Η μάχη του έρωτα (Κεφάλαιο 1)

Ίσιωσε τον γιακά του και άφησε έναν αναστεναγμό να ξεφύγει από τον λαιμό του. Η σημερινή μέρα δεν προοριζόταν να γίνει η πιο εύκολη της ζωής του και πλέον είχε πάψει να ελπίζει σε ηλιοφάνειες. Η γραβάτα του στόλιζε περίτεχνα το ακριβό κουστούμι του και με λίγη βοήθεια βολεύτηκε άνετος μέσα στο ατσαλάκωτο νέο του στυλ. Άφησε λίγη από την κολόνια του να δροσίσει το δέρμα του και ήταν έτοιμος.

    Δεν ήξερε αν ήταν πραγματικά έτοιμος να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα της δουλειάς του, που του απαιτούσε τρελά πράγματα. Όμως σίγουρα είχε καταφέρει να δείχνει κομψός και πλούσιος. Έριξε μια τελευταία ματιά στο καθρέφτη για να σιγουρευτεί για το νέο του στυλ και έφυγε βιαστικός προς την εξώπορτα.
«Ο Θεός να σε φυλάει γιόκα μου», τον σταύρωσε η κυρά- Θοδώρα και τον έφτυσε έτσι όμορφο που τον είδε για πρώτη φορά σε αυτά τα ακριβά ρούχα.
«Μάνα σε λίγες μέρες θα επιστρέψω. Να προσέχεις τον εαυτό σου», της άφησε ένα πεταχτό φιλί στο μέτωπο και βγήκε στο ψυχρό πρωινό που η παγωνιά τρυπούσε το κορμί του. Δεν μπορούσε να της εξηγήσει πολλά πράγματα για την δουλειά του, αλλά προσπαθούσε να επιστρέφει ανά δέκα μέρες για να μην ανησυχεί. Ήταν η πρώτη φορά που δεν ήξερε αν θα τα κατάφερνε.
        Έξω από το σπίτι του τον περίμενε μία μαύρη λιμουζίνα, όπως ακριβώς τον είχαν ειδοποιήσει από τα κεντρικά. Ένας κοντός κύριος, χαμογελαστός, του άνοιξε την πόρτα και του έκανε νόημα να περάσει.
«Καλημέρα σας κύριε, είμαι ο Πέτρος. Από σήμερα θα είμαι ο οδηγός σας», τον καλωσόρισε, ενώ έκλεισε με προσοχή την πόρτα, για να καθίσει στην θέση του οδηγού.
Ο Ντίνος δεν πρόλαβε να τον χαιρετήσει. Ούτε καν να χαμογελάσει. Κοίταξε απλά τον χώρο γύρω του και θαύμασε τα ακριβά αντικείμενα γύρω του. Έπρεπε να συνηθίσει αυτή την πολυτέλεια για όσο καιρό θα χρειαζόταν να την υποστεί. Δεν του άρεσε να μεγαλοπιάνεται, αλλά δεν του έδωσε κανείς τον χρόνο να αντιδράσει. Απλά του είχαν ανακοινώσει την αποστολή του και έπρεπε να κινηθεί με χειρουργική ακρίβεια. Ήταν επαγγελματίας στην δουλειά του και ο μοναδικός που μπορούσε να φέρει εις πέρας μια τέτοια αποστολή.
Μυστικός αστυνομικός. Για τον εαυτό του και μόνο ήταν αυτό. Όλοι οι υπόλοιποι γνώριζαν πως ήταν ένας απλός γραμματέας. Δεν έδινε ποτέ πολλές πληροφορίες για την ζωή του, ούτε τον ένοιαζε να πει την αλήθεια. Έκανε ότι θεωρούσε σωστό για την δουλειά του, κάτω από το τραπέζι. Δεν άνοιγε συζητήσεις και δεν άφηνε περιθώρια σε κανέναν να τον πλησιάσει αρκετά. Ήταν απότομος σε ότι αφορούσε τα προσωπικά του και μυστικοπαθής. Με τις γυναίκες τα πήγαινε αρκετά καλά όταν δεν τον ζόριζαν. Δεν άντεχε τις γκρίνιες και την παράνοια. Δεν ήθελε καμιά πάνω από το κεφάλι του να τον ελέγχει και να τον περιορίζει.
