Η νύχτα που ο Παράδεισος έπεσε (Κεφάλαιο 3) "Under Attack"



Όταν τα αδέρφια, απαλλαγμένα πλέον από την ανθρώπινη μεταμφίεση τους, άφησαν τα μεγάλα εντυπωσιακά φτερά τους να τους οδηγήσουν πίσω στο σπίτι. Η διαδρομή τους ήταν σιωπηλή και αργή. Δεν ήξερε κανένας από τους δυο πως θα αντιδρούσε ο Αρχάγγελος σε ότι είχε συμβεί απόψε. Ο Κάιλ περισσότερο από τον αδερφό του αισθανόταν ντροπή. Ντροπή για την αποτυχία του. Για την έλλειψη επαγγελματισμού του. Για το νεύρο που ώρες-ώρες του ήταν αδύνατο να ελέγξει.Δεν είχαν ιδέα για το τι θα αντίκριζαν όταν θα φτάνανε στην πύλη. Ο Μιχαήλ είχε σηκωθεί από την κλίνη του και τους περίμενε στην είσοδο ενώ ο Ραφαήλ προσπαθούσε να τον πείσει να γυρίσει πίσω στο δωμάτιο του και να ξεκουραστεί. Ο Κάιλ προσγειώθηκε πρώτος, με τον Λίο να απέχει ελάχιστα δεύτερα. Ευτυχώς, είχαν μεταφερθεί στον κατώτερο, πέμπτο Ουρανό και όχι στον έβδομο που αναπαύονταν οι δυο Αρχάγγελοι γιατί κανείς από τους δυο δεν θα είχε πρόσβαση εκεί. Βλέποντας τους, ο Μιχαήλ φάνηκε να ανακτεί ένα μέρος των δυνάμεων του. Οι δυο άγγελοι υποκλίθηκαν ενώ ο Αρχάγγελος έτρεχε προς το μέρος τους.
«Παρακαλώ σηκωθείτε. Κάιλ, τι έγινε? Που είναι?» Ο Κάιλ δεν μίλησε παρά έσκυψε το κεφάλι του ντροπιασμένος. Έχοντας χάσει τον έλεγχο μπροστά της είχε αποτύχει αυτόματα και στην αποστολή του.
«Αποτύχαμε Μέγα Πολεμιστή. Δεν καταφέραμε να την πείσουμε να μας ακολουθήσει.» Ο Μιχαήλ τους κοιτούσε άναυδος μην μπορώντας να πιστέψει στα αυτιά του.
«Την?»ρώτησε σαν να μην είχε ακούσει καλά και με την ανάσα του να κόβεται.
«Είναι θηλυκό Αρχάγγελε μας.» Ο Ραφαήλ κοιτούσε το πλήθος αμίλητος προσπαθώντας να ελέγξει τον Μιχαήλ που τώρα ύψωνε το ανάστημα του και τους κοιτούσε με κύρος. Η αμφίεση του, ακόμα και πληγωμένος θανάσιμα, προκαλούσε δέος. Τα λευκά φτερά του με τα χρυσά τελειώματα ήταν πλήρως εκτεθειμένα ενώ η χρυσή του πανοπλία έστεκε ακόμα στο σώμα του αν και αυτό εμπόδιζε την φροντίδα των τραυμάτων του. Όχι ότι θα είχε και καμιά σημασία. Η δηλητηριασμένη λεπίδα του Ντάμιαν είχε κάνει ανεπανόρθωτη ζημιά. Πλέον μετρούσαν τις στιγμές αντίστροφα.
«Θηλυκό?» ψέλλισε κουρασμένα. «Νόμιζα...»
«Και εμείς το ίδιο νομίζαμε. Για αυτό και μας έπιασε απροετοίμαστους.» Ο Μιχαήλ τους γύρισε την πλάτη και έμεινε σιωπηλός για λίγο. Οι σκέψεις του πετούσαν από δω και από κει. Είχε ένα σωρό πράγματα που έπρεπε να βάλει σε μια τάξη πριν περάσει στο Καθαρτήριο και ξαναγεννηθεί σε άλλη μορφή όμως αυτό ήταν το σημαντικότερο. Κορίτσι. Αυτό δεν το περίμενε. Αυτό άλλαζε τα πάντα. Τώρα έπρεπε να θέσει άλλες προτεραιότητες. Γύρισε να κοιτάξει τα αδέρφια και τους χαμογέλασε αχνά.
