Lilith:The dark side of the moon (Κεφάλαιο 45) "Gather our allies"

LilithsPOV

Στην ‘παρέα’ μας τις τελευταίες ώρες είχαν προστεθεί η Στέφανι με τον Τσακ, ο Ρίκι με την κοπέλα του Ιρίνα, η Μέρεντιθ με την Κρίστι καθώς και η Σάρα με τα υβρίδια από το σπίτι του Κλάους. Ήταν ομολογουμένως περίεργο να βλέπω την Σάρα στον ίδιο χώρο με την Κάρολαιν αλλά την δεδομένη στιγμή δεν μπορούσα να απολαύσω αυτή την αμηχανία. Ο Κλάους είχε ήδη δείξει ότι θα έκανε τα πάντα να κερδίσει την Κάρολαιν και ήξερα ότι η Σάρα το γνώριζε και το σεβόταν αλλά η Καρ δεν είχε ιδέα και ζήλευε τρελά. Τέλος πάντων, βρισκόμασταν όλοι στο σαλόνι μας –ευτυχώς είχαμε μεγάλο σπίτι- περιμένοντας τα νέα από τα υβρίδια του Κλάους που είχαν πάει προς αναζήτηση του Ντέιμιεν. Δεν με είχαν αφήσει να πάω μαζί τους αν και είχα δημιουργήσει ολόκληρο καυγά. Επιμένανε ότι στην αναγνωριστική περιπολία για την αναγνώριση του πολεμικού εδάφους δεν θα στέλνανε το βαρύ πυροβολικό. Έτσι ακριβώς είχε πει ο Κλάους. Ώστε βαρύ πυροβολικό? Ελπίζω να μην ήταν υπονοούμενο για το βάρος μου αυτό. Προσπαθώντας να ελέγξω τα νεύρα μου, βούρτσιζα εδώ και δυο ώρες και κάτι την γούνα του Μπλάντι ο οποίος καθόταν υπομονετικά και υπέμενε το βασανιστήριο που του έκανα. Αναγνώριζε το μαρτύριο που πέρναγα και ήθελε να βοηθήσει. Όπως οι λύκοι που με είχαν ζεστάνει το βράδυ που έκλεισα τα πέντε. Το είχα σκάσει από την κούνια μου, είχα κατέβει στο σαλόνι και είχα ανοίξει διάπλατα την πόρτα της βεράντας. Είχα νιώσει το κάλεσμα τους όπως και εκείνοι το δικό μου. Δυο μεγάλοι γκρι λύκοι είχαν μπει τότε και είχαν κουλουριαστεί γύρω μου να με ζεστάνουν. Έτσι μας είχαν βρει οι γονείς μου το επόμενο πρωί στο σαλόνι μπροστά στο τζάκι. Περιττό να περιγράψω τι έγινε. Φρικάρανε και, αν και δεν αγγίξανε τους λύκους, δεν με άφησαν να ξαναπλησιάσω ζωντανό. Ο Μπλάντι ήταν άλλη υπόθεση.
«Δεν αντέχω άλλο!» ούρλιαξα πετώντας την βούρτσα στο τζάκι που έκαιγε. «Θα τρελαθώ. Που είναι πια?» Η Στέφανι αφήνοντας το χέρι του Τσακ ήρθε προς το μέρος μου και έκανε να με αγγίξει. «Μην με αγγίξεις.» της είπα ενώ ένιωθα τα μάτια μου να κοκκινίζουν αλλά για πρώτη φορά το έκανα εγώ. Ο Τσακ μπήκε προστατευτικά μπροστά της και γέλασα. «Νομίζεις ότι θα είχες ελπίδα δηλαδή αν έκανα όντως επίθεση?»
«Όχι. Αλλά δεν θα το κάνεις έτσι και αλλιώς.» Τον πλησίασα σε απόσταση αναπνοής.
«Μην με προκαλείς.» πρόφερα αργά και κάνανε ένα βήμα πίσω. Η Μέρεντιθ ήρθε κοντά μου χωρίς να την καταλάβω και έφερε τα χέρια της από πίσω μου στα πλάγια του προσώπου μου. Ούρλιαξα πέφτοντας στα γόνατα. Ο πόνος που ένιωθα στα μηνίγγια μου ήταν αφόρητος, σαν κάποιος να μου συνέθλιβε το κρανίο και, αν και ήξερα ότι το έκανε για να με ηρεμήσει, δεν έπιασε. Έκλεισα τον πόνο απέξω, όπως μου είχε δείξει η Άβα και σηκώθηκα στα πόδια μου ξανά τρομάζοντας τους πάντες. Γύρισα στην Μέρεντιθ και είδα τον τρόμο να ζωγραφίζεται στο πρόσωπο της. Πισωπάτησε κοιτώντας με και της χαμογέλασα.
