Lilith:The dark side of the moon (Κεφάλαιο 44) "Always have our memories"

Lilith’sPOV

Μου ήταν αδύνατο να ηρεμήσω, πόσο μάλλον να μείνω ακίνητη.
«Λίλιθ, σταμάτα. Πρέπει να σταματήσουμε την μόλυνση.» Χτύπησα το χέρι της θείας Μπόνι κάνοντας την αλοιφή να πέσει από τα χέρια της. Αυτό δεν είχε καμία σχέση με το καλό κοριτσάκι και την ευπρεπή μου συμπεριφορά. Αλλά ποιος θα τολμούσε να μου πει το οτιδήποτε έτσι που ήμουν;
«Δεν με νοιάζει η μόλυνση. Ας σαπίσει όλο μου το δέρμα. Πρέπει να βρούμε τον Ντέιμιεν, το καταλάβατε; Για να ακούσω ιδέες λοιπόν!» γρύλισα ενώ οι κυνόδοντες μου είχαν γίνει πλέον ένα με τα υπόλοιπα δόντια μου.
«Γλυκιά μου, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα τώρα...» η μητέρα μου πήγε να πει αλλά γύρισα να την κοιτάξω με τα μάτια μου κόκκινα από θυμό. Πισωπάτησε και έπεσε στην αγκαλιά του πατέρα μου. Ξεφύσηξα και ίσιωσα το σώμα μου. Χαμογέλασα επικίνδυνα και τους κοίταξα με σηκωμένο το φρύδι μου.
«Ίσως να μην ήμουν σαφής...» είπα γλυκανάλατα «Αν δεν θέλετε να βοηθήσετε θα το κάνω όλο μόνη μου. Και εννοώ, κανονική επίθεση στο λημέρι τους μόνη.» Είδα τον τρόμο να ζωγραφίζεται στα πρόσωπα τους. Ο Κλάους με κοίταξε μονάχα με ένα βλέμμα ευγνωμοσύνης ενώ πάλευε να συνεφέρει την Κάρολαιν που δεν είχε σταματήσει να κλαίει από την στιγμή που είχα πει ότι ο Ντέιμιεν είχε απαχθεί. Δεν υπήρχε άλλη εξήγηση για το ότι είχε συμβεί. Εκείνος ήταν ο στόχος από την αρχή και όχι εγώ. Αλλιώς δεν θα είχαν ικανοποιηθεί με το να τον πάρουν και θα με είχαν κυνηγήσει, πράγμα που δεν είχε γίνει. Θα πλήρωναν τα καθάρματα. Θα πότιζα με το αίμα τους ολόκληρο το δάσος και θα το χαιρόμουν κιόλας. Βημάτιζα νευρικά στο σαλόνι, προσπαθώντας να ηρεμήσω τα τεντωμένα νεύρα μου. Ήταν μια άνιση μάχη αλλά προσπαθούσα και αυτό μετρούσε.
«Πρέπει να μάθουμε που τον έχουν.» ψέλλισε η θεία Κάρολαιν όταν οι λυγμοί της έπαψαν να την εμποδίζουν να αναπνεύσει. Την πλησίασα γρήγορα και έπεσα στα πόδια της μπροστά.
«Ευχαριστώ.» της είπα μέσα από την καρδιά μου.Μου χαμογέλασε πικραμένα και μου χάιδεψε τα μαλλιά. Με το ζόρι κρατήθηκα να μην βάλω τα κλάματα ξανά.
«Πρέπει πρώτα από όλα να μάθουμε τον εχθρό και τι θέλει από τον Ντέιμιεν.» πρόσθεσε ο Κλάους και κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά. «Λίλιθ, πρέπει να πας πεις ακριβώς τι έγινε.»
«Δεν έχω να πω πολλά.» απάντησα ενώ απομακρυνόμουν από την Κάρολαιν και στηριζόμουν στα πόδια μου ξανά. «Με βρήκε στο δάσος και δεχτήκαμε επίθεση από μια αγέλη λύκων. Σκοτώσαμε αρκετούς για να έρθουν ακόμα περισσότεροι. Τρέξαμε αλλά μας πρόλαβαν. Δεν ήταν απλά λύκοι αλλά λυκάνθρωποι. Είδαμε τα σώματα τους να αλλάζουν όταν τους σκοτώναμε.» Αναστέναξα προσπαθώντας να αποβάλω τις αναμνήσεις από το μυαλό μου.
