Lilith:The dark side of the moon (Κεφάλαιο 51) "Losing Control"

Damiens POV

Είχα μείνει τελείως ακίνητος να την κοιτάζω χωρίς να μπορώ να πιστέψω στα μάτια μου.
Ήταν εδώ, ήταν όντως εδώ και με κοιτούσε. Δεν γινόταν να το φανταζόμουν και αυτό. Σε παρακαλώ Θεέ μου, ας μην το φανταζόμουν και αυτό. Φανταζόμουν ότι δεν είχε φύγει ποτέ , ότι την έβλεπα κάθε μέρα και ότι ήταν στο πλάι μου αλλά αυτό... Αυτό όντως συνέβαινε. Έπρεπε να συνέβαινε. Δεν θα άντεχα για μια ακόμη φορά την φαντασία μου να οργιάζει. Ένιωσα την καρδιά μου να βουλιάζει από τον πόνο. Όλη η σκηνή του θανάτου της εισέβαλλε στο μυαλό μου κομματιάζοντας με. Έκανα να την πλησιάσω αλλά ο φόβος μου με σταμάτησε. Ο φόβος ότι ξαφνικά θα χανόταν σαν άμμο που θα γλιστρούσε από τα δάχτυλα μου. Εκείνη απλά με κοιτούσε, με τα μεγάλα γαλάζια μάτια της γεμάτα ανησυχία καθώς προσπαθούσαν να ζυγίσουν την επόμενη κίνηση μου. Έβλεπε τον δισταγμό και τον φόβο μου. Ήθελα να την πιάσω, να βεβαιωθώ ότι ζούσε, ότι ήταν καλά. Την κοίταξα χαμένα και μου χαμογέλασε διστακτικά. Δάγκωσε το χείλος της και σταύρωσε τα χέρια της μπροστά της. Όλα αυτά που πάλευα να κρατήσω υπό έλεγχο τόσο καιρό, ξεσπούσαν άγρια και μανιασμένα τώρα. Άρχισα να ανασαίνω με δυσκολία και απομακρύνθηκα τρομαγμένος. Ανησύχησε και προσπάθησε να με πλησιάσει αλλά δεν την άφησα. Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά σαν τρελός και της γύρισα την πλάτη. Έπιασα το κεφάλι μου που κόντευε να σπάσει. Δεν ήταν δυνατόν να είναι εδώ! Κάποιος με εξαπατούσε χρησιμοποιώντας τους πιο ευσεβής πόθους μου. Ήταν νεκρή. Είχα κρατήσει το άψυχο σώμα της στα χέρια μου, είχα ακούσει την καρδιά της να μην χτυπά πια, είχα δει το σώμα της να κείτεται στο φέρετρό της και να κατεβαίνει στην γη. Δεν γινόταν να είναι αλήθεια. Κάποιος έπαιζε μαζί μου και θα το πλήρωνε ακριβά.

«Σε σκότωσα!» της φώναξα. Έσκυψε το κεφάλι και δεν μου απάντησε. Έτρεξα προς το μέρος της και την έπιασα από τους ώμους. Την ταρακούνησα άγρια περιμένοντας μια αντίδραση αλλά τίποτα. Το μαντήλι στο κεφάλι της γλίστρησε για να αφήσει έναν χρυσό χείμαρρο να ξεχυθεί. Γέλασα μόνος και την χτύπησα. Έπεσε στο έδαφος και έγλειψε τα ματωμένα χείλη της. «Παίζεις μαζί μου. Δεν είσαι η Λίλιθ! Κράτησα το νεκρό κορμί της στα χέρια μου. Ακόμα θυμάμαι την γεύση του αίματος της ενώ την αφαίμαζα.» Με κοίταξε απαλά και προσπάθησε να σηκωθεί. Το φόρεμα της σηκώθηκε ενώ πάλευε να σταθεί στα πόδια της και τότε το είδα. Το σημάδι της. Αν όντως ήταν μεταμορφικός όπως πίστευα και είχε πάρει την μορφή της απλά για να παίξει μαζί μου, δεν μπορούσε να ξέρει για αυτό. Υπήρχαν και περιπτώσεις που δεν κατάφερναν να αλλάξουν όλα τα χαρακτηριστικά τους και αυτό θα εξηγούσε τα μαλλιά αλλά όχι αυτό. Κανείς, παρα μόνο όσοι την είχαμε δει με μαγιό και εσώρουχα ξέραμε για αυτό. Δηλαδή, η οικογένεια, οι φίλοι και εγώ. Και κανείς από εμάς δεν ήταν μεταμορφικός. Δεν είχαμε όμως και κανέναν μεταμορφικό στην πόλη και οι είσοδοι πλέον φυλάσσονταν αυστηρά από τα υβρίδια του πατέρα μου. Η μαγεία επίσης δεν θα κατάφερνε να την αποδώσει τόσο πιστά. Η φωνή της, τα μάτια της, ακόμα και η μυρωδιά ήταν δικά της. Την πλησίασα και με κοίταξε σαν να ήταν έτοιμη να την ξαναχτυπήσω. Αντί για αυτό, έσκυψα και της άπλωσα το χέρι μου. Εκείνη διστακτικά το έπιασε και την βοήθησα να σταθεί στα πόδια της.
«Καταλαβαίνω τις αμφιβολίες σου. Για αυτό δεν ήρθα νωρίτερα σε εσένα. Δεν αντέχω να σε βλέπω να πονάς άλλο όμως.» Άπλωσα το χέρι μου στα μαλλιά της και έπαιξα με μια τούφα ανάμεσα στα δάχτυλα μου.
«Τα μαλλιά σου...» είπα καταπίνοντας με δυσκολία.
