Η νύχτα που ο Παράδεισος έπεσε (Κεφάλαιο 8) "Past is past"


  Ο Κάιλ όρμησε στο κενό με τα φτερά του σε πλήρη έκταση χωρίς εντολή και χωρίς δεύτερη σκέψη. Μόνο η τρομαγμένη κραυγή του αδερφού του ξέσκισε τον αέρα καθώς διέσχιζε με φόρα τα σύννεφα με προορισμό το σώμα που έβλεπε τώρα ξεκάθαρα να διαλύει τα σύννεφα με την ταχύτητα της πτώσης του. Αύξησε γρήγορα ταχύτητα και κατάφερε να την πιάσει έγκαιρα. Δεν αντέδρασε. Δεν φώναξε και δεν τρόμαξε όταν ο Κάιλ πέρασε τα χέρια του γύρω από τον κορμό και τα πόδια της. Σταμάτησε χτυπώντας τα φτερά του μεταξύ τους και την κράτησε σφιχτά πάνω του. Η Λιλιάνα πέρασε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του και του χαμογέλασε γλυκά. Ο Κάιλ έμεινε για λίγο εκεί, ακίνητος με την Λιλιάνα στην αγκαλιά του απολαμβάνοντας τον ελαφρύ άνεμο που περνούσε ανάμεσα από τα σύννεφα. Η αλήθεια είναι ότι, περισσότερο σταμάτησε για να ηρεμήσει την καρδιά του και να σταματήσει να τρέμει. Όταν έπεσε... Ήξερε τι αναμνήσεις θα έφερνε στους υπολοίπους αλλά για εκείνον δεν ήταν ακριβώς αυτό που τον είχε τρομάξει. Είχε φοβηθεί ότι δεν θα προλάβαινε. Δεν θα την έσωζε. Και τώρα που την κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του και ήταν ασφαλής το μόνο που έμενε ήταν να ηρεμήσει την καρδιά του και να χαλαρώσει. Άρχισε να κατευθύνεται πάλι προς τα πάνω μέχρι που έφτασε στις Χρυσές Πύλες και την άφησε να πατήσει στα πόδια της. Έμεινε να τον κοιτάζει σαν χαμένη για λίγο μέχρι η φωνή του πατέρα της να ταράξει τους πάντες στην αίθουσα.
  «Τι νομίζεις ότι κάνεις?» ούρλιαξε αλλά εκείνη τον αγνόησε. Έτρεξε προς το δωμάτιο του Κάιλ, εκεί που είχε περάσει την προηγούμενη νύχτα και, παρόλο που ο Μιχαήλ προσπάθησε να την σταματήσει, τον απέφυγε και κλείστηκε στο δωμάτιο. Ο Κάιλ άφησε την ανάσα που κρατούσε τόση ώρα με κόπο. Αυτή η κοπέλα θα ήταν η καταστροφή του. Ανοίγοντας τα μάτια του και αφήνοντας τον ήχο να εισβάλλει στα αυτιά του είδε και άκουσε τον Ραφαήλ να μιλάει έντονα με τον Μιχαήλ.
  «Θεέ μου, βοήθησε μας.» πρόφερε σιγανά ο Ραφαήλ κάνοντας τον σταυρό του. «Αδερφέ, δεν μπορεί να μείνει.» είπε στον Μιχαήλ με πόνο.
  «Το βλέπω ξεκάθαρα τώρα αδερφέ. Είναι μπελάς. Δεν έπρεπε να την έχω ψάξει εξαρχής.» Γύρισε και κοίταξε τον Κάιλ. Εκείνος με την σειρά του τον αγνόησε και προχώρησε με γρήγορο βήμα προς το δρόμο που είχε πάρει και η Λιλιάνα. Άνοιξε την πόρτα και την βρήκε να κάθεται στο κρεβάτι ανάσκελα και τα βλέφαρα κλειστά. Για μια στιγμή νόμιζε ότι κοιμόταν έτσι έκανε να φύγει αλλά άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε, σταματώντας οποιαδήποτε κίνηση του. Προχώρησε πιο μέσα στο δωμάτιο και πήγε και κάθισε σε μια λευκή πολυθρόνα στην γωνία.
  «Γιατί το κανείς αυτό? Θες να σε τιμωρήσουν?» Η Λιλιάνα δεν του απάντησε. Και κρίνοντας από τα λεπτά που περνούσαν στην σιωπή δεν είχε και σκοπό να το κάνει. Αναστέναξε παίρνοντας απόφαση ότι δεν υπήρχε περίπτωση να του απαντήσει. Σηκώθηκε να φύγει αλλά πριν προλάβει να φτάσει στην πόρτα η φωνή της τον σταμάτησε.
  «Η χειρότερη τιμωρία για κάποιον είναι να του στερήσεις το χαμόγελο του.» Γύρισε να την κοιτάξει. Είχε σηκωθεί από το κρεβάτι και τον κοιτούσε σταθερά στα μάτια. «Άρα έχω τιμωρηθεί αρκετά.»
