Lilith:The dark side of the moon (Κεφάλαιο 47) "Last minute advises"

Lilith’s POV

Δεν ήμουν υπέρ του πολέμου. Ήμουν φιλειρηνίστρια και δεν σκόπευα να το αλλάξω τώρα. Ο πόλεμος των ειδών δεν με έβρισκε σύμφωνη, εγώ ήθελα να ζούμε όλοι αρμονικά. Με το να πάρουν όμως τον Ντέιμιεν από μένα, είχαν υπογράψει τον αφανισμό τους. Δεν ήθελα να ξεκληρίσω ολόκληρο είδος, θα τους έδινα ίσως την ευκαιρία να παραδοθούν από εκεί και πέρα όμως ήταν στην κρίση τους. Είχα βρικόλακες και υβρίδια μαζί με μάγους και ανθρώπους, έτοιμους να πεθάνουν για μένα αλλά και πάλι δεν με ένοιαζε. Ευχαρίστως θα θυσίαζα τις ζωές τους για να έχω τον Ντέιμιεν πίσω και αυτό δεν ήταν του χαρακτήρα μου και με τρόμαζε. Είχα γίνει άσπλαχνη και αδιάφορη για την ανθρώπινη και μη ζωή και εγώ δεν ήμουν ποτέ έτσι. Ο Ντέιμιεν με είχε χαλάσει. Χαμογέλασα στην σκέψη και στριφογύρισα το δαχτυλίδι του που πλέον δεν έβγαινε από το δάχτυλο μου. Κοίταξα στον καθρέφτη τα ρούχα που μου είχαν δώσει και φορούσα τώρα. Μου είχαν δώσει ένα σκληρό πέτσινο μπουφάν και ένα αντίστοιχο πέτσινο παντελόνι. Έδειχνα σαν άσπλαχνη αφέντρα μέσα σε αυτό το σύνολο αλλά επιμένανε ότι είναι για το καλό μου. Αν κάποιος λύκος έκανε επίθεση θα δυσκολευόταν λίγο να σκίσει το τόσο σκληρό ύφασμα, τόσο ώστε να προλάβω να τον απομακρύνω από πάνω μου. Η ώρα είχε φτάσει και έπρεπε να φανώ αποφασισμένη και έτοιμη να κατατροπώσω τους εχθρούς μας. Κατέβηκα την σκάλα αργά και συγκέντρωσα όλα τα βλέμματα πάνω μου. Η dominatrix μέσα μου το έβρισκε άκρως κολακευτικό να έχω τόσα αντρικά βλέμματα συγκεντρωμένα πάνω μου. Ο πατέρας μου και ο Κλάους πάλι όχι, αν κρίνω από τις αντιδράσεις τους.

«Την κοπέλα του γιού μου κοιτάτε έτσι. Μαζευτείτε!» γρύλισε και ήρθε να σταθεί μπροστά μου. Τα βλέμματα απομακρύνθηκαν από πάνω μου και γέλασα. Μου έκανε εντύπωση που ο πατέρας και η μάνα μου δεν είπαν λέξη για το ‘κοπέλα του γιού μου’ αλλά και πάλι νομίζω ότι είχαν αρχίσει να το παίρνουν απόφαση ακόμα και αν δεν ίσχυε εξ ολοκλήρου. Ότι ανήκα στον Ντέιμιεν δεν υπήρχε αμφιβολία όσο για το κοπέλα του, ναι γι’ αυτό είχα κάποιες ενστάσεις αλλά δεν ήταν ούτε ο κατάλληλος χρόνος ούτε ο τόπος να ξεκινήσω εγώ να αναλύω τις γυναικείες αμφιβολίες και ανασφάλειες μου. «Μάλλον δεν το σκεφτήκαμε καλά όταν σου δώσαμε αυτά τα ρούχα.» είπε γυρνώντας προς το μέρος μου και κοιτώντας με από την κορυφή ως τα νύχια. Ήταν πολύ εφαρμοστό το παντελόνι, τόνιζε ότι δεν πρέπει να τονίζεται τόσο, όσο για το μπουφάν ήταν άλλη ιστορία.