«Τα έβαψα. Είναι πιο εύκολο να περνάω απαρατήρητη με ξανθά μαλλιά και ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου. Σου αρέσουν?». Άφησα την ανάσα που κρατούσα τόση ώρα. Ήταν ακόμα τόσο όμορφη. Σαν ένας άγγελος ακόμα αλλά πιο θεϊκή με τα ξανθά μαλλιά της τώρα. Φορούσε ένα μαύρο φόρεμα, όχι αυτό με το οποίο την είχαμε κηδέψει και δεν ήταν βαμμένη. Φορούσε χαμηλά μαύρα παπούτσια και καθόταν ακόμα με τα χέρια σταυρωμένα. Απλά με κοιτούσε με αυτά τα ονειρικά, μεγάλα, γαλάζια μάτια.
«Είσαι πολύ όμορφη.» Χαμογέλασε και έσκυψε το κεφάλι. Χιλιάδες ερωτήσεις έτρεχαν στο κεφάλι μου και ένιωθα βλάκας που καθόμουν και ρωτούσα γελοία πράγματα. Ποιος ξέρει πόσο χρόνο μπορεί να είχα ακόμα μαζί της. Μπορεί να έφευγε ξανά και αυτή την δεύτερη φορά δεν θα το άντεχα.
«Χαίρομαι που είσαι καλά.» είπε γλυκά και με κοίταξε. Ένιωσα το σώμα μου να μουδιάζει και προσευχήθηκα να μην τελείωνε ποτέ αυτό το όνειρο.
«Είσαι στα αλήθεια εσύ?» ρώτησα ενώ άπλωνα διστακτικά το χέρι μου στο πρόσωπο της. Εκείνη έμεινε τελείως ακίνητη περιμένοντας να δει τι θα έκανα. Άγγιξα με τα ακροδάχτυλα μου τα χείλη της και εισέπνευσα βαθιά. Μπορούσε οποιοσδήποτε να υποδυθεί εκείνη αλλά σίγουρα δεν θα μπορούσε να προσποιηθεί την μυρωδιά της, τον απαλό ήχο της καρδιά της, τον τρόπο που με κοιτούσε. Το δέρμα της ήταν τόσο απαλό όσο το θυμόμουν. Ήταν αλήθεια εκείνη. Ένιωσα την καρδιά να μεγαλώνει και να σκάει στο στήθος μου και άρχισα να τρέμω απαλά. Δεν πίστευα στα μάτια μου, δεν πίστευα στην τύχη μου. Ήταν ζωντανή. Ήταν εδώ. Ήταν μαζί μου.
«Ω, μην κλαίς καρδιά μου.» είπε γλυκά και σκούπισε απαλά με τα δάχτυλα της τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια μου τώρα. Την άρπαξα απότομα και την έκλεισα στην αγκαλιά μου. Αναστέναξε και έλιωσε στα χέρια μου.
«Γιατί? Πως?» ψέλλισα ενώ προσπαθούσα να διώξω τον κόμπο από τον λαιμό μου. Δεν ήθελα να με βλέπει έτσι. Με είχε συνηθίσει δυνατό και περήφανο, όχι ένα μάτσο χάλια. Στην τελική όμως η απουσία της με είχε κάνει έτσι. Έπεσα στα γόνατα και κάθισε μαζί μου στο γρασίδι. Έμεινε να με κρατάει στην αγκαλιά της και να με χαϊδεύει στο κεφάλι μέχρι να ηρεμήσω και να χαθώ στον απαλό χτύπο της καρδιάς της.
«Δεν με σκότωσες Ντέιμιεν. Δηλαδή, όχι ακριβώς.» Η ήρεμη φωνή της ξεκίνησε να λέει. Την έσφιξα και άλλο πάνω μου και με φίλησε στην κορυφή του κεφαλιού μου. «Θέλω να ξέρεις αρχικά ότι δεν μετάνιωσα ούτε στιγμή την απόφαση μου να σου δώσω την ζωή μου, για αυτό κιόλας ήμουν τόσο χαρούμενη όταν ένιωσα την ψυχή να απομακρύνεται από το σώμα μου. Δεν τα υπολόγισα όμως σωστά. Λόγω των τραυμάτων μου από την μάχη η διαδικασία ίασης μου είχε ήδη ξεκινήσει αν και λειτουργούσε με πολύ αργούς ρυθμούς. Δεν ήπιες την δική μου τελευταία σταγόνα αλλά της Νερίσας, της μαινάδας. Είχε σωπάσει καιρό τώρα αλλά δεν έφυγε ποτέ. Όταν άρχισες να πίνεις από εμένα πήρε εκείνη τον έλεγχο για να με προστατεύσει και στην ουσία σκότωσες εκείνη. Εγώ, κάπου στο παρασκήνιο είχα αρχίσει ήδη να γιατρεύομαι αλλά πολύ αργά. Η καρδιά μου σταμάτησε αλλά τόσο ώστε να γυρίσει η δική μου ψυχή στο σώμα μου και η δική της να φύγει. Μου χάρισε την ζωή Ντέιμιεν. Αυτό ήταν και το τελευταίο δώρο της σε μένα. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά ξανά αλλά εσείς ήσασταν τόσο απορροφημένοι στο πένθος που δεν το πήρατε είδηση. Ξύπνησα μερικές μέρες αργότερα, πλήρως καλά, για να δω ότι βρισκόμουν μέσα στον ίδιο μου τον τάφο. Τρομακτικό δεν λέω, αλλά κατάφερα να τον σπάσω και κατάφερα να βγω. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να έρθω να σε δω, να βεβαιωθώ ότι ήσουν ζωντανός, ότι η Μπόνι είχε δίκιο και ήσουν ζωντανός. Αλλά δεν πρόλαβα γιατί όταν γκρέμισα το μνήμα βρέθηκα μπροστά στον φύλακα του νεκροταφείου. Ο καημένος έπαθε μεγάλη ζημιά που με είδε, σωριάστηκε και τον πήγα στο νοσοκομείο. Ευτυχώς δεν με είδε κανείς. Τον ψυχανάγκασα κιόλας να μην πει λέξη σε κανέναν και να ξεχάσει τι είχε γίνει. Έμεινα εκεί για λίγο, να δω αν ήταν καλά και, αφού βεβαιώθηκα ότι δεν είχε πάθει τίποτα σοβαρό και ότι θα γινόταν καλά, αποφάσισα να έρθω σε εσένα.  Πέρασα από το σπίτι των γονιών μου πρώτα αλλά δεν ήταν εκεί. Υπέθεσα ότι λείπανε και μπήκα μέσα. Τα πράγματα τους έλειπαν και το σπίτι ήταν άδειο...»
