Παιχνίδι Εμπιστοσύνης (Κεφάλαιο 3)


Ο Ρικ περιμένει στο γραφείο της Λίλι, ανυπόμονος, κοιτώντας το ρολόι συνεχώς. Περίπου 18 ώρες μένουν ακόμα. Το πόδι του τρέμει νευρικά και τα χέρια του ιδρώνουν καθώς παίζει με τα δάκτυλα. Η Λίλι μπαίνει μέσα, αγχωμένη, και βγάζει τα πλαστικά γάντια και τη μάσκα και τα πετάει στον κάδο.
Παθαίνει σοκ όταν βλέπει τον Ρικ. «Ρικ! Πότε ήρθες; Δε με ενημέρωσε η υποδοχή!» λέει σχεδόν θυμωμένη και κάθεται στο γραφείο της. «Με βοήθησε η Χλόη να μπω, γιατί ήθελα να σε δω οπωσδήποτε» της λέει. Η Λίλι τον κοιτάει με περιέργεια κι ανησυχία.
«Δε ξέρω πώς ακριβώς να το ρωτήσω ώστε να μη φανεί κάπως…γι’ αυτό απλά θα σε ρωτήσω. Στο πάρτι αρραβώνων, όταν μπήκες στο υπνοδωμάτιο που έψαχνες για το παλτό σου, είδες εμένα και την Ζωή…μόνους. Είπες σε κανέναν ότι ήμασταν μαζί;» τη ρωτάει και σκουπίζει τον ιδρώτα απ’ το μέτωπο.
Η Λίλι φαίνεται ένοχη και ξεφυσάει. «Η αλήθεια είναι ότι δε μου πέφτει λόγος, δε ξέρω τι κάνεις στην προσωπική σου ζωή, αλλά η αλήθεια είναι ότι το είπα στον πατέρα σου. Σε κανέναν άλλον όμως και απλά είπα ότι είστε στο δωμάτιο, τίποτα άλλο, που ήταν κι η αλήθεια. Γιατί με ρώτησαν πού είσαι, γι’ αυτό» εξηγεί.
«Ρώτησαν; Ποιος άλλος το άκουσε δηλαδή; Είπες μόνο στον πατέρα μου πριν» λέει και ξεροβήχει, άβολα απ’ την όλη συζήτηση.
«Α ναι, ήταν κι η μαμά σου με τη θεία σου την Μέρεντιθ. Δε σημαίνει κάτι αυτό όμως…Ελπίζω να μην έκανα κάποιο λάθος; Κι αν έκανα, με συγχωρείς, Ρικ, πραγματικά. Αλλά γονείς σου είναι έτσι κι αλλιώς» λέει, απολογητικά. Ο Ρικ τη χαιρετάει, δίνοντας τη ένα μισό χαμόγελο και φεύγει γρήγορα.
Ένα αρκουδάκι, σε μια αποθήκη σπιτιού, χάνει το κεφάλι του από μαχαίρι και βαμβάκι σκορπίζεται παντού, σα χιόνι.
Η Ζωή επιστρέφει σπίτι μετά από λίγες ώρες και αγνοεί τον πατέρα της και τρέχει στο δωμάτιό της. Ο Μπράντλεϋ φαίνεται ανήσυχος, κι έτσι καλεί κάποιον για να επιβεβαιώσει ότι η κόρη του μόλις έφτασε. Εντωμεταξύ, η Ζωή κοιτάει στον χάρτη του Google για μια τοποθεσία.
«Ποιος είναι;» λέει με τρεμάμενη φωνή η Λαρίσα, που είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, όταν ακούει την πόρτα να ανοίγει. «Χλόη, εσύ είσαι;» ρωτάει, και εμφανίζεται ο Ρικ. Κάθεται δίπλα της και αυτή του δίνει, χαρούμενη, ένα φιλί στο μάγουλο. «Αγάπη μου, τι κάνεις; Φαίνεσαι ανήσυχος» του λέει, με κουρασμένη φωνή, αλλά και πάλι με αυτοπεποίθηση σαν σωστή λαίδη.
