Lilith:The dark side of the moon (Κεφάλαιο 26) "Fight Club"

Liliths POV
Άνοιξα απρόθυμα τα μάτια μου. Ένιωθα τα βλέφαρα μου βαριά και το σώμα μου σαν να είχε χτυπηθεί από φορτηγό. Έκανα να σηκωθώ όμως ένας δυνατός πονοκέφαλος με έριξε πάλι πίσω στα μαξιλάρια. Προσπάθησα να φέρω τα χέρια μου στο κεφάλι μου σε μια προσπάθεια να σταματήσω το δωμάτιο να γυρίζει όμως ήταν λες και κάθε οστό στο σώμα μου είχε σπάσει. Έμεινα ακίνητη λοιπόν κλείνοντας τα βλέφαρα μου ξανά και εστίασα στην ανάσα μου.
«Δεν έφταιγα εγώ!» άκουσα τον Ντέιμιεν να φωνάζει χαμηλόφωνα από κάπου στο βάθος. Σε εμένα ακούστηκε όμως σαν να το ούρλιαζε δίπλα στο αυτί μου. Έριξα τις πονεμένες μου παλάμες στα κλειστά μου βλέφαρα και ένα βογκητό βγήκε από το στόμα μου ακούσια. «Δεν έχεις ιδέα πως ήταν!» τον άκουσα ξανά να φωνάζει. Άνοιξα το ένα μου μάτι και κοίταξα τριγύρω μου. Βρισκόμουν στο κύριο σαλόνι, ξαπλωμένη στον μεγάλο και αναπαυτικό λευκό καναπέ σκεπασμένη με μια μαλακή κουβέντα. Μόνη μου. Άρα η φωνή ερχόταν από κάπου πιο βαθιά στο σπίτι. Ανασηκώθηκα με δυσκολία αγνοώντας τον πόνο που απλωνόταν σε όλο μου το κορμί. Τι είχε γίνει? Έτριψα το πρόσωπο μου απαλά προσπαθώντας να θυμηθώ. Είχα βγει. Το κόκκινο φόρεμα μου το αποδείκνυε. Ο Ντέιμιεν με είχε ακολουθήσει. Χόρεψα, ήπια και διασκέδασα. Μετά ο Ντέιμιεν είχε χαθεί και είχα πάει να τον βρω. Μετά… δεν θυμάμαι μετά. «Τι προσπαθώ? Ότι και να σου πω δεν σε νοιάζει. Θα μου πεις τι να κάνω?» Έκανα να σηκωθώ από τον καναπέ, τα πόδια μου όμως δεν με κράτησαν και έπεσα φαρδιά στο πάτωμα. Ένα σιγανό κλάμα ξέφυγε από το λαρύγγι μου και ένιωσα τα δάκρυα να τρέχουν πριν τα προλάβω. Τι μου είχε συμβεί? Γρήγορο ποδοβολητό ακούστηκε και ο Ντέιμιεν εμφανίστηκε στο πλευρό μου. Τον κοίταξα με παράπονο. Ακούμπησε το κινητό στο τραπεζάκι και έσκυψε προς το μέρος μου. Με σήκωσε στα χέρια του και με άπλωσε πάλι στον καναπέ. Ένα κλαψούρισμα ακούστηκε πάλι από εμένα. Πήρε πάλι το κινητό στα χέρια του και απομακρύνθηκε ξανά. «Να μην σε νοιάζει. Θα μου πεις τώρα?» Δεν κουνήθηκα ξανά. Πονούσα φριχτά και δεν θα το διακινδύνευα πάλι. «Όπως θες. Α! Και σε ευχαριστώ για τις ευχές σου πατέρα!» Τα βήματα του ηχούσαν πάνω στο δρύινο πάτωμα καθώς βάδιζε πέρα δώθε.
«Αυτό μου φέρνει πονοκέφαλο ξέρεις.» μουρμούρισα μέσα από τα δόντια μου. Τον άκουσα να ξεφυσάει και ήρθε και κάθισε απέναντί μου αποφεύγοντας να με κοιτάξει. Περίμενα και περίμενα μέχρι να θελήσει από μόνος του να μου μιλήσει. 20 λεπτά αργότερα και λέξη δεν είχε βγει από τα χείλη του. «Τι συνέβη στο μπαρ Ντέιμιεν?» ρώτησα μην αντέχοντας άλλο την νεκρική σιγή.
«Δεν θυμάσαι?» με ρώτησε καχύποπτα ενώ τα πράσινα μάτια του έκαιγαν το πρόσωπο μου. Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. Έκλεισε τα μάτια του και μπορούσα να καταλάβω ότι αυτό που είχε συμβεί δεν ήταν και η πιο ευχάριστη ανάμνηση για εκείνον. «Τι θυμάσαι?»
