Παιχνίδια Εξουσίας (Κεφάλαιο 10)

Αναλύζα

Ένιωθα το σώμα του Τζόναθαν να με πιέζει. Τα πλευρά μου πόναγαν αλλά δεν ήθελα να φύγει από πάνω μου, δεν ήθελα να σταματήσουμε. Ήθελα να μείνω εκεί, να νιώθω τα χείλη του στον λαιμό μου, να τον τραβάω από τα μαλλιά επιθυμώντας περισσότερα.  Πόσο μισούσα τον εαυτό μου εκείνη την στιγμή. Είχα φανεί αδύναμη. Απέναντι στο Τζόναθαν, απέναντι στον εαυτό μου. Είχα υποκύψει στις δικές μου επιθυμίες, στις δικές μου ζήλιες και είχα δώσει μια δέσμευση που έδινε στο Τζόναθαν εξουσία πάνω στο άτομο μου.
Το θέμα ήταν τώρα τι μπορούσα να κάνω για να το αλλάξω για αυτό; Τι θα μπορούσα να ζητήσω από εκείνον ώστε να είμαι σίγουρη πως δεν ξαναέβλεπα καμιά τσούλα με χρυσή κορδέλα; Γύρισα στο κρεβάτι ώστε να βρίσκομαι πάνω από τον Τζόναθαν που χαμογέλασε. Είχαμε αποχωριστεί τα περισσότερα ρούχα μας, εγώ είχα μείνει μόνο με το κορσέ μου αλλά η φούστα μου ήταν κάπου στο πάτωμα. Εκείνος φόραγε μόνο το παντελόνι του. Ξέμπλεξα τα πόδια μου από το σώμα του και έκατσα δίπλα του. Έσυρα τα νύχια του στο στήθος του.
«Τζον;» έλυσα το κορδόνι του παντελονιού του.
«Μμμ;» είχε κλείσει τα μάτια του, απολαμβάνοντας το άγγιγμα μου.  Κατέβασα το παντελόνι του  και το εσώρουχο του. Ο ανδρισμός του ήταν σηκωμένος, σκληρός και έτοιμος για τα δάχτυλα μου. Έκλεισα τη λαβή μου γύρω του απαλά στην αρχή και ύστερα πιο επίμονα. Οι ανάσες του έγιναν πιο βαθιές.
«Θέλω να μιλήσουμε για ένα διακανονισμό για την συμφωνία που κάναμε»  o Τζόναθαν ανασήκωσε το ένα του φρύδι και  σήκωσε το κεφάλι του για να με κοιτάξει.
«Τι εννοείς;»
«Λοιπόν αφού συμφώνησα να δεσμευτώ απέναντι σου θέλω από εσένα να πάρεις όλες τις χρυσές κορδέλες που έχεις δώσει»
«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, αν χάσω το στοίχημα δεν θα έχω καμία» δάγκωσα το χείλι μου για να μην κάνω καμία απερισκεψία και τον καθιστήσω ανίκανο για το υπόλοιπο της ζωής της. Αντίθετα ρώτησα: «Φοβάσαι ότι θα χάσεις;» επιτάχυνα το ρυθμό μου, ο ανδρισμός του είχε γίνει πολύ σκληρός.
«Ό.. όχι» ο Τζόναθαν έσφιξε τα σεντόνια.
«Τότε; Αφού δεν φοβάσαι , ποιον είναι λοιπόν ο λόγος;»
«Θα με μισήσουν αν ζητήσω πίσω τις κορδέλες.» μούγκρισε από ηδονή.
«Αυτό φοβάσαι λοιπόν»
«Δεν φοβ... φοβάμαι!» τα βογκητά έγιναν πιο δυνατά. 
«Οπότε συμφωνείς;» έσκυψα και τον έβαλα στο στόμα μου. Αν  έλεγε όχι ήξερα πως να τον κάνω να μην τελειώσει.
«Εντ...εντάξει!!!» τελείωσε μέσα στο στόμα μου, τον ένιωθα να τινάζεται ολόκληρος καθώς η ηδονή κατέκλυζε ολόκληρο το είναι του. Όταν οργασμός του τελείωσε, τέντωσα την πλάτη μου. Ο Τζόναθαν με τράβηξε από το χέρι και με ανάγκασε να ξαπλώσω.
«Γιατί έχω την εντύπωση ότι με εκμεταλλεύεσαι;» χαμογέλασε και χάιδεψα την πλάτη του.
«Δεν σου αρέσει;» εκείνος άφησε ένα απαλό φιλί στο  μάγουλο, το κόκκινο γένι του με γαργάλησε καθώς κινήθηκε προς το στόμα μου.
«Δεν μπορώ να πω πως δεν το απολαμβάνω» μου δάγκωσε το χείλος. «Μαυρομάλλα μου γητεύτρα»


