Η Επέτειος του Νίκου Καρδαμπίκη

Βλέποντας την γυναίκα του να ετοιμάζει το πρωινό, δεν μπορούσε να μην θαυμάσει το πόσο όμορφη παρέμενε μετά από δέκα χρόνια γάμου. Το δέρμα της ήταν ακόμα σταρένιο, απαλό και λείο παρά τα δυο υπέροχα κοριτσάκια που είχε φέρει στον κόσμο. Τα μακριά μαύρα μαλλιά της έπεφταν σαν βελούδινη κουρτίνα μπροστά στο πρόσωπο της, τονίζοντας περισσότερο τα κατάμαυρα ματιά της και τα υπέροχα, κόκκινα σαν κεράσι, χείλη της. Τον τσάκωσε να την παρατηρεί και του χαμογέλασε.

Σε έξι ημέρες πλησίαζε η επέτειός τους. Ήθελε να κάνει κάτι το ξεχωριστό, κάτι πέρα από το συνηθισμένο και η ιδέα του ήρθε όταν καθάρισε την ντουλάπα του και βρήκε την φωτογραφία με τα βράχια.

Οι αναμνήσεις και οι αισθήσεις εκείνης της ημέρας τον κυρίευσαν, ψυχή τε και σώματι. Αύγουστος μήνας ήταν και είχε κολλήσει στην Αθήνα λόγω δουλειάς. Το σαββατοκύριακο είχε ρεπό κι έτσι ετοιμάστηκε για μια μικρή εξόρμηση στην Αίγινα και το νησί Μονή όπου μπορούσε να κατασκηνώσει, έστω για μια νύχτα. Η απόδραση είχε γίνει πλέον αναγκαστική. Κάτι το άγχος και η πίεση της δουλειάς μαζί με την ζέστη, είχαν καταφέρει να τον φέρουν στα όρια του.

Η διαδρομή από το λιμάνι ως την Πέρδικα, όπου μπορούσε να πάρει το καΐκι για την Μόνη ήταν μισή ώρα. Την ανιαρή διαδρομή με το ταξί, και τη φλυαρία του κοιλαρά ταξιτζή, διέκοψε μια γυναίκα που τους σταμάτησε στον δρόμο. Φυσικά και δεν τον ρώτησε για την διπλή κούρσα. Πήγαινε κι εκείνη στην Πέρδικα.

Κάθισε δίπλα του και το μεθυστικό άρωμα της τον κατέκλυσε. Θύμιζε τριανταφυλλο. Του χαμογέλασε και ένιωσε να φλέγεται. Ήταν πανέμορφη και είχε το πιο όμορφο και λαμπερό χαμόγελο που είχε δει πότε του.

«Σταμάτης».

«Ματίνα».

«Συνονόματοι» είπαν και οι δύο ταυτόχρονα και γέλασαν.

Η διαδρομή με την Ματίνα πέρασε σαν νερό. Δεν πρόλαβε να χαρεί την παρέα της ούτε τα όμορφα θέλγητρά της. Το λευκό της φόρεμα, το οποίο είχε ανασηκωθεί στο σημείο των ποδιών της. η θέα των μηρων της. Τον έφερνε σε δύσκολη θέση και της μιλούσε, προσπαθώντας να μην κατευθύνει εκεί το βλέμμα του. Όπως και στο μπούστο της, το οποίο τον τραβούσε σαν μαγνήτης.

Η ευτυχής συγκύρια του συνεχίστηκε μιας και εκείνη πήγαινε για κάμπινγκ στην Μόνη. Πέρασαν απέναντι με το καΐκι. Έστησαν δίπλα- δίπλα της σκηνές τους αφού ταίριαξαν σαν παρέα.

Ένα ακόμη σοκ ήρθε όταν την είδε με το μαγιό. Λευκό μπικίνι. Πόσο της ταίριαζε αυτό χρώμα και πόσο σέξι ήταν. Ένιωθε την λίμπιντο του στα ύψη. Για να μην γίνει ρεζίλι πρότεινε να πάνε για μπάνιο σε ένα μέρος, το οποίο το ήξεραν λίγοι.

Εκείνο το σημείο σχημάτιζε ένα ημικυκλικό σπήλαιο με βραχάκια να ξεπετάγονται μέσα την θάλασσα.

