραζε την δίφυλλη πόρτα. Ο Γουίλσον έπιασε το χερούλι της πόρτας μέχρι εκεί που έφτανε, και το γύρισε ελπίζοντας να είναι ξεκλείδωτα. Η τύχη όμως δεν τον ευνόησε. Η μία πόρτα ήταν κλειδωμένη. Γρύλισε και έσφιξε της γροθιές του, που έμοιαζαν με σφυριά. Μετά, άπλωσε τα χέρια του, και έπιασε με τα χοντρά του δάχτυλα το κάτω μέρος της μαρκίζας. Το νερό άρχισε να τον χτυπά ξανά, εκνευρίζοντας τον. Βρίζοντας, έβαλε δύναμη για να σηκώσει την μαρκίζα, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Παρόλο που ήταν αρκετά γεροδεμένος, δεν μπόρεσε να την σηκώσει για να ξεμπλοκάρει την είσοδο. Έξυσε το αξύριστο πηγούνι του σκεπτόμενος. «Θα μπορούσα να το σπρώξω.» σκέφτηκε και πήγε από το πλαϊνό μέρος. Έβαλε την πλάτη του κολλητά στην πόρτα, και έπιασε την μαρκίζα ξανά, για να την σπρώξει αυτή τη φορά. Η μαρκίζα, κουνήθηκε μερικά εκατοστά, και έπεσε στο έδαφος με έναν εκκωφαντικό θόρυβο, κομματιάζοντας την πλατφόρμα μπροστά από την είσοδο. «Σκατά!» γρύλισε μέσα από τα δόντια του. Ήλπιζε να μπει ήσυχα μέσα, αλλά από ότι φαίνεται, αυτή η περίπτωση εξαφανίστηκε. Τώρα όμως έφτανε να ανοίξει την άλλη πόρτα, που όπως είδε ήταν ξεκλείδωτη. Έβγαλε το μακρύκανο σαραντατεσσάρι ρεβόλβερ του και το έλεγξε. Βλέποντας το γεμάτο, χαμογέλασε και έσπρωξε με τον ώμο του την πόρτα. Μπαίνοντας μέσα, είδε πως το απόλυτο σκοτάδι κάλυπτε το δωμάτιο, εκτός από την λεπτή ακτίνα φωτός που έμπαινε από την πόρτα που βρισκόταν. Έβγαλε τον μεταλλικό αναπτήρα του, και τον άναψε. Το δωμάτιο πρέπει να ήταν τεράστιο, γιατί το χλωμό φώς του αναπτήρα αποκάλυπτε τις απαραίτητες λεπτομέρειες, ίσα-ίσα για να προχωρήσει. Έκλεισε την πόρτα πίσω του, και ξεκίνησε να προχωρά προς την μεγάλη ξύλινη σκάλα μπροστά του. «Όχι ακόμα.» σκέφτηκε αποφασίζοντας πως πρέπει να ελέγξει πρώτα το ισόγειο. Πήρε μια βαθιά ανάσα και προχώρησε προς την πόρτα που έβλεπε στα αριστερά του.

