Παιχνίδια Εξουσίας (Κεφάλαιο 18)

Γουίλιαμ

Η πόρτα έτριξε καθώς την άνοιγα.  Το σπίτι ήταν σκοτεινό και ήσυχο. Προχώρησα προς το διάδρομο, ακουμπούσα τα δάχτυλα μου σ το τοίχο για να μην πέσω. Βρισκόμουν σε εντελώς ξένο περιβάλλον, βρισκόμουν  στο σπίτι του εχθρού και έπρεπε να βρω μια γυναίκα που δεν είχα δει ποτέ στην ζωή μου. 
Στο μυαλό μου ήρθε ξανά η εικόνα της Αναλύζας, το στραγγιγμένο της πρόσωπο.  Τον αδερφό μου να προσπαθεί να συγκρατήσει τον εαυτό του για χάρη της. Να μην την αφήσει να δει πόσο ταραγμένος ήταν. Άραγε να την είχε μαχαιρώσει ο πατέρας της επειδή του έκλεψε το σχέδιο του;
Όχι, δεν το πίστευα, όσο σκληρός και να ήταν ο Κάιν δεν ήταν τόσο απάνθρωπος. Κανένας δεν μπορούσε να είναι τόσο απάνθρωπος.
Έστριψα σε μια γωνία και βρέθηκα μπροστά από μια πόρτα. Κόλλησα το αυτί μου, ησυχία. Ίσως η μητέρα της Αναλύζας κοιμόταν. Την άνοιξα.  
«Άου!!!» πετάχτηκα στην άκρη, κρατώντας σφιχτά το μπράτσο μου. Όταν σήκωσα το βλέμμα μου για να δω ποιος μου είχε σκίσει το πουκάμισο δεν περίμενα να δω μια νέα γυναίκα με σγουρά μαύρα μαλλιά. Με κοίταζε απειλητικά, κρατώντας ακόμα αυτό που υπέθεσα ήταν ο κόφτης  για τα γράμματα. Σήκωσα τα χέρια μου αμυντικά.
«Περίμενε δεν ήρθα να σου κάνω κακό, ψάχνω τη μητέρα της Αναλύζας Νόρμαν.» η γυναίκα με κοίταξε καχύποπτα.
«Σε παρακαλώ. Είναι η ανάγκη να της μιλήσω, η κόρη της...»
«Τι έγινε με τη κόρη μου;» η γυναίκα κατέβασε το χέρι της. Έπρεπε να συγκρατήσω το σαγόνι από το να πέσει στο πάτωμα.
Πως μπορούσε η γυναίκα μπροστά μου να ήταν η μητέρα της Αναλύζας;
 Ήταν τόσο νέα...
«Πρέπει να σε πάρω από εδώ» έτεινα το χέρι μου αλλά εκείνη απομακρύνθηκε.
Ο Τζόναθαν μου είχε πει το όνομα της πριν φύγω. Νόρα; Νάλα;
«Νάιλα...» ψιθύρισα, σίγουρος για το όνομα. «Πρέπει να φύγουμε, δεν είσαι ασφαλής εδώ»
«Όχι πριν μου πεις τι έγινε με την  Αναλύζα, που είναι η κόρη μου;»
«Είναι στο σπίτι του αδερφού μου, του Τζόναθαν Ράιντερ, έφτασε πριν λίγη ώρα. Την.... έχουν μαχαιρώσει» η Νάιλα έφερε τη παλάμη στο στόμα της, τα μάτια της γούρλωσαν. Με πλησίασε και με τράβηξε από το μανίκι. Στην κυριολεξία με έσυρε μέχρι έξω από το σπίτι, καταπολέμησα την παρόρμηση να τραβηχτώ γιατί μπορούσα να καταλάβω πόσο ταραγμένη ήταν.
«Την φροντίζουμε...» δεν μου απάντησε, εντόπισε την άμαξα μου και μπήκε μέσα. Αναστέναξα και την ακολούθησα.