«Είναι Ιταλία.» την διέκοψα. «Φύγανε μετά την κηδεία σου. Δεν άντεχαν τον πόνο εδώ.» Την κοίταξα και μου χαμογέλασε πλατιά συνεχίζοντας να με χαϊδεύει.
«Το ξέρω. Όπως ξέρω και για τους θείους μου στην Βουλγαρία και για τους γονείς σου στην Αγγλία. Αυτό που δεν ξέρω είναι γιατί έμεινες εσύ.» Χαμήλωσα το βλέμμα και απομακρύνθηκα, σκουπίζοντας το χώμα από πάνω μου και στάθηκα όρθιος. «Χάρηκα τόσο που είδα ότι ήσουν καλά όταν ήρθα στην έπαυλη των Μάικλσον. Αλλά ήσουν τόσο θλιμμένος. Δεν μπορούσα να σε βλέπω έτσι. Δεν έπρεπε να μείνεις.»
«Δεν μπορούσα να σε αφήσω Λίλιθ. Ήσουν... Είσαι ότι έχω.» Κοκκίνισε και έσκυψε το κεφάλι.
«Σε παρακολουθούσα όλο αυτό το διάστημα ξέρεις. Δεν έφυγες λεπτό από κοντά μου.» Διέκρινα την δυσκολία με την οποία πρόφερε τις λέξεις και κατάλαβα ότι έκλαιγε. Έσκυψα και την ανάγκασα να με κοιτάξει. «Δεν είχα σκοπό να γυρίσω Ντέιμιεν. Έπρεπε να είμαι νεκρή και εσύ καλά. Για αυτό και έφτιαξα τον τάφο ξανά.»
«Αν εσύ είσαι νεκρή, είμαι και εγώ.» Περισσότερα δάκρυα έτρεξαν και τα απομάκρυνα με το μανίκι μου.
«Θα έφευγα μακριά. Δεν θα σας ενοχλούσα ξανά. Κανέναν σας. Αλλά είδα πόσο πόναγες, και πόσο πονάω και εγώ μακριά σου. Συγνώμη που σε αναστάτωσα ξανά. Δεν ήθελα να πονάς. Δεν έπρεπε να εμφανιστώ ξανά στην ζωή σου.» Φίλησα τα υγρά μάγουλα της και ακούμπησα το μέτωπο μου στο δικό της. «Σε αγαπάω Ντέιμιεν. Δεν μπορώ να σε αφήσω. Σε χρειάζομαι. Συγνώμη.» Κράτησα τα δικά μου δάκρυα και την φίλησα. Την φίλησα με όλη την απόγνωση και το πάθος που κρατούσα όλο αυτό τον καιρό. Με όλη την αγάπη μου. Δεν με ένοιαζε τι είχε γίνει, δεν με ένοιαζε γιατί μας άφησε να πιστεύουμε ότι ήταν νεκρή όλο αυτό το διάστημα, αυτό που είχε πραγματική σημασία ήταν ότι ήταν εδώ. Ζωντανή και με αγαπούσε. Εγώ δεν ήθελα τίποτα άλλο πέρα από αυτά.
«Λίλιθ...» Σταμάτησα το φιλί και την κοίταξα με όλη μου την αγάπη. Ήλπιζα να το είχε καταλάβει από τις πράξεις μου όλο αυτό το διάστημα αλλά θα προσπαθούσα να την το κάνω πιο κατανοητό. «Σε αγαπάω. Σε αγάπησα από την πρώτη στιγμή που σε είδα αλλά ήμουν τόσο βλάκας που δεν το παραδεχόμουν. Σε έχω ανάγκη να είσαι στην ζωή μου και να την ομορφαίνεις. Να κάνεις τις μέρες μου υπέροχες. Μην με αφήσεις ξανά. Αν με αφήσεις, όλα θα τελειώσουν για μένα.» Τα τελευταία μου λόγια την τρόμαξαν αλλά τα εννοούσα.
«Είναι η πρώτη φορά που λες ότι με αγαπάς.» είπε συγκινημένη και μου χάιδεψε το πρόσωπο.
«Και θα στο λέω κάθε μέρα πριγκίπισσα μου. Πρέπει να αναπληρώσω τον χαμένο χρόνο.» Σηκώθηκα με εκείνη μαζί και την σήκωσα στα χέρια μου. Έβγαλε μια κραυγή και γέλασε. Κρατήθηκε γερά πάνω μου και βύθισε το πρόσωπο της στο στήθος μου.
«Δηλαδή με συγχωρείς?» ρώτησε στην μπλούζα μου παιδιάστικα χωρίς να με κοιτά.
«Ο χρόνος Λίλιθ δεν είναι ανεξάντλητος. Μπορεί να μπορούμε να ζήσουμε αιώνια αλλά ποτέ δεν ξέρεις πότε θα είναι οι τελευταίες μας στιγμές πάνω στην γη. Πρέπει κάθε στιγμή να την κάνουμε να αξίζει και όχι να αναλωνόμαστε με θυμό και γκρίνια.» Με κοίταξε με το ένα φρύδι της όρθιο.
«Ποιος είσαι και τι έκανες στον Ντέιμιεν?» Γέλασα και άρχισα να κατηφορίζω τον λόφο.
«Και τώρα?» με ρώτησε και σταμάτησα.
«Τι τώρα?»