«Ευχαριστώ για την προσπάθεια σου.» της είπα γλυκά για να συμπληρώσω γρυλίζοντας: «Αλλά μην το ξανακάνεις.» Όλοι ήταν τρομαγμένοι από εμένα καθώς δεν ήξεραν την αντίδραση μου και είχαν καταλάβει ότι δεν ήμουν πια το αθώο, γλυκό κοριτσάκι που κανάκευαν. Για να μην μιλήσω και για τον πλήρη έλεγχο που είχα πλέον στις δυνάμεις μου. Αλλά αυτό δεν με είχε βοηθήσει και πολύ με τον Ντέιμιεν αλλιώς θα τον είχα βρει ήδη και θα ήταν εδώ. Άκουσα τα βήματα στο γεμάτο χιόνι δρόμο μας πρώτη και έτρεξα να ανοίξω. Ο ‘φίλος’ του Ντέιμιεν, ο Κρις, μπήκε μέσα καλυμμένος με χιόνι. Προχώρησε πιο μέσα χωρίς να με κοιτάξει.
«Κύριε Μάικλσον.» Ο Κλάους γύρισε τα μάτια του.
«Οι τυπικότητες μας μαράνανε τώρα. Που είναι ο συνεργάτης σου?» ρώτησε.
«Έρχεται.» απάντησε ο Κρις για να ακολουθήσει ένα ακόμα υβρίδιο. Τα πράσινα μάτια του με κοίταξαν καλοσυνάτα πριν μπει και εκείνος μέσα. Επιτέλους ένα υβρίδιο με τρόπους.
«Τζόναθαν.» είπε ο Κλάους και σηκώθηκε να χαιρετίσει το υβρίδιο που μόλις είχε μπει. «Τι έγινε?»
«Φαίνεται να τον έχουν σε ένα ερείπιο στην άλλη άκρη του δάσους. Παρατηρήσαμε πολύ ισχυρή φρούρηση σε σύγκριση με την τοποθεσία. Μυρίσαμε την λυκίσια μυρωδιά, χωρίς παρεξήγηση.» Γύρισε προς την Σάρα αλλά εκείνη απλά του έκανε νόημα να συνεχίσει. «Αλλά δυστυχώς δεν μπορέσαμε να εντοπίσουμε την μυρωδιά του Ντέιμιεν.»
«Υπάρχει περίπτωση να την έχουν καλύψει?» ρώτησε ο πατέρας μου σοβαρά. Ύστερα από την συζήτηση μας εχθές το βράδυ είχε πάρει αυτήν την μάχη πολύ στα σοβαρά πράγμα που εξέπληττε τους πάντες. Δεν είχε βγάλει λέξη όμως για το τι του είχα εξομολογηθεί.
«Πολύ πιθανόν.» του απάντησε ο Τζόναθαν. «Η μυρωδιά των λύκων είναι πολύ ισχυρή ειδικά αν είναι μια ολόκληρη αγέλη. Δύσκολο να εντοπιστεί κάποια άλλη μυρωδιά.»
«Είμαστε σίγουροι ότι είναι εκεί?» ρώτησα και γύρισε να με κοιτάξει.
«Όσο σίγουροι μπορούμε να είμαστε.»
«Τζόναθαν, είσαι μαζί μου πολλά χρόνια. Έχεις υπάρξει πολύτιμος συνεργάτης και ακόμα πολυτιμότερος φίλος για αυτό και θα σε ρωτήσω. Πιστεύεις ότι ο Ντέιμιεν είναι όντως εκεί?»
Ο άντρας χαμογέλασε.
«Ναι, Κλάους. Το ερειπωμένο κτίριο από όσο μπορέσαμε να διακρίνουμε έχει τρία επίπεδα, πιστεύουμε ότι θα είναι στο χαμηλότερο. Κρατάμε επιφυλάξεις όμως και για 2 υπόγεια.» Η Κάρολαιν σηκώθηκε και πλησίασε τον Κλάους. Ήταν τόσο εξαντλημένη. Είχε χάσει την λάμψη της, είχε μέρες να κοιμηθεί και η κούραση ήταν χαραγμένη πάνω της ακόμα και σαν βρικόλακας. Την λυπόμουν αλλά ήξερα ότι και εγώ ήμουν στα ίδια χάλια. Εχθές το βράδυ είχε έρθει στο δωμάτιο μου και είχαμε μείνει μαζί μέχρι το πρωί που ξυπνήσανε οι υπόλοιποι. Είχαμε ανοίξει τις καρδιές μας, είχαμε κλάψει, πιει και ορκιστεί να βρούμε τον Ντέιμιεν ακόμα και αν έπρεπε να ψάξουμε μόνο οι 2 μας. Ήταν η μόνη που ήξερε όλη την ιστορία, ο Ντέιμιεν της την είχε πει, και μας υποστήριζε φανατικά. Έτρεξα λοιπόν στο πλάι της και την στήριξα ενώ βημάτιζε αργά προς το μέρος του Κλάους. Διαλυόταν και χρειαζόταν βοήθεια. Το ίδιο θα είχα πάθει και εγώ αν δεν ήταν το πείσμα μου. Ο καθένας αντιμετώπιζε την απώλεια διαφορετικά. Μου χαμογέλασε και έσφιξε τα τρεμάμενα χέρια της πάνω μου.