Το ισόγειο ήταν γεμάτο με παλιά ξύλινα έπιπλα που σάπιζαν από την κακομεταχείριση και την πολυκαιρία. Πέρα από αυτό όμως, δεν είχε βρει κάτι περίεργο. Ο αναπτήρας έκαιγε από την θερμότητα που έβγαζε, και δεν μπορούσε να τον κρατήσει άλλο. Οπότε τον έσβησε και ακούμπησε την πλάτη του στον τοίχο προσπαθώντας να αφουγκραστεί. Στεκόταν όρθιος μέσα στα σκοτάδια με το σαραντατεσσάρι στα χέρια. Η ‘Μπέρθα’ όπως το φώναζε, ήταν ένα βαρύ, μακρύκανο  μαύρο ρεβόλβερ. Το είχε μαζί του τέσσερα χρόνια, και του είχε σώσει την ζωή αρκετές φορές. Άλλες φορές βέβαια το φώναζε και ‘Κακιά Σκύλα’, αστειευόμενος πως ο Θεός συγχωρούσε. Η Κακιά Σκύλα, ποτέ. Κούνησε το κεφάλι του για να συγκεντρωθεί ξανά στην υπόθεση. «Ανθρώπινα όργανα στην μαύρη αγορά.» σκέφτηκε. «Ποιο τέρας το κάνει αυτό;» αναρωτήθηκε, και έσφιξε το ρεβόλβερ του. Ο έμπορος οργάνων πρέπει να είχε σταθεί απρόσεκτος, γιατί δεν το βρήκε ιδιαίτερα δύσκολο το να εντοπίσει από πού προέρχονται. «Πρέπει να τελειώσει αυτό.» είπε και έλεγξε τον αναπτήρα του. Ένα χαμόγελο στόλισε το πρόσωπο του μόλις ένιωσε πως είχε κρυώσει. Τον άναψε, και ηρέμησε καθώς είδε πάλι το χλωμό φως να αγγίζει απαλά το δωμάτιο. Πήρε ξανά μια βαθιά ανάσα και προχώρησε προς το τελευταίο δωμάτιο που του είχε μείνει.

Άνοιξε προσεκτικά την πόρτα, και άρχισε να χτενίζει με το βλέμμα του το δωμάτιο πριν μπει. Μόλις σιγουρεύτηκε πως δεν υπήρχε κάποια απειλή, προχώρησε πιο μέσα, προς ένα μεγάλο σεντούκι που μπόρεσε να ξεχωρίσει στο μισοσκόταδο. Το πάτωμα έτριζε καθώς πλησίαζε, κάνοντας τον να ανησυχήσει, καθώς ήταν και λίγο προληπτικός.  Το κάθε του βήμα ήταν προσεγμένο, και παρόλο το μεγάλο βάρος του, δεν είχε προξενήσει ιδιαίτερο θόρυβο. Ξαφνικά, στα αριστερά του ξεχώρισε μια μορφή. Γύρισε και σημάδεψε με την Μπέρθα, έτοιμος να κομματιάσει όποιον βρισκόταν εκεί. «Ακίνητος!» φώναξε αγριεμένος, και φώτισε με τον αναπτήρα. Ένιωσε λίγο χαζός μόλις είδε πως η μορφή που ξεχώρισε ήταν ένα σκουρόχρωμο μαρμάρινο άγαλμα μιας γυναίκας. Γέλασε ανακουφισμένος και ξεκίνησε να προχωρά ξανά προς το σεντούκι, αφήνοντας το άγαλμα στην ησυχία του. Δεν πρόλαβε να κάνει τρία βήματα όμως, καθώς το πάτωμα κομματιάστηκε ρίχνοντας τον στο κενό από κάτω του.

Τα ανακατεμένα μαλλιά του ήταν γεμάτα σκόνη και σκλήθρες. Ένιωθε πως τον είχαν χτυπήσει με ταφόπλακα στην πλάτη, ενώ το κεφάλι του έμοιαζε να είναι δέκα νούμερα μεγαλύτερο. Ζαλιζόταν ακόμα, και τα αυτιά του βούιζαν δυνατά. Άνοιξε αργά τα μάτια του, και είδε μπροστά του ένα χειρουργικό τραπέζι. Κοίταξε εξερευνητικά τριγύρω στο δωμάτιο, και είδε τα ματωμένα χειρουργικά εργαλεία στον τοίχο. Η κλασσική μουσική που έπαιζε το παλιό γραμμόφωνο πλημμύριζε το δωμάτιο, βγάζοντας μια ανατριχιαστική ηρεμία. Πρέπει να ήταν σε υπόγειο, καθώς δεν μπορούσε να εντοπίσει κάποιο παράθυρο. Προσπάθησε να κουνηθεί, αλλά δεν μπορούσε, καθώς ήταν δεμένος σε μια ξύλινη καρέκλα. Ξεφύσηξε και αποφάσισε να περιμένει.

