Αγάπη από Πέτρα (Κεφάλαιο 4)

Ενιωθα το σωμα μου βαρυ και μουδιασμενο. Αραγε που να βρισκομουν. Η Ρω? Ηταν καλα? Αχ, εγω φταιω. Εαν ειχα επιμεινει να μην παμε θα ημασταν και οι δυο καλα. Επρεπε να ξυπνησω και να μαθω εαν ηταν καλα. Δεν μπορουσα να την χασω και αυτη. Αναδευτηκα λιγο και προσπαθησα να ανοιξω τα ματια μου. Το πρωτο πραγμα που αντικρισα ηταν δυνατο φως και υστερα θολες φιγουρες. Τα ανοιγοκλεισα μερικες φορες και υστερα κοιταξα γυρω μου. Βρισκομουν σε ενα αγνωστο μερος ωπου εμοιαζε καθαρα με νοσοκομειο. Τοσο ασχημα ημασταν?
«Επιτελους ξυπνησες!» ακουστηκε μια φωνη και γυρισα για να δω ποιος ηταν. Ο Μαριος καθοταν σε μια καρεκλα και μολις σηκωνοταν. Ηρθε κοντα μου και μου επιασε το χερι.
«Πως εισαι? Πονας? Να φωναξω γιατρο?»
«Σταματα. Η Ρω που ειναι?» ειπα ανησυχη και μου εδειξε προς τον τοιχο.
«Ειναι στο διπλα δωματιο. Τι κανεις εκει?» με ρωτησε την ωρα που εβγαζα ολα τα σωλινακια απο πανω μου και σηκωνομουν ορθια. Δεν τον ακουσα που με φωναζε και απλα εφτασα παραπατωντας την πορτα. Την ανοιξα και εφτασα γρηγορα στο διπλα δωματιο. Μπηκα με φορα ενω μεσα μου ανησυχουσα για το τι μπορει να αντικρισω. Ο Μαριος δεν μου ειχε πει τιποτα για την κατασταση της και αυτο πραγματικα με φοβιζε.
«Σιγα, καλε! Μην σπασεις τιποτα!» ειπε η Ρω και οταν την ειδα στο κρεβατι τυλιγμενη με γαζες στα χερια της και το ενα ποδι στο γυψο δεν αντεξα και εβαλα τα κλαματα. Ετρεξα κοντα της και την πηρα αγκαλια.
«Πονος, πονος, ΠΟΝΟΣ!» φωναζε συνεχεια αλλα γελουσε ταυτοχρονα. Απομακρυνθηκα λιγακι και την κοιταξα.
«Ηρεμισε, ειμαι καλα τωρα! Δεν επαθα και τιποτα.» με καθησυχασε αλλα τα δακρυα μου δεν ελεγαν να σταματησουν.
«Τιποτα το λες αυτο? Θα μπορουσαμε να ειχαμε σκοτωθει.»
«Δεν εχουμε οποτε σκασε και πηγαινε να σε δει κανενας γιατρος. Αιμοραγεις.» ειπε τρομοκρατημενη και κοιταξα το μπρατσο μου. Ηταν δεμενο με γαζες και κατι κοκκινο ποτιζε το υφασμα. Το πιεσα και σταθηκα ορθια. Σκουπισα τα ματια μου κοιταξα τα αγορια που χαμογελουσαν.
«Ειναι η τελευταια φορα που με βλεπετε ετσι.» τους ειπα και γελασαμε ολοι. Υστερα εγω με τον Μαριο πηγαμε στο δικο μου δωματιο για να φωναξει γιατρο. Για αρκετη ωρα ειχα ακομα ζαλαδες και μου ειπε ο γιατρος πως αμα δεν φορουσαμε κρανη θα ημασταν πολυ πιο ατυχες. Φυσικα και ρωτησα για το παιδακι εαν ηταν καλα και με πληροφορισε πως ηταν μια χαρα απλα πολυ τρομαγμενο και πως η μητερα του ειχε ερθει εχθες για να δει αν ειμαστε καλα και να με ευχαριστησει. Ενιωθα περιεργα. Εγω θα εβγαινα κατευθειαν το απογευμαδιοτι δεν το χτυπημα στο κεφαλι δεν ηταν σοβαρο παρολο που λιποθυμισα και το κοψιμο στο χερι μου το ειχαν ηδη περιποιηθει αλλα η Ρω θα εβγαινε μεσα για τρεις μερες ακομα. Τα τραυματα της ηταν αρκετα και οι εξετασεις που επρεπε να κανει πολλες. Φυσικα και ο Ελιοτ δε θα εφευγε απο το πλευρο της.
«Ξερεις, πρωτη φορα σε βλεπω ετσι. Τοσο ευαισθητη.» ειπε ξαφνικα ο Μαριος και με εβγαλε απο τις σκεψεις μου. Τον κοιταξα στραβα και εκανα σα να μην ετρεχε τιποτα.
«Προφανως και θα ημουν ετσι. Εξαιτιας μου παραλιγο να σκοτωθει η καλυτερη μου φιλη. Η ιδεα κανει την καρδια μου να ποναει.» παραδεχτηκα ενω απεφυγα το βλεμμα του. Εκεινος με πλησιασε και κρατησε το χερι μου.
«Ειστε καλα και αυτο εχει σημασια. Την αγαπας αρκετα ετσι?» μου χαμογελασε και ειχε ερθει καπως πιο κοντα.
«Δεν μπορεις να φανταστεις ποσο. Ειναι απο τους σημαντικοτερους ανθρωπους στην ζωη μου και πιστεψε με η λιστα δεν ειναι και μεγαλη. Τι εγινε? Πως χτυπησαμε?»
«Η Ρω λιγο πριν την συγκρουση εφυγε απο την μηχανη και επεσε στο δρομο και εσυ επεσες επανω σε ενα αμαξι αλλα οχι με πολυ φορα. Σε βοηθησε το κρανος γι’ αυτο δεν χτυπησες σοβαρα. Ολοι περιμεναμε με αγωνια για να ξυπνησεις. Μας ανησυχησες για καποια στιγμη.»
Στα ματια του φαινοταν η ανησυχια αλλα και κατι αλλο. Πιο ζεστο. Ειχα καταλαβει πως δεν ηταν φιλικα ολα αυτα που μου εδειχνε κατα καιρους αλλα δεν περιμενα ακομα να ειναι ετσι.Ηταν ομορφο και γλυκο παιδι αλλα οχι και τοσο ο τυπος μου. Ειχε αυτα τα καστανα ματια που σε γεμιζουν ζεστασια καθε φορα που σε κοιτανε και σε κανουν κατα καποιο τροπο να θες να του εμπιστευτεις τα παντα. Τα μαλλια του ηταν κοντα και καστανα με μερικες ξανθες τουφιτσες να φωτιζουν εδω και εκει και το σωμα του ηταν καλα γυμνασμενο. Οσο καιρο τον ηξερα τυχαινε πολλες φορες να πηγαινουμε μαζι γυμναστηριο και γενικως προσεχει την διατροφη και τον εαυτο του. Ηταν καλος σαν φιλος αλλα εγω τον εβλεπα μονο ετσι σαν τιποτα παραπανω.
«Σ’ ευχαριστω που ηρθες. Ειμαι σιγουρη πως θα χρειαστω βοηθεια μολις βγω.» ειπα χαμηλοφωνα και απεφυγα το βλεμμα του. Πλησιασε κι αλλο και κρατησε το χερι μου μαλακα.
«Φυσικα και θα σε βοηθησω! Σου εχω και ενα νεο που θα σου φτιαξει την διαθεση. Στο μαγαζι θα χρειαστω βοηθεια στην μπαρα οποτε η θεση σε περιμενει να την κατακτησεις.» ειπε και μου εκλεισε το ματι πονηρα. Αυτα ειναι τελεια νεα! Ανασηκωθηκα λιγακι και τυλιξα τα χερια μου γυρω απο τον λαιμο του με χαρα και τον αγκαλιασα.
«Αυτο ειναι τελειο! Στο υποσχομαι πως δεν θα σε απογοητευσω! Ποτε ξεκιναω?» ειπα με ενθουσιασμο και εκεινος γελασε.
«Εαν εισαι καλα μεχρι την Παρασκευη μπορεις να ξεκινησεις αμεσως. Πρωτα ομως θα κοιταξεις την υγεια σου, ε.»
«Ναι, ναι, καλα! Την Παρασκευη θα ειμαι εκει! Σ’ ευχαριστω πολυ, Μαριε!»