«Ηρέμησε παιδί μου.» Ο θείος Στέφαν με πλησίασε προσπαθώντας να με αγκαλιάσει αλλά τον απέφυγα.
«Μην με αγγίζετε. Απλά σκεφτείτε τι θα κάνουμε.» είπα και έτρεξα στο δωμάτιο μου. Με το που έκλεισα την πόρτα πίσω μου, κατέρρευσα. Γιατί να είμαι τόσο ξεροκέφαλη? Αν είχα κάτσει να τον ακούσω από εχθές δεν θα είχε συμβεί τώρα αυτό. Θα ήταν μαζί μου, στην αγκαλιά μου και όχι ένας Θεός ξέρει που. Έπρεπε να τον βρω, του το χρωστούσα εξάλλου. Η Άβα θα το πλήρωνε ακριβά όταν θα έπεφτε στα χέρια μου. Μου έλειπε τόσο πολύ ο Ντέιμιεν. Δεν με ενδιέφερε πλέον αν είχε κάνει κάτι με την Τρέισι, αν είχε πάει με όλη την γη. Απλά ήθελα να ήταν εδώ. Πως θα κατάφερνα το οτιδήποτε χωρίς να είναι εδώ να με στηρίζει εκείνος? Παγωμένα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν ανεξέλεγκτα. Πως τα είχα κάνει πάλι έτσι? Σωριάστηκα στο πάτωμα ανήμπορη και ξέσπασα βουβά. Έκλεινα τα μάτια μου και το μόνο που έβλεπα ήταν τα πράσινα μάτια του να με κοιτάζουν με τόση αγάπη. Η πόρτα μου άνοιξε διάπλατα και σταμάτησε απότομα τον θρήνο μου.
«Λίλιθ...» ο πατέρας μου είπε σιγανά. Γύρισα τρέμοντας να τον κοιτάξω. Ευτυχώς που ήμουν άβαφη και δεν υπήρχαν αποδείξεις του θρήνου μου πέρα από τα κόκκινα, πρησμένα μάτια μου. Έδιωξα βιαστικά την υγρασία από τα μάγουλα μου με την ανάποδη της παλάμης μου και σταύρωσα τα χέρια πίσω από την πλάτη μου. Δεν τον κοιτούσα στα μάτια, δεν μπορούσα. «Τι συμβαίνει?» Δεν απάντησα. Γύρισα να κοιτάξω έξω από το παράθυρο μου και πάγωσα. Έτρεξα προς τα εκεί, άνοιξα το τζάμι για να δω παχιές νιφάδες χιονιού να πέφτουν απαλά στο νοτισμένο γρασίδι. Η ανάσα μου κόπηκε στην θέα. Ήταν ο ήλιος. Στην προφητεία μου, ο Ντέιμιεν ήταν ο ήλιος. Γύρισα να κοιτάξω έντρομη τον πατέρα μου που απέφυγε το βλέμμα μου. Έδειξα ανίκανη να μιλήσω έξω από το παράθυρο ελπίζοντας να καταλάβει. Κοίταξε σιωπηλά και κούνησε το κεφάλι του ως ένδειξη ότι καταλάβαινε.
«Πρέπει να μιλήσουμε.» είπε σοβαρά. Κάθισα ήσυχα στο κρεβάτι μου και του έκανα νόημα να κάτσει δίπλα μου. Με πλησίασε αργά και κάθισε, γυρνώντας να με κοιτάξει.
«Το Ράγκναροκ?» ρώτησα τρομαγμένη.
«Έτσι πιστεύω.» έκλεισα τα μάτια μου προσπαθώντας να αφομοιώσω τα λόγια του. «Για αυτό θέλω να μιλήσουμε.»
«Ακούω.» ψιθύρισα σκύβοντας το κεφάλι.
«Τι τρέχει με τον Ντέιμιεν?» Σηκώθηκα και άρχισα να βηματίζω νευρικά.
«Μπαμπά...» είπα απειλητικά. Δεν ήθελα ούτε καν να ακούω για εκείνον τώρα. Έκανε την καρδιά μου να ματώνει.
«Λίλιθ, απάντησε μου. Είσαι έτοιμη να ξεκινήσεις πόλεμο χωρίς να γνωρίζουμε τον λόγο?»