Λίγα λεπτά μετά, άκουσε την πόρτα να ανοίγει. Ένας λεπτοκαμωμένος άντρας με καφέ κουστούμι μπήκε στο οπτικό του πεδίο, κρατώντας το ρεβόλβερ του Γουίλσον. «Εξαιρετικό μηχάνημα.» είπε δείχνοντας το. «Άσε την Μπέρθα κάτω.» γρύλισε ο Γουίλσον με την τραχιά φωνή του. Ο άντρας τον κοίταξε χαμογελαστός, και έφτιαξε το λεπτό μουστάκι του. Ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία από τον Γουίλσον, με τα λευκά καλοχτενισμένα μαλλιά του να γυαλίζουν. «Γερασμένο όμως, όπως και εσείς.» είπε απογοητευμένα και το άφησε στο ξύλινο τραπέζι. Μετά, έπιασε το παλιό δερμάτινο πορτοφόλι από δίπλα, και το άνοιξε, κοιτώντας το. «Ντετέκτιβ Σάμιουελ Γουίλσον, τμήμα Νέας Υόρκης.» είπε γεμάτος ενδιαφέρον. «Εσείς είστε αυτός;» ρώτησε δείχνοντας του την φωτογραφία της ταυτότητας του. «Εκπληκτική διαφορά.» είπε και ξανακοίταξε την φωτογραφία. Μετά, έκλεισε το πορτοφόλι, και το άφησε στην θέση του. «Υπάρχουν άνθρωποι που φορούν ακόμα φεντόρα;» ρώτησε έκπληκτος, δείχνοντας το καπέλο του. «Εσύ πουλάς τα όργανα;» τον διέκοψε αγριεμένα ο Γουίλσον. «Εγώ τα αφαιρώ, Κύριε Γουίλσον, όπως θα αφαιρέσω και τα δικά σας.» είπε χαμογελαστός. «Τώρα, πείτε μου. Καπνίζετε; Πίνετε μήπως;» ρώτησε καθώς έπιανε μια σύριγγα στα χέρια του. Την χτύπησε με το δάχτυλο του για να δει εάν υπάρχουν φουσκάλες, και χαμογέλασε. «Είμαι σίγουρος πως θα μπορέσω να σώσω κάποια όργανα από εσάς.» είπε και άρχισε να τον πλησιάζει.  Ο Γουίλσον προσπάθησε να κουνηθεί, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ήταν καλά δεμένος στην ξύλινη καρέκλα. «Ξύλινη;» σκέφτηκε καθώς έβλεπε τον άντρα να τον πλησιάζει χαμογελώντας χαιρέκακα. Χαμογέλασε και ο ίδιος, κάνοντας τον άντρα να σταματήσει και να τον κοιτάξει γεμάτος περιέργεια. Σηκώθηκε με την καρέκλα να είναι δεμένη επάνω του, και έβαλε όλη του την δύναμη για να ανοίξει τα χέρια του. Το πελώριο στήθος του φούσκωσε, και τα χέρια του έσφιξαν δίνοντας όλη τους την δύναμη. Η καρέκλα έσπασε σε κομμάτια, με κάποια από αυτά να κρέμονται