Παιχνίδια Εξουσίας (Κεφάλαιο 2)


Τζόναθαν

Το στόμα της Αναλύζας είχε καμπυλώσει σε ένα πονηρό χαμόγελο. Τα χείλη της, που είχαν το χρώμα της ώριμης φράουλας ήταν μισάνοιχτα. Ήθελα να τα συνθλίψω αυτά τα χείλη με τα δικά μου, να τα χαϊδέψω, να τα δαγκώσω, να γευτώ το άρωμα της.
«Οτιδήποτε» της απάντησα, ότι και να ήθελε εξάλλου, μπορούσα να της το προσφέρω. Έπαυλη, άλογα, χρήματα, πετράδια.
«Θέλω  την επιχείρηση στο Παρίσι» κόλλησε λίγο περισσότερο πάνω μου για να μου ψιθυρίσει την απαίτηση της. Το σώμα μου σφίχτηκε άθελα μου.
«Ο πατέρας σου σε έβαλε;» ρώτησα κοιτάζοντας την στα μάτια με εχθρική διάθεση. Είναι γνωστό πως εκείνο το απεχθές πλάσμα εποφθαλμιούσε τις επιχειρήσεις μου εδώ και καιρό. Εκείνη μόρφασε και απομακρύνθηκε από κοντά μου.
«Όχι, η επιχείρηση είναι για εμένα, μου αρέσουν τα μετάξια και λόγω της οικογένειας μου ξέρω πιο πολλά ακόμα και από εσένα» με κοίταξε στα μάτια προκαλώντας με να την αμφισβητήσω. Το βλέμμα μου καρφώθηκε στο δικό της. Τα χρυσά της μάτια έλαμπαν από το φως των πολυελαίων. Ήταν έξυπνη, αρκετά πιο έξυπνη από όσες γυναίκες είχα γνωρίσει ως τώρα. Όχι μόνο ζήτησε κάτι το οποίο δεν ήταν άχρηστο και επιφανειακό, ήταν αρκετά ευφυής ώστε να ζητήσει κάτι το οποίο θα ωφελούσε  την οικογένεια της και εγώ θα είχα κάτι ουσιαστικό να χάσω.
«Ωραία και αν χάσεις εσύ;» ανασήκωσα το φρύδι μου τραβώντας την ξανά κοντά μου. «Αφού θες για αντάλλαγμα την επιχείρηση μου  στο Παρίσι, τι θα στοιχημάτιζες εσύ;» ακούμπησα τον δείχτη μου στα χείλη της και το έσυρα στο πηγούνι της και έπειτα στον λαιμό της. Ύστερα τύλιξα το σβέρκο της με την παλάμη μου και χάιδεψα με το δάχτυλο μου το σημείο όπου χτύπαγε ο παλμός της. Εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα και τα στήθη της φούσκωσαν κάτω από το κορσέ της. «Όπως και εσύ, είμαι πρόθυμη να σου δώσω ότι θες» δεν πήρε το βλέμμα της από τα δικά μου. Έσκυψα και ακούμπησα τα χείλια μου στον λοβό του αυτιού της.
«Σε θέλω δική μου, να μου ανήκεις, να σε παίρνω όποτε θέλω, όπως θέλω» δεν πρόλαβα να ισιώσω την πλάτη μου και είπε: «Αν αυτό είναι που θες, ποιοι είναι οι όροι του στοιχήματος;»
Ήταν τόσο ευθύς, τόσο τολμηρή που ήθελα ξαφνικά να νικήσω το στοίχημα με όλο μου το είναι. Το μόνο που σκεφτόμουν εκείνη την στιγμή ήταν να της σκίσω τα ρούχα και να την πάρω εκεί, μπροστά σε όλο αυτόν τον κόσμο.
«Αυτός που θα ζητήσει πρώτος από τον άλλο να του κάνει έρωτα, χάνει» χαμογέλασα και μόνο στην σκέψη πως θα ήταν να έμπαινα μέσα στην Αναλύζα, αλλά και στο τι θα ακολουθούσε.
«Θα σου απαντήσω αύριο» είπε ξαφνικά και αποδεσμεύτηκε από το άγγιγμα μου τόσο απότομα που για μια στιγμή τα χέρια μου έμειναν μετέωρα στον αέρα. «Που θα σε βρω;» βρήκα την ψυχραιμία μου και έλεγξα τον θυμό μου, δεν είχα συνηθίσει να μου φέρονται έτσι οι γυναίκες.
«Αύριο γίνεται ένας χορός, διαφορετικός από αυτόν εδώ, θα παρευρεθούν πολλοί συνάδελφοι και διάφοροι πιθανοί πελάτες. Ο κωδικός  είναι χρυσή κορδέλα πες το σε ένα από τους φρουρούς και θα σε αφήσει να μπεις μέσα» η Αναλύζα μου υποκλίθηκε ελαφρά και με άφησε μόνο μου στην μέση της πίστας. Χαμογέλασα, αν ερχόταν αύριο θα έπαιρνε το μάθημα της.


