Παιχνίδι Εμπιστοσύνης (Κεφάλαιο 5)


Μετά από ενάμιση περίπου μήνα, η πόρτα του δωματίου του Ρικ ανοίγει κι είναι η Ζωή. Όλα τα ρούχα του είναι άνω-κάτω, άπλυτα στο πάτωμα, φαγητά και πιάτα στις επιφάνειες και μια απαίσια μυρωδιά κυριαρχεί στο χώρο.
Ο ίδιος είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, φορώντας μόνο το μποξεράκι του, τα γένια και τα μαλλιά μακρύνανε και χαζεύει το ταβάνι, ακούγοντας ροκ μουσική στα ακουστικά του. Η Ζωή κρατάει τη μύτη της και ανοίγει το παράθυρο. Αρχίζει και μαζεύει τα άπλυτα. Ο Ρικ της ρίχνει μια ματιά και ξανακοιτάει το ταβάνι. Που και που βλέπει αν έχει μηνύματα στο κινητό.
Η Ζωή βάζει τα άπλυτα σ’ ένα καλάθι κι ύστερα ξαπλώνει από πάνω του και του χαϊδεύει το στήθος με δυο προσκλήσεις σε πάρτι. «Τι ‘ναι αυτό;» ρωτάει. Αυτή του βγάζει τα ακουστικά για να μπορεί να την ακούσει. «Αν απαντούσες το τηλέφωνο όλη την εβδομάδα, θα ήξερες. Η Σιμόν κάνει πάρτι γενεθλίων απόψε, θα ‘ναι όλοι απ’ τη σχολή εκεί» του λέει κι αυτός την κοιτάει, αηδιασμένος.

«Μου κάνεις πλάκα; Η φίλη της, υποτίθεται κολλητή της, αγνοείται εδώ και ενάμιση μήνα, και μπορεί ακόμα και έχει δολοφονηθεί και να βρίσκεται σε κάποια χωματερή ή κανένα ποτάμι…και αυτή κάνει πάρτι;» λέει. Η Ζωή του δίνει ένα φιλί. «Είναι συντετριμμένη, Ρικ, αλλά δε γίνεται να μας πάρει όλους από κάτω. Εξάλλου, ο μπαμπάς ανέθεσε την υπόθεση στον καλύτερο ντετέκτιβ της πόλης, τον Λαρς. Είμαστε όλοι σίγουροι ότι θα τη βρει την άκρη» του λέει και τον σηκώνει απ’ το κρεβάτι.
Του βγάζει το μποξεράκι κι αυτός χαμογελάει. «Μη χαίρεσαι, σε έγδυσα γιατί πρέπει να πλυθείς! Εμπρός στο μπάνιο!» τον σπρώχνει με το ζόρι κι ύστερα ψάχνει να βρει κάποιο σχετικά καθαρό και καλό ρούχο για το πάρτι. «Ρικ, εγώ φεύγω, πάω να ετοιμαστώ! Έχω αφήσει ένα σετάκι στο κρεβάτι, να το φορέσεις! Θα περάσω με τον Τομ να σε πάρουμε στις 10! Φιλιά!» του φωνάζει και φεύγει.
Μία ώρα έκατσε ο Ρικ κάτω απ’ τον ντουζ. Ένιωθε το καυτό νερό στο πρόσωπό του σαν να καθαρίζεται απ’ τη δυστυχία. Τα δάκρυα δε σταματάνε να τρέχουν στα μάγουλά του, κάθε φορά που σκέφτεται τον πατέρα του, τη Μέριλιν και την άθλια κατάσταση της μητέρας του.
Το πάρτι ξεκινάει. Το σπίτι της Σιμόν βουίζει απ’ τη μουσική και τις φωνές των συμφοιτητών της. Η Σιμόν μιλάει με τις φίλες της, πίνοντας χυμό πορτοκάλι. Η κοιλιά της είναι ελαφρώς φουσκωμένη απ’ την εγκυμοσύνη.
«Ρικ!!!» φωνάζει από μακριά όταν βλέπει τον Ρικ με τη Ζωή στην πόρτα να χαζεύουν την κοιλιά της σοκαρισμένοι. «Πες μου ότι έφαγε πολλά φασόλια ή κάτι;» ψιθυρίζει ο Ρικ. «Πότε έμεινε έγκυος;» αναρωτιέται η Σιμόν. Μπαίνει ο Τομ από πίσω τους. «Α μαζεύτηκε κόσμος, ε; Σιμόν!» φωνάζει ο Τομ, χαρούμενος, και έρχεται η Σιμόν και τον φιλάει. «Έφερες εκλέρ;» τον ρωτάει στο αυτί. «Ναι, θα τα φέρω σε λίγο απ’ το αυτοκίνητο. Δε θα χαιρετίσεις τη Ζωή με τον Ρικ;» της απαντάει ο Τομ.
