Ίντριγκες και Πάθη (Κεφάλαιο 5)


Υπήρχαν χιλιάδες τρόποι να απαντήσει σ’ αυτό που μόλις άκουσε, αλλά η Νοέλια επέλεξε να μην πει τίποτα. Είχε σαστίσει, ένιωθε τον κόσμο γύρω της να στριφογυρίζει και για μια στιγμή νόμιζε πως βρισκόταν σε ένα καραβάκι που έπλεε μέσα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Έτσι ήταν ο κόσμος, μια φουρτουνιασμένη θάλασσα, κι εκείνη ένα μικρό, αβοήθητο καραβάκι που προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να παραμείνει ανέπαφο σε έναν κόσμο όπου όλα καταστρέφονταν.

  Γύρισε την πλάτη στη γυναίκα που την κοίταζε ακόμα εντελώς απορημένη και σφράγισε τα βλέφαρά της όσο πιο δυνατά μπορούσε. Ευχήθηκε, μόλις άνοιγε τα μάτια της, να ξυπνούσε στο κρεβάτι της και όλα αυτά να μην ήταν τίποτα, παρά ένας εφιάλτης. Ωστόσο, μόλις τα μάτια της συνάντησαν ξανά το φως, κατάλαβε πως όλα ήταν η πραγματικότητα.
  «Είστε καλά, δεσποινίς;» άκουσε τη γυναίκα να ρωτά και μετά βίας συγκράτησε ένα πικρό γελάκι που άγγιξε τα χείλη της έτοιμο να απελευθερωθεί. Με τέτοια εμφάνιση, μόνο δεσποινίς δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί. Και σίγουρα δεν ήταν καθόλου καλά…
  «Ναι» είπε ψέματα, «καλά είμαι». Αναστέναξε και στράφηκε ξανά προς την γυναίκα, για να την κοιτάξει στα μάτια, τα οποία, όπως παρατήρησε, ήταν περικυκλωμένα από μαύρους κύκλους.
  «Αυτό το σπίτι…» άρχισε να λέει, αλλά σταμάτησε, αφού ούτε η ίδια δεν ήξερε τι σκόπευε να πει.
  «Μήπως θέλετε να περάσετε μέσα;» ρώτησε εκείνη, αλλά η Νοέλια μπορούσε να διακρίνει τον δισταγμό στη φωνή της. Δεν ήθελε να βάλει μια άγνωστη στο σπίτι, αλλά προσπαθούσε να φανεί ευγενική. Ίσως βέβαια απλά να φοβόταν μήπως η Νοέλια ήταν καμία κλέφτρα… αλλά σ’ αυτή τη περίπτωση, δεν θα της πρότεινε ποτέ να μπει μέσα.
  «Όχι, απλά θέλω να μου απαντήσετε σε μια ερώτηση» είπε. Η γυναίκα έγνεψε καταφατικά, αλλά με πρόσωπο γεμάτο απορία.
  «Ποτέ μετακομίσατε εδώ;».
  «Εε… χθες αγόρασα το σπίτι, ακόμα δεν έχω μετακομίσει εδώ… δηλαδή ακόμα μεταφέρουμε τα πράγματα».
  Η γυναίκα δίσταζε και η αμφιβολία ήταν εμφανής στο πρόσωπό της. Η Νοέλια τότε κατάλαβε πως ήταν κι αυτή στο κόλπο. Ότι κι αν ήταν αυτό που παιζόταν, αυτή η γυναίκα το γνώριζε και συμμετείχε. Έπρεπε να αντλήσει πληροφορίες.
  «Και τα πράγματα που υπήρχαν, τι απέγιναν;».
  «Τα πήρε όλα η πρώην ιδιοκτήτρια» απάντησε, αυτή τη φορά με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, σαν κάτι να είχε καταλάβει.
  «Πότε πρόλαβε η ιδιοκτήτρια να το πουλήσει; Μόλις μια μέρα πριν πέρασα από εδώ και δεν υπήρχε καμία ταμπέλα».
  Η Νοέλια είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. Ήταν λες κι ένιωθε το αίμα της να αμφιταλαντεύεται μέσα στις φλέβες της και το θυμό να συσσωρεύεται στο στήθος της περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να εκδηλωθεί.
  Είδε το μήλο του Αδάμ στο λαιμό της γυναίκας να ανεβοκατεβαίνει, ένδειξη ότι είχε αρχίσει χάνει την αυτοκυριαρχία της. Αυτή τη φορά, η Νοέλια άφησε το χαμόγελο να χαραχθεί στο πρόσωπό της.