Αναλύζα.

Βγήκα από την έπαυλη και ανάσανα τον κρύο αέρα. Καιγόμουν ολόκληρη, ο Τζόναθαν ήταν τόσο αυταρχικός, τόσο δυνατός, έλεγε αυτό που ήθελε χωρίς περιστροφές. Στην θύμηση του στοιχήματος ρίγησα ολόκληρη.
Σε θέλω δική μου, να μου ανήκεις, να σε παίρνω όποτε θέλω, όπως θέλω. Τα λόγια του με είχαν ερεθίσει τόσο που στο τέλος τρόμαξα και το έβαλα στα πόδια. Είδα τον θυμό του μόλις τον άφησα αλλά είχα αποφασίσει να τον αγνοήσω. Η άμαξα μου με περίμενε έξω. Μόλις ο οδηγός μου με είδε ανακάθισε καλύτερα στην θέση του.
 «Που πάμε δεσποινίς Νόρμαν;» ρώτησε, φτιάχνοντας το καπέλο του.
«Σπίτι Νόρις» μπήκα μέσα στην άμαξα και έκλεισα τις κουρτίνες. Έκανα αέρα με το χέρι μου στο πρόσωπο μου. Τι άντρας σκέφτηκα, και τόσο επικίνδυνος.  Αν χόρευα γύρω από την φωτιά του ίσως να καιγόμουν, η ερώτηση ήταν: Ήμουν διατεθειμένη να πάρω αυτό το ρίσκο;

                                                       ****

«Θα πάει!» βρυχήθηκε ο πατέρας μου. «Δεν με ενδιαφέρουν ποιοι είναι οι όροι, αν υπάρχει περίπτωση να πάρω την επιχείρηση του Τζόναθαν Ράιντερ, δεν με νοιάζει τι θα σου κάνει» είπε και με έδειξε με τον δείχτη του. «Θα πας! Αν δεν θες να μείνεις στον δρόμο, θα πας αύριο στο χορό» βγήκε από το δωμάτιο, χτυπώντας με δύναμη την πόρτα. Ο πατέρας μου ήταν τόσο χυδαίος, πάντα έτσι ήταν όταν στόχος του ήταν να κερδίσει λεφτά. Δεν του είχα πει φυσικά τι είχε ειπωθεί, είχε κρυφακούσει ενώ έλεγα μέσα σε άκρες τι είχε συμβεί μεταξύ του Τζόναθαν και εμένα στην μαμά μου. Η μητέρα μου με κοίταξε λυπημένα. Πάντα έλεγαν ότι ήμουν μια πιστή εκδοχή της μητέρας μου. Ίδια μαύρα μαλλιά, ίδια χρυσά μάτια. Ήταν ο αγαπημένος μου άνθρωπος στον κόσμο, είχα μισήσει τον πατέρα μου εξαιτίας το πως της φερόταν. Είχαν παντρευτεί από προξενιό όταν η μητέρα μου ήταν δώδεκα χρονών και ο πατέρας μου τριάντα. Τον επόμενο χρόνο είχε μείνει έγκυος μαζί μου. Τώρα είκοσι χρόνια μετά βρισκόμασταν σε αυτό εδώ το μέρος. Είχα ευχηθεί πολλές φορές να μην τον είχε παντρευτεί. Αν ήταν στο χέρι της δεν θα το έκανε. Ήταν ακόμα νέα και όμορφη. Γεμάτη δυναμικότητα και στοργή που μου είχε πει πως τα είχε κληρονομήσει από την γιαγιά μου.
«Δεν χρειάζεται να πας Λύζα» σήκωσε το χέρι της και έβγαλε την μαργαρίτα από τα μαλλιά μου που η ίδια είχε στερεώσει  πριν φύγω από το σπίτι μου.
«Το ξέρεις ότι δεν θα το αφήσει να περάσει έτσι, δεν τον άκουσες; Ο Τζόναθαν Ράιντερ είναι το κλειδί για την επιτυχία του και εγώ το  κλειδί για να τον αποκτήσει» η μητέρα μου σηκώθηκε από το κρεβάτι. Η ψηλόλιγνη μορφή της κοντοστάθηκε στον ολόσωμο καθρέφτη.
«Σου αρέσει;» ρώτησε τελικά, το μαύρο φόρεμα της στόλιζε όμορφα το σώμα της. Στο στέρνο της κρεμόταν ένα μενταγιόν από αιματίτη.

«Ναι» ποτέ δεν έλεγα ψέματα στην μητέρα μου. «Είναι δυναμικός και όμορφος»
Η μητέρα μου γύρισε προς το μέρος μου με ένα χαμόγελο που έκανε όλο το πρόσωπο της να λάμπει.
«Τότε αν το θες πήγαινε αύριο, αλλά άμα νιώσεις την ανάγκη να φύγεις, μην το σκεφτείς,  θα τα βγάλω εγώ πέρα με τον πατέρα σου» ανταπέδωσα το χαμόγελο της και ευχήθηκα να ήταν τόσο εύκολο να πεις όχι στον Κάιν Νόρμαν.