«Είπες ερείπια στην άλλη άκρη του δάσους?» ρώτησε τον Τζόναθαν.
«Μάλιστα κυρία.» απάντησε με σεβασμό. Δεν ήταν όλα τα υβρίδια ανάγωγα σαν τον Κρις.
«Εκεί είναι το παλιό αρχοντικό των Λόκγουντ.» είπε κοιτώντας τον Κλάους σοβαρά. Η έκφραση του σκλήρυνε ενώ έσφιγγε τα χέρια του σε γροθιές
«Είσαι σίγουρη Καρ?» ρώτησε απότομα. Η Κάρολαιν κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.
«Έχω πάει. Το ξέρω αυτό το σπίτι. Ο Τάιλερ είναι πίσω από την απαγωγή του γιού μας?» Ο Κλάους άρχισε να φορτώνει.
«Το κάθαρμα! Το καθίκι! Ο άχρηστος! Έπρεπε να τον είχα σκοτώσει όταν είχα την ευκαιρία!» ούρλιαξε και βούλιαξε την γροθιά του στον τοίχο πίσω του. Κανείς μας δεν μίλησε για την ζημιά. Οι μισοί από εμάς θέλαμε να κάνουμε το ίδιο.
«Μα γιατί?» ρώτησε η Κάρολαιν.
«Προφανώς θεωρεί τον Ντέιμιεν υπεύθυνο για τον χωρισμό σας. Και με τον Κλάους έχει θέμα και το ξέρεις. Μάλλον θεώρησε ότι έτσι θα πάρει εκδίκηση.» είπε η θεία Μπόνι.
«Την γροθιά μου που θα του ξεριζώνει την καρδιά θα πάρει.» γρύλισε ο Κλάους.
«Έχουμε άλλοι σειρά.» είπα ενώ χαμογελούσα σαρδόνια.
«Όποιος προλάβει, πριγκίπισσα.» Δώσαμε τα χέρια.
«Κλάους, έχει μια μεγάλη αγέλη. Μετρήσαμε τουλάχιστον ενενήντα.» είπε ο Κρις.
«Τους έχω.» Χαμογέλασα και κάθισα σταυρώνοντας τα πόδια μου.
«Μόνο στην περιφρούρηση. Ένας Θεός ξέρει πόσοι άλλοι είναι. Θα χρειαστούμε κάθε πιθανή βοήθεια.» Είχε δίκιο σε αυτό.
«Θα τηλεφωνήσω σε μερικούς γνωστούς.» είπε ο πατέρας μου και εξαφανίστηκε στην κουζίνα με το τηλέφωνο του στο χέρι να σχηματίζει ήδη τον πρώτο αριθμό.
«Κάθριν?» ρώτησε ο θείος Στέφαν ενώ η θεία μου σηκωνόταν.
«Έχω και εγώ μερικούς φίλους που με μεγάλη χαρά θα σκίσουν μερικά λυκίσια κρανία.» Απομακρύνθηκε και εκείνη. Ακολούθησε ο Κλάους και ο θείος Στέφαν. Η θεία Κάρολαιν επίσης πήγε πάνω να δει αν μπορούσε να κάνει κάτι. Γύρισα στους φίλους μου που καθόντουσαν αμίλητοι τόση ώρα.
«Μην μας κοιτάς καν Λίλιθ. Ξέρεις ήδη την απάντηση.» Απάντησε η Στέφανι ενώ σηκωνόταν. Την αγκάλιασα σφιχτά.
«Στο χρωστάω.» της είπα γλυκά.
«Φυσικά και το χρωστάς. Γιατί όταν πάρουμε τον Ντέιμιεν πίσω μην περιμένεις ότι θα την γλιτώσεις έτσι εύκολα.» συμπλήρωσε ο Ρίκι αγκαλιάζοντας μας και τις 2.
«Φυσικά και όχι.» 