«Τώρα τι θα κάνω? Που θα πάω? Πως θα τους εξηγήσω όλα αυτά σε όλους?» Έτριψα την μύτη μου στην δική της και γέλασε.
«Τι σε νοιάζει μωρό μου? Εγώ είμαι ο άντρας, εγώ θα τα κανονίσω όλα.» Σήκωσε το φρύδι της ξανά και χτύπησε τα πόδια της κάνοντας με να την αφήσω κάτω για να τρίψω το γόνατο μου που πέτυχε με την φτέρνα της.
«Σιγά ρε άντρα!» είπε γελώντας.
«Αμφισβητείς τον ανδρισμό μου? Αυτό είναι προσβολή κυρία μου. Νομίζω ότι εσύ καλύτερα από όλους θα θυμάσαι πόσο άνδρας είμαι.» Την είδα να μορφάζει σκεφτική. Δεν το πίστευα αυτό που έκανε! Ήταν μεγάλη σκύλα τελικά.
«Αχ, δεν θυμάμαι...» Το έκανε επίτηδες η μικρή για να με εκνευρίσει και το πετύχαινε! Γελούσε και εγώ έβραζα από θυμό. Την άρπαξα από την μέση απότομα και τρόμαξε.
«Τότε να σου θυμίσω.» της απάντησα και κόλλησα με μανία τα χείλη μου στα δικά της. Την ξάπλωσα στο γρασίδι και άρχισα να την φιλάω απελπισμένα. Μου είχε λείψει απίστευτα. Αυτή η γλυκύτητα των χειλιών της, ο τρόπος που έσερνε τα νύχια της στην κοιλιά και την πλάτη μου, η γλώσσα της που με τρέλαινε κάθε φορά που αποφάσιζε να την χρησιμοποιήσει. Διέκοψε το φιλί και με κοίταξε.
«Πραγματικά τώρα, τι θα κάνω?» Ήξερε τον κατάλληλο τρόπο να με ξενερώνει αλλά της φίλησα την άκρη της μύτης της παιχνιδιάρικα.
«Έχεις γεννηθεί να με ξενερώνεις έτσι?» Με κοίταξε επικίνδυνα και σήκωσε το κεφάλι της.
«Έτσι νομίζεις?» είπε και δάγκωσε τον λοβό του αυτιού μου. Εντάξει. Σπίτι. Τώρα.
«Θα έρθεις να μείνεις μαζί μου αρχικά.» είπα κάπως πιο βραχνά από ότι ήθελα και έβηξα να καθαρίσω τον λαιμό μου. Γέλασε με την κατάσταση στην οποία με είχε φέρει. «Η Μάγια θα τρελαθεί από την χαρά της. Πρέπει να την προσέχουμε για να μην πάθει και τίποτα.» Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Έχω μεταφέρει όλο το δωμάτιο σου από το Boarding House στην έπαυλη των Μάικλσον.» Με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια και βλεφάρισε. Δεν με πίστευε. «Το εννοώ.» της απάντησα. «Ακόμα και το πάτωμα ξήλωσα. Για κοπέλα που μας παρακολουθούσε 2 εβδομάδες δεν ξέρεις τίποτα.» Με κοίταξε στενεύοντας τα μάτια της και με ένα κατεργάρικο χαμόγελο στα χείλη της. Αναστέναξα κοιτώντας την, την σήκωσα και έμπλεξα τα δάχτυλα μου στα δικά της. Χαμογέλασε και συνεχίσαμε να κατεβαίνουμε έτσι πιασμένοι από τον λόφο και με κατεύθυνση την έξοδο του νεκροταφείου.
«Δεν σε είχα για τύπο που κυκλοφορείς χεράκι-χεράκι με μια κοπέλα.»
«Όταν αυτή η κοπέλα είναι ότι πολυτιμότερο έχεις, βεβαιώνεσαι ότι την κρατάς για να μην σου φύγει.» Με κοίταξε και σταμάτησε. Έκανα το ίδιο.
«Από πότε έγινες φιλόσοφος?» Είχε σκοπό να κάνει πλάκα αλλά ήταν μια σοβαρή ερώτηση που της άρμοζε μια σοβαρή απάντηση.
«Από τότε που κατάλαβα ότι η απώλεια σου είναι ότι χειρότερο έχω ζήσει. Δεν με νοιάζει εάν πεθάνω ή αν ζήσω. Αν δεν είσαι εσύ δίπλα μου, τίποτα δεν έχει σημασία.» Με φίλησε άγρια τραβώντας το κεφάλι μου προς το μέρος της. Άμα ήταν να αντιδρά έτσι έπρεπε να θυμάμαι να απαντούσα πάντα έτσι στις ερωτήσεις της. Το φιλί της μου έντεινε τον πόθο που πάλευα να διώξω και τώρα πραγματικά έπρεπε να πάμε σπίτι αλλιώς θα έκανα καμιά βλακεία.
«Με αγαπάς.» είπε χαριτωμένα και τρίφτηκε πάνω μου. Γέλασα και κοίταξα τον ουρανό.
«Θα το εκμεταλλευτείς έτσι?» την ρώτησα μεταξύ αστείου και σοβαρού ενώ περνούσαμε την είσοδο. Ήμουν προετοιμασμένος να αντιμετωπίσω τα βλέμματα των περίεργων που θα μας κοιτούσαν τώρα. Όλο αυτό το διάστημα με συνήθισαν ένα φάντασμα του εαυτού μου και τώρα θα με έβλεπαν χαρούμενο, ευτυχισμένο και χαμογελαστό με μια κοπέλα στο πλάι μου. Ένας Θεός ήξερε τι θα έλεγε το στόμα τους αλλά δεν με ενδιέφερε.
«Στο έπακρο.» απάντησε και μου έδωσε ένα γρήγορο φιλί «Και θα το απολαύσεις...»

Εκείνα τα Χριστούγεννα...
