Παιχνίδι Εμπιστοσύνης (Κεφάλαιο 21)


Ο ουρανός είναι γκρίζος πάνω από το Ντάνβιλ και ένας αέρας δυνατός αναστατώνει τους κατοίκους. Η αστυνομία έχει αυξηθεί πολύ στους δρόμους και ένας φόβος περίεργος επικρατεί. Ο Ρικ με την Ζωή έχουν κλειστεί στο σπίτι του. Αυτή αφενός κοιτάει στον υπολογιστή να βρει περισσότερα στοιχεία για την μητέρα της, Κρίσταλ Ντομ, η οποία φαίνεται να είναι η ιδιοκτήτρια του Ιδρύματος/ Μεσιτικής εταιρείας KD. 
Ο Ρικ μπορεί να δει την ανησυχία στα μάτια της και ένα άπονο ‘γιατί’. Γιατί ήταν τόσο κοντά η μητέρα της και ποτέ δεν την επισκέφτηκε. Ο πατέρας της με το που άκουσε το όνομα αυτό, ταράχτηκε και την παρακάλεσε να σταματήσει να ψάχνει. Μια αντίδραση που φυσικά την παρακίνησε να ψάξει περισσότερο. 
«Ακόμα δεν έχουμε ακούσει τίποτα» λέει ο Ρικ που μιλάει με την Περνέλλ, την μητέρα της αδικοχαμένης Σιμόν που όπως κι η Μέριλιν και ο μικρός Ντάνι εξαφανίστηκαν μέσα σε μια νύχτα. «Λες να συνέβη τίποτα σοβαρό;» αναρωτιέται η Ζωή, κοιτώντας τον Ρικ όταν κλείνει το τηλέφωνο. Αυτός την κοιτάει με περιέργεια. «Τι εννοείς; Ότι η Μέριλιν μπορεί…» λέει ο Ρικ και σταματάει αμέσως. 
«Δεν την ξέρουμε πλέον καθόλου την Μέριλιν, Ρικ. Μπορεί να είναι οποιαδήποτε. Όπως κι ο Μάρτιν, που προφανώς είναι Φάντασμα και συνεργός της» λέει εκείνη κι αυτός φαίνεται νευρικός. «Και ποιος ξέρει τι άλλο» συμπληρώνει ο Ρικ κι η Ζωή τον κοιτάει. «Ας κάνουν ό,τι θέλουν, εμένα μ’ ενδιαφέρει να βρω τη Σιμόν και κυρίως τον μικρό Ντάνι. Ορκίστηκα στον τάφο του κολλητού μου να τον προσέχω σαν παιδί μου!» λέει, έτοιμος να εκραγεί και η Ζωή σηκώνεται να τον αγκαλιάσει και να του δώσει ένα στοργικό φιλί. 
«Θα τους βρουν, Ρικ, μην ανησυχείς. Τίποτα δεν μένει μυστικό σ’ αυτήν την πόλη» του λέει και ξαφνικά αρχίζει και ζαλίζεται. «Τι έπαθες;» την ρωτάει ανήσυχα και την βάζει να κάτσει στον καναπέ. «Δε ξέρω, κάτι με πείραξε» λέει αυτή και παίρνει ένα κόκκινο χάπι. «Ζωή…» λέει αυτός, κοιτώντας το χάπι. «Αρχίζω κι ανησυχώ γι’ αυτά τα χάπια. Πόσα χρόνια τα παίρνεις;» την ρωτάει. «Τρία χρόνια περίπου απ’ όταν άρχισα την θεραπεία για το αλκοόλ» του λέει. 
«Αυτά που μου έδωσε η Λίλι μοιάζουν καταπληκτικά μ’ αυτά και από τότε που τα παίρνω νιώθω πολύ διαφορετικός. Αρχίζω και ξεχνάω πράγματα, έχω νευρικές εκρήξεις και ξαφνικά που περνάει στο άκυρο. Μήπως να μάθουμε την προέλευσή τους;» την ρωτάει. «Δε ξέρω, Ρικ, αυτό που μ’ ενδιαφέρει τώρα είναι να έρθω σ’ επαφή με την μητέρα μου» του λέει και τον φιλάει ξανά. 