  «Η πρώην ιδιοκτήτρια ήταν φίλη μου» της αποκρίθηκε αφήνοντας την απάντηση στο ερώτημά της να εννοηθεί. «Και ποια είσαι εσύ τέλος πάντων;» πρόσθεσε έπειτα από λίγο.
  Κάγχασε. «Ποια είμαι εγώ, ε; Λοιπόν, εγώ είμαι η πραγματική ιδιοκτήτρια του σπιτιού. Δεν ξέρω τι στο καλό προσπαθείτε όλοι εσείς να κάνετε, αλλά θα σας καταγγείλω όλους στην αστυνομία!»
  Η γυναίκα έκανε ένα βήμα πίσω τρομαγμένη, αλλά η Νοέλια δεν έδωσε καν σημασία. Ένιωθε αγανακτισμένη και είχε έρθει η ώρα να ελευθερώσει ότι συγκρατούσε μέσα της μέχρι τώρα. 
  «Θα μάθω ποιος κρύβεται από πίσω και…» δε πρόλαβε να ολοκληρώσει, αφού ένα ζευγάρι χέρια γλίστρησαν γύρω απ’ το σώμα της φυλακίζοντας την.
   Άρχισε να κουνάει τα χέρια και τα πόδια της μανιασμένα στην προσπάθεια να απελευθερωθεί, αλλά φάνηκε ανίσχυρη μπροστά στη δύναμη εκείνου που την κρατούσε.
  «Νοέλια, σταμάτα!» η φωνή του Λεονάρντο… ή μάλλον, η εξαγριωμένη φωνή του Λεονάρντο Μελέντεζ ήχησε έντονα μέσα στο αφτί της και το σώμα της κοκάλωσε. Την είχε βρει.
  Τα μάτια της πλημμύρισαν με δάκρυα κι ένιωσε απίστευτα ηλίθια που τόση ώρα, αντί να πάει στην αστυνομία, σπατάλησε το χρόνο της μ’ αυτήν τη γυναίκα.
  «Συγγνώμη, η γυναίκα μου είναι άρρωστη. Το έσκασε από το σπίτι και πρέπει να πάρει επειγόντως τα φάρμακά της» είπε ο Λεονάρντο στην απατεώνισσα.
  «Λέει ψέματα!» φώναξε η Νοέλια, με το θυμό να παίρνει πάλι το πάνω χέρι. «Όλοι λέτε ψέματα!»
  «Συγγνώμη και πάλι» είπε εκείνος και άρχισε να τη σέρνει ως ένα μαύρο Cabriolet που ήταν παρκαρισμένο λίγο πιο κάτω, στην άκρη του δρόμου.
  «Άφησέ με!» γρύλισε.
  «Όχι πριν σε δέσω στο αμάξι» είπε εκείνος. Η φωνή του δεν περιείχε τίποτα απ’ το θυμό που κυριαρχούσε στο προσώπου του. Δίχως να αφήσει τα χέρια της ελεύθερα άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και σχεδόν την έριξε μέσα.
  «Σταμάτα να κουνιέσαι και πρόσεξε μη λερώσεις το κάθισμα» της είπε και στο πρόσωπό του εμφανίστηκε ένα στίγμα απέχθειας. Η Νοέλια, όσο κι αν το ήθελε, δεν κατάφερε να μείνει αδιάφορη στο βλέμμα του. Ένιωσε άσχημα που την κοίταζε με αποστροφή. Τελικά υπάκουσε και κάθισε κανονικά στο κάθισμα, χωρίς να φέρει αντίσταση.
  «Καλό κορίτσι» είπε και την χτύπησε απαλά στο κεφάλι λες και ήταν σκύλος και ήθελε επιβράβευση για τη φρόνιμη συμπεριφορά του.
  Ο Λεονάρντο κάθισε στη θέση του οδηγού κι έβαλε το κλειδί στη μίζα. Η μηχανή μούγκρισε, πριν αφεθεί στο έλεός του.
  Κανείς δεν μιλούσε στη διαδρομή. Η Νοέλια σκεφτόταν διάφορους τρόπους για να εξομολογηθεί στον Λεονάρντο το μίσος της για εκείνον, αλλά κανένας δεν της φαινόταν επαρκής για να περιγράψει αυτό που ένιωθε. Έπειτα από αρκετή ώρα, σταμάτησε να τον καρφώνει με το βλέμμα της κι άρχισε να παρακολουθεί τα αυτοκίνητα που περνούσαν από αριστερά και δεξιά τους με τεραστία ταχύτητα, λες και βρίσκονταν σε αγώνα δρόμου. Το στομάχι της ήταν δεμένο κόμπο και όσο περνούσε η ώρα ένιωθε το σφίξιμο στο στήθος της να επεκτείνεται και να καταλαμβάνει τα πάντα μέσα της. 