Liliths POV

«Σταμάτα να χοροπηδάς το κέρατο μου!» Η Στέφανι δεν μπορούσε να πάψει να τρέχει πάνω κάτω γελώντας χορεύοντας και κάνοντας κύκλους γύρω από τον εαυτό της με τα χέρια ανοιχτά. Σαν μωρό παιδί έκανε εδώ και μέρες και, όσο και να προσπαθούσα να συμμεριστώ την χαρά της δεν έπαυε να καταντάει εκνευριστικό όλο αυτό. Αναστέναξα και γύρισα τα μάτια μου ενώ περνούσε σαν σίφουνας δίπλα μου και μου ανακάτευε τα μαλλιά. Αυτό ήταν!
«Στέφανι!» ούρλιαξα και σταμάτησε απότομα. «Αν δεν παλουκωθείς αυτή την στιγμή, ορκίζομαι θα το μετανιώσεις πολύ. Πάρα πολύ.» Κόκκινες σπίθες γυάλισαν στα μάτια μου και μαζεύτηκε, μας πλησίασε και σήκωσε τα χέρια στον αέρα.
«Ηρέμησε Λιλ... Για να έχεις χωριστεί από την μαινάδα, της φέρνεις πολύ.» είπε λυπημένα αλλά την αγνόησα. Μου έλειπαν ώρες-ώρες αυτές οι συζητήσεις μας, η σιγουριά ότι μπορούσα να στηριχτώ σε εκείνη και η βοήθεια που μου πρόσφερε τις τελευταίες μέρες πριν χαθεί για πάντα. Θα της ήμουν ευγνώμων για όσο ζούσα πάντως και ήδη δούλευα ένα ξόρκι με την Μέρεντιθ ώστε να δούμε τι είχε απογίνει. Υπήρξε μητέρα, φίλη και σύντροφος για μένα. Μου έλειπε το πνεύμα και η ειρωνεία της. Χαμογέλασα στην σκέψη της και πιάνοντας τα πινέλα του μακιγιάζ, πήρα θέση μπροστά στην φίλη μου. Άρπαξε το πινέλο και άφησε μια κηλίδα ρουζ στην μύτη μου. Της το άρπαξα και άρχισα να περνάω την βάση στο δέρμα της.
«Που ακούστηκε νύφη να βάφει την παράνυφο της!» φώναξε γεμάτη χαρά και μας κοίταξε με τα μεγάλα καστανά της μάτια αλλά την αγνοήσαμε. Πλέον μας είχε εξαντλήσει όλες σε βαθμό που το μόνο που θέλαμε ήταν να της βουλώσουμε το στόμα και να την δέσουμε στην καρέκλα. «Δεν χαίρεσαι Λίλ?» με ρώτησε με παράπονο και την κοίταξα με απόγνωση αναστενάζοντας.
«Χαίρομαι γλυκιά μου αλλά είμαι κουρασμένη.» Πώς να μην είμαι δηλαδή? Τα πάντα για αυτόν τον γάμο είχαν περάσει από τα χέρια μου. Όλο το τρέξιμο το είχα κάνει εγώ. Σε τι δοκιμές μενού και τούρτας πήγα, δεν περιγράφεται. Ακόμα είχα την γεύση του φουντουκιού στο στόμα μου! Σε πόσες πρόβες χτενίσματος, νυφικού και τραπεζιού είχα πάει! Μέχρι και σε πρόβα για τα νύχια με είχαν σύρει. Είχα τρέξει για τα φορέματα των παρανύφων, τον στολισμό, την εκκλησία... Τώρα όμως που η μακιγιέρ και η κομμώτρια είχαν αρρωστήσει, το είχα ευχαριστηθεί. Να μάθουν να θέλουν να στηριχτούν σε ανθρώπους. Τώρα είχα και αυτόν τον ρόλο. Να δω τι άλλο θα μου τύχαινε σήμερα!
«Όταν και αν παντρευτώ ποτέ εγώ, θα βάλω και εγώ την Λίλιθ να τρέξει για μένα.» Κοίταξα την Κρίστι με μίσος και της πέταξα το πινέλο. Την βρήκε ακριβώς δίπλα από το κεφάλι της και με κοίταξε με τρόμο.
«Ένα, δεν ξαναπάω σε γάμο χρυσή να με κάνετε και δυο, την επόμενη φορά δεν θα αστοχήσω.» της χαμογέλασα και το πινέλο επέστρεψε στα χέρια μου απότομα. Κάθισε αθόρυβα στην καρέκλα της και σώπασε. Βάζοντας τις τελευταίες πινελιές στο μακιγιάζ της Στεφ απομακρύνθηκα προσπαθώντας να φτιάξω το χάος που είχε δημιουργήσει στα μαλλιά μου. Πάει το αρχαιοελληνικό μου χτένισμα.
«Να βοηθήσω?» έσπευσε να μου πει χαμογελαστή η Στεφ.
«Θες να κάτσεις στα αυγά σου?» της απάντησα στον ίδιο τόνο. Απελπισμένη πια, έλυσα τις πλεξούδες και τα λοιπά αφήνοντας τα μαλλιά μου ελεύθερα.
«Όχι!» φώναξε η Στέφανι βλέποντας με να καταστρέφω το έργο τέχνης της.
«Άκουσε με προσεχτικά. Εσύ το κατέστρεψες και ο μόνος λόγος που ακόμα δεν σου έχω σπάσει τον λαιμό είναι ότι σέβομαι αυτή την ρημαδιασμένη μέρα. Μην με πιέζεις όμως.» Έκανε πίσω φοβισμένη ενώ προσπαθούσα να ηρεμήσω. Η Κάρολαιν χτύπησε απαλά την πόρτα και μπήκε για να δει το χάλι στο οποίο ήμασταν.
«Μωρό μου τι έγινε?» ρώτησε βλέποντας με να περνάω μανιασμένα τα δάχτυλα στα μαλλιά μου. Ήρθε στο πλάι μου, με έβαλε να κάτσω σε μια καρέκλα και άρχισε να διορθώνει το χάος που δημιούργησα. «Θες να φωνάξω τον Ντέιμιεν?» με ρώτησε γλυκά και της χαμογέλασα διστακτικά. Το πρώτο μου χαμόγελο για εκείνη την μέρα.
