Η Μάγισσα του Αέρα (Κεφάλαιο 3) Πιτζάμα πάρτι; Όχι ακριβώς!

Αφού συνεχίσαμε, για καμιά ωρίτσα ακόμα, την συζήτηση, σε πιο χαλαρό τόνο, και φάγαμε και επιδόρπιο, η Άρια μας έστειλε όλους στον όροφο των παιδιών, να μαζευτούμε, να κάνουμε τις εργασίες μας και τα διαβάσματά μας και το βράδυ θα ξαναμιλούσαμε για ό, τι νεώτερο προέκυπτε. Μόνο στον Ρέι έδωσε την άδεια να κατέβει με την κοπέλα του στον Κάτω Κόσμο για να μαζέψει πληροφορίες. Η ίδια, αφού έβαλε τον Μαξ για τον απογευματινό του ύπνο και μάζεψε την τραπεζαρία, πήγε να ασχοληθεί με το θέμα της μαγικής προστασίας του σχολείου.
Εγώ πήγα με τα κορίτσια στο δωμάτιό τους. Η μόνη που κάθησε να διαβάσει για το σχολείο ήταν η Κάρι. Είχε βγάλει πάνω στο γραφείο της τα βιβλία των μαθηματικών, της φυσικής και της χημείας και με το που τα έβαλε σε μια σειρά – ανάλογα με το φόρτο εργασιών που είχε το κάθε μάθημα – ξεκίνησε να λύνει διαφορικές εξισώσεις. Η αδερφή της από την άλλη, η Ρίκα, έβγαλε από ένα σεντουκάκι, που είχε κάτω από το κρεβάτι, ένα μικρό βιβλίο με ξόρκια και άρχισε να το μελετάει με πολύ προσοχή. Φαινόταν πολύ παλιό και πρέπει να εμπεριείχε στις σελίδες του μυστικά ανώτερης μαγείας, που φαντάζομαι θα αποτελούσαν τρομερό ατού για κάθε μάγισσα που σέβεται τον εαυτό της.
«Ενδιαφέρον φαίνεται αυτό», σχολιάζω, με κάποια επιφύλαξη, το ανάγνωσμα της Ρίκα. Δεν θα ήθελα να πάρει το σχόλιό μου στραβά˙ μου φτάνει ένας Χάλιγουελ να είναι θυμωμένος μαζί μου.
Σήκωνει το βλέμμα της από το βιβλίο και με κοιτάζει με την άκρη του ματιού της. Έχει σηκώσει το φρύδι της σε μια έκφραση αποδοκιμασίας, σαν να μου λέει «τι ξέρεις εσύ κοπέλα μου από ανώτερη μαγεία;». Αλλά μάλλον την παρεξήγησα, αφού το επόμενο λεπτό έρχεται προς το μέρος μου και αφήνει το βιβλίο πάνω στα πόδια μου.
«Ρίξε μια ματιά. Εγώ το έχω διαβάσει ήδη».
Αυτό δεν το περίμενα. Η Ρίκα, η πιο αξιόλογη μάγισσα που ξέρω, με κρίνει άξια να διαβάσω ένα από τα αναγνώσματά της; Μάλλον θα με έχει συμπαθήσει.
«Ευχαριστώ πολύ», της λέω εμφανώς κολακευμένη και ανοίγω αμέσως το μικρό αυτό θησαυρό στην σελίδα με το πρώτο ξόρκι. «Ξόρκι εντοπισμού μάγισσας». Χμμ... ενδιαφέρον. Και τρομακτικό. Αυτό σημαίνει ότι οποιοσδήποτε με ψάξει μπορεί να με βρει αν έχει αυτό το βιβλίο. Επόμενο: «ξόρκι εξόντωσης αλλαξόμορφου».
Οι αλλαξόμορφοι ήταν μάγοι και μάγισσες που μπορούσαν να αλλάξουν μορφή σε οποιοδήποτε ζώο ήθελαν μέχρι τα δεκαοχτώ τους χρόνια. Από τα δέκατα όγδοα γενέθλιά τους και έπειτα μπορούσαν να πάρουν τη μορφή μόνο ενός συγκεκριμένου ζώου, με ενισχυμένα τα χαρακτηριστικά τους. Έτσι, ανάλογα με το τελικό ζώο που επέλεγαν, χωρίζονταν σε φυλές.
