Lilith:The dark side of the moon (Κεφάλαιο 40) "Wrong answer" [18+]

Damien’s POV

Οι ακτίνες του ήλιου εισέβαλαν απρόσκλητες μέσα από τα κλειστά μου βλέφαρα. Τι βάναυσο ξύπνημα! Για αυτό δεν μου άρεσαν τα πρωινά. Έκανα να κινηθώ όμως τα κόκκαλα μου παραπονιόντουσαν σθεναρά. Τεντώθηκα και ένιωσα ένα χέρι μπλεγμένο με το δικό μου. Γύρισα να κοιτάξω το κοιμισμένο σώμα της Λίλιθ δίπλα μου και εικόνες από την χθεσινή νύχτα μαζί της κατέκλυσαν το μυαλό μου χαρίζοντας μου ένα πλατύ χαμόγελο. Χάιδεψα τα δάχτυλα της με τα δικά μου πριν απομακρύνω απαλά το χέρι μου. Έσφιξε τα βλέφαρα της και άλλαξε θέση γυρνώντας μου την πλάτη της. Αν εχθές στο φεγγαρόφωτο ήταν θεϊκή, στο φως του ήλιου έμοιαζε εκθαμβωτική. Το λευκό της δέρμα γυάλιζε σαν διαμάντι καθώς έπεφτε το φως πάνω της και αναστέναξα νιώθοντας ένα πλάκωμα στο στήθος. Ήταν όντως δικός μου αυτός ο άγγελος? Εχθές μου το είχε αποδείξει ότι ανήκε σε μένα. Τα σημάδια μου ήταν ακόμη φρέσκα στο σώμα της. Η πλάτη και τα πλευρά της ήταν καλυμμένα με μελανιές από το σφιχτό μου κράτημα. Το σώμα μου με ικέτευε να σύρω τα χέρια μου πάνω στο κορμί της ξανά αλλά δεν υπέκυψα στον πειρασμό. Δεν ήθελα να ενοχλήσω τον ύπνο της. Ήξερα ότι ήταν σπάνιες οι μέρες που δεν ξυπνούσε ουρλιάζοντας από ματωμένους εφιάλτες. Σηκώθηκα αργά και αθόρυβα, έβαλα μια καθαρή φόρμα και κατέβηκα στην κουζίνα. Βρήκα την Μάγια να ψήνει τηγανίτες. Πήγα δίπλα της και της έσκασα ένα μεγάλο φιλί στο μάγουλο. Γύρισε και με κοίταξε χαμογελώντας.
«Τι τρέχει, μικρέ; Γιατί τόσα κέφια;» Άρπαξα ένα μήλο από τη φρουτιέρα και το δάγκωσα χαμογελαστά. Η Μάγια γέλασε και γύρισε τις τηγανίτες. «Μην την πληγώσεις Ντέιμιεν.» είπε σοβαρά και με κοίταξε. Το χαμόγελο χάθηκε από τα χείλη μου μεμιάς.
«Ποτέ δεν θα το έκανα αυτό.» της απάντησα το ίδιο σοβαρά. Με χάιδεψε με το χέρι της στο μάγουλο μου.
«Το ξέρω αγόρι μου. Όχι επίτηδες τουλάχιστον.»
«Μην χτυπάς τους φόβους μου Μάγια.» της είπα και απομακρύνθηκα από κοντά της. Το φοβόμουν αυτό. Τα λόγια της παίζανε σε λούπα στο κεφάλι μου. ‘Δεν είμαι η Κάρολαιν.’ , ‘Δεν θα σε πληγώσω.’, ‘Σε θέλω.’. Όλα τα άκουγα ξανά και ξανά και ήξερα ότι έλεγε την αλήθεια. Το είχα δει στα μάτια της όταν εμφανίστηκε στο δωμάτιο μου. Ήθελα να είναι αλήθεια. «Που είναι ο μπαμπάς?» ρώτησα βλέποντας το άδειο σαλόνι και καθόλου έτοιμο καφέ.
«Δεν έμεινε εδώ. Ευτυχώς δηλαδή γιατί πως θα εξηγούσες τις φωνές και τους ήχους από τα σπασμένα αντικείμενα?» Γέλασα ένοχα.
«Τόσο πολύ?» μόρφασα χαζοχαρούμενα.
«Χαίρομαι για σένα μωρό μου.» είπε γλυκά και με φίλησε στο μέτωπο. «Ήταν καλά?» της έβγαλα την γλώσσα και απλώθηκα στον πάγκο με ένα ονειροπαρμένο βλέμμα καθώς θυμόμουν κάθε λεπτομέρεια της βραδιάς. «Τόσο καλά? Μπράβο!» Άκουσα τα βήματα της στην σκάλα και γύρισα απότομα να την κοιτάξω. Η ανάσα μου κόπηκε στην θέα της. Φορούσε ένα δικό μου μπλουζάκι και ένα εσώρουχο μου. Τα μαλλιά της πέφτανε σε χαλαρές μπούκλες γύρω από το όμορφο και ήρεμο πρόσωπό της. Δάγκωσε το χείλος της καθώς με κοιτούσε και ένα απαλό κόκκινο χρώμα εμφανίστηκε στα μάγουλα της.