«Κάιλ...» πρόφερε επίσημα και εκείνος ίσιωσε την πλάτη του και τον κοίταξε με προσοχή. «Θα αποκτήσεις εσύ τα φτερά μου μετά την μετάβαση μου. Θα γίνεις ο τέταρτος Αρχάγγελος.» Σιωπή τους τύλιξε και ο Λίο με τον Ραφαήλ μείνανε να κοιτάνε αποσβολωμένοι μια τον Μιχαήλ και μια τον Κάιλ. Ο Κάιλ ανοιγόκλεισε τα μάτια του και έσφιξε το σαγόνι του στο άκουσμα του λόγου του Μιχαήλ. Στο τέλος αναστέναξε και κοίταξε στα μάτια τον Αρχάγγελο.
«Με τιμάτε Μέγα Πολεμιστή...» Είδε τον αδερφό του να του χαμογελά φευγαλέα πριν συνεχίσει.«Αλλά δεν μπορώ να δεχτώ την θέση. Είμαι Δύναμη, όχι Αρχάγγελος. Εξάλλου θα τα καταφέρουμε, θα σας σώσουμε. Θα βρω τον Ντάμιαν και θα τον σκοτώσω εγώ ο ίδιος.»Οι δυο παρευρισκόμενοι είχαν μείνει εμβρόντητοι. Είχε όντως μόλις αρνηθεί ο Κάιλ την Ύψιστη των Τιμών? Δεν υπήρχε κάτι ανώτερο από την μετάβαση σε Αρχάγγελο και σίγουρα θα υπήρχαν αρκετοί που απέβλεπαν σε αυτήν την θέση. Ο Μιχαήλ χαμογέλασε πλατιά και πλησίασε τον άγγελο. Έφερε τα χέρια του στους ώμους του και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια.
«Μικρέ, τα λόγια σου σε τιμάνε. Αν σκοτώσεις τον Ντάμιαν όμως θα επισπεύσεις τον θάνατο μου. Σκοτώνοντας τον, σκοτώνεις και εμένα.» Ο Κάιλ ξεροκατάπιε και έσκυψε τα κεφάλι με ενοχή. «Μην λυπάσαι. Δεν το ήξερες. Κάιλ, πιστεύω ότι θα γίνεις υπέροχος Αρχάγγελος και άξιος Διάδοχος μου. Έχεις τόσα να προσφέρεις. Σκέψου το.» Ο Κάιλ δεν μίλησε. Έμεινε να τον κοιτάζει το κενό πίσω του με άδειο βλέμμα. Ο Μιχαήλ είχε υπάρξει σαν πατέρας για εκείνον και ο εποικημένος χαμός του, του ξέσκιζε την καρδιά. Θεωρούσε τον εαυτό του υπεύθυνο που δεν είχε καταφτάσει νωρίτερα να τον προστατέψει. Που δεν είχε αποτρέψει αυτό το αποτέλεσμα. Θα έδινε εκείνος την ζωή του για να ζήσει ο Μιχαήλ αλλά δεν λειτουργούσε έτσι.
«Εγώ θα μιλήσω με τους υπόλοιπους Αρχαγγέλους και τα ανώτερα Τάγματα. Αλλά δεν νομίζω ότι θα βρουν κάποιον καταλληλότερο από εσένα για αυτό το τόσο Υψηλό Αξίωμα. Θα οδηγήσεις τους Αγγέλους σε ευλογημένα μονοπάτια. Μπορώ να το δω καθαρά τώρα.» Ο Κάιλ δεν αντέδρασε στα λόγια του όσο και αν τον τιμούσαν να βγαίνουν από το στόμα του Μιχαήλ. Ίσως και να γινόταν αλλά αυτό θα σήμαινε ότι ο Μιχαήλ θα χανόταν και αυτό δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται. Δεν ήξερε τι θα έκανε χωρίς εκείνον στο πλάι του. Να τον οδηγεί, να τον συμβουλεύει, να τον βοηθά και να τον προστατεύει. «Όσο για εσένα ευγενικέ Λίο, θα ήθελα, αν συμφωνείς βέβαια, να γίνεις φύλακας της κόρης μου. Θέλω να είμαι σίγουρος για εκείνη. Δεν της στάθηκα όλα αυτά τα χρόνια και θέλω το καλύτερο για εκείνη.» Ο Λίο του χαμογέλασε και ένευσε. Κανένα από τα αδέρφια δεν είπε τι είχαν μάθει για την κόρη του. Δεν είχαν και κανένα δικαίωμα στην τελική. Ο Μιχαήλ έπιασε τα πονεμένα πλευρά του και ο Ραφαήλ έσπευσε στο πλάι του την ίδια στιγμή με τον Λίο. Στηρίχτηκε πάνω τους και προχώρησαν αργά προς το δωμάτιο του, αφήνοντας τον Κάιλ πίσω να κοιτάει τις χρυσές Πύλες. Έπρεπε να επανορθώσει για το λάθος του. Είχε αφήσει εκείνο το θηλυκό να τον προκαλέσει και αυτό δεν θα το επέτρεπε στον εαυτό του. Κάτι έπρεπε να κάνει και μάλιστα γρήγορα...
