Παιχνίδια Εξουσίας (Κεφάλαιο 11)


Ένιωθα την ενοχή να μου τρυπάει τα σωθικά και ακόμα δεν είχα κλέψει τίποτα. Δεν ήξερα γιατί ένιωθα έτσι. Δεν ήταν ότι δεν το είχα ξανακάνει. Ο πατέρας μου κατά καιρούς μου ζήταγε διάφορα σε αντάλλαγμα να μην απλώσει χέρι στη μητέρα μου. Συνήθως γοήτευα εμπόρους για να συνεργαστούν με το Κάιν, δεν με είχε βάλει όμως να κλέψω ποτέ κάτι.  
Κάιν. Ο καταραμένος αδερφός. Λοιπόν με τον πατέρα μου έμοιαζε σαν να ήμασταν όλοι οι υπόλοιποι καταραμένοι.
Είχα αρχίσει να συνηθίζω το δωμάτιο του Τζον. Τα ψηλά παράθυρα, επενδυμένα με ξύλο και σκούρο γυαλί. Το κρεβάτι με το υπερμεγέθης μέγεθος και το λουστραρισμένο ουρανό. Το τζάκι που δεν έσβηνε ποτέ και το λουτρό το οποίο ήταν φτιαγμένο από μπρούτζο και μάρμαρο. Ολόκληρος ο χώρος απέπνεε την δυναμικότητα στο χαρακτήρα του Τζόναθαν. Αναρωτήθηκα αν και το γραφείο του αποτύπωνε την προσωπικότητα του. Άκουσα τη πόρτα να ανοίγει και γύρισα να αντικρίσω τον άντρα που είχα σκοπώ να κλέψω με ένα προσποιητό χαμόγελο. Η καρδιά μου χτύπαγε δυνατά και η αγωνία έκανε τη χαρούμενη μάσκα στο πρόσωπο μου να τρεμουλιάζει. Ο Τζόναθαν είχε ένα ικανοποιημένο χαμόγελο. Φόραγε ένα λευκό φαρδύ πουκάμισο χωρίς κουμπιά και ένα μαύρο παντελόνι. Από το χέρι του κρέμονταν χρυσά νήματα. Ήταν τέτοιο η ποσότητα των κορδελών που δεν μπορούσε να κλείσει τη γροθιά του. Το στομάχι μου σφίχτηκε, είχε κάνει ότι είχα ζητήσει, ύστερα από κιόλας μία μέρα. Δεν ήθελα να το προδώσω, δεν ήθελα να κλέψω τίποτα, εκτός από τον ίδιο.
«Ήταν δύσκολο» είπε, αφήνοντας τις κορδέλες σε ένα μικρό τραπεζάκι. «Αλλά εφικτό»  με πλησίασε ήρεμα και με έπιασε από τη μέση. «Είναι αρκετό;» για απάντηση, σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου και τον φίλησα. Χάιδεψα με το δάχτυλο μου το σβέρκο του.
«Λοιπόν...» ο Τζόναθαν χαμογέλασε με πονηριά, σήκωσε το αντίχειρα του και ακούμπησε τη κλείδα στη βάση του λαιμού μου, έγειρα το κεφάλι του προς το μέρος του.
«Να ξέρεις ότι δεν το έχω ξανακάνει αυτό για γυναίκα, ούτε θα το έκανα» τα γαλάζια του μάτια καρφώθηκαν στα δικά μου. Μου είχε πει όσα δεν είχε ξεστομίσει Το έκανα όμως για εσένα. Δεν ήξερα τι ένιωθα εκείνη τη στιγμή. Τα συναισθήματα μου ήταν ένα μπερδεμένο κουβάρι, από το οποίο δεν μπορούσα να ξεφύγω. Ήξερα όμως ότι τον ήθελα. Ήθελα αυτόν τον άντρα να με διεκδικήσει  όπως δεν είχε κάνει κανένας ποτέ άλλοτε. Έλυσα τα κορδόνια του κορσέ μου και τον άφησα να πέσει στο πάτωμα. Ένιωσα τη θέρμη που εξέπεμπε το τζάκι στο γυμνό μου δέρμα. Ο Τζόναθαν με πήρε απαλά από το χέρι και με κατεύθυνε προς τη πολυθρόνα δίπλα από το τζάκι. Κοίταξα απορημένη το κρεβάτι.