  «Δεν καταλαβαίνεις.» της είπε παθιασμένα και πήγε και στάθηκε ακριβώς μπροστά της. «Θα σε ρίξουν. Θα σε αναγκάσουν να πας στο Καθαρτήριο των Ψυχών για να αναγεννηθείς. Θα χάσεις τα φτερά σου.» Μια τιμωρία που οποιονδήποτε θα τον τρόμαζε και θα τον έκανε να βάλει λίγο μυαλό. Η Λιλιάνα όμως δεν ήταν ο οποιοσδήποτε. Είχε δει νέους Αγγέλους, φοβούμενοι την τιμωρία να συνετίζονται εκείνη όμως φυσικά και δεν θα το έκανε.
  «Δεν το επέλεξα εγώ.» του απάντησε αδιάφορα.
  «Ναι αλλά αυτή είναι η μοίρα σου.» Ο Κάιλ δεν μπορούσε να καταλάβει την λογική της. Δεν φοβόταν?
  «Όχι. Αυτό είναι η τιμωρία μου.»
  «Είναι πατρογονικό σου δικαίωμα. Ο πατέρας σου...»
  «Ο πατέρας μου, όπως θες να τον λες, με εγκατάλειψε. Γιατί δεν με έψαξε?» τον διέκοψε με αυστηρό τόνο. Τον είδε να σκύβει το κεφάλι ντροπιασμένος. Γέλασε πικραμένα. «Δεν έχεις απάντηση για αυτό?»
  «Ξέρω μόνο ότι το μετάνιωσε.»
  «Ω μωρέ ο καημένος. Να του δώσω συγχωροχάρτι τότε.» είπε με ειρωνεία. Είχε πιάσει τον εαυτό της να μισεί θανάσιμα τον άντρα που ισχυριζόταν ότι ήταν ο πατέρας της. Και το γεγονός ότι ήταν ετοιμοθάνατος απλά της πρόσφερε μια ανακούφιση. Του άξιζε να πεθάνει για ότι είχε περάσει. Ο Κάιλ από την άλλη ήθελε απελπισμένα να αλλάξει θέμα γιατί δεν μπορούσε να ακούει άλλο με το πόση κακία μιλούσε για τον ίδιο της τον πατέρα. Και ας είχε δίκιο. Είχε πιάσει τον εαυτό του να της δίνει δίκιο στην συμπεριφορά της απέναντι του. Εξάλλου είχε και μια πολύ σοβαρή ερώτηση που ήθελε να της απευθύνει.
  «Λιλ?» Η κοπέλα γύρισε και τον κοίταξε με δυσπιστία. Πως ακριβώς την είχε φωνάξει? «εννοώ Λιλιάνα.» Ο Κάιλ πήρε μια βαθιά ανάσα προσπαθώντας να βρει το κουράγιο να συνεχίσει. «Τα σημάδια στην πλάτη σου...»
  «Τα είδες?» τον ρώτησε ντροπιασμένη και έσκυψε το κεφάλι.
  «Όταν σε μετέφερα.» Άπλωσε δειλά το χέρι του στο μάγουλο της και την χάιδεψε με τις άκρες των δακτύλων του. «Τι σου συνέβη?»
  «Κάτι που θα μπορούσε να αποφευχθεί αν ο πατέρας μου αποφάσιζε ότι είμαι κάτι παραπάνω από ένα λάθος που πάλευε να θάψει βαθιά.» Τον κοίταξε αναστενάζοντας εκνευρισμένη. «Πάντα ήξερα ότι ήμουν διαφορετική. Το χειρότερο είναι ότι το ξέρανε και οι ανάδοχες οικογένειες μου.»
  «Ανάδοχες οικογένειες?» ρώτησε ο Κάιλ μπερδεμένος. «Η μαμά σου?»
  «Υποθέτω δεν ήθελε να με μεγαλώσει.» του είπε και σήκωσε αδιάφορα τους ώμους της.
  «Δεν καταλαβαίνω.»
  «Δεν μπορείς να καταλάβεις. Και δεν στο λέω με κακία. Αλήθεια. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι καλοί.» του χαμογέλασε διστακτικά και εκείνος την μιμήθηκε.
  «Αυτό το ξέρω.» της απάντησε αποφεύγοντας το βλέμμα της.
  «Εγώ δεν συνάντησα κανέναν καλό. Υποθέτω δεν ήμουν αρκετά τυχερή.»
  «Σε χτυπούσαν?» ρώτησε ταραγμένος. Όλες αυτές οι αποκαλύψεις... Δεν ήταν κάτι που φανταζόταν ότι θα έκανε κάποιος σε ένα τόσο αθώο πλάσμα όσο ένα παιδί αλλά είχε δει την κατάντια του ανθρώπινου γένους και το πόσο οι Δαίμονες είχαν καταφέρει να διαφθείρουν τις ψυχές των ανθρώπων.
