Ποίηση Αντιγόνη Γαβρίδου


Αχιλλέα μου,
Όνομα εσύ των ονομάτων
Μοίρα δυσβάσταχτη κουβάλαγες εσύ
Ακόμη και της Στυγός τα ιερά νερά,
Το νήμα της ζωής δεν κράτησαν για σένα

Πόσος πόνος, πόσο αίμα, πόσα δάκρυα
Μέχρι ο άτιμος του Ήλιου Κύριος Απόλλωνας,
Το ένταλμα του έστειλε στον Πάρη,
Την πτέρνα σου με μυτερό βέλος να σου τρυπήσει;

Κι όμως δε δείλιασες ποτέ εσύ, Μεγάλε Αχιλλέα
Μα σα βουνό Ελληνικό,
Τη δύναμη σου έδειχνες σ’ Αχαιούς και Τρωαδίτες
Ο δρόμος σου δυσβάσταχτος, το δράμα σου μεγάλο
Ο θάνατος πλησίαζε…

Κι εσύ; Τι έκανες εσύ;
Το όνομα σου θέλησες να ζήσει στους αιώνες
Πλήρωσες με τη στάχτη σου την αιώνια σου δόξα
Να σε θυμούνται ήθελες τα έθνη όλου του κόσμου,
Να τρέμουν στου ονόματος σου την τρομερή βοή, Ανδρείε Αχιλλέα

Ο ουρανός εμαύρισε, τα σύννεφα στενάξαν,
Της μάνας σου η θλιβερή κραυγή έσκισε τον αιθέρα
Κι εσένα μ’ αμβροσία άλειψαν το κορμί σου.
Στον Άδη κάτω που γυρνάς, θέλω να μάθεις τούτο…

Ποτέ δεν πέθανες εσύ, Ανδρείε Αχιλλέα.


Αντιγόνη Γαβρίδου