«Τι εννοείς δεν γνωρίζεις τον λόγο?» ρώτησα θυμωμένα. «Είναι ο φύλακας μου. Και εκείνος το ίδιο θα έκανε για μένα.»
«Ακριβώς.» μου είπε αυστηρά. «Εκείνος είναι υποχρεωμένος να το κάνει. Εσύ τι υποχρέωση έχεις απέναντι του?» Τον κοίταξα χωρίς να μιλάω. «Τι μου κρύβεις?» Δεν του απάντησα. Του γύρισα την πλάτη και πήγα στο παράθυρο. Χιόνι είχε καλύψει τα πάντα. Η προφητεία εκπληρωνόταν. Η εποχή που ο βαρύς χειμώνας θα κάλυπτε την γη είχε έρθει. Η βία ήδη κυριαρχούσε εδώ και καιρό και όσο για τον λύκο Φένριρ που θα κατάπινε το φεγγάρι και τον Ήλιο και η ζωή θα χανόταν... Είχε ήδη τον Ντέιμιεν, και εκείνος με την σειρά του είχε πιεί από εμένα. Μας είχε και τους δυο χωρίς καν να προσπαθήσει. Αλλά σε αυτό τον πόλεμο εγώ θα άλλαζα την τροπή. Δεν θα άφηνα κανέναν και για κανέναν λόγο να τον αγγίξουν. Θα τον έσωζα ακόμα και αν ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έκανα ζωντανή και πλέον όλα τα προσχήματα είχαν πέσει. Είχαμε χάσει στο κρυφτούλι μας όταν είχα ανοίξει το στόμα μου στο σπίτι του πατέρα του και, αν και ο Κλάους δεν είχε μιλήσει, οι αντιδράσεις μου φανέρωναν ότι η σχέση μας δεν ήταν τόσο αθώα. Η οικογένεια μου δεν ήταν ηλίθια. Ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα μέχρι να ανακαλύψουν την αλήθεια και εγώ βοήθησα να τον μηδενίσω μια ώρα νωρίτερα. Ο πατέρας μου τώρα ρωτούσε απλά και μόνο για να του επιβεβαιώσω τις υποψίες. Όχι ότι το χρειαζόταν, ήξερε ήδη. Αλλά το έκανε όπως και να έχει. Να δει αν έχω φιλότιμο. «Είσαι ερωτευμένη με τον γιο του Κλάους?» ρώτησε έντρομος ενώ εγώ απλά τον κοιτούσα με άδειο βλέμμα χωρίς να έχω καμία όρεξη να του απαντήσω. «Το ήξερα ότι δεν έπρεπε να σε αφήσω να πας στην Νέα Υόρκη μαζί του. Ήξερα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά!» φώναζε ενώ ήταν έτοιμος να τα διαλύσει όλα. Περπατούσε με βαριά βήματα σαν τρελός ενώ συνέχιζε να φωνάζει. «Το καθίκι! Τον άχρηστο!»
«Μην τον βρίζεις! Τι και αν είμαι ερωτευμένη μαζί του?» του φώναξα και σταμάτησε τον μονόλογο του απότομα για να με κοιτάξει.
«Με κοροϊδεύεις έτσι?» Είχε γίνει έξω φρενών.
«Εσύ περισσότερο από όλους δεν έχεις δικαίωμα να με κρίνεις. Εσύ που δεν λογάριασες τίποτα, προκειμένου να είσαι με την γυναίκα που αγαπάς ακόμα και αν εκείνη ανήκε στον αδερφό σου?Θα κρίνεις εμένα? Επειδή ερωτεύτηκα?» Με έπιασε από τους ώμους δυνατά αλλά δεν προχώρησε παραπέρα. Με κοίταξε απειλητικά αλλά ξεφύσησε δυνατά τελικά.
«Τον αγαπάς?» ρώτησε τελικά. Τον κοίταξα στα μάτια.
«Ναι.» απάντησα με στόμφο.
«Τόσο ώστε να πεθάνεις για εκείνον?»
«Ξανά και ξανά αν χρειαστεί.» Έκλεισε τα μάτια του και με άφησε. Μου γύρισε την πλάτη και έμεινε σιωπηλός για λίγο. Τελικά γύρισε και με κοίταξε σοβαρά.
«Τότε έχουμε πόλεμο μικρή.» Του χαμογέλασα και έτρεξα στην αγκαλιά του. Με έσφιξε δυνατά.