Άρχισε να νοιώθει δυσφορία εκεί πίσω, πνιγμένος μέσα σε αυτή την χλιδή που δεν ήταν καν δική του. Ξέσφιξε για λίγο την γραβάτα του και αμέσως ένοιωσε καλύτερα. Ούτε που ήξερε τι θα γινόταν στην συνέχεια. Αν κάτι πήγαινε στραβά, το λιγότερο θα βρισκόταν με μια σφαίρα στο κεφάλι και το χειρότερο ούτε που ήθελε να το φανταστεί. Οι εικασίες δεν ήταν το καλύτερό του και χάρηκε όταν κατάλαβε πως είχαν σταματήσει.
Ο Πέτρος του άνοιξε την πόρτα.
«Φτάσαμε κύριε Μέγα», του ανακοίνωσε με ένα χαμόγελο.
Ο Ντίνος ανταπέδωσε το χαμόγελο και ένας κόμπος ήρθε κι έφραξε την αναπνοή του. Έπρεπε να ξεπεράσει το αρχικό σοκ και άγχος γιατί ο άνθρωπος που θα αντίκριζε μπροστά του σε λίγα λεπτά της ώρας από τώρα δεν είχε κανένα απολύτως κόμπλεξ. Δεν έπρεπε να γίνει ευάλωτος στην εξουσία εκείνου. Αναστέναξε και κατέβηκε από την λιμουζίνα.
«Περίμενε με εδώ», χτύπησε φιλικά την πλάτη του Πέτρου, πράγμα που του έδωσε θάρρος.
Στάθηκε γερά στα πόδια του και πήρε μια απελευθερωτική ανάσα που τον έκανε άτρωτο ή έτσι ήθελε να πιστεύει. Προχώρησε προς τον αστυνομικό που βρισκόταν στην υποδοχή με έναν ασύρματο στο χέρι.
«Φίλλιπος Μέγας», τον κοίταξε αυταρχικά και ο αστυνομικός αμέσως έχασε το χρώμα του.
«Κύριε Μέγα», έχασε για λίγο τα λόγια του. «Να ειδοποιήσω πως ήρθατε», πάτησε ένα κουμπί στον ασύρματο και μίλησε με έναν άλλον κύριο. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα κοίταξε τον καλεσμένο και του χαμογέλασε. «Περάστε», του έδειξε τον μεγάλο πλακόστρωτο δρόμο που οδηγούσε μπροστά σε μια σιδερένια πόρτα.
Ο Ντίνος δεν του έριξε ούτε ένα βλέμμα, δεν του χαμογέλασε, ούτε του είπε ευχαριστώ. Σε αντίθετη περίπτωση θα είχε πιάσει κουβέντα κι με τις πέτρες, αλλά σήμερα έπρεπε να είναι πολύ προσεχτικός και καθόλου ομιλητικός. Ρίγος τον έπιασε, όταν αντίκρισε την επιβλητική έπαυλη που απλωνόταν μπροστά του. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ένας άνθρωπος μόνος του είχε διαλέξει να ζήσει σε ένα τέτοιο μεγαθήριο. Ήταν πολύ μεγάλο για έναν μόνο άνθρωπο. Ούτε γιατί του είχε κλείσει ραντεβού Κυριακή στο σπίτι του. Η πρώτη συμφωνία ήταν να μιλήσουν στα γραφεία του ομίλου. Την τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη και ο Ντίνος είχε μπερδευτεί.
Έδιωξε τις σκέψεις που τον βασάνιζαν και πάτησε το κουμπί που υπήρχε στο εσωτερικό μέρος από το παντελόνι του. Άκουσε το επίσημο «εντάξει» από τα κεντρικά και πλησίασε την μεγάλη πόρτα. Πλέον ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει τον πλουσιότερο άνθρωπο σε παγκόσμιο επίπεδο. Τον άνθρωπο μύθο της οικονομίας, που με μόνο ένα του τηλεφώνημα μπορούσε να γκρεμίσει Ευρώπη κι Αμερική. Ήταν ο άνθρωπος που έπαιζε με τα χρηματιστήρια και οι μετοχές του έδειχναν να τον υπακούν. Πιο επικίνδυνος κι από τον χειρότερο εγκληματία. Πανούργος και πάντα ένα βήμα μπροστά απ' όλους. Όχι όμως κι από την αστυνομία.

Χαμογέλασε περήφανα στον εαυτό του.
«Βλέπετε κάτι αστείο στην πόρτα του σπιτιού μου κύριε Μέγα;» άκουσε μια αυστηρή κι βραχνή φωνή να μιλάει μερικά εκατοστά πίσω από την πλάτη του. 

 Βασιλική Κυργιαφίνη