«Καλημέρα.» είπε γλυκά. Η ανάσα μου έγινε πιο γρήγορη καθώς σηκωνόμουν και τύλιγα τα χέρια μου γύρω της και την σήκωνα στροβιλίζοντας την. Γέλασε χαμηλόφωνα και η καρδιά μου βούλιαξε στο στήθος μου. Ήταν ένας από τους πιο αγαπημένους μου ήχους το γέλιο της. Την άφησα και, φέρνοντας τα χέρια μου στο πρόσωπο της, πίεσα τα χείλη της στα δικά μου με μανία. Άκουσα να αναστενάζει στο φιλί μας και την έφερα ακόμα πιο κοντά μου.
«Εκμεταλλεύεσαι την απουσία του πατέρα σου και το απολαμβάνεις?» με πείραξε η Μάγια. Απομακρύνθηκα απαλά από τα χείλη της Λίλιθ και γύρισα να την κοιτάξω με ειρωνεία.
«Αν έφευγες και λίγο θα το απολάμβανα περισσότερο.» Η Λίλιθ με χτύπησε απαλά στον ώμο.
«Συγχώρεσε τον Μάγια. Δεν έχει τρόπους.» είπε κοιτώντας με έντονα. Της χάιδεψα το μάγουλο, έκλεισε τα μάτια της και μισάνοιξε τα χείλη της. Τι κινούμενος πειρασμός ήταν ανάθεμα την! Η Μάγια σίγουρα κατάλαβε την ατμόσφαιρα που βάρυνε από την σεξουαλική μας ένταση και βγήκε από το σπίτι παίρνοντας το καλάθι της. Λουλούδια, μανιτάρια, χόρτα. Ότι και αν πήγαινε να μαζέψει την ευγνωμονούσα. Είχα το σπίτι δικό μου να το απολαύσω με τον μικρό μου άγγελο. Την σήκωσα απότομα κάνοντας την να βγάλει μια κραυγή έκπληξης και την έβαλα να καθίσει στον πάγκο της κουζίνας. Άνοιξα τα πόδια της και ήρθα και στάθηκα μπροστά της. Με κοίταξε χαμογελώντας και τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου.
«Σε θέλω ξανά. Τι μου έχεις κάνει? Σε θέλω συνέχεια. Δεν μπορώ μακριά από το κορμί σου.» της ψιθύρισα ενώ έτριβα την μύτη μου στον λαιμό της. Αναστέναξε βαθιά και έγειρε το κεφάλι της περισσότερο στο πλάι.
«Τότε μην μένεις μακριά μου.» απάντησε και ξάπλωσε προς τα πίσω τραβώντας με πάνω της.
«Είσαι αχόρταγη έτσι?» της είπα κοροϊδευτικά και σήκωσε το ένα της φρύδι. Το χέρι της γλίστρησε μέσα από την φόρμα μου και η ανάσα μου πιάστηκε στον λαιμό μου.
«Σε χαλάει έτσι?» μου απάντησε λάγνα. Πάλι έχανα τον έλεγχο. Με τρέλαινε αυτή η γυναίκα. Θεέ μου! Την φίλησα με πάθος και έβαλα τα χέρια μου μέσα από την μπλούζα της χαϊδεύοντας το γυμνό της δέρμα. Τύλιξα με το ένα μου χέρι το πόδι της γύρω μου και γρύλισα από την επαφή. Ακόμη και με τα ρούχα, τα σώματα μας έκαιγαν από πόθο. Δάγκωσα τα χείλη της και έκανε το ίδιο. Την κοίταξα απειλητικά αλλά ήξερε ότι αστειευόμουν.
«Θα σε σκοτώσω.» της είπα με βαθιά φωνή από τον πόθο.