«Σ’ άρεσε το πάρτι χθες;» τη ρωτάει, δήθεν χαλαρά. Αυτή γνέφει θετικά. «Μαμά, μου είναι δύσκολο να στο πω, αλλά δεν έχω πολύ χρόνο και πρέπει να…τέλοσπαντων, δε ξέρω αν το ξέρεις, αλλά με τη Ζωή έχω εδώ και λίγους μήνες διατηρούσα παράλληλο δεσμό» της λέει, αλλά αυτή μένει ανέκφραστη. «Το ξέρω, το κατάλαβα απ’ τον τρόπο που κοιτιέστε. Καμία κοπέλα δεν κοίταξες έτσι ποτέ. Ούτε καν την Μέριλιν…Αλλά το ξέρεις ότι αυτό είναι ανήθικο και κυρίως άδικο για την κοπέλα που μόλις λογοδότησες, σωστά; Χωρίς να σε κρίνω φυσικά» του λέει.
«Είπες τίποτα στη Μέριλιν; Σου ξέφυγε κάτι ποτέ;» τη ρωτάει. «Όχι φυσικά» ανασηκώνεται στη θέση της, προσβεβλημένη. «Είναι δική σου απόφαση αυτή. Αλλά δε μπορείς να την παντρευτείς και να συνεχίσεις έτσι. Είδες εμένα με τον πατέρα σου. Με πόνεσε πολύ όταν βρήκε την άλλη παρόλο που εγώ σας παράτησα…και το ξέρω ότι έφταιξα σε μεγάλο μέρος» παίρνει τα χάπια της για να ηρεμήσει.
«Μιλάς ακόμα με τον μπαμπά;» τη ρωτάει, με απορία.
«Δυστυχώς με παίρνουν ακόμα οι δικηγόροι του για να πουλήσω το μερίδιο μου απ’ το φωτοτυπίο. Βέβαια αυτός θέλει τα λεφτά για να παντρευτεί την πριγκίπισσα Λίλι. Δε σκέφτεται το παιδί του, που δε θα ‘χει τίποτα κληρονομικό, πέρα της τρέλας!» λέει η Λαρίσα συγχυσμένη κι ο Ρικ την καθησυχάζει. Ξαφνικά ακούγεται ένας θόρυβος απ’ το υπόγειο.
Ανήσυχος ο Ρικ ψάχνει το κλειδί για να ανοίξει την πόρτα της υπόγειας αποθήκης. Μια απαίσια μυρωδιά κλεισούρας και μούχλας επιτίθεται στα ρουθούνια του και προσπαθεί ν’ αναπνεύσει.
Η λάμπα δεν ανάβει κι έτσι αφήνει ανοιχτή την πόρτα. Η αποθήκη είναι γεμάτη κουτιά, παλιά έπιπλα, ρούχα και βαλίτσες καθώς και μια παμπάλαια τεράστια τυπογραφική μηχανή για φωτογραφίες. Τα κάνει όλα στην άκρη, έχοντας κλειστή τη μύτη του. Άκουσε πάλι κάτι απ’ την άλλη και τότε πέφτει ένας καλόγερος. Ένα ποντίκι τρέχει έξω κι εξαφανίζεται.
Ο Ρικ ανακουφίζεται ότι ήταν απλά ένα ποντικάκι και πάει να φύγει μέχρι που πατάει ένα ακέφαλο αρκουδάκι με το κεφάλι δίπλα του. Το παίρνει στα χέρια και το κοιτάει με περιέργεια καθώς δε του θυμίζει τίποτα απ’ τα παιδικά του χρόνια.
Ψάχνει να βρει με τον φακό τα άλμπουμ φωτογραφιών και με το που πιάνει το πρώτο πέφτει από κάτω μια φωτογραφία πολύ παλιά, ασπρόμαυρη με ένα ξανθό παιδάκι 2 χρονών να κρατάει το αρκουδάκι αυτό και τους γονείς του δίπλα του χαρούμενους.
«Δεν ήξερα ότι ήμουν τόσο ξανθός μωρό» λέει στη Λαρίσα, χαμογελώντας. Η Λαρίσα βλέπει την φωτογραφία και το χαμόγελό της παγώνει. «Πού τη βρήκες τη φωτογραφία; Είναι τόσο παλιά…ουάου. Είδες πόσο σκούρυνε το μαλλί σου με τα χρόνια;» του λέει και όταν βλέπει το ακέφαλο αρκουδάκι στο χέρι του, κοκκαλώνει.
«Ε…τα φάρμακα με κάνουν υποτονική. Λέω να πέσω, Ματ» του λέει, νευρική. Αυτός την κοιτάει με περιέργεια και ανησυχία. «Ρικ, μαμά. Ρικ με λένε…» της ψιθυρίζει, ενώ δαγκώνει τα χείλη του για να μην κλάψει. Αυτή κλείνει τα μάτια της και αποκοιμιέται.  