Η θεία Μέρεντιθ επισκέπτεται μετά από πολύ καιρό την Λαρίσα στην ψυχιατρική κλινική του Ντάνβιλ. Εκείνη διαβάζει ένα βιβλίο όσο η Χλόη, η νοσοκόμα της, σιδερώνει τα ρούχα της πιο δίπλα. «Λαρίσα, τι κάνεις;» την ρωτάει η Μέρεντιθ κι η Λαρίσα αργεί να απαντήσει. Κλείνει το βιβλίο και την κοιτάει. «Όλα καλά» της λέει μ’ ένα ψεύτικο χαμόγελο ενώ τα μάτια της φαίνονται φοβισμένα. 
«Δεν φαίνεσαι καλά» της λέει η Μέρεντιθ κι η Λαρίσα επαναλαμβάνει «Όλα καλά». Τότε η Μέρεντιθ ζητάει από την Χλόη να βγει από το δωμάτιο να μιλήσουν ιδιαιτέρως. «Τι συμβαίνει;» ρωτάει η Μέρεντιθ κι η Λαρίσα αρχίζει και κλαίει. «Ξέρεις, Μέρεντιθ, πάντα νομίζαμε ότι μπορούμε να διορθώνουμε τα λάθη μας με το να κρύβουμε. Αλλά δυστυχώς πάντα βρίσκουν τον τρόπο να επιστρέφουν στην επιφάνεια» της λέει. 
«Για τι πράγμα μιλάς, Λαρίσα;» την ρωτάει. «Ξέρεις πολύ καλά. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που…ξέρεις…» λέει η Λαρίσα κι η Μέρεντιθ συμπληρώνει «που σκοτώσαμε τον άντρα μου, τον Μάττ;» Η Λαρίσα όμως την διακόπτει μ’ αυστηρότητα «…σκότωσες. Εγώ σε κάλυψα μόνο». Η Μέρεντιθ, νευριασμένη, σηκώνεται από την καρέκλα. «Δεν καταλαβαίνω γιατί μιλάς πάλι γι’ αυτό. Έχει τελειώσει! Σε συγχώρησα τότε και είμαστε καλά! Θες να μαλώσουμε πάλι;»  της λέει και πάει να φύγει. 
«Το παιδί μου είναι ζωντανό» της λέει και η Μέρεντιθ παγώνει και γυρνάει και την κοιτάει. «Άκουσες τι είπα; Το παιδί που έδωσα τότε στο KD είναι ζωντανό. Και μάλιστα όχι μόνο ζωντανό αλλά και θυμωμένο» λέει στην Μέρεντιθ και ξεροκαταπίνει. «Με ποιον;» ρωτάει αυτή. «Με όλους μας. Ήρθε η ώρα, Μέρεντιθ, για να πληρώσουμε» της λέει κι η Μέρεντιθ είναι έτοιμη να κλάψει. «Θες να πεις ότι έκανε εκκίνηση Παιχνιδιού;» ρωτάει κι η Λαρίσα την κοιτάει έντρομη. 
Βλέποντας τις ειδήσεις, ο Ρικ έπαθε σοκ όταν ανακοίνωσε η αστυνομία ότι βρήκαν το μέρος που ήταν φυλαγμένη η Μέριλιν όταν την είχαν απαγάγει. Στο παλιό σπίτι της γιαγιάς του, Πόλυ, το οποίο κάηκε πρόσφατα από εμπρησμό.