«Τουλάχιστον μπορεί να σε δουν, να τους ζαλίσεις και να έχουμε την ευκαιρία για το πρώτο χτύπημα.» Η Κάρολαιν εμφανίστηκε δίπλα μου και στράφηκα προς το μέρος της για να τυλίξει τα χέρια της σφιχτά γύρω μου. Την αγκάλιασα και εγώ σφιχτά πίσω και γύρισε να με φιλήσει γλυκά στο μάγουλο. Της χαμογέλασα και απομακρύνθηκα από εκείνη.
«Όλα θα πάνε καλά.» της είπα βλέποντας την ταραχή στο βλέμμα της και το τρέμουλο που απλωνόταν στα χέρια της. Έσκυψε το κεφάλι και έφυγε το ίδιο γρήγορα που είχε έρθει κοντά μου. Γύρισα να δω τα αποφασισμένα πρόσωπα των συμμάχων μας. Τα υβρίδια του Κλάους θα στέκονταν στην πρώτη γραμμή, θα άνοιγαν τον δρόμο για να περάσουν οι φίλοι οι δικοί μας, οι βρικόλακες με αρχηγό τον πατέρα μου και την θεία την Κάθριν. Τελευταίοι θα έμπαιναν οι Αρχικοί, ή και νωρίτερα στην περίπτωση που έβλεπαν ότι χάναμε έδαφος, στην είσοδο όπου και περιμέναμε την μεγαλύτερη αντίσταση για να εισέλθουν και να βρούμε τον Ντέιμιεν. Όσο για μένα θα έμενα πίσω, να ελέγχω την χιονοθύελλα που δεν έλεγε να κοπάσει και να προκαλέσω ζημιά στην περίπτωση που παίρνανε κεφάλι οι λύκοι. Αυτό ήταν το σχέδιο που είχαμε αποφασίσει μετά από πολύ σκέψη εχτές το βράδυ. Υπήρχε μια ακόμα ομάδα, η Μπόνι, η Μέρεντιθ, ο θείος Άλαρικ με μερικούς ακόμα μάγους και κυνηγούς οι οποίοι είχαν εξοπλιστεί με τον βαρύ οπλισμό του Κλάους και θα έμεναν στο ύψωμα μαζί μου. Είχαμε επισκεφτεί την περιοχή εχθές το βράδυ με τον Κλάους δημιουργώντας μου την εικόνα για το στήσιμο του στρατού μας. Από το σημείο που θα βρισκόμασταν θα μπορούσα να δω τα πάντα και έτσι θα ήμουν πιο σίγουρη για τους δικούς μου. Η μητέρα μου παρά τις σθεναρές αντιρρήσεις και τις δικές μου και του πατέρα μου αρνούταν να μείνει πίσω. Ήθελε να πολεμήσει και αυτή.
«Δεν περίμενα κάτι λιγότερο από το bloodline μου.» είχε πει η θεία Κάθριν. «Έχεις την φωτιά των Πέτροβα.» Το ίδιο είχε πει και σε μένα το βράδυ που με είχε επισκεφτεί στην κάμαρα μου. Όταν είχαμε επιτέλους γυρίσει σπίτι με τον Κλάους και είπα να προσπαθήσω να κοιμηθώ λίγες ώρες να ησυχάσω, η θεία μου εισέβαλλε στο δωμάτιο για να μου αναλύσει όλους τους λόγους που πίστευε ότι θα τα πηγαίναμε απόψε καλά και να μου πει όλα τα πιθανά σενάρια κατάληξης αυτής της μάχης. Και δεν είχα καμία όρεξη για κουβέντα στις δυο το πρωί. Ευτυχώς είχε λήξει το όλο θέμα σε λιγότερο από ένα εικοσάλεπτο και μπόρεσα να στριφογυρίσω άνετα στο κρεβάτι μου μέχρι τις έξι που σηκώθηκα. Το στομάχι μου ήταν κόμπος και έπρεπε να θυμάμαι να αναπνέω γιατί το άγχος μου είχε χτυπήσει κόκκινο.