                                                                     ****
Καθώς πήγαινα στο σπίτι ένιωθα απόλυτα ικανοποιημένη με τον εαυτό μου. Μπορεί να είχα υποκύψει στην απαίτηση του Τζόναθαν να μην δεσμευτώ αλλά και εκείνος είχε συμφωνήσει να πάρει όλες τις κορδέλες. Μπορεί να μη φαινόταν κάτι σημαντικό αλλά ήμουν σίγουρη ότι θα ήταν μεγάλο πλήγμα για εκείνον.  Μόλις άνοιξα την πόρτα, άκουσα την θυμωμένη φωνή του πατέρα μου. Έτρεξα προς το γραφείο του, φοβούμενη για τα χειρότερα. Άνοιξα τη πόρτα χωρίς να ρωτήσω. Ο Καίν κράταγε τη Νάιλα από το καρπό και την έσφιγγε βάναυσα.
«Εσύ φταις! Εσύ και οι απόψεις σου, έχεις γεμίσεις την κόρη μας με τις απατηλές φαντασιώσεις σου»
«Άσε ελεύθερη τη μητέρα μου!» φώναξα και μπήκα μέσα, ο Κάιν ένιωσε έκπληξη και άφησε τη Νάιλα που έτριψε τον καρπό της.
 «Άνα μην» προσπάθησε να με προειδοποιήσει αλλά ήταν ήδη αργά. Ο Κάιν σήκωσε το χέρι του και με χτύπησε, ήθελα να ακουμπήσω το μάγουλο μου αλλά δεν του έδωσα την ικανοποίηση. Τον κάρφωσα στα μάτια, προσπαθώντας να μην δακρύσω.
«Είπες όχι στον Μείσον; Ξανά; Ξέρεις πόσα λεφτά χάνω εξαιτίας σου;»  έσφιξε τα χέρια του σε γροθιές.
«Τι γίνεται με το Τζόναθαν; Τι ξέρεις για τις επιχειρήσεις του;» συνέχισε χωρίς να μου δώσει την ευκαιρία να απαντήσω.
«Δεν ξέρω τίποτα. Δεν ασχολούμαστε με τις επιχειρήσεις όταν συναντιόμαστε» ήμουν σίγουρη ότι ήθελε να με ξαναχτυπήσει αλλά συγκρατήθηκε.
«Όταν θα ξανασυναντηθείς με τον κύριο Ράιντερ θέλω να κλέψεις το πρόγραμμα των φορτιών που θα μεταφέρει. Δεν θα είναι δύσκολο να το βρεις. Θα είναι στο γραφείο του.»
«Δεν πρόκειται να πάρω τίποτα» κούνησα το κεφάλι  μου. Ο Καιν χαμογέλασε και αυτό ήταν κάτι το πολύ ανησυχητικό.
«Αν δεν το κάνεις γλυκιά μου κόρη ξέρεις ποιος θα πληρώσει το τίμημα»
Ξεροκατάπια, ήξερα φυσικά, πάντα ήξερα. Κοίταξα την μητέρα μου, κούνησε το κεφάλι της. Μου ζητούσε να μην το κάνω. Να μην προδώσω την εμπιστοσύνη του Τζόναθαν. Αλλά δεν μπορούσα, δεν μπορούσα να είμαι εγώ υπαίτια για το ξυλοδαρμό της μητέρας μου. Θα έκανα ότι πέρναγε από το χέρι μου για να είναι καλά.

Θα έκανα τα πάντα. 

Αγγελίνα Παντελή