Ούτε ένα τέταρτο δεν τον πήρε να φτάσει με το ταξί λίγο μετά για να αντικρύσει τα κάρβουνα και τα συντρίμμια που είχαν απομείνει εκεί τυλιγμένα όλα με απαγορευτικές κορδέλες της αστυνομίας. Η μυρωδιά του καμένου είναι ακόμα πολύ έντονη παρόλο που πέρασαν αρκετές μέρες από την φωτιά. Βλέποντας ότι είναι ερημιά, αρχίζει και ψάχνει τα καμένα αντικείμενα ανενόχλητος. Μετά από καμιά ώρα ψαχουλέματος, καταφέρνει και βρίσκει ένα μικρό μεταλλικό κουτάκι παλιό. Προσπαθεί να το ανοίξει το μπαούλο αλλά είναι κλειδωμένο. 
«Ρικ!» η φωνή της Ζωής τον τρομάζει και σκοντάφτει σε κάτι καμένα ξύλα. «Είσαι καλά; Δεν ήθελα να σε τρομάξω. Είδα τι είπαν στις ειδήσεις και έτρεξα να δω πώς είναι» του λέει και τον βοηθάει να σηκωθεί κι όπως σηκώνεται παρατηρεί ένα φλασάκι κολλημένο στο ξύλο. Το παίρνει ο Ρικ και το κοιτάει. «Ποιανού είναι αυτό; Της γιαγιάς μου αποκλείεται» λέει ο Ρικ. «Γιατί, εγώ την βρήκα στο Twitter τις προάλλες. Αλλά δε νομίζω να το είχε τόσο παλιά που έμενε εδώ» λέει η Ζωή καθώς αρχίζουν και φεύγουν. «Πρέπει να το είχε η κοπέλα που έμενε εδώ για ένα διάστημα» του λέει. 
«Α δεν ήξερα καν ότι το πήρανε άλλοι» της λέει. «Ναι, αλλά εξαφανίστηκε αυτή μετά τη φωτιά. Λογικά θα προσπαθεί ακόμα να συνεννοηθεί με τις ασφάλειες του KD. Τι κουτί είναι αυτό που κρατάς;» τον ρωτάει. «Το βρήκα στα συντρίμμια. Αλλά είναι κλειδωμένο και προσπαθώ να το ανοίξω πόση ώρα αλλά τίποτα. Θα πρέπει να μιλήσω με την γιαγιά μου για να βρει το κλειδί» της λέει ο Ρικ κι αυτή τότε το αρπάζει απ’ τα χέρια του και το πετάει με δύναμη στο έδαφος και ανοίγει. Ο Ρικ έχει μείνει έκπληκτος κι αυτή χαμογελάει. «Ή απλά κάνε αυτό» του λέει κι αυτός ρουθουνίζει. 
Το παίρνει στα χέρια του και το ανοίγει. Είναι φωτογραφίες παλιές. Ο Ρικ έχει μείνει. «Είναι σαν αυτήν που βρήκα στην αποθήκη της μάνας μου που έδειχνε ένα ξανθό παιδάκι που δεν αναγνώριζα κρατώντας το αρκουδάκι που βρήκα. Η γιαγιά μου είχε πει ότι πρόκειται για κάποιο αγόρι που είχαν οι γονείς μου αλλά δεν μου ‘πε τι απέγινε» λέει ο Ρικ. Η Ζωή τις κοιτάει προσεκτικά και από μπροστά και από πίσω που γράφουν ημερομηνίες. «Ρικ…δεν είναι αγόρι αυτό. Φοράει φορεματάκι και έχει κοτσιδάκια» του λέει. «Οι ημερομηνίες των φωτογραφιών είναι όταν γεννήθηκες κι εσύ περίπου. Πρέπει να ήταν έναν χρόνο μεγαλύτερή σου. Αν και…» λέει η Ζωή καθώς βλέπει κάτι φοίνικες πίσω στο φόντο μιας φωτογραφίας. «Δε μου φαίνεται για το Ντάνβιλ αυτό το μέρος που τραβήχτηκαν οι φωτογραφίες…Δε ξέρω αλλά…μοιάζει απίστευτα με το νησί του Ιδρύματος KD» λέει η Ζωή κι ο Ρικ την κοιτάει, σοκαρισμένος. 


ΣταύροςkS