«Όλα θα πάνε καλά.» Η μαμά μου έσπευσε στο πλάι μου αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Όσο και αν μου έτριβε την πλάτη και με χάιδευε στο κεφάλι δεν έλεγε να κοπάσει η καταιγίδα που μαινόταν μέσα μου. Η μαινάδα μέρες τώρα είχε σωπάσει και δεν ερχόταν πλέον σε επαφή μαζί μου και όσο και αν προσπαθούσα εγώ, δεν έπαιρνα απάντηση. Αναστέναξα και βγήκα στον καθαρό αέρα. Ο χιονιάς είχε καλύψει τα πάντα και η χιονοθύελλα λυσσομανούσε μέρες τώρα. Δεν ήξερα πως θα κατάφερνε να επανέλθει η γη όταν το κύμα κακοκαιρίας αυτό λάμβανε τέλος. Ο πατέρας μου ήρθε να με συντροφεύσει σιωπηλά. Μείναμε εκεί για λίγο, σιωπηλοί με τις χοντρές νιφάδες να πέφτουν πάνω μας και να κοιτάμε το κενό.
«Πιστεύεις ότι θα στεφτούμε με επιτυχία?» Η αρνητικότητα μου δεν χωρούσε εδώ πλέον αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Ήμουν ένα βήμα πριν παραδώσω τα όπλα. Μόνο ο στόχος με κρατούσε ακόμα σώφρον.
«Δεν ξέρω Λίλιθ. Το εύχομαι.» Ήταν ειλικρινής τουλάχιστον. Πάντα ήταν ο γλυκός μου μπαμπάς. «Αν ήξερες την κατάληξη, θα το έκανες ξανά από την αρχή?» Η ερώτηση του με έπιασε απροετοίμαστη αλλά χαμογέλασα όπως και να είχε.
«Εννοείς αν θα ερωτευόμουν τον Ντέιμιεν?» Τον είδα να γυρνάει τα μάτια του και έναν ελαφρύ θυμό να περνάει φευγαλέα από το πρόσωπο του.
«Αν θα κατέβαινες σε πόλεμο για εκείνον.» Γύρισα ελαφρά το κεφάλι μου και τον κοίταξα πλάγια.
«Ξανά και ξανά, μπαμπά. Ξανά και ξανά.» Κούνησε το κεφάλι του και δεν ξαναμίλησε. Ο Κλάους με τον θείο Στέφαν βγήκαν από το σπίτι τότε.
«Είμαστε έτοιμοι?» ρώτησε ο θείος κοιτώντας μας. Γυρίσαμε ταυτόχρονα να τον κοιτάξουμε.
«Πάμε.» είπαμε ταυτόχρονα την ώρα που οι σύμμαχοι μας βγήκαν και εκείνοι από το σπίτι.


Damien’s POV


Άκουγα πράγματα να σπάνε από πάνω και την φωνή του Τάιλερ να τρυπάει τα τύμπανα των αυτιών μου. Ότι είχα καταφέρει να κλείσω τα μάτια μου και να βυθιστώ σε έναν ατάραχο ύπνο, κάποιος μου έκανε πλάκα! Ο Τάιλερ ούρλιαζε στους υποτακτικούς του και σίγουρα δεν έμεινε μόνο στις φωνές. Καλά να πάθουνε που κάθονταν και ακούγανε αυτό το άχρηστο καθίκι. Χρειαζόμουν ένα μπάνιο, ένα ξύρισμα και ένα κρεβάτι. Ίσως και ένα μασάζ δεν θα ήταν άσχημο. Αν και σε άθλια κατάσταση μπορούσα να ακούσω ξεκάθαρα τον μονόλογο του Τάιλερ από πάνω.