«Όχι! Δεν πρέπει να δει ο γαμπρός την νύφη πριν τον γάμο!» Προσπάθησα να κρατηθώ αλλά η πύρινη σφαίρα έφυγε από τα χέρια μου πριν το καταλάβω. Η Στέφανι ούρλιαξε και έσκυψε για να την αποφύγει.
«Για τον Ντέιμιεν είπε ηλίθια!» Κάθισα πάλι κάτω και έκλεισα τα μάτια μου. Το έχανα, έχανα τον έλεγχο και μαζί με αυτό το μυαλό μου. Η Κάρολαιν αναστέναξε και άρχισε να μαλάζει το κεφάλι μου. Χάθηκα στην απόλαυση και χαλάρωσα. Άρχισε να μου τραγουδάει ενώ έπλεκε τα μαλλιά μου και ένιωσα μια νιρβάνα να με κατακλύζει.
«Σε πίεσα έτσι?» Κοίταξα την Στέφανι και ύστερα τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Επιτέλους το κεφάλι μου έδειχνε φυσιολογικό.
«Έτοιμοι?» Σηκώθηκα και βγήκα από το μικρό δωμάτιο. Προχώρησα προς τον χώρο που θα τελούνταν η τελετή και έμεινα να τον κοιτάζω. Είχα κάνει πραγματικά υπέροχη δουλειά. Έκανα σήμα στον μουσικό και άρχισε να γεμίζει με απαλές νότες τον κήπο των Μάικλσον. Πήρα την ανθοδέσμη μου και πήγα να σταθώ στην άκρη του δρόμου που οδηγούσε στην λουλουδένια αψίδα που θα τελούνταν η τελετή. Ο Ρίκι μου χαμογελούσε από την απέναντι πλευρά και μου έκλεισε το μάτι. Είχε χειροτονηθεί ειδικά για αυτή την τελετή. Τα μάτια όλων καρφώθηκαν επάνω μου και ένιωθα να λάμπω στο λευκό μου φόρεμα. Χαμογέλασα πλατιά και ένιωσα ένα μπράτσο να μου προσφέρεται και προχωρήσαμε μαζί τον διάδρομο.
«Πρώτη φορά βλέπω παράνυφες να φορούν λευκά.» μου είπε ο Ντέιμιεν και γέλασα.
«Κυρία επί των τιμών. Αφού η νύφη φορά κόκκινο τι περίμενες?» Με κοίταξε με ένα πλάγιο βλέμμα και συνεχίσαμε να προχωράμε αργά.
«Στοίχημα το κεφάλι μου δεν θα υπάρξει ωραιότερη γυναίκα από εσένα απόψε.» Ήθελα να τον αρπάξω και να τον φιλήσω εκεί, μπροστά σε όλους αλλά κρατήθηκα. Οι ορμές μου ήταν στο κόκκινο απόψε. Φτάσαμε στην αψίδα και χωριστήκαμε. Σειρά είχε η Μέρεντιθ με έναν φίλο του Τσακ, τον Έρικ και η Κρίστι με έναν ακόμη φίλο του, τον Λόρεν. Σταθήκαμε όλες στα πλάγια και περιμέναμε την Στέφανι. Η Μέρεντιθ μου έτριψε απαλά το χέρι και γύρισα να την κοιτάξω. Ήξερε τον λόγο που ήμουν στην τσίτα. Περιμέναμε τα αποτελέσματα από ένα ξόρκι που είχαμε κάνει αλλά λόγω του γάμου δεν είχαμε καταφέρει ακόμα να δούμε τι συνέβαινε. Η Στέφανι βγήκε στον κήπο με τον πατέρα μου να την συνοδεύει. Ήταν οικογένεια και μιας που δεν θα συνόδευε την πραγματική του κόρη ποτέ ας αρκούταν σε αυτό. Χαμογελαστή έφτασε στον αδερφό της και στον μέλλοντα άντρα της. Της είχε κάνει την πρόταση όταν είχαμε γυρίσει από την μάχη ζωντανοί, βέβαια εγώ δεν το έμαθα τότε. Μετά τον θάνατο μου, η Στέφανι βυθίστηκε στην θλίψη και είχε αρνηθεί αλλά όταν διαπίστωσαν ότι δεν είχα πεθάνει του είχε κάνει εκείνη πρόταση και να που είμασταν τώρα εδώ να τους βλέπουμε να αλλάζουν όρκους αιώνιας αγάπης. Ήμουν ανήσυχη σε όλη την τελετή και αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Ντέιμιεν. Πλέον με είχε μάθει καλύτερα από την παλάμη του χεριού του. Είχαμε αναπτύξει επίσης και μια ικανότητα, την επικοινωνία χωρίς λέξεις αλλά με άμεσα μηνύματα στο μυαλό μας. Υποθέταμε ότι ήταν λόγω της αφαίμαξης αν και η μητέρα του επέμενε ότι ήταν λόγω της μεγάλης αγάπης μας.
‘Είσαι καλά?’ άκουσα την φωνή του στο κεφάλι μου.
‘Όχι’ απάντησα και συνέχισα να μετακινώ το βάρος μου από το ένα πόδι στο άλλο νευρικά. Το ζευγάρι φιλήθηκε και επιτέλους είμασταν ελεύθεροι. Έτρεξα στο σπίτι με τον Ντέιμιεν να τα παρατάει όλα και να τρέχει πίσω μου.
«Λίλιθ!» φώναξε και με έπιασε δυνατά από το μπράτσο μου σταματώντας με. Έτρεμα και είχα ιδρώσει. «Μωρό μου είσαι καλά?» με κοίταξε με ανησυχία και κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.