«Τι έχεις κατά νου;» το ρώτησα όταν σταμάτησε και στράφηκε προς το μέρος του.
«Σσσς....» ακούμπησε το δείχτη του στα χείλη μου. Έκανα να το δαγκώσω αλλά απομακρύνθηκε εγκαίρως.
«Μην μιλάς και κάτσε» κάτι στη φωνή του με έκανε να αναριγήσω, ενώ ο προστατικός του τόνος με ερέθισε. Έκατσε στη μεγάλη πολυθρόνα και ακούμπησα τη πλάτη μου στο δέρμα.  Ο Τζος γονάτισε μπροστά μου και έβγαλε από τη τσέπη δυο κορδέλες, δεν είχαν το συνηθισμένο τους χρώμα, ήταν ασημί και μαύρο. Ανασήκωσα έκπληκτη το φρύδια μου.
«Καινούργιες κορδέλες»
«Δεν είναι για να τις φοράς , δεν της πήρα για αυτό. Έχουν άλλες χρήσεις αυτές, τέντωσε τα χέρια σου» υπάκουσα στη διαταγή του. Πέρασε τη κορδέλα γύρω από το καρπό  μου και από τη πολυθρόνα. Έκανε το ίδιο και με το άλλο χέρι και ύστερα έγειρε πίσω και με κοίταξε ικανοποιημένος.
«Είσαι πολύ όμορφη έτσι»
«Είμαι σίγουρη ότι θα το έλεγες σε κάθε γυναίκα που είχες δεμένη» ο Τζόναθαν άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε το λαιμό μου.
«Ναι, αλλά δεν θα το εννοούσα» ακολούθησε την καμπύλη του στήθους μου κατέβηκε στο στομάχι μου και έπειτα στη κοιλιά μου. Σήκωσε το βλέμμα της και με κοίταξε προκλητικά. Τέντωσε τη πλάτη και έγειρε προς το μέρος μου. Τα γένια του γαργάλησαν το λαιμό μου καθώς εισέπνεε βαθιά.
«Μμμμ... μυρίζεις τριαντάφυλλα και μπαρούτι» τα χείλη του φίλησαν τη κλείδα μου. Τα δάχτυλα του κατέβηκαν στο στήθος μου και έπαιξαν με τις θηλές μου. Τα χέρια του απομακρύνθηκαν απότομα, άνοιξα έκπληκτη τα μάτια μου, χωρίς να έχω συνειδητοποιήσει ότι τα είχα κλείσει . Με τρόμαζε το βλέμμα του. Ήταν το ίδιο βλέμμα που είχε την ημέρα που με εντόπισε στο κέντρο της αίθουσας. Το βλέμμα του απαρκτικού. Άνοιξε τα πόδια μου βίαια, οι μηροί μου χτύπησαν στη πολυθρόνα. Τσιτώθηκα, τα χέρια του χάθηκαν κάτω από τα πτυχώματα της  φούστας μου. Ένιωσα τα δάχτυλα του να σέρνονται αργά, σχεδόν επώδυνα αργά, από το γόνατο μου στο μηρό μου. Παραμέρισε ήσυχα το εσώρουχο μου.
«Ω, σε έχω επηρεάσει πολύ» Το πρόσωπο του στολίστηκε με ένα αλαζονικό χαμόγελο. Βόγκηξα καθώς τον ένιωσα να βάλει ένα δάχτυλο μέσα μου.