«Δεν γίνεται να είναι τόσο μεγάλη η ατυχία μου! Πρέπει να σταματήσει επιτέλους αυτή η θύελλα! Μου καταστρέφει τα σχέδια ανάθεμα την!» Υποθέτω αυτό που έσπασε αμέσως μετά ήταν βάζο. Αλλά και πάλι ήταν μια υπόθεση. Δεν μπορούσα να τον συμμεριστώ. Ατυχία για εκείνον, τύχη για μένα. Μπορεί αυτή η θύελλα να του χάλαγε τα σχέδια να με κρεμάσει και να με κάψει αλλά εμένα μου πρόσφερε άλλη μια θλιβερή μέρα ζωής. Δεν ήταν και ότι καλύτερο δεδομένου του πως περνούσα τις τελευταίες μου μέρες.
«Κύριε, δεν μπορούμε...» τόλμησε να πει ένας κακομοίρης.
«Σκάσε!» ούρλιαξε και από τον ήχο πρέπει να τον χαστούκισε. Καλά του έκανε. Άχρηστοι λύκοι, για οίκτο ήταν. Για αυτό μπορεί να μην τους συμπάθησα ποτέ ασχέτως της φύσης μου.
«Δεν με νοιάζει πως. Αυτός εκεί κάτω πρέπει να πεθάνει! 2 μέρες την έχει γλιτώσει, δεν παίρνει άλλη καθυστέρηση.» Λύσσα όμως που τον έχει πιάσει να με σκοτώσει! Άλλες δουλειές δεν είχε? Μάλλον όχι. Αναστέναξα βαριεστημένα και κούνησα τα πονεμένα χέρια μου. Σκότωνε τα νεύρα και τους μυς μου αυτή η ακινησία την οποία μου είχαν επιβάλλει αυτά τα καθάρματα αλλά ούτε λόγος να με λύσουν. Ακόμα και αν οι αλυσίδες ήταν μαγεμένες, φοβόντουσαν να ελευθερώσουν έστω τα πόδια μου λες και θα μπορούσα να κάνω και τίποτα. Ένας από τους φύλακες που βρίσκονταν έξω από το κελί μου μπήκε μέσα για να με ελέγξει.
«Πολύ φασαρία κάνεις.» είπε βαριά ενώ έδειξε τις αλυσίδες μου. Ένα ουρλιαχτό ακούστηκε από πάνω και γυρίσαμε και οι 2 το βλέμμα στον ουρανό.
«Ναι, εγώ κάνω όλη την φασαρία.» μουρμούρισα και τον είδα να γελά. Πήρε την ξύλινη καρέκλα από την γωνία και κάθισε απέναντι μου.
«Δεν συμφωνώ με τον θάνατο σου.» είπε χαμηλόφωνα για να τον ακούσω μόνο εγώ. «Δεν πιστεύω ότι πρέπει να πεθάνεις επειδή αυτός έχει κόμπλεξ.» Γέλασα δίχως όρεξη και αναστέναξα. «Είσαι πολύ ικανός για αυτό σε κρατάει αλυσοδεμένο. Πιστεύω ότι αυτό φοβάται και καθυστερεί. Ότι μπορεί να καταφέρεις να ξεφύγεις όταν σε βγάλουν έξω. Δεν μπορεί να σε ελέγξει και το τρέμει αυτό. Το άκουσα που το έλεγε το πρωί όταν ήρθα. Καθόταν και μιλούσε σε μια φωτογραφία και τα έλεγε.
«Οκ.» του απάντησα και σηκώθηκε στην στιγμή και απομακρύνθηκε πάνω στην ώρα που ο Τάιλερ έμπαινε στο κελί μου.
«Είσαι τυχερός. Ούτε σήμερα προβλέπεται να φάμε ψητά παϊδάκια.» Είχα κουραστεί να του απαντάω έτσι σώπασα. «Δεν έχεις να πεις τίποτα? Αυτό είναι πρωτοφανές! Ούτε ευχαριστώ ούτε τίποτα? Με απογοητεύεις αλλά φαντάζομαι κάπως έτσι είναι όταν χάνεις κάθε ελπίδα.» Είχε δίκιο αυτό το καθίκι. Είχα χάσει κάθε ελπίδα αλλά δεν θα του έδινα την ευχαρίστηση να το ξέρει. «Ω, έλα Ντέιμιεν! Σου έφαγε ο λύκος την γλώσσα?» Τον αγνόησα πάλι και έμεινα να κοιτάω τα πληγωμένα από τις μέγγενες πόδια μου. «Με κάνεις να βαριέμαι.» δήλωσε και έφυγε. Επιτέλους λίγη ησυχία...