«Πάμε να φύγουμε Ντέιμιεν. Πάμε να πάρουμε το αυτοκίνητο και όπου μας βγάλει, δεν θέλω να μείνω άλλο εδώ.»  Ένιωθα να πνίγομαι και να βουλιάζω σε μια ρουτίνα που με σκότωνε. Ήθελα να πάω κάπου μακριά, μακριά από όλους και να έχω μόνο τον Ντέιμιεν στο πλάι μου.
«Μωρό μου...» άρχισε ενώ μου χάιδευε το πρόσωπο.
«Σε παρακαλώ.» του είπα έντονα και έδιωξα τα χέρια του από πάνω μου. Με κοίταξε και αναστέναξε.
«Εντάξει. Αλλά μπορούμε να περιμένουμε λίγο μέχρι να τελειώσει το πάρτι?» Το ηθικό μου καταρρακώθηκε και σκύβοντας το κεφάλι απομακρύνθηκα από κοντά του. Φώναξε το όνομα μου αλλά τον αγνόησα και βγήκα πάλι στον κήπο. Είχαν στρωθεί τραπέζια στο πίσω μέρος και τώρα οι καλεσμένοι απολάμβαναν την μουσική και το φαγητό.
«Ευχαριστούμε.» Γύρισα να δω τον Τσακ με την Στέφανι κρεμασμένη πάνω του να χαμογελάνε χαρούμενοι.
«Είσαι καλά?» συμπλήρωσε η Στέφανι. Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά και γυρνώντας τους την πλάτη, ανακατεύτηκα με τον κόσμο και αναζήτησα την Μέρεντιθ. Την βρήκα να γελάει με τον Έρικ και δίστασα να την ενοχλήσω. Με είδε να στέκομαι νευρική με τα χέρια σταυρωμένα στα πόδια μου και με πλησίασε εκείνη.
«Λιλ?» με ρώτησε βλέποντας με να χλομιάζω.
«Το χάνω Μέρεντιθ. Χάνω το μυαλό μου.» με χάιδεψε και ανέπνευσα με δυσκολία. Με έσφιξε στην αγκαλιά της προσπαθώντας να ηρεμήσει τους σπασμούς που με είχαν πιάσει. Μέρες τώρα ξύπναγα και κοιμόμουν σε αυτή την κατάσταση. Όλοι το έριχναν στις προετοιμασίες του γάμου και στο πόσο βαθιά με είχε χώσει σε όλο αυτό η Στέφανι αλλά η Μέρεντιθ ήξερε ότι κάτι άλλο μου συνέβαινε. Για αυτό κιόλας είχαμε κάνει το ξόρκι με το αίμα μου. Να βλέπαμε που οφειλόταν αυτή η σύγχυση και αυτή η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά μου που είχα όλον αυτόν τον καιρό.
«Λιλ, με τρομάζεις.» είπε τρελαμένη ενώ άρχισε να ψέλνει στο αυτί μου για να διώξει του σπασμούς και να ηρεμήσει την καρδιά μου που κόντευε να σπάσει. Με κοίταξε ενώ έριχνε το σώμα μου και τους παλμούς μου σε καταστολή. «Πάω σπίτι να δω πως πάει το ξόρκι. Θα σου στείλω μήνυμα.» Έφυγε τρέχοντας, αφήνοντας με να κοιτάζω το κενό με άδειο μυαλό. Πολύ ώρα στεκόμουν έτσι ακίνητη ενώ ένιωθα αρκετά βλέμματα καρφωμένα πάνω μου αλλά αδιαφόρησα. Ένα χέρι ήρθε να ακουμπήσει τον ώμο μου και να με ταρακουνήσει ελαφρά ώστε να επικεντρώσω την προσοχή μου σε εκείνον.
«Αγάπη μου με τρομάζεις.» Πίσω από τον Ντέιμιεν στέκονταν οι δικοί μου. Κανείς τους δεν καταλάβαινε. Κανείς δεν θα μπορούσε να νιώσει τον φόβο μου. Έτριψα ελαφρά το έγκαυμα στην παλάμη μου και συνέχισα να κοιτάζω σαν χαμένη. «Μωρό μου?» συνέχισε να με ταρακουνά αλλά ήμουν ανίκανη να αντιδράσω.
«Ντέιμιεν πάρε την από δω.» Νομίζω αυτή ήταν η φωνή του πατέρα μου αλλά δεν ήμουν και σίγουρη. Ο Ντέιμιεν με τράβηξε αλλά αρνιόμουν να κουνηθώ. Με σήκωσε στα χέρια αδιαφορώντας για τους καλεσμένους και με κουβάλησε μέχρι το γκαράζ. Εκεί, με άφησε κάτω και με έβαλε μέσα στο αυτοκίνητο. Με το που βγήκαμε στον δρόμο άρχισα να ανακτώ τον έλεγχο. Γύρισα να τον κοιτάξω αργά για να δω τα χέρια του να σφίγγουν τόσο το τιμόνι που οι αρθρώσεις του είχαν ασπρίσει και το βλέμμα του, άγριο, δεν έφευγε από το δρόμο. Άπλωσα το χέρι μου και χάιδεψα το πόδι του. Γύρισε να με κοιτάξει και το κράτημα του χαλάρωσε.
«Σε ικετεύω πες μου ότι είσαι εντάξει.» Σχεδόν γρύλισε παρά μίλησε αλλά με έκανε να χαμογελάσω έτσι και αλλιώς.
«Σε αγαπώ.» είπα και τον είδα να σφίγγεται να μην δακρύσει. Χτύπησε το χέρι του στο τιμόνι αλλά δεν μίλησε. Συνέχισε να οδηγεί αμίλητος και επικεντρώθηκε στον δρόμο.
Το κινητό μου χτύπησε και ένα μήνυμα από την Μέρεντιθ εμφανίστηκε στην οθόνη και το άνοιξα. Διάβασα αθόρυβα τις λιγοστές λέξεις και ύστερα το πέταξα από το παράθυρο. Ο Ντέιμιεν με κοίταξε με ανησυχία.