ακόμα πάνω του σε ότι σχοινιά είχαν απομείνει. Ο άντρας, πέταξε την σύριγγα στο έδαφος και έτρεξε πίσω στον πάγκο, παίρνοντας στα χέρια του την Μπέρθα. Ο Γουίλσον έτρεξε πίσω του, αλλά δεν πρόλαβε, καθώς ο άντρας γύρισε και τον σημάδεψε. Αυτός, τρομοκρατημένος έμεινε ακίνητος. «Θα πεθάνω από την Μπέρθα;» αναρωτήθηκε με θλίψη. Ο άντρας σημάδεψε καλύτερα, και τράβηξε την σκανδάλη. Η Μπέρθα αντέδρασε με ένα εκνευρισμένο μηχανικό κλικ, χωρίς να ρίξει. Ο Γουίλσον το κοίταξε έκπληκτος, καθώς ο άντρας του το πετούσε τρομοκρατημένος προσπαθώντας να αποδράσει. Άρχισε να τρέχει προς την σκάλα όσο πιο γρήγορα μπορούσε, ενώ ο Γουίλσον έσκυβε για να πάρει το όπλο. Άρπαξε το ρεβόλβερ από το έδαφος και κοίταξε προς τον άντρα. Είχε μόνο μια βολή, καθώς ο άντρας θα χανόταν από το οπτικό του πεδίο. Έσφιξε το όπλο στα χέρια του, και σημάδεψε προσεκτικά βάζοντας και τα δύο χέρια. Τράβηξε την σκανδάλη, και η Μπέρθα γαύγισε αγριεμένα, ξερνώντας μολύβι προς τον άντρα που έτρεχε. Η προειδοποιητική βολή πέτυχε τον τοίχο δίπλα του, κόβοντας ένα μέρος από το σημείο που προσέκρουσε. Ο άντρας σταμάτησε και κοίταξε τον Γουίλσον τρομοκρατημένος. «Η επόμενη βολή θα περάσει μέσα από το στήθος σου.» του είπε με την τραχιά φωνή του. Ο άντρας γονάτισε και έβαλε τα χέρια πίσω από το κεφάλι. Ο Γουίλσον πήρε ένα από τα σχοινιά που κρέμονταν από πάνω του, και του έδεσε τα χέρια. «Συλλαμβάνεσαι.» είπε αγριεμένα.
Τον έσπρωξε με δύναμη στο βαν της αστυνομίας και έκλεισε την πόρτα. «Θα τον πάμε εμείς στο τμήμα.» είπε ο Τρέβορ, ένας νεαρός αστυνομικός. Αυτός έγνεψε θετικά και έβαλε το ρεβόλβερ στην θήκη του. «Σαμ, ακόμα αυτή την παλιατζούρα έχεις; Τα τελευταία όπλα είναι καλύτερα. Γιατί δεν παίρνεις ένα;» τον ρώτησε μόλις είδε το ρεβόλβερ του. Ο Γουίλσον τον κοίταξε χαμογελαστός. «Ο Θεός συγχωρεί. Η Μπέρθα, όχι.» είπε γελώντας και χτύπησε απαλά την θήκη με το χέρι του. Ο Τρέβορ κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι του και μπήκε στο περιπολικό του.