«Τι θες; Να ουρλιάζω για κι' άλλο;»
«Όχι να ουρλιάζεις ότι δεν αντέχεις άλλο»

                                                                   ****
Ο Τζόναθαν με μετακίνησε στο κρεβάτι, ένιωθα εξαντλημένη και απόλυτα ικανοποιημένη. Ένιωθα κάθε κύτταρο του κορμιού μου να δονείται. Ανασήκωσα το κεφάλι  μου καθώς η πόρτα έτριξε, ήμουν γυμνή αλλά δεν σκέφτηκα να σκεπαστώ με το σεντόνι. Το μόνο που σκεφτόμουν εκείνη την στιγμή ήταν πόσο ωραία θα ήταν να του γρατζουνίσω τη πλάτη, να του τραβήξω τα μαλλιά, να μπει μέσα μου.
«Που πας;» ρώτησα μπερδεμένη. Δεν περίμενα ότι θα έφευγε τόσο γρήγορα.
«Έχω μια δουλειά που πρέπει μα διευθετήσω. Μπορείς να κάνεις ένα μπάνιο και να κοιμηθείς. Θα πω σε μια υπηρέτρια να σου φέρει δείπνο»
Αυτό που άκουσα εγώ ήταν ότι έφευγε. Περίμενα να βάλει το πουκάμισο του και να φύγει πριν πεταχτώ από το κρεβάτι. Μισάνοιξα τη πόρτα ίσα, ίσα για να κρυφακούσω. Ο Τζόναθαν δεν ήταν μόνος του. Πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του. Έδωσε στον άντρα απέναντι του ένα χαρτί. Έσκυψε προς το μέρος του και του ψιθύρισε, αλλά όχι αρκετά σιγά ώστε να μην τον ακούσω.
«Τα δρομολόγια των φορτίων καπνού για τις επόμενες δυο εβδομάδες» ο άντρας κούνησε το κεφάλι του και έβαλε μέσα στην τσέπη του παλτού του. Κούνησε το κεφάλι του σοβαρός. Ο Τζόναθαν του έσφιξε στον ώμο πριν πει στο γραφείο του και κλειδώσει τη πόρτα. Άρπαξα μία ρόμπα που είχε κρεμασμένη ο Τζόναθαν για εμένα και τη φόρεσα. Σταμάτησα για μια στιγμή αναποφάσιστη, ύστερα άρπαξα μία από τις χρυσές  κορδέλες και την έδεσα γύρω από το λαιμό μου. Έτρεξα για να προλάβω το άντρα που είχε αρχίσει ήδη να απομακρύνεται.  Δεν με είχε προσέξει  έτσι όταν εμφανίστηκα μπροστά του κόντεψε να πέσει πάνω μου. Έκανε έναν ελιγμό, ήταν τόσο εύκολο να χώσω το χέρι μου στη τσέπη του και να κλέψω το χαρτί. Το έκρυψα πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί.
«Δεσποινίς με συγχωρείτε πολύ!» έκανε ένα βήμα πίσω. Το βλέμμα του κόλλησε στο πρόσωπο μου, ύστερα στη κορδέλα που στόλιζε το λαιμό μου και τέλος το άνοιγμα της ρόμπας μου.  Το πρόσωπο του πήρε το χρώμα του παντζαριού και έσκυψε για να κάνει υπόκλιση.
«Με συγχωρείτε τόσο πολύ! Δεν σας είδα»
«Δεν πειράζει κούκλε» του χάιδεψα το μάγουλο, φορούσε ένα καπέλο και είχε μια στρουμπουλή κοιλιά. Έδειχνε ντροπαλός και αρκετά γλυκός τύπος. Θα αισθανόμουν άσχημα αν δεν ήξερα ότι αυτό το χαρτί δεν θα μου εξασφάλιζε τη φυσική ακεραιότητα της. Τον προσπέρασα και πήρα ξανά το δρόμο για το δωμάτιο του εραστή μου, αν μπορούσα να τον αποκαλέσω έτσι.
Εκείνη την στιγμή ήμουν απόλυτα ευχαριστημένη, η μητέρα μου ήταν ασφαλής και εγώ ένιωθα να καίγομαι από πόθο, έρωτα και λαχτάρα.
Τα υπόλοιπα θα τα σκεφτόμουν κάποια άλλη στιγμή. 

Αγγελίνα Παντελή