«Όλα καλά?» ρώτησε προσπαθώντας να διαβάσει την έκφραση μου.
«Απλά οδήγα.» ψιθύρισα προσπαθώντας να αναπνεύσω φυσιολογικά. Εκείνος επέστρεψε το βλέμμα του μπροστά και συνέχισε να οδηγεί. Κοίταξα το καμένο χέρι μου ενώ τα λόγια της προφητείας μου εισέβαλαν στο μυαλό μου: Όταν ο κύκλος του φωτός και του σκότους αντιστραφεί, όταν η νύχτα πάρει τα ηνία και η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού είναι ορατή, ο καρπός μιας απαγορευμένης ένωσης θα γεννηθεί. Άνθρωποι και πλάσματα της νύχτας θα προσκυνήσουν μπροστά του και κανείς δεν θα μείνει ανεπηρέαστος. Θα ενώσει 2 θανάσιμους εχθρούς την ημέρα που η γη θα παγώσει απέναντι στην υπέρμετρη απειλή. Τι και αν δεν είμαι εγώ το παιδί της προφητείας? Χάιδεψα απαλά την κοιλιά μου και κοίταξα έξω. Εκείνο το πρωί είχα ξυπνήσει έχοντας 4 λέξεις να σχηματίζονται στο καμένο μου δέρμα για να εξαφανιστούν λίγα λεπτά αφότου τις διάβασα αλλά ακόμα είχαν μείνει χαραγμένες στο μυαλό μου και έμεινα να κουνιέμαι έντρομη στην ανάμνηση τους: Δεν έχει τελειώσει ακόμα...

Εκείνη την στιγμή...
«Βασίλισσα μου, αυτό είναι απάνθρωπο.» Η κοκκινομάλλα γυναίκα προσπάθησε να μεταπείσει την βασίλισσα που συνέχισε να ψέλνει. Βρισκόντουσαν στην μικρή καλύβα της μάγισσας που ήταν λαξευμένη στην πέτρινη σπηλιά.
«Πρέπει να γίνει, Νερίσα. Δεν έχουμε άλλη επιλογή. Πρέπει να εκπληρώσει την προφητεία. Είναι η τελευταία μας ευκαιρία.» Η Νερίσα αναστέναξε απελπισμένα και έκλεισε τα μάτια της.
«Θα υπάρχει άλλος τρόπος.» Προσπάθησε να την μεταπείσει η μάγισσα αλλά μάταια.
«Ξέρεις ότι σε όλες μας τις ζωές δεν έχουμε καταφέρει να το κρατήσουμε ζωντανό. Εκείνη μπορεί. Είναι δυνατή. Και ο σύντροφος της το ίδιο. Έχει όλα όσα δεν είχαμε ποτέ. Είναι ευκαιρία.»
«Είναι πολλά για εκείνη.» Η Βασίλισσα έσκυψε το κεφάλι ντροπιασμένη. Ένιωθε και εκείνη τύψεις για αυτό που θα έκανε αλλά το καθήκον της ήταν μεγαλύτερο. Έπρεπε πάνω από όλα να βάλει το καλό της απογόνου της. Ακόμα και αν για αυτό έπρεπε να παραβλέψει την ελεύθερη βούληση του ατόμου.
«Το ξέρω. Ελπίζω αν ψάξει να καταλάβει. Αυτό το παιδί πρέπει να γεννηθεί. Πρέπει να αλλάξουμε την ιστορία. Εγώ δεν έχω ελπίδα. Εκείνη έχει.»
«Λιλιάνα, δεν μπορείς.» Η Βασίλισσα κοίταξε την τρίτη γυναίκα που ήταν στο δωμάτιο. Εκείνη πλησίασε αργά και έβγαλε τον μανδύα της. Της έπιασε το χέρι και το έσφιξε.
«Το ξέρω Άβα. Αλλά αυτή μπορεί. Το παιδί που προσευχηθήκαμε να χαριστεί στην απόγονο μου, την Λίλιθ, θα αλλάξει την προφητεία.» Η Άβα κοίταξε την Βασίλισσα της χωρίς να μπορεί να πιστέψει τα λόγια που έβγαιναν από το στόμα της. Είχε γνωρίσει το κορίτσι όπως την είχαν διατάξει και το είχε βάλει στην καρδιά της σε πείσμα της θέλησης της. Δεν μπορούσε να χωνέψει το γεγονός ότι την είχε χρησιμοποιήσει σαν πιόνι στο παιχνίδι της Βασίλισσας της.
«Ή θα την εκπληρώσει.» είπε χαμηλόφωνα ενώ έσερνε τα δάχτυλα της στην συνέχεια της προφητείας που ήταν χαραγμένη στην πέτρα μπροστά της: Ο θάνατος όμως δεν θα την αγγίξει στην μάχη... μα θα επέλθει απο το χέρι του ανθρώπου που αγαπά περισσότερο. Η Άβα έκλεισε τα μάτια της και έκλαψε για το κορίτσι που χρησιμοποιούσαν τώρα...



Θέλω να σας ευχαριστήσω όλους μαζί και τον καθένα ξεχωριστά που με συντροφεύσατε σε αυτό το ταξίδι της ιστορίας μου. Ευχαριστώ που την αγαπήσατε, που την διαβάσατε και για τα όμορφα σχόλια σας. Θέλω να πιστεύω ότι σας κράτησε καλή συντροφιά και σας διασκέδασε. Σας ευχαριστώ και εσάς και την διαχειριστική ομάδα του blog για την κατανόηση, τη βοήθεια και για τον χώρο που μου προσέφεραν, για να μοιραστώ την ιστορία μου μαζί σας. Αυτή δε θα είναι η τελευταία μου συνάντηση μαζί μας αλλά της Λίλιθ, του Ντέιμιεν και της υπόλοιπης παρέας μάλλον είναι. Ή μήπως όχι;

Nadia