                             ****

Είχε φτάσει η ώρα που έπρεπε να φύγω για τον χορό. Η μητέρα μου βρισκόταν πίσω μου και στερέωνε μερικές χρυσές φουρκέτες στον περίπλοκο κότσο μου. Της είχα πει πως ο κωδικός για να μπω στον χορό ήταν χρυσή κορδέλα και μου πρότεινε να ντυθώ στα χρυσά. Το φόρεμα της ήταν δικό της, με κορσέ λίγο πιο σκούρο από την φούστα. Είχε χρυσά ανάγλυφα τριαντάφυλλα και ήταν πανέμορφο.
«Πρέπει να φύγω μαμά»
«Περίμενε» είπε η Νάιλα, η μητέρα μου. Πήρε στο χέρι της ένα κομμένο κόκκινο τριαντάφυλλο και το στερέωσε στα μαλλιά μου. Της άρεσαν πολύ τα λουλούδια.
«Ταιριάζει με τα χείλη σου» με φίλησε απαλά στο μάγουλο.  «Να προσέχεις και να μην ξεχνάς τι σε δίδαξα. Μην φοβάσαι τα γυναικεία όπλα σου, χρησιμοποίησε τα» της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μέτωπο και βγήκα από το δωμάτιο.


                      ****

Όπως και χθες, η έπαυλη έσφυζε από ζωή. Αν και τώρα οι άμαξες ήταν πολύ περισσότερες. Γνώριζα ότι ο Τζόναθαν έκανε τέτοιο είδους χορούς, πιο επαγγελματικούς. Ο πατέρας μου, ο Κάιν ποτέ δεν είχε παρευρεθεί, ένας ακόμα λόγος που μισούσε τόσο πολύ τον μεγαλέμπορο. Έφτασα στην μπροστινή πύλη του σπιτιού, όπως μου είχε αναφέρει ο Τζόναθαν, δύο φρουροί στεκόταν μπροστά. Υποκλίθηκα ελαφρά, ένας από τους φρουρούς έβγαλε το καπέλο του σε χαιρετισμό.
«Έχετε πρόσκληση δεσποινίς;» ρώτησε ευγενικά.
«Όχι, ο κύριος Τζόναθαν Ράιντερ μου είπε πως ο κωδικός ήταν: Χρυσή κορδέλα» ο φρουρός έβαλε πίσω το καπέλο του σαν να μην άξιζα πια τον χαιρετισμό του και κοίταξε λοξά τον άλλο φρουρό. Εκείνος έβγαλε από την τσέπη του μια χρυσή κορδέλα και με πλησίασε.
«Σηκώστε το χέρι σας δεσποινίς...» έκανα ότι μου είπε, νιώθοντας ξαφνικά μπερδεμένη και άβολα.  Έδεσε την κορδέλα γύρω από τον καρπό μου, τα δάχτυλα του έμειναν στην σάρκα παραπάνω από όσο θα ήταν πρέπον. Τον κάρφωσα με το βλέμμα μου και αποτράβηξα θυμωμένα το χέρι μου.  Παραμέρισαν για να περάσω. Μπήκα μέσα αλλά η παράξενη συμπεριφορά τους  με έκανε να κοντοσταθώ πίσω από την πόρτα για να κρυφακούσω. 
«Ο Τζόναθαν είναι τυχερός» είπε ο ένας,  αυτός που είχε βγάλει το καπέλο του.
«Σιγά, άμα ανοίγει τα πόδια του σε αυτόν  θα τα ανοίγει και σε άλλους» μούγκρισε ο άλλος. «Ξέρεις σε τι είδους κοπέλες δίνει χρυσές κορδέλες, όλοι σον χορό θα ξέρουν ότι είναι η υποτακτική του.»
Η υποτακτική του;  Τα αυτιά μου άρχιζαν να βουίζουν, καυτή πλημμύριζε  το κορμί μου. Ποιος νόμιζε ήταν ο Τζόναθαν Ράιντερ; Έβγαλα την κορδέλα από τον καρπό με τόση αγριότητα  που με έκοψε. Η πρώτη σκέψη μου ήταν να την πετάξω ύστερα όμως σκέφτηκα τι μου είχε πει η μητέρα μου.

Μην φοβάσαι τα γυναικεία όπλα σου, χρησιμοποίησε τα. Πέρασα την κορδέλα γύρω από τα μαλλιά μου ώστε κανένας να μην καταλάβει τι σημασία του. Ο Τζόναθαν όμως θα την έβλεπε και θα καταλάβαινε πως ήξερα. Ήθελα να δω το πρόσωπο του όταν θα απέρριπτα την ιδέα του, πρώτα όμως θα τον πλήρωνα με το ίδιο νόμισμα.  

Αγγελίνα Παντελή