«Πρέπει πρώτα να με πιάσεις.» μου απάντησε ενώ σηκωνόταν γρήγορα από τον πάγκο και στάθηκε στην πόρτα χαμογελώντας και σταυρώνοντας τα χέρια της στο στήθος. Έτρεξα προς το μέρος της αλλά δεν την πρόλαβα και έτρεξε προς το σαλόνι. Την κυνήγησα γύρω- γύρω από τα έπιπλα για αρκετά λεπτά. Όταν όμως τρέχοντας φτάσαμε στο μπάνιο και άνοιξε το νερό εναντίον μου η παιχνιδιάρικη διάθεση μου έφυγε. Είχε βραχεί και εκείνη, τα ρούχα μου κολλούσαν πάνω της και η ανάγκη μου για εκείνη έγινε αβάσταχτη. Την κόλλησα πάνω μου και τράβηξα τα ρούχα από πάνω της βίαια ενώ βυθιζόμουν μέσα της. Αναστέναξε βαθιά ενώ το κορμί της γινόταν ένα με το δικό μου και γρύλισα στην επαφή. Κουνήθηκε πάνω μου αργά και βασανιστικά και η ανάσα μου κόπηκε. Την κοίταξα με μάτια θολά από τον πόθο ενώ τα δικά της είχαν κοκκινίσει από την ένταση. Οι αναστεναγμοί μας ηχούσαν δυνατά μέσα στο δωμάτιο και το πάθος μας συνεπήρε. Κρατήθηκε δυνατά από τον νιπτήρα ραγίζοντας τον ενώ εγώ έσπασα την κάσα της πόρτας επειδή στηριζόμουν εκεί. Ο ήχος από το ράγισμα απλά πύρωσε το πάθος μας περισσότερο. Κινήθηκα πιο άγρια, πιο γρήγορα, πιο μανιασμένα μέσα της. Έσκισε το δέρμα μου με τα νύχια της κάνοντας το αίμα να κυλήσει καυτό από τις πληγές. Η μυρωδιά έκανε τους κυνόδοντες της να έρθουν στην θέση τους και τους βύθισε στο λαιμό μου. Αναστέναξα βαριά καθώς το αίμα έρεε από μέσα μου στο στόμα της και της τράβηξα τα μαλλιά ενώ εκείνη ούρλιαξε καθώς τελείωνε μαζί μου. Την ακολούθησα ουρλιάζοντας το όνομα της και πέσαμε καταβεβλημένοι στο πάτωμα με εμένα ακόμα μέσα της. Της χάιδεψα τα μαλλιά ενώ μοίραζε απαλά φιλιά στους ώμους και τον λαιμό μου μέχρι να καταφέρουμε να ελέγξουμε τις ανάσες μας. Ακούσαμε το αυτοκίνητο του πατέρα μου να παρκάρει στο παρκινγκ και κοιταχτήκαμε έντρομοι. Τρέξαμε με υπεράνθρωπη ταχύτητα στο δωμάτιο μου και κλειστήκαμε εκεί.
«Και τώρα?» μου είπε φοβισμένη. Την κοίταξα αλλά δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ στην θέα του γυμνού της κορμιού.
«Ντύσου δεν μπορώ να σκεφτώ.» της είπα ενώ προσπαθούσα να σκεφτώ.
«Έσκισες τα ρούχα μου θυμάσαι?» Αν θυμόμουν λέει? Ήδη ένιωθα το κορμί μου να ξαναζωντανεύει στις αναμνήσεις. Οι πόρτες του αυτοκινήτου έκλεισαν με δύναμη και βήματα ήχησαν στο πλακόστρωτο. Βγήκα τρέχοντας από το δωμάτιο και γύρισα στο δευτερόλεπτο κρατώντας ένα φόρεμα της Σάρα. Με κοίταξε σαν να ήμουν βλάκας αλλά το πήρε από τα χέρια μου και το πέρασε από το κεφάλι της.
«Δεν θα το καταλάβει?» ρώτησε προσπαθώντας να κουμπώσει το φερμουάρ στην πλάτη της.
«Είναι καινούργιο και ούτε καν θα θυμάται ότι το έχει. Πίστεψε με.» της είπα καθησυχάζοντας την.
«Κούμπωσε με.» μου είπε ενώ γυρνούσε την γυμνή πλάτη της σε μένα. Έβαλα τα τρεμάμενα χέρια μου πάνω από το φερμουάρ και το σήκωσα. Άφησα ένα φιλί στον ώμο της και αναστέναξε στην επαφή. Χάιδεψα τα χέρια της και τύλιξα τα χέρια μου γύρω από την μέση της αγκαλιάζοντας της σφιχτά.
«Μην φύγεις.» της ψιθύρισα. Έμεινε εκεί να κοιτάει το κενό με εμένα πίσω της. Η εξώπορτα άνοιξε και ο πατέρας μου με την Σάρα μπήκαν στο σπίτι.
«Ντέιμιεν?» η φωνή του πατέρα μου επιφυλακτική.
«Κατεβαίνω.» του φώναξα και άφησα απρόθυμα την Λίλιθ από την αγκαλιά μου.
«Θα κατέβω μαζί σου.» μου είπε γλυκά. Κινήθηκε προς την πόρτα αλλά πριν προφτάσει να ακουμπήσει το πόμολο την άρπαξα και την κόλλησα στην πόρτα. Τα χείλη μου επιτέθηκαν στα δικά της με ορμή. Υπήρχε θυμός σε εκείνο το φιλί. Και πόθος και ανάγκη και πάνω από όλα πάθος. Το φιλί ξαφνικά έγινε πιο απαιτητικό η γλώσσα μου άνοιξε δρόμο ανάμεσα στα χείλη της. Παρασύρθηκα και έβαλα τα χέρια μου μέσα από την φούστα της και την χάιδεψα. Αναστέναξε βαθιά και κόλλησε το κορμί της πάνω μου.
«Ντέιμιεν!» ο πατέρας μου ξανά. Τραβήχτηκα από την Λίλιθ βρίζοντας ανάμεσα από τα δόντια μου.