Απο την χαρα μου με ειχε πιασει υπερενταση και ηθελα απλα να σηκωθω και να γινω ολο και καλυτερα αλλα ο πονοκεφαλος και η ζαλαδα ειχαν αλλα σχεδια. Ξαπλωσα στο κρεβατι και περιμενα πως και πως να περασουν οι ωρες μου και να παω σπιτι μου. Ηθελα τοσο πολυ να χωθω κατω απο το παπλωμα μου αλλα οπως και να εχει θα ηταν αδειο χωρις την Ρω. Μπορουσα να πω στον Μαριο να ερθει να μου κανει παρεα αλλα δεν ημουν και σιγουρη. Θα ηταν καλο να εχω παρεα.

«Μετα εχεις κατι να κανεις?» τον ρωτησα καποια στιγμη και με κοιταξε με ενα βλεμμα ολο ελπιδα.
«Οχι. Περα απο το να σε παω σπιτι ειμαι ελευθερος. Τι σκεφτεσαι?»
«Θελω παρεα στο σπιτι. Ο γιατρος ειπε οτι θα εχω για κανα δυο μερες ακομα ζαλαδες και καλο θα ηταν να εχω καποιον κοντα μου.» ειπα δειλα και τιναχτηκε με ενα χαμογελο στο στομα.
«Φυσικα και μπορω! Αφησε τα ολα επανω μου!» ειπε και μεσα μου κατι με τσιγκλισε. Αραγε ηταν λαθος ολο αυτο? Το κεφαλι μου πονουσε τρομερα για να σκεφτω πραγματα παραπανω. Ξαπλωσα οσο πιο ανετα μπορουσα και εκλεισα τα ματια μου μηπως και κοιμηθω λιγακι μεχρι να φυγω. Ελπιζω τα ασχημα να ειχαν τελειωσει.


Merian