Επίλογος

Τέσσερα χρόνια πριν, βράδυ των Χριστουγέννων. Ο φρεσκοξυρισμένος και καλοχτενισμένος Ντετέκτιβ Γουίλσον καθόταν στην πολυθρόνα του δίπλα από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, με ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι. Μόλις είχε γυρίσει από το νοσοκομείο. Καθόταν κατακρεουργημένος από την θλίψη και κοιτούσε τον ιατρικό φάκελο στα χέρια του. Έγραφε πως η γυναίκα του πέθανε νωρίτερα το ίδιο απόγευμα. Την είχε χτυπήσει μεθυσμένος οδηγός. Είχε μαζέψει ότι κουράγιο είχε, και πήγε να αναγνωρίσει το πτώμα του μοναδικού ανθρώπου που του είχε απομείνει. Ένιωσε να τον χτυπά μια βαριά στο στήθος καθώς την είδε. Το άλλοτε όμορφο πρόσωπο της ήταν μερικώς κατεστραμμένο, αλλά μπορούσε να το ξεχωρίσει. Δεν έκλαψε. «Οι άντρες δεν κλαίνε.» σκέφτηκε, καθώς υπέγραφε τα χαρτιά. Μετά γύρισε στο σπίτι και έκατσε στην πολυθρόνα. Και από εκείνη την ώρα δεν έκανε τίποτα άλλο από το να πίνει. Κάποια στιγμή, τα φωτάκια από το δέντρο που αναβόσβηναν άρχισαν να τον εκνευρίζουν. Σηκώθηκε αγριεμένος, το έπιασε στα χέρια του, και το πέταξε στην άκρη του δωματίου με δύναμη. Μετά, έπιασε την πολυθρόνα, και άρχισε να χτυπά το δέντρο με αυτή, κάνοντας την θρύψαλα. Το χτυπούσε για αρκετή ώρα, μέχρι που δεν υπήρχε κάποιο κομμάτι της πολυθρόνας στα χέρια του. Μόλις το είδε αυτό, άρχισε να χτυπά μανιασμένα με τις γροθιές του. Χτυπούσε τα σπασμένα ξύλα και τα θρύψαλα από τα γυαλιά, κάνοντας τα χέρια του να ματώσουν. Μετά γύρισε και κοίταξε το τραπέζι που είχε το ουίσκι. Το πλησίασε, και με ματωμένα χέρια έπιασε το μπουκάλι. Εξαντλημένος, έκατσε στο πάτωμα προσπαθώντας να ανασάνει. Ήπιε μερικές γουλιές, και ακούμπησε την πλάτη του στην μεγάλη βιβλιοθήκη. Απέναντί του, βρισκόταν το τζάκι, με δύο χριστουγεννιάτικες κάλτσες. Από πάνω τους, βρισκόταν το δώρο που του είχε πάρει η γυναίκα του. Ένα μεγάλο κουτί, τυλιγμένο με περίτεχνο χριστουγεννιάτικο περιτύλιγμα. Το κοίταξε ξανά, και μάζεψε τα συντρίμμια του για να φτάσει μέχρι το τζάκι. Μόλις το πήρε στα χέρια του, είδε πως το πακέτο ήταν βαρύ. Το ξετύλιξε προσεκτικά με ευλαβικές κινήσεις, και έβγαλε το μεγάλο ξύλινο κουτί από την συσκευασία, αφήνοντας το περιτύλιγμα να πέσει. Το άνοιξε προσεκτικά, και είδε πως μέσα υπήρχε ένα μεγάλο μακρύκανο σαραντατεσσάρι μάγκνουμ. Το εσωτερικό της θήκης ήταν από βελούδο, και περιείχε το όπλο, έξι σφαίρες, και μια κάρτα. «Καλά Χριστούγεννα. Ελπίζω να σε προσέχει όπως εγώ.» έγραφε η κάρτα. Χαμογέλασε θλιμμένα, και έπιασε το ρεβόλβερ στα χέρια του, Το γέμισε με αργές κινήσεις και δακρύζοντας έβαλε την κάνη στο στόμα του, τραβώντας την σκανδάλη. Το ρεβόλβερ αντέδρασε με ένα εκνευρισμένο μηχανικό κλικ, χωρίς να ρίξειΑπελπισμένος, το πέταξε στο πάτωμα, γονάτισε, και έβαλε τα κλάματα. Και εκεί όπως καθόταν κοίταξε ξανά το ρεβόλβερ που ήταν πεσμένο πάνω από τον ιατρικό φάκελο της γυναίκας του. Έπιασε ξανά το ρεβόλβερ στα χέρια του. Το πλησίασε στα χείλη του και το φίλησε. «Είσαι μια κακιά σκύλα, έτσι Μπέρθα;» του είπε χαμογελαστός, και πήρε τον ιατρικό φάκελο στα χέρια του. Σηκώθηκε, πλησίασε τον κάδο, και τον πέταξε μέσα. Τον φάκελο που έγραφε «Μπέρθα Γουίλσον – ΝΕΚΡΗ.»

ΤΕΛΟΣ


     

Havoc