Αγάπη από Πέτρα (Πρόλογος)

”Μήνας περνά και φέρνει άλλον μήνα.
Aυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει·
είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα.
Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει.”

Και καπως ετσι τελειωνει ενα απο τα αγαπημενα μου ποιηματα του Καβαφη. Πιστευω οτι ειναι απο τα λιγα που με εκφραζουν απολυτα. Που εκφραζουν την ζωη μου απολυτα. Το ονομα μου ειναι Καρολαιν. Γεννηθηκα στο Αντερλιν, μεγαλωσα στο Αντερλιν και απ,οτι φαινεται θα αφησω τα κοκκαλα μου στο Αντερλιν. Για τους ξενους η πολη μου ηταν ενας επιγειος παραδεισος, η πολη της ευχαριστησης. Η πολη των τεχνων. Για μενα παλι εμοιαζε με κολαση. Δεν υπηρχε αλλο μερος που να με εκανε να νιωθω περισσοτερο μονη. Ειρωνια αλλα δυστυχως ετσι ηταν. Ειμαι μολις 20 ετων και σπουδαζω καλες τεχνες στο μεγαλυτερο πανεπιστημιο της πολης μου. Φυσικα οταν λεω μεγαλυτερο δεν το εννοω με την εννοια οτι ειναι καλυτερο αλλα με το οτι ειναι το μοναδικο πανεπιστημιο με τις περισσοτερες ειδικοτητες και ισως το πιο καταλληλο σε αυτο το μερος. Υπηρχαν και αλλες σχολες πιο μικρες αλλα το διπλωμα τους δεν ειχε καμια σχεση ειδικα αμα ηθελες να διαπρεψεις σε αυτη την πολη. Μπουρδες. Ολα ιδια και απαραλλακτα ηταν. Την ιδια μοιρα ειχες παντου.