Το σκέφτηκα για λίγο κλείνοντας τα μάτια προσπαθώντας να ξεθάψω τις θολωμένες μου αναμνήσεις.
«Θυμάμαι το μπαρ. Θυμάμαι ότι χόρεψα και ήπια και εσύ έφυγες κάποια στιγμή. Πήγα να σε βρω και…» Ένα παχύ σύννεφο κάλυπτε την μνήμη μου σε αυτό το σημείο. Κούνησα το κεφάλι μου προσπαθώντας να το διώξω όμως ο σουβλερός πόνος από τον σβέρκο μου με σταμάτησε. Έτριψα το σημείο απαλά. Ανοίγοντας τα ξανά, είδα τον Ντέιμιεν να έρχεται προς το μέρος μου, να δαγκώνει τον καρπό του και να φέρνει την ματωμένη πληγή στα χείλη μου. Αντιστάθηκα για λίγο όμως η δύναμη του σε συνδυασμό με τα πονεμένα μου κόκκαλα δεν βοηθούσαν. Ένιωσα τους κυνόδοντές μου να μπήγονται στο δέρμα του και την δύναμη να επιστρέφει στο σώμα μου με κάθε γουλιά. Πίεσα περισσότερο το στόμα μου πάνω στην πληγή και ρούφηξα πιο δυνατά. Απομακρύνθηκα απρόθυμα όταν είδα τα βλέφαρα του να βαραίνουν και το βλέμμα του να θολώνει από την έλλειψη. Έγλυψα την ήδη γιατρεμένη πληγή απομακρύνοντας τις τελευταίες σταγόνες και ύστερα τα χείλη μου εξαφανίζοντας και τα τελευταία ίχνη που πρόδιδαν τι είχαμε κάνει μόλις. Δεν έπρεπε να γίνει αυτό. Δεν ήταν σωστή η ανταλλαγή αίματος. Ήταν… προσωπικό και ένιωσα ότι παραβίαζα τον Ντέιμιεν κατά κάποιο τρόπο.
«Νιώθεις καλύτερα?» με ρώτησε ενώ σηκωνόμουν. Τα πόδια μου τώρα με στήριζαν δυνατά ενώ οι μελανιές που είχα είχαν εξαφανιστεί σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Έσφιξα και ξανάνοιξα τις γροθιές μου. Κανένας πόνος. Την ίδια στιγμή ένιωσα και το σύννεφο στο μυαλό μου να υποχωρεί. Είχα βγει έξω να τον βρω. Τον είχα δει να πίνει από μια κοπέλα.
«Το αίμα της κοπέλας…» ψιθύρισα και τον είδα να με κοιτάει πονεμένα.
«Ναι…» μουρμούρισε. Αναστέναξε αργά και συνέχισε κοιτώντας με στα μάτια ενώ ερχόταν να σταθεί ακριβώς μπροστά μου. «Δεν έχω ξαναδεί τόση δύναμη συγκεντρωμένη. Δεν μπορούσα να σε σταματήσω. Ήθελες το αίμα τόσο πολύ. Ήξερα όμως ότι αύριο θα αισθανόσουν χάλια αν σε άφηνα να την σκοτώσεις…» Έφερα τα χέρια μου στο πρόσωπο του και χάιδεψα απαλά τα μάγουλα του παρακινώντας τον να συνεχίσει. «Έπρεπε να σε σταματήσω. Παλέψαμε. Με πέταξες στον απέναντι τοίχο με το ένα σου χέρι. Ήρθα από πίσω σου και έκανα το μοναδικό πράγμα που ήλπιζα να σε σταματήσει… Σου έσπασα τα κόκκαλα.» Η τελευταία του φράση ήταν κάτι χαμηλότερο από ψίθυρος αλλά το άκουσα. Τα μάτια μου άνοιξαν από έκπληξη ενώ τα χέρια μου έπεσαν στα πλάγια. Αυτός ο πόνος δηλαδή…. «Όλα.» συνέχισε προλαβαίνοντας την επόμενη ερώτηση μου. «Σου έσπασα όλα τα κόκκαλα. Μόνο έτσι κατάφερα να σε σταματήσω. Μετά σε έφερα εδώ.» η φωνή του δεν είχε ίχνος μεταμέλειας. Ήταν απλά ψυχρή. Ψυχρή και παγωμένη και επαγγελματική.