Αφού πήγε και στον πατέρα του για να ρωτήσει αν μίλησε στη Μέριλιν, με την ίδια αρνητική απάντηση, επέστρεψε σπίτι κατακουρασμένος και άυπνος, 10 η ώρα τη νύχτα. Μόνο 4 ώρες έμειναν για την προθεσμία. Στο πατάκι βρίσκει 10 τριαντάφυλλα. Τα κοιτάει με απορία καθώς ανοίγει την πόρτα και μπαίνει.
«Τριαντάφυλλα; Πόσες θαυμάστριες έχεις πια;» λέει και γελάει η Ζωή που εμφανίζεται από πίσω και μπαίνει μέσα πριν κλείσει την πόρτα πίσω της. Ο Ρικ ψάχνει για την κάρτα που λέει «Μέριλιν, ευχαριστώ για μια ωραία βραδιά, με αγάπη Ντον». Ρίχνει στο πάτωμα τα τριαντάφυλλά και κολλάει το βλέμμα του στην κάρτα. Η Ζωή την αρπάζει και την κοιτάει. «Για τι πράγμα μιλάει ο μπαμπάς σου; Μήπως εννοεί το πάρτι αρραβώνων;» ρωτάει τον Ρικ, ο οποίος κάθεται σ’ ένα σκαμπό σαστισμένος.
«Δε ξέρω πια τι να σκεφτώ. Το κεφάλι μου θα σπάσει μ’ όσα έχω δει και μάθει μέσα σε μια μέρα» ομολογεί. «Θέλω απλά να έρθει σπίτι η Μέριλιν και να συνεχίσουν τα πράγματα από εκεί που τα αφήσαμε» συνεχίζει κι η Ζωή αφήνει το γράμμα στο τραπέζι διακριτικά χωρίς να το προσέξει αυτός. Ύστερα πάει στην κουζίνα, θυμωμένη και αρπάζει ένα μαχαίρι και στέκεται μπροστά του.
«Έλα λοιπόν» γυρίζει το μαχαίρι προς την καρδιά της και το προσφέρει με τρεμάμενα χέρια και δάκρυα  στα μάτια. «Έλα!» του φωνάζει. Ο Ρικ σηκώνεται, νευρικός και φοβισμένος. «Ζωή, δεν είναι αστεία αυτά, άσε το μαχαίρι κάτω.» της λέει ψύχραιμα και την πλησιάζει. «Μάντεψε, αφού δεν κατάφερες να επιλέξεις όταν μπορούσες, ήρθε η ώρα να αποφασίσεις με το ζόρι! Ή θα με σκοτώσεις τώρα ή…» η Ζωή χάνει τη μιλιά της κι ο Ρικ αγγίζει το χέρι της, αυτό που κρατάει το μαχαίρι σφιχτά.
«Δεν καταλαβαίνεις, Ζωή, αυτό που νιώθω για σένα δεν υπάρχει σαν ορισμός. Αλλά νοιάζομαι και την αδερφή σου και…μη μου το κάνεις αυτό!» λέει ο Ρικ ο οποίος αρχίζει να δακρύζει επίσης προτού πετάξει το μαχαίρι και την αρχίσει να τη φιλάει παθιασμένα.
Πέφτουν στο πάτωμα κι αρχίζουν να γδύνονται. Ο Ρικ δίνει μικρά γλυκά φιλάκια στο πρόσωπό της, σκουπίζοντας έτσι τα δάκρυά της. Αυτή χάνεται στην αγκαλιά του, νιώθοντας το καυτό κορμί του πάνω στο δικό της. Ύστερα, καθώς συνεχίζουν να φιλιούνται, κάνουν παθιασμένο σεξ πάνω στο λευκό από αρκούδα χαλί.

Όταν πλέον τελειώνουν, αυτός αποκοιμιέται στο πάτωμα, κι αυτή μένει από πάνω του, κοιτώντας το γράμμα πάνω στο τραπέζι, το οποίο λέει: «Μέριλιν. Είναι σημαντικό να μην αργήσεις. Στο Wing & Rotor ελικοδρόμιο του Ντάνβιλ την άλλη Τετάρτη τα μεσάνυχτα. Μη ξεχάσεις το κινητό σου, αλλά μόνο τη συσκευή που δεν ανιχνεύεται! Προσοχή! Μη μιλήσεις σε κανέναν! Καλή τύχη…τα λέμε σύντομα, K»



 ΣταύροςkS