Ο Ρικ με τη Ζωή έχουν μείνει με το στόμα ανοιχτό. «Ουάου…ε…χρόνια πολλά, Σιμόν και συγχαρητήρια!» λέει η Ζωή και την αγκαλιάζει. Ο Ρικ κοιτάει τον Τομ, ακόμα σοκαρισμένος. «Δεν καταλαβαίνω. Από πότε είσαι με τη Σιμόν; Και από πότε φτιάχνετε μωρά μαζί; Νόμιζα τη μισούσες!» λέει ο Ρικ.
«Το μίσος είναι μερικές φορές η μάσκα του έρωτα» λέει ο Τομ και ξαναφιλάει τη Σιμόν.
«Πάω να πιω. Χρόνια πολλά.» λέει στεγνά ο Ρικ στη Σιμόν και πάει στον μπουφέ. «Πώς και δε μας το ‘πατε τόσο καιρό; Πόσο είσαι;» ρωτάει η Ζωή. «Τεσσάρων. Πέντε μήνες ακόμα. Δε το είπαμε σε κανέναν γιατί το κρατούσαμε για έκπληξη. Αλλά ήρθε η ώρα νομίζουμε για να μοιραστούμε την ευτυχία μας. Με συγχωρείς τώρα, Ζωή μου, πάω στο αυτοκίνητο λίγο γιατί χρειάζομαι εκλέρ οπωσδήποτε πριν αρχίσω να τρώω τα μαλλιά μου» λέει η Σιμόν και τρέχει έξω.
Ο Τομ δίνει ποτό στη Ζωή και στέκονται εκεί κοιτώντας τριγύρω. «Κανένα νέο για την αδερφή σου;» ρωτάει ο Τομ. Αυτή κουνάει το κεφάλι αρνητικά. Ξαφνικά βλέπουν τον ντετέκτιβ Λαρς, έναν 27χρονο γεροδεμένο ξανθό με πράσινα μάτια, να μπαίνει μέσα κοιτώντας τριγύρω, με ένα καχύποπτο μισό χαμόγελο. «Δε νομίζω να τον κάλεσε κανείς αυτόν» λέει ο Τομ, ανήσυχος.
Ο Ρικ εντωμεταξύ έχει ήδη πιει τρία ποτήρια παντς και χορεύει μεθυσμένος χωρίς τη μπλούζα του με ένα πορτατίφ στο κεφάλι. Ο Λαρς χαιρετάει τον Τομ και τη Ζωή. «Τι γίνεται, Λαρς; Δεν ήξερα ότι πηγαίνεις και σε πάρτι;» λέει η Ζωή ειρωνικά. «Ντετέκτιβ Λαρς, δεσποινίς» της λέει χαμογελαστός αλλά με σοβαρότητα στον τόνο. «Και δεν ήρθα για το πάρτι τόσο» κοιτώντας τον Ρικ που χορεύει «αλλά για να μιλήσω με τη δεσποινίς Σιμόν Άνταμς;» λέει και κοιτάει τριγύρω για να τη βρει.   
«Είναι ανάγκη να την ενοχλήσετε στο πάρτι γενεθλίων της, ντετέκτιβ; Δε μπορείτε να έρθετε αύριο;» παρακαλάει ο Τομ αλλά η Σιμόν εμφανίζεται και τραβάει τον Λαρς στη βεράντα. Η Ζωή εντωμεταξύ πάει να μαζέψει τον Ρικ.
«Τη νύχτα της εξαφάνισης της Μέριλιν, είπες στην αστυνομία ότι ήσουν στο χωριό σου, σωστά; Στη φάρμα που είναι τρία μίλια απ’ τη φάρμα της κολλητής σου;» ρωτάει ο Λαρς μ’ ένα μπλοκάκι στο χέρι.
«Ναι, είναι αλήθεια. Μπορείτε να ρωτήσετε και τη γιαγιά μου. Έχω και το εισιτήριο» λέει αμυντικά η Σιμόν και τότε εμφανίζεται από μέσα η μητέρα της, η Περνέλλ, μια μεσήλικη γυναίκα αφρικάνικης καταγωγής με κατσαρό μαλλί με ξανθές ανταύγειες και ένα πράσινο συνολάκι αέρινο με αφρικάνικο σχέδιο. Αυτή τον κοιτάει υποτιμητικά και του ζητάει να φύγει αμέσως.
«Μαμά, τι θες; Όλα είναι υπό έλεγχο!» φωνάζει η Σιμόν ντροπιασμένη. «Μόνο με την παρουσία δικηγόρου μπορείτε να της μιλάτε, ντετέκτιβ, δε το ξέρετε; Τώρα αν δε θέλετε να φάτε απ’ τα υπέροχα σουσαμοπιτάκια μου, μπορείτε να φύγετε» του λέει η Περνέλλ αυστηρά και μπαίνουν μέσα, αφού όμως ο Λαρς ανταλλάξει ένα βλέμμα καχυποψίας με τη Σιμόν.
Η Ζωή δίνει λίγο φαγητό στον Ρικ να φάει και να ηρεμήσει και τότε βλέπουν τον Μάρτιν, τον παλιό φίλο της Μέριλιν, να περνάει από δίπλα τους μ’ ένα ποτό στο χέρι.