  «Όχι πάντα. Και όχι όλοι.» Ο Κάιλ δεν ήξερε τι να πει. Τι θα μπορούσε να πει? Ότι της είχε συμβεί... Ναι, έφταιγε ο Μιχαήλ που την έβλεπε σαν λάθος. Έφταιγε και η μητέρα της που την εγκατέλειψε όταν ήταν βρέφος. Παρόλα αυτά όμως είχε καταφέρει να μεγαλώσει μόνη της, να γίνει μια όμορφη και ανεξάρτητη κοπέλα και να μην χρειάζεται καμία στήριξη από κανέναν. Ο Κάιλ καταλάβαινε τώρα κάπως την στάση της. Την επιθετική αντίδραση στα πάντα, την προκλητικότητα, την ψυχρή συμπεριφορά της. Έτσι είχε μάθει ότι έπρεπε να φέρεται για να επιβιώνει. Δεν της ταίριαζε όμως. Δεν ήταν για εκείνη το τόσο ίσος και η τόση κακία που μαύριζαν την καρδιά και την ψυχή της. Και όμως πλέον είχε γίνει μέρος της ζωής της.
  «Και ο χορός?» Ένα χαμόγελο, ένα αληθινό χαμόγελο σχηματίστηκε στο σκοτεινιασμένο πρόσωπο της. Αυτό της ταίριαζε. Αυτό το χαμόγελο την έκανε πραγματικά έναν Άγγελο. Αυτό που έπρεπε να είναι από την αρχή. Μια από αυτούς. Όμως το είχε παρατηρήσει ότι ποτέ δεν έφτανε στα μάτια της. Τι κατάρα!
  «Ήταν η μόνη μου διέξοδος.» είπε γλυκά. «Από 5 χρονών ξεκίνησα και δεν σταμάτησα. Μπαλέτο, ευρωπαϊκούς, Latin. Ότι μπορείς να φανταστείς.» Το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη της και έσκυψε το κεφάλι ενώ απομακρυνόταν από κοντά του. «Όμως μια ορφανή δεν έχει θέση στον ονειρικό κόσμο του Τζούλιαρτ όσο ταλέντο και να έχει.» Άκουσε τον λυγμό που ανέβαινε στον λαιμό της αλλά την ήξερε καλύτερα. Δεν θα άφηνε κανέναν να την δει τόσο ευάλωτη. Ήταν μαχήτρια, όχι ένα κοριτσάκι που έτρεχε για βοήθεια. «Μην σε πρήζω. Σίγουρα έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις. Να τρέξεις πίσω από τον πατέρα μου για παράδειγμα.» Τώρα απλά ήθελε να τον πληγώσει. Έκανε να φύγει αλλά την σταμάτησε βάζοντας το χέρι του στο μπράτσο της.
  «Τους θύμισες την Πτώση.» Γύρισε να τον κοιτάξει μπερδεμένα και άφησε το γαλάζιο βλέμμα του να διασταυρωθεί με το δικό της πράσινο. «Τα ίδια λόγια είχε πει και εκείνος εκείνη την νύχτα και έκανε ότι εσύ. Άνοιξε τα χέρια και έπεσε στο κενό. Τους θύμισες εκείνη την μαύρη νύχτα Λιλιάνα για αυτό αντέδρασαν έτσι.»
   «Και εσύ γιατί αντέδρασες έτσι?» τον ρώτησε δειλά. «Γιατί με έσωσες?» Αυτή η κοπέλα είχε την μοναδική ικανότητα να μπαίνει κάτω από το δέρμα του και να ξεμπροστιάζει ότι προσπαθούσε καλά να κρύψει στην ψυχή του. Δεν μπορεί να ήξερε ότι άρχιζε να αισθάνεται περίεργα όταν βρισκόταν κοντά της. Ότι έτρεμε στην σκέψη ότι θα χανόταν τόσο απλά όσο είχε εμφανιστεί. Ότι θα έκανε το παν για να διασφαλίσει την ύπαρξη της. Αν ο πατέρας της δεν είχε σκοπό να κάνει κάτι, δεν υπήρχε πρόβλημα. Θα το έκανε αυτός.
  «Αυτό δεν κάνω?» της αντιγύρισε χαμογελώντας. Εκείνη κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.
  «Αυτό κάνω εγώ.» του απάντησε ενώ ερχόταν ακόμα πιο κοντά του. «Τι μου κρύβεις?» τον ρώτησε εκατοστά από το πρόσωπο του και χωρίς να παίρνει το βλέμμα του από τα χείλη της.
Έσκυψε το κεφάλι από ντροπή παρόλα αυτά.
  «Δεν θες να ξέρεις.» της είπε χαμηλόφωνα. «Αυτό όμως που πρέπει να ξέρεις είναι ότι θα σε πάρω από εδώ. Θα σε γυρίσω πίσω στο σπίτι σου.» Είδε την Λιλιάνα να του χαρίζει ένα μεγάλο, γλυκό χαμόγελο που ζέστανε την καρδιά του. Ναι, θα το έκανε. Θα της εκπλήρωνε αυτόν τον διακαή της πόθο. Ακόμα και αν αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να τα βάλει με τον πατέρα της και τους υπόλοιπους Αρχαγγέλους. Ακόμα και αν σήμαινε ότι δεν θα την ξανάβλεπε....

Nadia