Η Λιλιάνα έριξε κουρασμένα το κεφάλι της μπροστά και ξεφύσησε ενοχλημένη. Το περιστατικό με τους δυο άντρες στο καμαρίνι της στοίχειωνε την σκέψη της και δεν έλεγε να την ξεχάσει. Μα τι στο καλό είχε συμβεί εκεί μέσα? Ποιοι ήταν αυτοί οι δυο άγνωστοι που την είχαν ταράξει τόσο? Δεν ήταν από εδώ. Ήξερε και είχε αντιμετωπίσει όλους τους κατοίκους της Νέας Ορλεάνης. Αν και χορεύτρια αυτού του μέρους, ήταν αξιοσέβαστο μέλος της μικρής αυτής κοινωνίας. Δεν την αντιμετώπιζαν όπως αυτοί οι δύο ξιπασμένοι νεαροί. Αυτοί νόμιζαν ότι επειδή ήταν και χορεύτρια αυτόματα θα ήταν και πόρνη. Αλλά το ‘Ντέστινι’ δεν ήταν πορνείο και δεν προσέφερε τέτοιες υπηρεσίες. Για αυτό εξάλλου είχε συμφωνήσει να εργάζεται εδώ αντί στο μικρό μπαρ στην πιο κάτω γωνία σαν σερβιτόρα. Τα λεφτά ήταν καλύτερα όσο και το περιβάλλον. Βέβαια δεν την ένοιαζαν τα λεφτά. Είχε κερδίσει στα χαρτιά ένα μεγάλο διαμέρισμα και τόσα λεφτά που έφταναν να ζήσουν και τα δισέγγονα της, αν έκανε οικογένεια. Πράγμα που δεν θα συνέβαινε ποτέ. Τελικά, όλες αυτές οι ανάδοχες οικογένειες που είχε αλλάξει ανά τα χρόνια, όλο και κάτι της είχανε προσφέρει. Λεφτά, εμπειρίες, μια νεκρή καρδιά. Αλλά αυτό που ήθελε περισσότερο σαν παιδί δεν της το έδωσε κανένας. Αγάπη. Αλλά και στην τελική δεν χρειαζόταν αγάπη. Δεν ήξεραν τίποτα αυτά τα δυο αγγελάκια.  Και το εννοούσε όταν τα έλεγε αγγελάκια. Δεν ήταν άνθρωποι, φαινόταν στις αύρες τους. Λαμπερό χρυσό τους κάλυπτε και τρεμόπαιζε σε κάθε τους βήμα. Οι δυνάμεις της ώρες-ώρες φαινόντουσαν χρήσιμες. Τι να θέλανε άραγε από εκείνη? Ήλπιζε να μην θέλανε και αυτοί να την χρησιμοποιήσουν για τα δικά τους σχέδια όπως η τελευταία ανάδοχη οικογένεια της. Έκλεισε τα μάτια της και κούνησε το κεφάλι της νευρικά, προσπαθώντας να διώξει την θύμηση του παρελθόντος της. Κολυμπούσε σε επικίνδυνα και επώδυνα νερά.