Εγω που λετε σπουδαζω εκει και συγκατοικω με την πλεον κολλητη μου φιλη (και μοναδικη) Ρω στο σπιτι που της ειχαν αφησει οι γονεις της πριν μετακομισουν και βρισκοταν μερικα στενα μακρια απο την πανεπιστημιουπολη. Σαν χαρακτηρες μας χαρακτηριζαν διαρκως ως τα διδυμα αλλα στην εμφανιση ημασταν τα δυο αντιθετα. Εκεινη ηταν μετριου αναστηματος, πολυ αδυνατη με μακρια ξανθα μαλλια που επεφταν συνηθως σε μπουκλες, δερμα σταρατο ολο το χρονο λες και εκανε καθε τοσο ηλιοθεραπεια και ματια σαν τον καταγαλανο ουρανο. Εγω απο την αλλη ημουν αρκετα ψηλη με εντονες καμπυλες, δερμα λευκο λες και δεν με ειχε δει ποτε ο ηλιος, μακρια κοκκινα μαλλια βαμμενα και παντοτε ισια, τα ματια μου ηταν πρασινα και μελια μαζι και ειχα ενα μικρο παθος με τα τατουαζ. Στο συνολο ειχα συμπληρωσει ηδη τα δεκαπεντε. Αλλα ηταν μικρα και αλλα μεγαλα μα παντα υπηρχε καποιο νοημα πισω απο το μελανι. Ηθελα αρκετα ακομα αλλα υπηρχε χρονος μπροστα μου.
«Καρ!» ακουστηκε μια φωνη απο το κατω πατωμα να με φωναζει και δυστυχως με εβγαλε απο την ονειροποληση που ειχα. Ημουν ακομα ξαπλωμενη στο κρεβατι μου και κοιταζα το ταβανι. Το δωματιο μου βρισκοταν στον επανω οροφο του σπιτιου και ηταν ακριβως απεναντι απο το δικο της. Ηταν σχετικα μικρο αλλα το ειχα κανει ακριβως οπως το ηθελα.
Ξαφνικα ακουστηκαν πολλα ποδοπατηματα στην σκαλα και η Ρω μπηκε αποτομα μεσα ανοιγοντας την πορτα διαπλατα. Τιναχτηκα και την κοιταξα εκπληκτη. Τι στο καλο ειχε γινει?
«Τι επαθες?»
«Μαντεψε που θα ξενυχτισουμε αποψε!» τσιριξε και επεσε επανω στο κρεβατι μου.
«Εχουμε σχολη αυριο.» ειπα βαριεστημενα και επεσα παλι κατω απο τα σκεπασματα.
«Εισαι το πιο ξενερωτο ατομο που εχω γνωρισει! Φαινεσαι τοσο κουλ αλλα δεν εισαι παρα ενα σπασικλακι!» παραπονεθηκε και ανασηκωθηκα λιγο κοιτοντας την με το ενα φρυδι ανασηκωμενο.
«Και ετσι προσπαθεις να με πεισεις?»
«Αφου στο τελος παντα σε πειθω γιατι κανουμε αυτη την συζητηση?»
«Καμια συζητηση δεν εχει νοημα μαζι σου»
«Σκασε! Λοιπον θα παμε στο TheCall, θα ερθεις και δεν σηκωνω κουβεντα.» ειπε και τιναχτηκε ορθια. Λιγο πριν κλεισει την πορτα πισω της με κοιταξε με ενα σκανταλιαρικο βλεμμα.
«Τα μαλλια σου εχουν παρει φωτια!» γελασε και εκλεισε την πορτα την ωρα που της πετουσα ενα μαξιλαρι. Δεν εχανε ποτε ευκαιρια να σχολιασει το χρωμα των μαλλιων μου και ειδικα αμα εβγαινε πιο εντονο απο αλλες φορες.
Και τωρα εγω πρεπει να βγω το βραδυ μαζι της? Το TheCallηταν απο τα λιγα κλαμπ της περιοχης και επαιζαν την μουσικη που μου αρεσει και καμια φορα εβαζαν συγκροτηματα να παιξουν λαιβ στην σκηνη. Η Ρω για να κανει ετσι να παμε μαλλον κατι τετοιο ειχε και σημερα. Φυσικα εαν εχανα το μαθημα αυριο εξαιτιας της θα την σκοτωνα!
Πεταξα το παπλωμα απο πανω μου και σηκωθηκα. Πλησιασα το παραθυρο ενω αρπαξα ενα σαλι και το τυλιξα γυρω μου. Ημουν με ενα κοντομανικο μπλουζακι και απο κατω φορουσα μονο ενα μποξερακι. Δεν ηθελα να με δει κανεις ετσι απο τον δρομο. Ανοιξα τα παραθυροφυλλα και στηριχτηκα στο περβαζι. Αμεσως μου ηρθε η μυρωδια απο το αγαπημενο μου λουλουδι. Γιασεμι. Ηταν τελη Οκτωμβριου και το παγωμενο πρωινο αερακι μου τυλιγε την μυρωδια του γυρω μου. Εκλεισα τα ματια και αφησα το πικαντικο αρωμα του να μου καψει τα ρουθουνια. Αμεσως μια θολη εικονα εμφανιστηκε στο μυαλο μου. Θολη σαν πινακας που του ειχαν ριξει νεφτι. Ηταν ενα νυχτερινο τοπιο και ενα ζευγαρι χερια παρεδιδαν ενα κουκουλι στην αγκαλια μιας γυναικας. Της κυριας Μαιρης. Η γυναικα που με μεγαλωσε και με εθρεψε σαν να ημουν δικο της παιδι. Το σπιτι της παντα μυριζε γιασεμι και φρεσκοψημενο ψωμι. Μαγειρευε για μενα και για αλλα τρια με τεσσερα