«Μπαμπά, σε ευχαριστώ.» Μου χάιδεψε τα μαλλιά απαλά.
«Αν εμείς οι Σαλβατόρε ξέρουμε ένα πράγμα, αυτό είναι ο έρωτας.» Γέλασα και τον έσφιξα περισσότερο πάνω μου. Με φίλησε στην κορυφή του κεφαλιού μου και με άφησε. «Πάω να τους μιλήσω. Θα είσαι εντάξει?» Το ενδιαφέρον και η στοργή ήταν φανερά τώρα. Στην τελική, ήταν ο πατέρας μου. Ο άντρας που με μεγάλωσε και μου έδωσε όλα αυτά τα πολύτιμα μαθήματα για την ζωή και τον έρωτα. Αυτός με είχε μάθει να αγαπώ δυνατά. Πως θα μπορούσε να μείνει θυμωμένος για πάντα μαζί μου? Αναστέναξα θλιμμένα.
«Όχι. Αλλά θα γίνω όταν τον βρούμε.» Μου χαμογέλασε θλιμμένα και αποχώρησε. Έμεινα μόνη μου να κοιτάω τους τέσσερις τοίχους. Έπεσα στο κρεβάτι μου και κάρφωσα το βλέμμα μου στο ταβάνι. Που ήσουν Ντέιμιεν? Σε είχαν πειράξει? Θα τους ξερίζωνα τα κεφάλια αν σε αγγίζανε. Γιατί δεν ήσουν εδώ να με ακούσεις να εξομολογούμαι τον έρωτα μου για σένα? Δεν είχα καν προλάβει να του πω όλα αυτά που ήθελα. Θα έχεις χρόνο για αυτό. Μην τον ξεγράφεις από τώρα. Νερίσα? Οι δυνάμεις μου έχουν ελαττωθεί Λίλιθ. Αυτό είναι όντως το Ράγκναροκ και ούτε καν εγώ δεν μπορώ να το αποτρέψω. Τώρα που έχεις τον έλεγχο εγώ είμαι άχρηστη. Θα μείνω μαζί σου μέχρι τελικής πτώσης όμως. Θα τον βρούμε. Και τότε θα μπορέσεις να του πεις όλα αυτά που νιώθεις. Υπομονή ομορφιά μου...Σφράγισα τα βλέφαρα μου προσπαθώντας να θυμηθώ πως αναπνέουμε...


Damien’sPOV


Τα χέρια μου ήταν αλυσοδεμένα πάνω από το κεφάλι μου και τα πόδια μου παγιδευμένα κάτω από ατσάλινες βάσεις στο πάτωμα. Δεν πάλευα πια να ελευθερωθώ. Ώρες προσπαθούσα χωρίς αποτέλεσμα. Τουλάχιστον η Λίλιθ είχε γλιτώσει. Μόνο αυτό με ένοιαζε. Η σκέψη ότι εκείνη ήταν καλά και προστατευμένη στο σπίτι της. Θα την άκουγα και θα την ένιωθα αν ήταν εδώ. Ο δεσμός μας είχε ενισχυθεί και άλλο και δεν πίστευα πλέον ότι οφειλόταν στην ανταλλαγή αίματος. Άκουσα βαριά βήματα να πλησιάζουν το βρώμικο υπόγειο κελί που βρισκόμουν παρατημένος.Σήκωσα το κεφάλι μου έτοιμος να αντικρίσω τον διώκτη μου. Δυο μαύρες λασπωμένες μπότες ήταν το πρώτο πράγμα που είδα καθώς ανέβαζα το βλέμμα μου. Το χέρι του όμως προσγειώθηκε στο πρόσωπο μου πριν προλάβω να δω το πρόσωπο του.
«Μπάσταρδε.» πρόφερε ενώ έφτυνα το αίμα που μαζεύτηκε στο στόμα μου. Τώρα τον κοιτούσα καθαρά με ειρωνεία και ένα χαμόγελο που φαινόταν ότι του έσπαγε τα νεύρα.
«Θα ‘θελες να ήμουν έτσι?» Με χτύπησε ξανά. Πιο δυνατά αυτή την φορά και έβηξα πριν φτύσω ξανά αίμα. Ήταν ένας μελαχρινός άντρας με ψυχρά μαύρα μάτια. Το μίσος του αντικατοπτριζόταν στα μάτια του. Και κάτι μου έλεγε ότι δεν ήμουν ο μόνος που μισούσε.