«Μου κάνεις πλάκα; Τι θέλει αυτός εδώ; Είμαι σίγουρος ότι ξέρει πού είναι η Μέριλιν! Είμαι σίγουρος!» λέει νευριασμένος ο Ρικ και σηκώνεται να πάει σ’ αυτόν. Η Ζωή προσπαθεί να τον σταματήσει αλλά ο Ρικ είναι δυνατός. Φωνάζει το όνομα του Μάρτιν κι εκείνος γυρνάει, με απορία. «Πού είναι η Μέριλιν, κάθαρμα; Είμαι σίγουρος ότι ξέρεις πού είναι, εκτός κι αν είσαι εσύ ο πρώην που δε τη ξεπέρασε ποτέ και ήθελες να το παίξεις Ρωμέο! Πες μου πού είναι!!!» ουρλιάζει κι ο Μάρτιν γελάει. Ο Ρικ, πιο νευριασμένος από ποτέ του ρίχνει το ποτό. Ο Μάρτιν πάει να φύγει και ο Ρικ του ορμάει και τον ρίχνει στο πάτωμα.
Αρχίζουν και χτυπιούνται κι όλοι μαζεύονται να ζητωκραυγάσουν. Ο Τομ με τη Ζωή καταφέρνουν να τους χωρίσουν τελικά κι η Περνέλλ σβήνει τη μουσική και τα φώτα και ουρλιάζει να φύγουν όλοι.
Ο Τομ με τη Σιμόν, τον Ρικ και τη Ζωή μπαίνουν στο αυτοκίνητο αφού διαλύουν το πάρτι για να πάνε κάπου πιο χαλαρά. Καταλήγουν στο αγαπημένο τους εστιατόρια Λονγκ Ρίβερ, ένα υπέροχο τοπικό εστιατόριο ακριβώς δίπλα στο ποτάμι. Κάθονται στον κήπο, δίπλα στο ποτάμι και παραγγέλνουν να φάνε μπέργκερς και κόκα κόλα και τρώνε αφού τσουγγρίσουν στην υγεία της Σιμόν και του παιδιού της. Αυτή δίνει ένα φιλί στον Τομ, χαρούμενη και ευγνώμον.
Ο Ρικ σηκώνεται, αφού τελειώνει και πάει πιο κοντά στο ποτάμι να δει την αντανάκλαση του φεγγαριού. Ο Τομ πάει και στέκεται δίπλα του. Εντωμεταξύ, η Σιμόν με τη Ζωή μιλούν για ρούχα εγκυμοσύνης, ναυτίες, κι άλλα πράγματα που απασχολούν τη Σιμόν.
«Δε το πιστεύω ότι θα γίνεις πατέρας. Και δε το πιστεύω ότι δε μου το ‘πες» λέει ο Ρικ, χωρίς να κοιτάξει τον Τομ. «Προσπάθησα να στο πω τον τελευταίο μήνα αλλά είχες αποκλειστεί. Δε σε κατηγορώ όμως, έχασες τον πατέρα σου και πονάς, το ξέρω. Απλά ήθελα να σε στηρίξω σαν φίλος, ξέρεις» του εξηγεί ο Τομ και πετάει ένα πετραδάκι στο ποτάμι, με όση δύναμη μπορούσε.
«Το λες μακριά αυτό;» του λέει ο Ρικ και πετάει ένα πετραδάκι πιο μακριά. «Ε καλά πήρες και λίγη φόρα! Είναι όλα θέμα τεχνικής» λέει ο Τομ, «Και πίστεψε με, ξέρω καλά από…τεχνική» λέει και σκάνε στα γέλια. «Δε μπορώ να σε φανταστώ με παιδί. Στα μάτια μου, κι εσύ παιδί είσαι απλά φουσκωμένο παιδί» λέει ο Ρικ και γελάει. Ο Τομ τον αγκαλιάζει και ύστερα επιστρέφουν στο τραπέζι. «Μου ‘λειψες, φιλαράκι» του λέει ο Τομ.
«Δάκρυσες;» ρωτάει η Σιμόν. «Όχι! Κάτι μπήκε στο μάτι, δε φαντάζεσαι πόσο φυσάει στο ποτάμι! Το ορκίζομαι!» λέει ο Τομ κι όλοι γελούν.
Στο τέλος, ετοιμάζονται και σηκώνονται να φύγουν, και πάνε στο αμάξι, αλλά η Σιμόν ξεχνάει τη τσάντα της στην καρέκλα και επιστρέφει να την πάρει, αλλά κοκκαλώνει όταν παρατηρεί στην απέναντι όχθη του ποταμού, το Φάντασμα να στέκεται και να κοιτάει προς το μέρος.

Αυτή ξεροκαταπίνει τρομαγμένη και παγώνει το βλέμμα της εκεί. «Αγάπη; Όλα καλά;» φωνάζει ο Τομ που φέρνει το αμάξι απ’ έξω. «Ναι…όλα καλά» ψελλίζει η Σιμόν και φοράει ένα ψεύτικο χαμόγελο.

ΣταύροςkS