Lilith’s POV


Είχαμε διανύσει αθόρυβα, αν και κοντά στα 50 άτομα, το δάσος και βρισκόμασταν τώρα στις θέσεις μας. Η κίνηση είχε αυξηθεί, ήταν κοντά στα 100 άτομα μόνο στο εξωτερικό του εγκαταλελειμμένου σπιτιού τώρα. Υστερούσαμε σε αριθμό, αλλά κανένας από αυτούς τους λύκους δεν είχε την εμπειρία ή τις ικανότητες μας. Ήταν νέοι, άπειροι και φοβισμένοι. Μπορεί ο Τάιλερ ή όποιος και αν ήταν πίσω από αυτό να είχε συλλέξει έναν σημαντικό σε αριθμό στρατό αλλά τους είχε αρπάξει και τους είχε αναγκάσει απευθείας να ριχτούν στον πόλεμο. Μερικοί δεν είχαν καν ενηλικιωθεί ακόμα.
«Δεν ξέρω αν μπορώ να τους βλάψω.» είπα ενώ τους παρακολουθούσα από το ύψωμα μου. Παίρναμε τις θέσεις μας διακριτικά και αθόρυβα, χωρίς να γίνουμε αντιληπτοί και όπως πάντα ο Κλάους βρισκόταν δίπλα μου.
«Έχω σκοτώσει μικρότερους.» Γύρισα να τον κοιτάξω και συνέχισε: «Δεν το υπερηφανεύομαι κιόλας.» Οι σύμμαχοι μας κινούνταν αθόρυβα, σαν σκιές ανάμεσα στα δέντρα και χρησιμοποιούσαν το χιόνι σαν κάλυψη. Δεν θα ήξεραν τι τους είχε χτυπήσει. Εγώ δεν έκανα καν τον κόπο να κρυφτώ. Και να με βλέπανε τι? Θα με σκότωναν? Αλλά έτσι και αλλιώς δεν κοιτούσαν καν ψηλά και πέρα από το ύψωμα. Άχρηστοι και ανίδεοι. Όλοι ήταν πλέον στις θέσεις τους και καλά κρυμμένοι από τα βλέμματα των λύκων και περιμένανε σήμα μας.
«Καμιά τελευταία συμβουλή?» ρώτησα τον Κλάους λίγο πριν κατευθυνθεί και εκείνος στην θέση του ενώ ατενίζαμε τα πιόνια στην παρτίδα του σκακιού μας. Έτσι χαρακτηρίζαμε εμείς αυτόν το πόλεμο, σαν μια παρτίδα σκάκι. «Σώσε τον βασιλιά με κάθε κόστος.» είπε απλά και υποχώρησε αφήνοντας με να σταθώ μόνη στην άκρη του γκρεμού. Μόνη εγώ, η σκοτεινή βασίλισσα που πάλευε να σώσει τον βασιλιά της από τα λευκά πιόνια που τον κρατούσαν φυλακισμένο και όλοι οι υπόλοιποι μοιρασμένοι ισότιμα στα μαύρα πιόνια αντιμέτωποι με τα απειλητικά λευκά για να κερδίσουν την παρτίδα. Έτσι ονομαζόταν εξάλλου και το σχέδιο μας. Τα ψέματα είχαν τελειώσει πλέον ενώ τα ανυποψίαστα θύματα μας αντιλαμβάνονταν την παρουσία μου αφού μόνο εγώ ήμουν στο οπτικό τους πεδίο. Έριξα την κάπα που κάλυπτε τα χαρακτηριστικά μου και είδα τον τρόμο να ζωγραφίζεται στα γουρλωμένα μάτια τους. Ήξεραν. Ωραία, γιατί είχε έρθει η σειρά μου να κινηθώ στην σκακιέρα και δεν θα έφευγα με τίποτα λιγότερο από ρουά ματ ...



Nadia