«Σκάσε.» είπε και άρχισε να βηματίζει πέρα-δώθε. Γελούσε με την ψυχή του για την θέση που με είχε φέρει. «Περίμενα μεγαλύτερη μάχη από τον γιο του Αρχικού Υβριδίου.» είπε ενώ γονάτιζε για να έρθει στο ίδιο ύψος με εμένα. Έφερε το πρόσωπο του κοντά στο δικό μου και με κοίταξε με απέχθεια. «Το ίδιο άχρηστος με τον πατέρα σου. Φαντάζομαι θα απογοήτευσες την μικρή σου φιλενάδα.» Δεν ήξερε πια ήταν η Λίλιθ? Δεν υπήρχε περίπτωση να μην ξέρει. Απλά μάλλον δεν τον ένοιαζε. Είχε σκοπό να με τσαντίσει αλλά ήμουν πιο έξυπνος για να ξέρω ότι δεν θα του έδινα αυτή την χαρά.
«Μπα. Μου αρκεί που είναι καλά.» του είπα με χαμόγελο. Το δικό του έσβησε για να επανέλθει λίγο αργότερα πιο σαρδόνιο.
«Για τώρα.» Ήθελα να τον χτυπήσω τόσο πολύ και όχι για αυτά που έκανε για μένα. Αν τολμούσε έστω μια τούφα από τα μαλλιά της να πείραζε θα έχυνα τα μυαλά του σε όλο το δάσος. ‘Ήρεμα Ντέιμιεν’ άκουσα την φωνή της Λίλιθ να λέει μέσα από τα βάθη του μυαλού μου και έστρεψα το βλέμμα μου στον ουρανό.
«Ω, δεν μπορείς να την αγγίξεις. Δεν αφήνει τον κάθε άξεστο να απλώνει χέρι επάνω της.»
«Εσένα σε άφησε.» Είχε την απάντηση έτοιμη. Αυτό του το αναγνώριζα.
«Είμαι ένας τυχερός μπάσταρδος.» Άρπαξε το πίσω μέρος του κεφαλιού μου και με ανάγκασε να τον κοιτάξω. Δεν χαμογελούσε πια.
«Αυτό θα το πληρώσεις.» Έφτυσε το πρόσωπο μου αλλά δεν με ένοιαζε. Τον είχα τσαντίσει χωρίς καν να κουνηθώ. Αυτό για μένα ήταν μια νίκη. Αν έχανες το μυαλό σου, το σώμα δεν θα αργούσε να ακολουθήσει μου είχε πει κάποτε ο πατέρας μου και το έβλεπα να γίνεται πραγματικότητα μπροστά μου. Ακόμα και αν δεν μπορούσα να κουνηθώ δεν θα τον άφηνα να παίξει με το μυαλό μου. Εγώ θα έπαιζα με το δικό του.
«Ποιο από όλα?» Χτύπησε το κεφάλι μου στον τοίχο πίσω μου. Μύρισα το αίμα να τρέχει αλλά δεν αντέδρασα καν. Συνέχιζα να τον κοιτάζω με το χαμόγελο του διαβόλου να μην φεύγει στιγμή από τα χείλη μου.
«Ο άχρηστος ο πατέρας σου και εσύ πήρατε κάτι δικό μου. Τώρα θα το πληρώσετε όλοι σας.» Σήκωσα το φρύδι μου και γέλασα δυνατά. Τον είδα να χάνει τον αυτοέλεγχο του. Με χτύπησε ξανά, στην μύτη αυτή την φορά. «Σκάσε!» ούρλιαξε. Δυο μπράβοι του μπήκαν στο κελί μου τότε. Τους χαμογέλασα και κοιταχτήκανε αναμεταξύ τους. Δεν το περίμεναν. «Σαπίστε τον.» είπε ενώ αποσυρόταν σε μια γωνιά. Μπουνιές άρχισαν να πέφτουν βροχή σε όποιο σημείο είχαν πρόσβαση οι μπράβοι του. Το πρόσωπο μου όμως όπως και να είχε παρέμενε το πιο πρόσφορο έδαφος για αυτούς. Τα μάτια μου είχαν πρηστεί, η μύτη μου είχε μελανιάσει και έτρεχε καυτό αίμα και τα χείλη μου είχαν σκιστεί παντού. Οι μπράβοι απομακρύνθηκαν. Ο άντρας ήρθε σε μένα και μου σήκωσε το κεφάλι να τον κοιτάξω.