«Μου έσπασες τα κόκκαλα…» επανέλαβα μην μπορώντας να το πιστέψω. «Όλα μου τα κόκκαλα…» Απομακρύνθηκα φοβισμένη. Εκείνος δεν έκανε καμιά προσπάθεια να μου ζητήσει συγνώμη για αυτό. Σιγά μην το έκανε δηλαδή. Προσπάθησα να το δω θετικά. Ο θείος Στέφαν είχε πει να μην αφήνω τίποτα να με πάρει από κάτω. Πήρα μια βαθειά ανάσα. Δεν έφταιγε για ότι είχε συμβεί. Εκείνος απλά προσπάθησε να με προστατέψει από τον εαυτό μου. Κατάπια τον κόμπο στον λαιμό μου και του χαμογέλασα. «Δεν πειράζει. Δεν μπορούσες να κάνεις κάτι άλλο. Ευχαριστώ που με σταμάτησες.» Με κοίταξε αβέβαια για μια στιγμή μέχρι που ξέσπασε.
«Με δουλεύεις? Άκουσες τι σου είπα? Σου έσπασα τα κόκκαλα. ΟΛΑ! Και εσύ το μόνο που έχεις να πεις είναι ευχαριστώ?»
«Ντέιμιεν έχω πονοκέφαλο, μην φωνάζεις. Τι θες να σου πω? Με έσωσες από πολλές τύψεις για κάτι που δεν θα μπορούσα να αλλάξω ακόμα και αν προσπαθούσα.» Έτριψε το πρόσωπό του με δύναμη και πήγε να μιλήσει αλλά το μετάνιωσε.
«Ξέχνα το.» γρύλισε και άρχισε να βηματίζει πάλι πάνω κάτω. Δεν με ενόχλησε τόσο όσο πριν αυτή την φορά. Άκουσα το κινητό μου να χτυπά πάνω στο τραπέζι μπροστά μου. Κοίταξα την αναγνώριση στην οθόνη και το σήκωσα.
«Γεια σου μαμά.»
«Μωρό μου, συγνώμη για την ώρα. Σε ξύπνησα?» με ρώτησε σιγά. Γέλασα μαζί της. Πάντα διακριτική μαζί μου.
«Όχι. Έγινε κάτι?»
«Πρέπει να γίνει κάτι για να σου τηλεφωνήσω? Απλά μου έλειψες.»
«Και εμένα μου λείπεις. Ο μπαμπάς?»
«Καλά. Ήρθαν και κάποια δώρα για σένα από μερικούς φίλους.» Γύρισα τα μάτια μου. Το τελευταίο πράγμα που με ενδιέφερε αυτή την στιγμή.
«Ωραία.» είπα χωρίς ενδιαφέρον.
«Λιλ?»
«Μμ…»
«Είναι όλα καλά?» Ανησυχούσε. Όλες αυτές τις μέρες είχαμε μιλήσει ελάχιστα και δεν της είχα πει τίποτα για ότι είχε συμβεί αυτές τις μέρες. Ούτε για το ότι με ψάχνανε, ούτε ότι είχα χάσει τον έλεγχο της μαινάδας 2 φορές μέσα σε μια βδομάδα.
«Ναι μαμά.» είπα προσπαθώντας να ακουστώ όσο πιο καλά γινόταν.
«Εντάξει… Οπότε να σε αφήσω τότε. Καλό βράδυ και τα χρόνια μου πολλά στον Ντέιμιεν.» Ανοιγόκλεισα τα βλέφαρα μου γρήγορα. Ορίστε?
«Τι πράγμα?» ρώτησα αβέβαιη για το τι είχα ακούσει
«Ξέρεις.. Για τα γενέθλια του… Σήμερα. Δεν στο είπε?» Δεν μίλησα. Τον κοίταξα επίμονα και εκείνος γύρισε το κεφάλι του από την άλλη. Γιατί δεν μου το είχε πει? «Δεν τον αδικώ. Δεν του αρέσουν τα γενέθλια. Τέλος πάντων, ευχήσου του από μέρους μου. Σ’ αγαπώ.» Πάτησα το πλήκτρο τερματισμού και έκλεισα το τηλέφωνο. Γιατί ο Ντέιμιεν δεν μου είχε αναφέρει τίποτα?
«Δεν μου αρέσουν τα γενέθλια.» Φυσικά και άκουγε. Το περίεργο θα ήταν να μην το έκανε. Γύρισε προς το μέρος μου και τον κοίταξα ξανά. Το ήξερα ότι επρόκειτο να κολυμπήσω σε επικίνδυνα νερά αλλά άξιζε. «Μη.» με προειδοποίησε αλλά τον αγνόησα.