«Λίλιθ...» άκουσα μια σιγανή φωνή για να γυρίσω να κοιτάξω τον Κρις να στέκεται πίσω μου.
«Μην διανοηθείς να με πλησιάσεις. Αν δεν είχες κάνει την βλακεία σου όλα θα ήταν ήσυχα τώρα.» Τον κοίταξα σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος μου.
«Λυπάμαι αλλά αν δεν είχε...» Τον έπιασα από τον λαιμό και χτύπησα το κεφάλι του στον τοίχο πίσω μας.
«Μην τολμήσεις και τον κατηγορήσεις. Δεν θέλω να ακούσω την φωνή σου ξανά.» είπα και τον πέταξα στον απέναντι τοίχο. Ήταν στα πόδια του αμέσως και με κοιτούσε θυμωμένα. Άνοιξε το στόμα του να μου απαντήσει αλλά λέξεις δεν βγήκαν από το στόμα του. Τον είδα να προσπαθεί να μιλήσει αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Έπιασε τον λαιμό του και με κοίταξε έντρομος.
«Τι στο καλό έκανες?» ρώτησε η Στέφανι.
«Δεν έχω ιδέα!» απάντησα τρομαγμένη. Ναι, τον μισούσα αλλά δεν ήθελα τύψεις και για αυτό. Με κοίταξε σαν πληγωμένο κουτάβι προσπαθώντας να βγάλει έστω και μια λέξη.
«Κάνε κάτι!» φώναξε ο Ρίκι.
«Δεν ξέρω. Μίλα!» είπα έντρομη.
«Ευχαριστώ.» είπε τραχιά.
«Κάνει ότι θες?» ρώτησε η Ιρίνα. Καλή κοπέλα, όμορφη, γλυκιά, ο Ρίκι είχε κάνει καλή επιλογή.
«Πήδα.» είπα και ο Κρις πήδηξε.
«Πως το κάνεις αυτό?» φώναξε ενώ τον κοιτούσα με γουρλωμένα μάτια.
«Φτιάχτηκες από το αίμα της. Υπακούς στις εντολές της.» Γύρισα να δω τον Κλάους να κλείνει το τηλέφωνο και να μας κοιτάζει.
«Ελέγχω τα υβρίδια σου?»
«Μην είσαι τόσο έκπληκτη. Όταν έπαιρνα το αίμα της μητέρας σου ήταν έγκυος. Και ας το παραδεχτούμε. Δεν θα μου έκανε εντύπωση να μπορούσες να το κάνεις χωρίς το αίμα σου να κυλάει στις φλέβες τους.» Έμεινα να το κοιτάω σαν χαζή προσπαθώντας να χωνέψω τι έλεγε. «Ο Ντέιμιεν προέχει όμως τώρα. Πήρα μερικούς φίλους όπως και τα αδέρφια μου. Σε λίγες ώρες θα είναι εδώ.»
«Και οι δικοί μας.» είπε η θεία Κάθριν ενώ ερχόταν ξανά στο σαλόνι με τον θείο Στέφαν, την Κάρολαιν και τον πατέρα μου.
«Ωραία.» είπα θλιμμένα ενώ η σκέψη του Ντέιμιεν με έριχνε πάλι στα πατώματα. Ο Κλάους ήρθε στο πλάι μου και με αγκάλιασε προκαλώντας την έκπληξη των παρευρισκομένων.
«Θα τον βρούμε.» ψιθύρισε ώστε να τον ακούσω μόνο εγώ. Απομακρύνθηκα αδέξια και αποχώρησα αφήνοντας τους πίσω μου ενώ εγώ έβγαινα στον παγετώνα έξω. Το χιόνι έφτανε μέχρι τα γόνατα μου ενώ συνέχιζε μέχρι τώρα να χιονίζει. Ένιωθα το κρύο να διαπερνάει το κορμί μου αλλά ήταν το τελευταίο πράγμα που μπορούσα να σκεφτώ τώρα. Ήλπιζα, προσευχόμουν όπου και αν τον είχε αυτό το καθίκι ο Τάιλερ να ήταν καλά. Να ήταν προστατευμένος από αυτό το σουβλερό κρύο και να ήταν καλά. Τα δάκρυα πάγωσαν στα μάγουλα μου πριν τρέξουν καν.
«Ας είναι καλά.» προσευχήθηκα και κοίταξα τον ουρανό. Πυκνά λευκά σύννεφα σκέπαζαν από άκρη σε άκρη το γαλάζιο του ουρανού. «Μαζεύουμε συμμάχους αγάπη μου. Θα έρθω για σένα.» είπα σιγανά ελπίζοντας ότι η σκέψη μου ίσως και να έφτανε σε εκείνον...


Nadia