«Θα του ξεριζώσω το κρανίο.» γρύλισα και βγήκα από το δωμάτιο γρήγορα αλλά με έπιασε από το μπράτσο.
«Δεν θα το κάνεις.» μου ψιθύρισε στο αυτί μου και χάθηκα στην αίσθηση της καυτής ανάσας της.
«Μην με προκαλείς.» της ψιθύρισα ξέπνοος. Και δεν εννοούσα την απειλή προς τον πατέρα μου. Κατέβηκε γοργά την σκάλα και βρέθηκε μπροστά τους.
«Καλημέρα.» τους είπε γλυκά και είδα τον πατέρα μου να την τσεκάρει από πάνω μέχρι κάτω. Είχα διαλέξει λάθος φόρεμα. Κολλούσε πάνω της με έναν πολύ προκλητικό τρόπο και δεδομένου ότι δεν φορούσε εσώρουχα το έκανε ακόμα πιο πρόστυχο και ας ήμουν ο μόνος που το ήξερε. Ένιωσα το υβρίδιο να βγαίνει από μέσα μου και να γίνομαι πράσινος από την ζήλεια μου.
«Λίλιθ...» είπε ο πατέρας μου ξεροκαταπίνοντας, «Τι κάνεις εδώ?» Χαμογέλασε σαγηνευτικά ενώ ερχόμουν και στεκόμουν δίπλα της.
«Ο Ντέιμιεν αισθανόταν μοναξιά.» γύρισε να με κοιτάξει προκλητικά. Αυτή η γυναίκα δεν έπρεπε να χάσει την παρθενιά της. Είχε γίνει ακόμα πιο επικίνδυνα σαγηνευτική. Την κοίταξα καλά-καλά προκαλώντας την.
«Ένιωθα μοναξιά.» είπα στον πατέρα μου χαμογελαστά και βάζοντας το χέρι μου στην μέση της Λίλιθ κτητικά την οδήγησα στην κουζίνα. Ο πατέρας μου ακολούθησε παραξενεμένος με την Σάρα να τον συνοδεύει.
«Ήρθε η Τρέισι από εδώ?» ρώτησε μυρίζοντας τον αέρα την στιγμή που η Λίλιθ καθόταν στον πάγκο. Με κοίταξε απειλητικά σηκώνοντας το φρύδι της.
«Τρέισι?» ρώτησε. Δεν είχα θέμα να της πω για αυτήν. Εξάλλου δεν σήμαινε τίποτα. Δυο νύχτες είχαμε περάσει μαζί. Τίποτα σημαντικό. Απλά σεξ.
«Η κοπέλα του Ντέιμιεν.» είπε ο πατέρας μου απλά και η Λίλιθ γύρισε απότομα το κεφάλι της προς το μέρος του. Τα δόντια της έσφιξαν και ένιωθα την ένταση της να πλημμυρίζει το δωμάτιο. Δεν το πίστευα ότι αυτός ο ηλίθιος μπορούσε να καταστρέψει με δυο του λέξεις ένα υπέροχο βράδυ και ένα εξίσου υπέροχο πρωινό. Με μισούσε δεν εξηγούταν αλλιώς. Δεν μπορεί να του ξεφεύγανε.
«Δεν είναι η κοπέλα μου πατέρα. Δυο βράδια δεν την κάνουν κοπέλα μου.» είπα σθεναρά. Η Λίλιθ ρουθούνισε ενοχλημένη σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος και στρέφοντας το κεφάλι της έξω στον κήπο.
«Ο Ντέιμιεν έχει δίκιο Κλάους. Δεν είναι η κοπέλα του.» τόνισε η Σάρα και εκείνη την στιγμή ήθελα να την φιλήσω. Της χαμογέλασα και μου χαμογέλασε και εκείνη. Ήξερα ότι ήξερε για μας αλλά παρόλα αυτά δεν είχε μιλήσει. Δεν ήξερα τον λόγο αλλά δεν έπαυε να συγκαταλέγεται αυτόματα στους συμμάχους μου για αυτό.
«Τότε γιατί δυο συνεχόμενα βράδια ήταν μαζί της? Δεν τα κάνει αυτά.» της απάντησε ο πατέρας μου υποστηρίζοντας την αρχική του άποψη. Θα του ξερίζωνα το κεφάλι σήμερα, δεν το γλίτωνε για κανέναν λόγο!
«Βαριόμουν να βρω κάτι καλύτερο!» φώναξα χτυπώντας το χέρι μου στον πάγκο κάνοντας την Λίλιθ να γυρίσει να με κοιτάξει. Κάθε εύθυμη διάθεση είχε χαθεί από τα μάτια της. Ο πατέρας μου σήμερα θα πέθαινε από τα δικά μου χέρια. Την κοίταξα ευθεία στα μάτια προσπαθώντας να της περάσω το μήνυμα αλλά έσπασε την οπτική επαφή απότομα γυρίζοντας το κεφάλι της από την άλλη. Έριξα το κεφάλι μου μπροστά απογοητευμένος.