                                        ****
Αφού με έβαλε να της διηγηθώ ακριβώς ότι είχε συμβεί τρεις φορές, μείναμε σιωπηλοί για το υπόλοιπο της διαδρομής. Ένιωθα άβολα, δεν ήξερα τι έπρεπε να πω ή να κάνω. Να την παρηγορούσα, να προσπαθούσα να την αποσπάσω από τις σκέψεις της;
Προτίμησα να μείνω σιωπηλός, έχοντας το βλέμμα μου κολλημένο πάνω της.  Έμοιαζε πολύ με την Αναλύζα, παρόμοια κορμοστασιά, ολόιδια μαλλιά. Αλλά διαφορετικό βλέμμα, εντελώς διαφορετικό βλέμμα. Τα μάτια της Αναλύζας έμοιαζαν με αυτά ενός λιονταριού. Άγρια, δυναμικά, ελεύθερα. Τα μάτι της Νάιλα όμως έμοιαζαν με καταιγίδα, συννεφιασμένα, όμορφα. Έκρυβαν πολλά και είχαν την δύναμη να καταστρέψουν.
«Σου αρέσει η κόρη μου;»
Ανοιγόκλεισα μπερδεμένος τα μάτια και εστίασα πάνω της. «Παρακαλώ;»
«Μοιάζουμε πολύ και δεν έχεις σταματήσει να με κοιτάς» ανασήκωσε τους ώμους της.
«Δηλαδή αυτό είναι ο μόνος λόγος που μπορεί να σε κοιτάω;» απάντησα αμέσως. Δεν το πίστευα ότι μόλις είχα ξεστομίσει κάτι τέτοιο. Η Νάιλα έστρεψε τη προσοχή της έξω από το παράθυρο, αλλά το πρόσωπο της είχε μαλακώσει.
«Πόσο χρονών είσαι;» δεν μπόρεσα να αντισταθώ.
«Τριάντα τέσσερα» δεν γύρισε προς το μέρος μου. Μάλλον το μυαλό της θα έτρεχε στην κόρη της , την άφησα στην ησυχία της.