ορφανα που εθρεφε κατα καιρους. Αυτα εφευγαν και εγω εμενα. Δεν ηθελε να με δωσει μακρια. Πλεον ειχα γινει η δικη της κορη και για μενα ηταν σαν μητερα. Φυσικα ποτε δεν μου εκρυψε την αληθεια και μου ειχε πει πως μια καλοκαιρινη νυχτα ενας αστυνομικος ειχε φτασει στο κατωφλι της και με παρεδωσε. Ετσι ετυχε και το ξερω. Την βιολογικη μου μαμα την ειχαν δολοφονησει σε ενα στενο ωπου ειχε παει για να ψωνιστει. Ημουν η κορη μιας πορνης και μεγαλωμενη απο εναν αγγελο σαν ορφανο. Φυσικα και δεν ηξερα ποιος ηταν ο πατερας μου αλλα και ουτε ηθελα να μαθω. Δυστυχως την μαμα Μαιρη την εχασα απο γερατεια αλλα μου αφησε παρα πολυ καλες αναμνησεις.
Αυτα τα λιγα στοιχεια της ζωης μου ετρεξαν παλι πισω εκει που τα ειχα κρυμμενα και τα κλειδωσα καλα για να μην το σκασουν παλι. Αφησα τα παραθυροφυλλα ανοιχτα και αφου πηρα μια αλλαξια με ρουχα και βγηκα απο το δωματιο. Περπατησα μεχρι το τελος του διαδρομου και μπηκα μεσα στο μπανιο. Κλειδωσα την πορτα και κοιταχτηκα στον καθρεφτη που ειχαμε επανω απο τον νιπτηρα. Ειχε δικιο παντως για τα μαλλια μου. Απο τον υπνο ειχαν αναστατωθει και ειχε δημιουργηθει ενας θαμνος επανω απο το κεφαλι μου. Πεταξα τα ρουχα μου στο καλαθι με τα απλυτα και χωθηκα κατω απο το ζεστο νερο. Ενα πρωινο μπανιο παντα με χαλαρωνε. Αφου εκανα ολη την πρωινη μου περιποιηση ντυθηκα και κατεβηκα κατω στην κουζινα για πρωινο. Η Ρω καθοταν επανω στον παγκο της κουζινας και στο τραπεζι επινε καφε ενας αγνωστος που φορουσε μονο το μποξερακι του. Μολις τον ειδα παγωσα. Κοιταξα μια εκεινον και μια την Ρω.
«Το παιδι απο δω?» ρωτησα εκνευρισμενη και εκεινη χαμογελασε.
«Ειναι ο Νικ. Κοιμηθηκε εδω το βραδυ και οτι εφευγε.» ειπε χαρουμενα εκεινη και αυτος σηκωθηκε και σταθηκε μπροστα μου.
«Για την ακριβεια ειναι Ρικ.» ειπε και με κοιταξε καπως περιεργα. Αυτου του ειδους οι αντρες με εκανε να τους σιχαινομαι.
«Δεν ειπα ποτε οτι με νοιαζει.» απαντησα ψυχρα και τον προσπερασα για να βαλω το νερο για τσαι να βραζει. Η Ρω πηγε να τον ξεπροβοδισει και υστερα ηρθε για να μου κανει παρεα.
«Μα γιατι πρεπει να εισαι παντα τοσο κακια? Δεν ειδες τι σωματαρα ειχε?» ειπε με ενα ηλιθιο χαμογελο και την κοιταξα στραβα.
«Μ’ αρεσει που σου εχω πει να μου το λες καθε φορα που θα φερεις καποιον στο σπιτι. Και εσυ εδω που τα λεμε δεν τα εχει με τον Ελιοτ? Τι εγινε ξαφνικα?»
«Τσακωθηκαμε παλι. Βαρεθηκα την γκρινια του.» ειπε και κατσουφιασε. Πηρα την κουπα μου με το ζεστο τσαι και καθισαμε και οι δυο μας στον καναπε του σαλονιου.
«Ετσι λες εδω και δυο χρονια αλλα ακομα τον θες. Νομιζεις οτι με το να πηγαινεις με αλλους αντρες θα αλλαξει κατι? Χειροτερα τα κανεις.» της ειπα ηρεμα και κοιταξε το κενο χαμενη στις σκεψεις της. Μπορει να με εκρινε καθε φορα για την κακη συμπεριφορα μου αλλα παντα ακουγε τις συμβουλες μου. Εκεινη και ο Ελιοτ αγαπιοντουσταν εδω και δυο χρονια αλλα ετρεμαν και μονο στην ιδεα να δειξουν τι νιωθουν ο ενας για τον αλλον. Τραγικη ιστορια αγαπης.
«Δεν θελω να συζηταω αλλο για αυτα. Προτειμω να σκεφτομαι τι θα συναντησουμε στο κλαμπ το βραδυ παρα οτιδηποτε δυσαρεστο! Το κεφαλαιο Ελιοτ εχει κλεισει για μενα.»

«Σιγουρα.» μουρμουρισα και εκεινη αρχισε να φλυαρει για το βραδυ και τις ετοιμασιες που ηθελε να κανει. Εγω την κοιτουσα βαριεστημενα και φυσικα με εκραζε για αυτο. Μου ειπε πως το βραδυ επαιζε μια απο τις καλυτερες μπαντες της πολης μας και μαζι τους ενας Dj που ειχε κανει καριερα στο εξωτερικο. Το συγκροτημα λεγοταν Narcissus και επαιζαν ακριβως το ειδος που μου αρεσε. Μου ειπε πως ολοι τους ηξεραν και τους θαυμαζαν. Λοιπον, για να δουμε τι αξιζουν και αυτοι.




Merian