«Κλάους, θες να σταματήσεις λίγο πρωινιάτικα?» του είπε θυμωμένα η Σάρα. Πρώτη φορά την άκουγα να του μιλάει έτσι και μάλλον πρώτη φορά γενικά καθώς την κοιτούσε σαν να μην πίστευε στα αυτιά του. Η Λίλιθ σηκώθηκε από την καρέκλα της και κινήθηκε προς την έξοδο. Έβαλα το χέρι μου στο μπράτσο της να την σταματήσω. Δεν γύρισε να με κοιτάξει αλλά σταμάτησε.
«Τώρα δεν θα νιώσεις μοναξιά. Αλλά και να νιώσεις, πάρε την Τρέισι.» είπε θυμωμένα χτυπώντας το χέρι μου και κοπανώντας την πόρτα έφυγε από το σπίτι.
«Τι στο καλό έγινε τώρα?» ρώτησε ο πατέρας μου χτυπώντας το πόδι του επιτακτικά στο πάτωμα. Γύρισα να τον κοιτάξω με τα μάτια του λύκου και τον είδα να κάνει ένα βήμα προς τα πίσω. Ρουθούνισα και ανέβηκα στο δωμάτιο μου. Βάλθηκα να καταστρέφω τα πάντα στο πέρασμα μου ουρλιάζοντας. Έπιπλα, διακοσμητικά, φώτα. Τίποτα δεν έμενε όρθιο από την οργή μου. Όταν έφτασα στο κρεβάτι όμως σταμάτησα. Κοίταξα το ματωμένο σεντόνι που ήταν τσαλακωμένο πάνω του. Η απόδειξη του τι είχε συμβεί εχτές το βράδυ και ο πατέρας μου το είχε καταστρέψει και αυτό. Έπεσα στα γόνατα και έμεινα να κοιτάζω με άδειο βλέμμα τα αποδεικτικά στοιχεία της ομορφότερης μου νύχτας...


Lilith’s POV

Έφτασα σπίτι ώρες μετά. Είχα περπατήσει πάρα πολύ για να καταφέρω να ηρεμήσω τα τεντωμένα μου νεύρα και να μην διαλύσω τα πάντα στο πέρασμα μου. Πως και δεν μιλάς εσύ? Ρώτησα την μαινάδα. Η σιωπή της με τρόμαζε. Δεν το συνήθιζε. Δεν ξέρω τι να σου πω για αυτό. Η απόφαση είναι δική σου. Μεταξύ μας όμως, εγώ τον πιστεύω. Θυμάσαι το βλέμμα του όταν σε κρατούσε αγκαλιά? Τα λόγια της έφεραν μνήμες που προσπαθούσα να απομακρύνω. Η χθεσινή βραδιά όμως ότι και να έκανα θα παρέμενε το πιο ανεξίτηλο κομμάτι της ζωής μου. Ήταν τόσο υπέροχη, ο Ντέιμιεν ήταν τόσο γλυκός, τόσο αισθησιακός. Είχε κάνει τα πάντα υπέροχα και δεν είχε αντιδράσει όταν είχε έρθει αντιμέτωπος με το μικρό βρώμικο μυστικό της. Του το αναγνωρίζεις σωστά? Ο Τζος σιγά που θα έκανε τα ίδια. Συγκρίνεις ανόμοια πράγματα, της απάντησα. Με τον Ντέιμιεν είμαι ερωτευμένη. Τότε θα το ξεπεράσεις. Σε θέλει Λίλιθ. Μην δηλητηριάζεις ότι ομορφότερο έχεις ζήσει. Από πότε νοιάζεσαι? την ρώτησα μπερδεμένη. Αυτή ήταν η σκύλα που με κυρίευε όχι η φωνή της συνείδησης μου. Είμαι και τα 2. Και πάντα νοιάζομαι για σένα. Όχι μόνο επειδή είσαι ο ξενιστής μου. Έχουμε μια ιδιαίτερη σχέση όσο και αν το αρνείσαι. Κούνησα το κεφάλι μου και μπήκα στο σπίτι. Οι γονείς μου βρισκόντουσαν στο σαλόνι φανερά αγχωμένοι.
«Που ήσουν? Πεθάναμε από αγωνία. Γιατί το κινητό σου είναι κλειστό?» ο πατέρας μου είχε αρχίσει την ανάκριση.
«Έσπασε.» του απάντησα. «Στης Στέφανι. Το τηλέφωνο τους έχει χαλάσει.» συνέχισα να ανεβαίνω την σκάλα. Τον άκουσα που πήγε να πει κάτι αλλά η μητέρα μου την σταμάτησε.