  Όταν, κάποια στιγμή, κοίταξε το ρολόι στο ταμπλό του αυτοκινήτου και κατάλαβε πως είχαν περάσει γύρω στα είκοσι λεπτά, αποφάσισε να σπάσει αυτή την εκνευριστική σιωπή με μια απλή ερώτηση.
  «Μπορώ να σε φωνάζω Λέο;»
  Ο Λεονάρντο την κοίταξε με την άκρη του ματιού του, αλλά δεν μίλησε.
  «Θα το πάρω ως ναι» είπε η Νοέλια.
  «Πάψε» είπε εκείνος.
  «Κι αν δεν το κάνω; Τι θα γίνει; Θα μου κλείσεις το στόμα;» Για άλλη μια φορά, το θράσος της είχε εκπλήξει και την ίδια.
  «Μπορεί» της αποκρίθηκε. Η Νοέλια πρόλαβε να δει το χαμόγελο του, πριν εκείνος το καταπνίξει και υιοθετήσει ένα σοβαρό ύφος.
  «Εντάξει, μια τελευταία ερώτηση» είπε και τον κοίταξε. Καμία αλλαγή. «Που πάμε;».
  «Θα δεις».
  Η Νοέλια βούλιαξε στο κάθισμά της και προσπάθησε να αγνοήσει τις υπόλοιπες ερωτήσεις που σχηματίζονταν στο κεφάλι της αφιερώνοντας την προσοχή της πάνω του. Η αλήθεια είναι πως δεν είχε προλάβει να δει και πολλά μέσα σε εκείνο το σκοτεινό κελί και αργότερα, όταν είχαν βγει έξω, το τελευταίο πράγμα που θα έκανε είναι να εξετάζει το προφίλ του άγνωστου άντρα, ο οποίος έγινε ουσιαστικά η αφορμή να χάσει τη ζωή της. Πάντως, τώρα που τον κοίταζε πιο προσεκτικά, στο φως του ήλιου, ήταν σίγουρη για ένα πράγμα: Ήταν πραγματικά όμορφος.
  Έμοιαζε με εκείνα τα μοντέλα που βλέπεις στα περιοδικά μόδας και λιώνεις στη θέα των γυμνασμένων κοιλιακών τους. Μόνο που εκείνος, κατά κάποιο τρόπο, έδινε τη εντύπωση ότι ήταν ένας πολύ επικίνδυνος άντρας. Βέβαια, τι άλλο θα μπορούσε να πιστέψει κανείς βλέποντας αυτά τα ημίμακρα, μαύρα μαλλιά και τα εξωπραγματικά μαύρα μάτια; Το παρουσιαστικό του πρόδιδε μια αλλόκοτη μυστικότητα. 
  «Σταμάτα να με κοιτάς έτσι» είπε άξαφνα κι η Νοέλια παραλίγο να αναπηδήσει.
  «Πως σε κοιτάω δηλαδή;» ρώτησε και για κάποιο λόγο ένιωθε λες και την είχαν πιάσει να κλέβει.
  «Δεν ξέρω» είπε και την κοίταξε. «Παράξενα».
  Η Νοέλια ανασήκωσε τους ώμους και έστρεψε το βλέμμα της προς την αντίθετη μεριά. Κάθε φορά που άκουγε τη φωνή του όλοι οι φόβοι της επέστρεφαν για να τη συνθλίψουν. Ήξερε πως αυτός ο άντρας με το σαρδόνιο χαμόγελο πάντα χαραγμένο στο πρόσωπο, είχε πάρει τα ινία της ζωής της. Μπορούσε κάλλιστα να την καταστρέψει εντελώς, αν και αυτό έμοιαζε να έχει επιτευχθεί ήδη.
  Κανείς δεν μίλησε για την υπόλοιπη διαδρομή.
    
***
Το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά σε μια τεράστια και επιβλητική βίλα. Βρισκόταν μέσα στην πόλη, αλλά ταυτόχρονα ήταν τελείως απομονωμένη εξασφαλίζοντας την απόλυτη προστασία της ιδιωτικής ζωής του ιδιοκτήτη. Ήταν περιστοιχισμένη από δέντρα και φυσική βλάστηση που σε συνδυασμό με την πισίνα, η οποία κοσμούσε την είσοδο, δημιουργούσε μια μαγευτική θέα. 