«Καμία κραυγή?» ρώτησε ειρωνικά αλλά διέκρινα το μίσος του αστείρευτο και τα νεύρα του στο κόκκινο να καλύπτουν το ειρωνικό του υφάκι.
«Δεν χαρίζω τις κραυγές μου στον κάθε αξιολύπητο λυκάνθρωπο.» Με χαστούκισε και απομακρύνθηκε.
«Να δω αν θα σε θέλει τώρα η μικρή έτσι όπως είσαι.» Γέλασα και με κοίταξε με τρόμο.
«Δεν νομίζω να την πειράξει. Θα με θεωρεί και πιο άγριο έτσι. Θα περάσω καλά.» Έχασε το μυαλό του. Άρχισε να δίνει γροθιές στους πέτρινους τοίχους και στους λύκους δίπλα του. Εκείνοι δεν αντέδρασαν και εγώ απλά κοιτούσα τεντώνοντας τα πιασμένα μου άκρα.«Διακρίνω μια ενόχληση.» του είπα ενώ χασμουριόμουν. Τα μάτια του είχαν διπλασιαστεί από την ένταση και οι φλέβες του είχαν πρηστεί. Ήθελε να αλλάξει και φαινόταν.
«Πως μπορείς να είσαι τόσο ατάραχος? Τι πρέπει να κάνω? Θες να σε σκοτώσω?» Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.
«Με χρειάζεσαι για να τιμωρήσεις τον πατέρα μου αρά η απειλή σου είναι κούφια. Και όσο για το ατάραχος... Εγώ θα φύγω από εδώ μέσα και όταν το κάνω, θα έχω μια κουκλάρα να με περιμένει. Εσύ απλά θα έχεις έναν παγωμένο και μοναχικό τάφο.» Η σιγουριά μου τρόμαζε ακόμα και εμένα. Και για να πω την αλήθεια, δεν ήμουν σίγουρος ότι θα έφευγα από εδώ μέσα. Εκείνος όμως έπρεπε να το πιστέψει.
«Μην είσαι τόσο σίγουρος.» Αναστέναξα έντονα. Τα κόκαλα μου πόνεσαν σε αυτή μου την κίνηση αλλά δεν θα του έδινα την ικανοποίηση να το δει.
«Πάμε στοίχημα?» ρώτησα σηκώνοντας το ένα μου φρύδι. Τα μάτια του στένεψαν και ήρθε σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπο μου ξανά.
«Αυτό θα μου το πληρώσεις.» είπε τραχιά.
«Μπες στην σειρά.» γρύλισα φτύνοντας λίγο ακόμα αίμα πάνω του.
«Ίδιος ο πατέρας σου.» είπε ενώ σκούπιζε το πρόσωπο του στην μπλούζα του.
«Ευχαριστώ.» απάντησα χαμογελαστά. Σηκώθηκε και πήγε να φύγει. «Α, και Τάιλερ χαιρετίσματα στην μάνα μου. Ωπ, ξέχασα. Διάλεξε τον πατέρα μου!» είπα αθώα και με κοίταξε με μίσος.
«Ώστε ξέρεις ποιος είμαι. Άρα ξέρεις τι είμαι ικανός να κάνω.» Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά προσπαθώντας να κρατήσω το γέλιο μου. «Φυσικά. Τίποτα. Ο πατέρας μου σε κέρδισε μια φορά. Θα το ξανακάνει.» Άρχισε να τρέμει και βγήκε βιαστικά από το κελί μου. Άφησα το γέλιο μου να βγει όσο και αν με πονούσαν τα πλευρά μου. Ω, ο μπάσταρδος το άξιζε.Έριξα το κεφάλι μου πίσω, η πληγές μου είχαν ήδη γιατρευτεί, και έκλεισα τα μάτια μου. Ας ελπίζαμε ότι θα έβγαινα από αυτή την τρύπα. Αλλά ακόμα και αυτό να μην γινόταν, θα είχα πάντα την θύμηση των χειλιών της πάνω στα δικά μου. Και με αυτή την σκέψη αποκοιμήθηκα...





Nadia