«Άσε την. Δεν είναι καλά, δεν την βλέπεις?» του είπε και εκείνος σώπασε. Κλειδώθηκα στο δωμάτιο μου και έπεσα στο κρεβάτι μου εξαντλημένη. Έσκισα το φόρεμα από πάνω μου και το πέταξα στην γωνία. Σηκώθηκα τσαντισμένη και μπήκα στο μπάνιο μου. Ήθελα να βγάλω την μυρωδιά του από πάνω μου. Βάλθηκα να τρίβω μανιασμένα το δέρμα μου με το σφουγγάρι αλλά ότι και να έκανα δεν μπορούσα να απαλλαγώ από εκείνον. Ούτε από την μυρωδιά του, ούτε από τις αναμνήσεις του. Το κρύο νερό δεν βοήθησε. Απελπισμένη βγήκα από την μπανιέρα μου και έκανα να πιάσω την πετσέτα μου όταν είδα το γυμνό μου σώμα στον καθρέφτη μου. Είχα σημάδια από τα χέρια και τα φιλιά του παντού πάνω μου. Στα πλευρά μου, την μέση μου, την κοιλιά μου. Έφερα τα χέρια μου πάνω τους και αναρίγησα στην θύμηση από τα χάδια του. Έκλεισα τα μάτια και παραδόθηκα στην αίσθηση πληρότητας που με γέμιζε πάλι. Μην το αρνείσαι Λίλιθ. Ζήσε το. Άνοιξα τα μάτια μου. Δεν θύμωνα μαζί της. Είχε δίκιο. Στην τελική δεν είχα επιλογή. Η καρδιά είχε αποφασίσει να δοθεί χωρίς να με ρωτήσει. Είχα γίνει δική του χωρίς να το καταλάβω. Ότι και να έκανα από εδώ και πέρα του ανήκα. Ακόμα και αν δεν με ήθελε. Βγήκα από το μπάνιο και στέγνωσα τα μαλλιά μου. Το κορίτσι στον καθρέφτη φαινόταν πιο σίγουρο, πιο παθιασμένο, πιο γυναίκα. Ο Ντέιμιεν με είχε αλλάξει. Και όχι με το σεξ. Ναι, με αυτό είχε αλλάξει το σώμα μου αλλά με την συμπεριφορά του είχε αλλάξει την ψυχή μου. Είχε κατακτήσει την καρδιά μου. Σήκωσα το ακουστικό του σταθερού και κάλεσα την Στέφανι. Το σήκωσε αμέσως.
«Στο έχω πει ότι σε λατρεύω? Εχθές ήταν τέλεια. Τι υπέροχος άνθρωπος! Είναι ότι καλύτερο...»
«Δώσε τον μου στο τηλέφωνο.» την διέκοψα μην έχοντας όρεξη για τους πολύωρους μονολόγους της.
«Μισό.» είπε σοβαρά. Την άκουσα να τον φωνάζει από την άλλη άκρη της γραμμής.
«Παρακαλώ?» ρώτησε αβέβαιος ο Τσακ σηκώνοντας το.
«Πες μου ότι ο φίλος σου δεν παίζει μαζί μου.» του είπα σοβαρά. Τον άκουσα να αναστενάζει.
«Τι έγινε?» με ρώτησε απαλά. Δεν ήθελε να με τσαντίσει το ένιωθα. Ήθελε από ενδιαφέρον να μάθει αλλά δεν ήμουν πρόθυμη να του πω.
«Πες το μου σε παρακαλώ.» η φωνή μου έσπασε παρακαλώντας τον. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο μου και το άφησα να τρέξει. Ας μην ήμουν άλλο ένα παιχνίδι για εκείνον Θεέ μου!
«Είναι ερωτευμένος μαζί σου. Δεν θα στο πει γιατί είναι εγωιστής και φοβάται. Αλλά πίστεψε με. Σημαίνεις πολλά για εκείνον αν όχι τα πάντα. Είσαι η μόνη γυναίκα που έχει καταφέρει να τον αγγίξει σε τέτοιο βαθμό και να σπάσει όλες τις άμυνες μου, και πίστεψε με, έχει πολλές.» Το κομμάτι ότι ήταν ερωτευμένος μαζί μου δεν το πίστεψα. Μπορούσε να το έχει πει αν ένιωθε κάτι τέτοιο. Βέβαια, ούτε εγώ το είχα πει αλλά δεν έχει σημασία. Για τα υπόλοιπα...
«Αν λες ψέματα, θα σου ξεριζώσω την καρδιά.» του είπα απλά.
«Δίκαιο ακούγεται.» απάντησε ειλικρινά. Έκλεισα το ακουστικό. Έπιασα τα μαλλιά μου σε μια αλογοουρά και φόρεσα ότι βρήκα πρόχειρο στην ντουλάπα μου. Ένα τζιν και ένα μπλουζάκι. Κατέβηκα την σκάλα και χαμογέλασα στους δικούς μου πριν ξεκινήσω για το σπίτι μου. Βγήκα στο δρόμο και κίνησα προς την έπαυλη των Μάικλσον. Φτάνοντας, παρκαρισμένο έξω ήταν ένα άγνωστο αυτοκίνητο και από μέσα ακούγονταν έντονες ομιλίες. Η φωνή του Ντέιμιεν ξεχώριζε και μια γυναικεία στριγκιά φωνή.