  «Περίμενε» είπε ο Λεονάρντο και βγήκε απ’ το αυτοκίνητο. Η Νοέλια ίσα που τον άκουσε . Τα μάτια της ήταν στυλωμένα στην μεγαλοπρεπή βίλα που δέσποζε μπροστά της. Δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα της από την τεράστια αυλή, που ήταν στολισμένη με αγάλματα της νεοκλασικής εποχής. Νόμιζε πως είχε βρεθεί στο σπίτι του πιο πλούσιου ανθρώπου του κόσμου.
  Κατάφερε να επανέλθει στο παρόν, μόνο όταν ένας άντρας με ασπρόμαυρη στολή, άνοιξε την πόρτα και της έτεινε το χέρι για να τη βοηθήσει να βγει έξω. Η Νοέλια τον κοίταξε εξεταστικά. Έμοιαζε γύρω στα εικοσιπέντε. Είχε κοντοκουρεμένα καστανά μαλλιά και ζεστά μαύρα μάτια που την κοίταζαν έντονα, όχι με απέχθεια, αλλά αντιθέτως με εγκαρδιότητα.
  «Γεια σας» της είπε και η φωνή του ήταν ότι πιο όμορφο είχε ακούσει απ’ τη στιγμή που άρχισε ο εφιάλτης.
  «Γεια» είπε και έβαλε την παλάμη της μέσα στη δική του. Εκείνος την τράβηξε απαλά για να τη βοηθήσει να σηκωθεί.
  «Ευχαριστώ». Του χαμογέλασε γλυκά κι εκείνος ανταπέδωσε το χαμόγελο. Να κι ένας καλός άνθρωπος, σκέφτηκε.
  Ο Λεονάρντο δεν άργησε να εμφανιστεί πάλι και να την τραβήξει βιαστικά προς τη βίλα διατάζοντας τον νεαρό να μεταφέρει το αυτοκίνητο στο γκαράζ.
  «Εδώ μένεις;» τον ρώτησε η Νοέλια, καθώς περνούσαν δίπλα από την πισίνα που είχε δει όταν είχαν φτάσει.
  «Ναι, λατρεύω αυτό το μέρος». Μολονότι η φωνή του ήταν γεμάτη θαυμασμό, το πρόσωπό του παρέμενε ουδέτερο. Τι παράξενος που είναι, σκέφτηκε.
  Προσπέρασαν μερικά αγάλματα που στέκονταν στα αριστερά τους και κατευθύνθηκαν προς την είσοδο, η οποία αποτελούταν από μια δίφυλλη, μαύρη πόρτα. Η Νοέλια σήκωσε το βλέμμα της προς τον ουρανό και παρατήρησε πως ήταν σκεπασμένος με μουντά, μαύρα σύννεφα. Για κάποιο λόγο, η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, λες και κάτι άσχημο επρόκειτο να συμβεί. Η εικόνα του μαύρου ουρανού ήταν σαν να μαύριζε και την ψυχή της.
  Ο Λεονάρντο άνοιξε την πόρτα και άφησε τη Νοέλια να περάσει πρώτη. Εκείνη δίστασε για μια στιγμή αναλογιζόμενη ότι εκεί μέσα μπορεί να ξεκινούσε ο πραγματικός εφιάλτης, αλλά τελικά, απόδιωξε τις αρνητικές σκέψεις και βημάτισε προς το εσωτερικό.
  «Εδώ είμαστε λοιπόν» είπε ο Λεονάρντο. «Ώρα να πας στο δωμάτιο σου».
  Πριν καν προλάβει η Νοέλια να απαντήσει, ένα χέρι τυλίχτηκε γύρω απ’ τα μπράτσο της και την τράβηξε μακριά του. Ένας άντρας με την ίδια ασπρόμαυρη στολή που φορούσε και ο νεαρός έξω, αλλά πολύ μεγαλύτερος σε ηλικία, την μετέφερε με τη βία σε ένα δωμάτιο. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβε καν να διαμαρτυρηθεί ή να φέρει αντίσταση. Απλώς τον άφησε να την πετάξει μέσα σε εκείνο το σκοτεινό δωμάτιο κι έπειτα να κλειδώσει την πόρτα.
  Τα μάγουλά της είχαν ήδη μουσκέψει απ’ τα δάκρυα και οι λυγμοί της ηχούσαν δυνατά μέσα στον άδειο χώρο. Ένιωθε συντετριμμένη, νόμιζε πως τα δάκρυα θα τη λύτρωναν, αλλά ο πόνος δεν έλεγε να φύγει.

  Όλα είχαν τελειώσει. Η ζωή της είχε καταστραφεί. 

Δέσποινα Χρ.