Για να φτάσεις εκεί, έπρεπε να κατεβείς ένα απότομο μονοπάτι το οποίο γλιστρούσε και με αυτή την δικαιολογία την βοήθησε να κατεβεί, παίρνοντας σαν καλός τζέντλεμαν και όλες τις αποσκευές της. Το δέρμα της είχε μια απίστευτη επίδραση πάνω του και ήταν σίγουρος ότι ανατρίχιαζε στο άγγιγμα του.

Στο τελευταίο μέρος τελικά γλίστρησαν και οι δυο και έπεσαν. Εκείνος έπεσε πρώτος με το βάρος τον πραγμάτων να τον παρασέρνει και όπως κρατούσε και την Ματίνα μαζί του, την έριξε στην αγκαλιά του. Η αίσθηση ήταν ωραία και γέλασαν και οι δυο με την πτώση και την κατάληξη. Το πρόσωπο της ήταν τόσο κοντά στο δικό του, που μπορούσε να μετρήσει τις φακίδες της από τον ήλιο. Η ανάσα της θύμιζε δυόσμο. Μια τρελή παρόρμηση τον κατέκλυσε να την φιλήσει αλλά δεν πρόλαβε γιατί σηκώθηκε απότομα από πάνω του. Πρόλαβε να δει ένα κοκκίνισμα, αλλά ίσως να ήταν της φαντασίας του.

Ο χρόνος πάντα είναι εχθρός της ευτυχίας και έτσι πέρασε γρήγορα. Ευτυχώς η Ματίνα είχε προβλέψει να πάρει προμήθειες, και δεν χρειάστηκε να γυρίσουν στις σκηνές τους γρήγορα.

Μιας και το σκοτάδι έπεφτε τώρα με γρήγορους ρυθμούς αποφάσισε να ανάψει φωτιά με ξυλά που είχε ξεβράσει η θάλασσα. Ευκαιρία να εντυπωσιάσει και την Ματίνα.

«Οι φλόγες είναι γαλάζιες» αναφώνησε γεμάτη έκπληξη.

«Φταίει το αλάτι που έχουν πάνω τους».

«Είναι πανέμορφες».

«Το ίδιο και εσύ» απάντησε αυθόρμητα. Θα τρελαινόταν εάν δεν το έλεγε. Η λογική είχε πάει περίπατο και τώρα μιλούσε η καρδιά του. Η φωτιά αντανακλούσε πάνω της και την έκανε να λάμπει. Την πλησίασε, περίμενε να κάνει πίσω αλλά δεν κουνήθηκε. Αυτό ήταν. Την φίλησε τραβώντας την πάνω του.

Το φιλί της είχε υπέροχη γεύση. Γλυκό και ταυτόχρονα αλμυρό από το θαλασσινό νερό. Συνέχισε με περισσότερο πάθος καθώς ξάπλωσαν δίπλα στην φωτιά. Τα ρούχα τους έφυγαν από πάνω τους σε χρόνο μηδέν. Της χάρισε αμέτρητα φιλιά σε κάθε σημείο του κορμιού της, κάνοντάς την να αναριγεί από ηδονή.

Τα χάδια του γίνονταν όλο και πιο απαιτητικά και τολμηρά, καθώς έφταναν σε πιο ερωτικά σημεία, κάνοντας την να βγάζει αναστεναγμούς ευχαρίστησης. Τον έπιασε απροετοίμαστο όταν έκανε κι εκείνη το ίδιο, χαμογελώντας του πονηρά. Ήξερε πως να τρελαίνει έναν άντρα.

Της άφησε για λίγο την πρωτοβουλία αλλά δεν άντεχε περισσότερο. Την ήθελε σαν τρελός. Την γύρισε, ανέβηκε από πάνω της κι εκείνη έκλεισε τα πόδια της γύρω του διευκολύνοντας τον.

Από εκεί και πέρα οι αναμνήσεις του είναι ένα κουβάρι αισθήσεων και ερωτισμού. Εκείνο το διήμερο είναι χαραγμένο στην μνήμη του με άρωμα τριαντάφυλλου, την γεύση από το πρώτο τους φιλί -που κάθε φορά που την φιλάει επανέρχεται στην μνήμη του- και οι ατέλειωτες ώρες έρωτα που έκαναν στην βραχώδη παραλία τους.


«Αυτό είναι» αναφώνησε με χαρά, επαναφέροντας τον εαυτό του στον πραγματικό χρόνο.
Το πιο τέλειο δώρο επετείου. Μια επανάληψη της γνωριμίας τους.




Nίκος Καρδαμπίκης