                                                                       ****

Άκουσα τα άλογα πριν σταματήσει ο οδηγός. Κοίταξα έξω από το παράθυρο και τους είδα να περιτριγυρίζουν την έπαυλη. Η Νάιλα προσπάθησε να βγει, σήκωσα το χέρι μου.
«Μη» την προειδοποίησα.  Τινάχτηκε, η γροθιά της βρήκε την μύτη μου. Το κεφάλι μου τινάχτηκε προς τα πίσω και χτύπησε το τοίχο της άμαξας. Καθυστέρησα να αντιδράσω και κατάφερε να ανοίξει τη πόρτα. Όρμησα και την έπιασα. Ούρλιαξε και της έκλεισα το στόμα. Με δάγκωσε.
«Σταμάτα!» σφύριξα μέσα από τα δόντια μου, νιώθοντας κάτι ζεστό και υγρό να τρέχει από τη μύτη μου.
«Ξέρεις τι ζήτησε η κόρη σου;  Να σε σώσουμε, από τον άντρα σου! Η κόρη σου μπορεί να πεθάνει και ζήτησε να σε σώσουμε, γιατί δεν με αφήνεις να εκπληρώσω την υπόσχεση που έδωσα;» σταμάτησε να παλεύει.
«Κόιλ ξέρεις που!» φώναξα και αφέθηκα στο πίσω κάθισμα. Στο Τζόναθαν δεν θα άρεσε αυτό, αλλά τι επιλογή είχα; 
Φτάσαμε ύστερα από είκοσι λεπτά, βγήκαμε έξω και πλησίασα τον οδηγό μου.
«Πήγαινε πίσω Κόιλ και πες στο Τζόναθαν που είμαστε και το λόγο που δεν μπορούσαμε να έρθουμε.» ο Κόιλ κούνησε το κεφάλι με σουφρωμένα φρύδια και χτύπησε τα γκέμια του αλόγου.
Η κατοικία ήταν σε ένα απονεμένο μέρος, έσφιξα τα χέρια μου σε γροθιές. Μισούσα αυτό το μέρος. Ήταν η κρυψώνα του πατέρας μας για εκείνον και τις ερωμένες του.  Κούνησα το κεφάλι μου και προχώρησα προς τη πύλη, ένιωθα τη παρουσία της Νάιλας να με ακολουθεί. Έσπρωξα τη σκουριασμένη πόρτα με τον ώμο μου. Ήταν τόσο ταλαιπωρημένη που κόντεψα να την σκερχαβαλώσω. Τα ξερόχορτα είχαν  καλύψει το μονοπάτι προς το σπίτι και αναγκαζόμασταν να τα πατάμε. Πήρα μερικά ξύλα τα οποία ήταν παραιτημένα έξω. Η Νάιλα με προσπέρασε  και άνοιξε τη πόρτα. Πήγα να της πω ευχαριστώ γιατί είχε προσέξει ότι τα χέρια μου ήταν απασχολημένα αλλά μετά θυμήθηκα ότι με είχε χτυπήσει και όχι μόνο μια φορά και έκλεισα απότομα το στόμα μου. 
Έβηξα, ανίκανος να κλείσω τη μύτη μου.
«Άσε τη πόρτα ανοιχτή για λίγο, να φύγει η σκόνη και αυτή η απαίσια μυρωδιά.» κινήθηκα προς το τζάκι και άφησα τα ξύλα. Αναστέναξα, το κεφάλι μου σφυροκοπούσε.  Γονάτισα και αφέθηκα στην εργασία για το άναμμα του τζακιού. Βοήθησε το κεφάλι μου να καθαρίσει.  Είχα ξεχάσει τη Νάιλα μέχρι που είδα τις πτυχές του φορέματος της ακριβώς δίπλα μου. Σήκωσα το βλέμμα μου. Μου έδωσε ένα ποτήρι το οποίο περιείχε ένα κεχριμπαρένιο υγρό. Το ήπια μονομιάς. Ουίσκι.
«Ευχαριστώ» σηκώθηκα καθώς η Νάιλα τελείωνε το ποτό της. Τα μάτια της γυάλιζαν και τώρα που το τζάκι είχε ανάψει μπορούσα να την δω πιο καθαρά. Μπορούσα να δω τα κόκκινα σημάδια στο λαιμό της. Τα μάτια μου γούρλωσαν αλλά δεν μίλησα. 
«Πήγαινε στο τραπέζι» με διέταξε, προσπάθησα να κρύψω ένα χαμόγελο. Πράγματι έμοιαζαν πάρα πολύ.
«Που είναι το ουίσκι;» ρώτησα.
«Στο τραπέζι» με ακολούθησε προς τα εκεί.  Έκατσα και ήρθε μπροστά μου, γέμισε το ποτήρι μου και μου το έδωσε.
«Θα με βόλευε αν έβγαζες τη μπλούζα σου»
Ανασήκωσα τα φρύδια μου, είχαμε απομακρυνθεί από το τζάκι οπότε αν κοκκίνισα δεν πρέπει να φαινόταν.
«Θέλω να δω τη γρατζουνιά που σου προκάλεσα με το κόφτη» ανασήκωσε τα φρύδια της, έχυσε λίγο ουίσκι από το ποτήρι της σε ένα πανί. Έβγαλα τη μπλούζα μου. Έριξε μια ματιά στο μπράτσο μου.
«Δεν είναι σημαντικό» καθάρισε τη πληγή, το ουίσκι με έτσουξε αλλά δεν μίλησα.
«Πόσο θα μείνουμε εδώ;»
«Μέχρι να ενημερώσει ο Τζόναθαν ότι ο Κάιν δεν ψάχνει εσένα και τη Αναλύζα» η Νάιλα έριξε νερό στο πανί.
«Αν γίνει κάτι πιο νωρίς πως θα το ξέρουμε;» το χέρι της έτρεμε καθώς καθάριζε το ξεραμένο αίμα. Της έπιασα το καρπό.
«Ότι και να γίνει θα το μάθουμε.» κούνησε το κεφάλι της. Μείναμε και οι δυο σιωπηλοί. Με κοίταζε στα μάτια καθώς τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της.
Δεν μπορούσα να φανταστώ πω ήταν για εκείνη, να κινδυνεύει το παιδί της και να μην μπορεί να κάνει τίποτα για αυτό.

 Ήταν κολλημένη μαζί μου σε αυτό το εγκαταλειμμένο σπίτι και εγώ το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν το πόσο ωραία μύριζε.

Αγγελίνα Παντελή