«Ντέιμιεν σε παρακαλώ. Είναι τα γενέθλια σου. Είναι ημέρα χαράς και κεφιού και εσύ δεν μου είπες τίποτα. Οκ, ξέρω ότι πιθανόν να ήθελες τους φίλους σου και ίσως την οικογένεια σου…»
«Δεν έχω τίποτα από τα δυο και μην το συνεχίζεις.» με απείλησε.
«Ω, έλα τώρα. Εμείς γιορτάζουμε τα πάντα. Μας αρέσουν τα πάρτι. Τούρτα και δώρα. Σε ποιόν δεν αρέσουν? Έλα.» Ακουγόμουν σαν παραπονιάρικο μωρό. Και ήμουν. Θα ήταν ωραία να περάσουμε μερικές ευχάριστες στιγμές μετά από τον τυφώνα άσχημων συμβάντων που φαινόταν να συμβαίνουν μόνο τώρα τελευταία. Αυτό που έγινε όμως στην συνέχεια δεν το περίμενα. Περίμενα να υποκύψει και να καταλάβει τον τρόπο σκέψης μου. Αντί για αυτό όμως, είδα τα μάτια του να γίνονται χρυσά και το χέρι του τυλίχτηκε γύρω από το λαιμό μου σηκώνοντας με από το έδαφος.
«Άκου να σου πω μικρή κακομαθημένη, εγώ δεν είμαι σαν εσένα. Δεν έχω ηλίθια οικογένεια που να με νοιάζεται και να γιορτάζω. Δεν έχω κάνει πάρτι για την αναθεματισμένη μέρα που γεννήθηκα και δεν πρόκειται. Γιατί να γιορτάσω ένα γεγονός το οποίο δεν νοιάζει κανέναν? Που τους έκανε όλους να μπλεχτούν βαθύτερα στο σκοτάδι από ότι ήταν? Κανείς δεν νοιάζεται για μένα και μην προσποιείσαι ότι εσύ νοιάζεσαι. Δεν με ξέρεις. Δεν θέλεις να με μάθεις. Γιατί άλλωστε? Θα μπλεχτείς και εσύ χειρότερα. Σταμάτα να το παίζεις καλή Σαμαρείτισσα αν θες το όμορφο κεφαλάκι σου να μείνει συνδεδεμένο με το υπόλοιπο σώμα σου. Είμαι ένα τίποτα για σένα όπως είμαι και για όλους. Για τον πατέρα μου, την μάνα μου, όλους. Σταμάτα να παίζεις μαζί μου!» γρύλισε δυνατά ενώ με πετούσε σαν φύλλο στον απέναντι τοίχο. Γυαλιά σπάσανε στην πτώση μου καθώς έπεφτα πάνω στο γυάλινο τραπέζι. Μπορούσα να δω μέσα από τα μαλλιά που σκέπαζαν τα μάτια μου το πρόσωπο του να ημερεύει και να συνειδητοποιεί τι έκανε. Πισωπάτησε και έφυγε γρήγορα από την πόρτα. Είδα το αίμα μου να κυλάει από τις πληγές στα γυμνά μου πόδια και τα δάκρυα μου να βρέχουν τα μάγουλά μου. Όχι γιατί με είχε χτυπήσει, ούτε για το ότι μάτωνα. Για τον πόνο και την οργή που είχε συσσωρεύσει μέσα του όλα αυτά τα χρόνια. Έκλαιγα για εκείνον. Για τον θύτη μου. Για το πώς του είχαν φερθεί και για το πόσο μισούσε τον εαυτό του. Σταμάτα μικρή. Όλα θα πάνε καλά. Ηρέμησε. Δεν καταλάβαινα γιατί προσπαθούσε να με ηρεμήσει τώρα η μαινάδα. Εξάλλου αν συνέχιζα σε αυτή την κατάσταση θα αναλάμβανε εκείνη. Δεν έχουν να κάνουν όλα με τον έλεγχο. Εξάλλου αν πάθεις κάτι, πως θα συνεχίσω εγώ? Το συμφέρον πάνω από όλα. Προσπάθησα να ηρεμήσω. Σηκώθηκα και σκούπισα τα μάτια μου. Απομάκρυνα τα γυαλιά από το δέρμα μου και τα μαλλιά από το πρόσωπο μου. Ξέρω τι θες. Και για πρώτη ίσως φορά συμφωνώ. Εμπρός. Προχώρησα αποφασισμένη προς την κουζίνα και πήρα σκούπα και φαράσι. Μαζεύοντας τα τελευταία κομμάτια γυαλιού από το πάτωμα και μην μπορώντας να βγάλω από το μυαλό μου τα λόγια αμφότερων αποφάσισα να βάλω το σχέδιο μου σε δράση. Αυτό είναι το κορίτσι μου…


Nadia