«Τρέισι, σταμάτα.» τον άκουσα να λέει. Τρέισι? ΤΡΕΙΣΙ? Ο γελοίος υποκριτής! Αυτό ήταν που δεν έτρεχε τίποτα μεταξύ τους? Δεν είχα προλάβει να φύγω και δεν είχε χάσει καθόλου χρόνο και είχε καλέσει την αγαπημένη του. Η καρδιά μου παλλόταν ανεξέλεγκτη στο στήθος μου και η αναπνοή μου σταμάτησε. Είχε έρθει η ώρα να δείξουμε στο μικρό υβρίδιο ότι εγώ δεν ήμουν παιχνίδι του. Κλότσησα δυνατά της εξώπορτα ρίχνοντας την κάτω μονομιάς. Τα μάτια του Κλάους, της Σάρα αλλά και του ζευγαριού καρφώθηκαν πάνω μου. Ο Ντέιμιεν φαινόταν συντετριμμένος. Η κοπέλα πάλι δεν έλεγε να ξεκολλήσει από πάνω του ενώ είχε αφήσει τα σημάδια της πάνω του. Έγειρα το κεφάλι μου στο πλάι και χαμογέλασα σαδιστικά.
«Ποια είσαι εσύ?» με ρώτησε το γύναιο καθώς άφηνε τον Ντέιμιεν και ερχόταν προς το μέρος μου. Η μαινάδα είχε ζαρώσει σε μια γωνία και περίμενε να δει τις αντιδράσεις μου.
«Εγώ?» την ρώτησα βλεφαρίζοντας. «Είμαι η Λίλιθ. Εσύ?» την ρώτησα με την πιο ψεύτικη φωνή που είχα ακούσει να βγαίνει από τα χείλη μου. Ο Κλάους και η Σάρα είχαν μείνει να με κοιτούν παγωμένοι ενώ το πληγωμένο βλέμμα του Ντέιμιεν χάθηκε ενώ έσκυβε το κεφάλι από ενοχή.
«Ώστε εσύ είσαι η τσούλα που πήρε το αγόρι μου μακριά?» ρώτησε με θρασύτητα ενώ με πλησίαζε απειλητικά. Της χαμογέλασα.
«Τσούλα? Αγόρι σου? Είσαι σίγουρη ότι μιλάς για μένα?» Την άφησα να με πιάσει από τον λαιμό. Οι δέκα κανόνες της μαινάδας: νούμερο τέσσερα. Δώσε την ψευδαίσθηση κυριαρχίας. Ο Ντέιμιεν αντέδρασε στην στιγμή ενώ ερχόταν προς το μέρος μας. Κάρφωσα το βλέμμα μου στα μάτια του και τον πάγωσα στην θέση του καθιστώντας τον ανίκανο να κουνηθεί.
«Άκου να σου πω, κοριτσάκι. Χέστηκα αν είσαι σημαντική ή πολύτιμη. Κάτω τα χέρια από το αγόρι μου. Ξηγηθήκαμε?» Άρπαξα το χέρι της και το γύρισα κάνοντας το κόκκαλο να βγει από το δέρμα της. Ούρλιαξε από τον πόνο ενώ έπεφτε στα γόνατα.
«Πρώτον, κοριτσάκι, δεν απλώνουμε χεράκι πάνω μου. Δεύτερον είμαι πολύτιμη και δεν έχεις ιδέα τι μπορώ να κάνω, και τρίτον...» πήρα μια βαθιά ανάσα και κοίταξα τον Ντέιμιεν. «Το ‘αγόρι’ σου πέρασε την νύχτα του μαζί μου. Και πίστεψε με, δεν ήταν φρόνιμος.» Ο Κλάους γύρισε να κοιτάξει τον γιό του αλλά ο Ντέιμιεν είχε μάτια μόνο για μένα. Είδα το μίσος να καθρεφτίζεται στα μάτια της και την αμέσως επόμενη στιγμή βύθιζε τα λυκίσια δόντια της στο πόδι μου. Αυτό δεν το περίμενα. Έβρισα χαμηλόφωνα και πιάνοντας την από τον λαιμό την πέταξα στον τοίχο απέναντι. Πήρε θέση μάχης αλλά δεν είχε ελπίδα. Έκανε να με πιάσει με το καλό της χέρι αλλά βρέθηκα στην στιγμή πίσω της και την κλότσησα δυνατά στην σπονδυλικά στήλη. Φώναξε δυνατά και απολάμβανα την κάθε κραυγή της. Έπεσε στο πάτωμα και με τράβηξε μαζί της ρίχνοντας με κάτω. Ανέβηκε πάνω μου κλειδώνοντας με, με τα πόδια της και βάλθηκε να με χτυπάει στο πρόσωπο. Ο Ντέιμιεν ούρλιαζε ανίκανος ακόμα να κουνηθεί και ο Κλάους με την Σάρα δεν μπαίνανε από φόβο μην πληγώσουν εμένα. Αθώοι. Χαμογέλασα δείχνοντας τους ματωμένους μου κυνόδοντες και της έριξα μια δυνατή κουτουλιά. Έκανε πίσω, την άρπαξα και την πέταξα από πάνω μου. Στάθηκε στα πόδια της ξανά αλλά είχαν όλα τελειώσει. Έφτασα προς το μέρος της σε κλάσματα δευτερολέπτου και χώνοντας το χέρι μου στο στήθος της την κοίταξα για τελευταία φορά στα μάτια. Πόνος ήταν το μόνο που είδα πριν τραβήξω το χέρι μου και μαζί με αυτό την καρδιά της. Το νεκρό της σώμα χτύπησε το πάτωμα και έριξα από πάνω της την σταματημένη καρδιά της. Έγλειψα το χέρι μου από το αίμα της και γύρισα να κοιτάξω τον Ντέιμιεν που ξεπάγωνε εκείνη την στιγμή από την μαγεία μου. Κοίταξε μια το πτώμα στα πόδια μου και μετά εμένα.