«Καληνύχτα αγγελούδι.» Η ιδιοκτήτρια της χαμογέλασε κλειδώνοντας το μαγαζί και της έκανε νεύμα με το χέρι της. Η Λιλιάνα της χαμογέλασε και της ένευσε και εκείνη. Οι άνθρωποι σε αυτό το μαγαζί ήταν ότι πιο κοντινό είχε ποτέ σε οικογένεια. Γυρνώντας από ανάδοχη σε ανάδοχη οικογένεια σαν παιδί, δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να δεθεί συναισθηματικά με κάποιον. Έτσι είχε παγώσει κάθε συναίσθημα και πορευόταν μόνη της. Για αυτό και δεν της άρεσε που αυτά τα δυο παιδιά της είχαν μιλήσει έτσι. Φαίνονταν καλοστεκούμενα και με πολλά λεφτά και δεν θα δεχόταν κριτική από δυο εγωκεντρικά πιτσιρίκια που δεν ήξεραν τίποτα από ζωή. Ρουθούνισε και κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο της. Το μόνο που ήθελε ήταν να περνούσε και εκείνο το βράδυ. Να βυθιζόταν στην μπανιέρα της και να ξεχνούσε τα πάντα. Προχώρησε προς το δρομάκι έξω από το μαγαζί κατευθυνόμενη προς το αυτοκίνητο της. Ένας εκκωφαντικός θόρυβος ακούστηκε από πίσω της και γύρισε στην στιγμή για να αντικρίσει μια μαυροφορεμένη φιγούρα να έρχεται προς το μέρος της. Μόνο ένα πλατύ, σαδιστικό χαμόγελο ξεχώριζε στο σκοτεινό πρόσωπο του. Η Λιλιάνα γύρισε τα μάτια της. Ο πατριός της την είχε βρει και εδώ? Μάλλον έπρεπε να δώσει ένα τέλος εδώ και τώρα.
«Τι στο καλό θες? Μέχρι εδώ έφτασε η χάρη σου? Σου είπα ότι δεν έρχομαι πίσω.»  Ο άντρας δεν απάντησε, συνέχισε να προχωράει προς το μέρος της. Η Λιλιάνα άρχισε να πισωπατά. Αυτός δεν πρέπει να ήταν ο τελευταίος ‘πατέρας’ της. Κοίταξε τριγύρω φοβισμένη αλλά δεν υπήρχε ψυχή να την βοηθήσει.
«Μμμ...» γουργούρισε ο άντρας με μια απόκοσμη φωνή. «Φόβος. Αγαπώ την μυρωδιά του φόβου.» Η Λιλιάνα ούρλιαξε καθώς εκείνος σήκωνε το κεφάλι του για να μπορέσει να δει το πρόσωπο του. Δυο κόκκινες σχισμές χωρίς πυθμένα αποτελούσαν τα μάτια του, το δέρμα του ήταν καλυμμένο από μαύρα λέπια και η γλώσσα του, φιδίσια, κόντευε να την φτάσει. Άρχισε να τρέχει γρήγορα αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ήταν πιο γρήγορος, την άρπαξε και την πέταξε στον τοίχο απέναντι του. Εκείνη χτύπησε πάνω του και έπεσε στο χώμα. Γύρισε προς το μέρος του έντρομη. Η φωνή της είχε κοπεί και δεν μπορούσε να φωνάξει. Αλλά και να φώναζε κανείς δεν θα την άκουγε. Ο άντρας έκανε να επιτεθεί και προσπάθησε να καλυφθεί με τα χέρια της ουρλιάζοντας. Άκουσε έναν γδούπο και μια κραυγή, για να ανοίξει τα μάτια της και να δει ένα καθαρό, εκθαμβωτικό, λευκό φως να βγαίνει σε μια δυνατή δέσμη από τις παλάμες της. Τις κοίταξε με τρόμο και επέστρεψε το βλέμμα της στο τέρας που τώρα κείτονταν στον δρόμο. Προσπάθησε να σηκωθεί αλλά απέτυχε. Τα πόδια της δεν την κρατούσαν πια. Ο άντρας σηκώθηκε στο λεπτό και γρήγορα την έπιασε από τον λαιμό και την σήκωσε ψηλά.
«Τι έκανες μόλις τώρα? Πως το έκανες?» Η Λιλιάνα άρχισε να κλαίει και να κουνάει το κεφάλι της μανιασμένα. Της χτύπησε το κεφάλι στον τοίχο και φώναξε δυνατά. «Τι είσαι? Πως το έκανες αυτό?» ούρλιαζε στο πρόσωπο της τώρα.
«Δεν... δεν ξέρω.» είπε ανάμεσα στα αναφιλητά της. Τι εννοούσε αυτός ο άντρας? Τι νόμιζε ότι ήταν? Το κτήνος γέλασε ηχηρά. Ήχος βγαλμένος από την κόλαση.
«Ότι και να είσαι δεν έχει σημασία.» Η γλώσσα του άγγιξε το δέρμα στο μάγουλο της και ούρλιαξε ξανά. Μέσα από το χάος  του μυαλού της μόνο μια λέξη ξεπρόβαλε.
«Κάιλ..» πρόφερε αχνά πριν εγκαταλείψει την μάχη...



Nadia