«Λίλιθ...» έκανε να πει αλλά τον σταμάτησα. Η καρδιά στο στήθος μου είχε σταματήσει να χτυπάει, η ανάσα μου επίσης και δεν έφταιγε η μάχη. Τα φιλιά της ήταν ακόμα νωπά πάνω του και αισθανόμουν αηδία και μόνο στην όψη του. «Δεν είναι αυτό που νομίζεις.» είπε. Μπορούσε να είναι πιο γραφικός?

«Λάθος απάντηση.» του είπα μέσα από τα δόντια μου ενώ η καρδιά αργοπέθαινε. «Είσαι το χειρότερο κάθαρμα που έχω γνωρίσει ποτέ. Είσαι ένας ψεύτης, ένα καθίκι σαν τον φίλο σου. Και είσαι πολύ τυχερός που δεν την ακολουθείς στον τάφο αλλά βλέπεις εγώ η ηλίθια φταίω. Που αντί να καταλάβω από την αρχή τι άψυχο κτήνος ήσουν κάθισα να σε βοηθήσω. Σε μισώ! Σε μισώ τόσο πολύ. Και μισώ και τον εαυτό μου που σε ερωτεύτηκε!» ούρλιαξα και εξαφανίστηκα στο δευτερόλεπτο. Χώθηκα βαθιά μέσα στο δάσος, όσο πιο μακριά μπορούσα από εκείνον, και άφησα την οργή μου να ξεσπάσει. Ούρλιαξα ενώ άφηνα τον εαυτό μου να αναπνεύσει ξανά. Ο πόνος με κατέκλυσε και τα δάκρυα μου έκοβαν σαν ξυράφια τα μάτια μου. Μωρό μου... Άκουσα την μαινάδα να μου ψιθυρίζει. «Κάνε τον πόνο να φύγει. Εξαφάνισε τον.» της φώναξα δυνατά τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω από το τρεμάμενο κορμί μου. Σύννεφα μαζεύτηκαν στον ξάστερο ουρανό και δυνατοί κεραυνοί πέφτανε δίπλα μου. Ήξερα ότι το προκαλούσα εγώ αλλά δεν το έλεγχα. Ήθελα μόνο να ξεχάσω. Να σταματήσω τον πόνο που μου θρυμμάτιζε την καρδιά και την ψυχή. Αστραπές ακούστηκαν και ένιωθα τον αέρα να σχηματίζει μια δίνη γύρω μου. Είδα φωτιά να με περικλείει και να φουντώνει μέσα από τα δάκρυα μου την ίδια στιγμή που η γη σειόταν και άνοιγε. Άφησε εμένα Λίλιθ. Θα κάνω τον πόνο να φύγει. Ηρέμησε και παραδώσου. Έβλεπα κύματα να σηκώνονται μέσα από τα κλειστά μου βλέφαρα και ήξερα ότι οι δυνάμεις μου ήταν εκτός ελέγχου. Η φωτιά φούντωνε και έκαιγε το δάσος, είδα κόσμο να τρέχει πανικόβλητος ενώ η γη κατάπινε τα πάντα, μανιασμένα κύματα να χτυπούν με ορμή την στεριά και δίνες ανέμου να ετοιμάζονται να ξεκινήσουν, να κατασπαράξουν. Ούρλιαξα ξανά και είδα λύκους να με πλησιάζουν όπως τότε. Άνοιξα τα βλέφαρα μου για να δω την καταστροφή να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μου. Ο πόνος με έτρωγε ζωντανή και δεν μπορούσα να τον ελέγξω. Τα νύχια μου μπήχτηκαν στο χώμα, οι κυνόδοντες μου βγήκαν. Άλλαζα και δεν ήξερα τι σήμαινε αυτό. Λίλιθ! Άσε με! Θα πεθάνεις αν συνεχίσεις! Και μαζί με εσένα όλοι τους! Έκλεισα τα βλέφαρα μου βλέποντας ακόμα μια φορά το θέαμα του Ντέιμιεν αγκαλιά με την Τρέισι, άφησα ένα τελευταίο δάκρυ να τρέξει και παρέδωσα τον έλεγχο...




Nadia