Είχα την εντύπωση ότι οι αλλαξόμορφοι είναι πλάσματα που δεν υπάρχουν πια. Είχα ακούσει διάφορες ιστορίες για την εξαφάνισή τους, με επικρατέστερη αυτή που αναφέρει πως μέσα από την κατάχρηση των μαγικών τους ταλέντων ξέχασαν πως να επιστρέψουν στην αρχική τους μορφή και χάθηκαν τα ίχνη τους στις μορφές των ζώων που επέλεξαν να μεταμορφωθούν μέσα στην ιστορία.
Οπότε μάλλον αυτό δεν είναι και πολύ χρήσιμο ξόρκι. Παρακάτω υπήρχαν κι άλλα ξόρκια εξόντωσης, κυρίως για δαίμονες μεσαίου επιπέδου, όπως ο δαίμονας του νερού, οι Μπάνσι και οι Σίκερς – όλοι τους δαίμονες, που ελπίζω να μην συναντήσω ποτέ στη ζωή μου. Αλλά υπήρχαν και ξόρκια γενικότερης χρήσης, όπως το ξόρκι δέσμευσης δυνάμεων, το ξόρκι για να ακούς τις σκέψεις των άλλων και το ξόρκι ανάφλεξης. Ξόρκια που θα μπορούσαν να μου φανούν πολύ χρήσιμα στο άμεσο μέλλον.
Προσπαθώ αρχικά να απομνημονεύσω το ξόρκι ανάφλεξης. Είναι ένα εύκολο τετράστιχο με ομοιοκαταληξία, οπότε δεν θα έχω πρόβλημα να το θυμηθώ όταν θα χρειαστεί. Το δύσκολο κομμάτι είναι άλλο. Εκτός από την τεράστια αυτοσυγκέντρωση που απαιτεί κατά την εκτέλεση του, έπρεπε να ετοιμάσω μερικά πουγκάκια με εξαιρετικά σπάνια συστατικά, για να τα πετάξω προς το μέρος του εχθρού και να δημιουργήσουν την φλόγα πάνω του. Σπάνια συστατικά, όπως οι φολίδες δράκου ας πούμε.
«Ρίκα, μπορώ να σε διακόψω λίγο; Έχω μια απορία», τολμώ να ρωτήσω μέσα στην απόλυτη ησυχία του δωματίου.
«Φυσικά», είναι η απάντησή της. Νομίζω πως το απολαμβάνει όταν επιβεβαιώνεται πως οι μαγικές της γνώσεις είναι μακράν καλύτερες από όλων των άλλων.
«Εδώ λέει πώς για να γίνει η προετοιμασία του ξορκιού χρειάζονται τρεις φολίδες από δράκο της Φωτιάς».
«Ποια ακριβώς είναι η απορία σου;»
«Ε, να... υπάρχουν δράκοι;»
Βλέπω με την άκρη του ματιού μου την Κάρι να σηκώνει απότομα το κεφάλι της από τα βιβλία και να κοιτάζει με σοκαρισμένο ύφος την αδερφή της. Αφού ανταλλάσσουν μια σιωπηλή ματιά γυρίζουν ταυτόχρονα προς το μέρος μου και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα σκάνε στα γέλια.
Νιώθω τα μάγουλά μου να φλέγονται από ντροπή. Ξαφνικά το παράθυρο ανοίγει με δύναμη και ένα δροσερό κύμα αέρα εισβάλλει στο δωμάτιο, φέρνοντας μέσα και λίγα κίτρινα, ξερά φύλλα από τα δέντρα έξω από το σπίτι.
Η ξαφνική εισβολή αέρα κόβει μαχαίρι το γέλιο των κοριτσιών και παρατηρώ πως η Ρίκα κρατάει τώρα στο δεξί της χέρι δυο μπαλάκια αντι-στρες τα οποία αναβοσβήνουν μανιωδώς σε κόκκινο χρώμα. Περίμεναμε για μερικά δευτερόλεπτα να γίνει κάποια επιθετική κίνηση. Όμως, εκτός από το αέρακι που άνοιξε απότομα το παράθυρο, δεν είχαμε κάποιον άλλον απρόσμενο επισκέπτη. Γυρνάνε ταυτόχρονα και οι δυο προς το μέρος μου και με κοιτάζουν με απορία.
«Δεν ήμουν εγώ.», υπερασπίζομαι τον εαυτό μου με πυγμή.
Αρχίζουμε να γελάμε και οι τρεις, λες και μόλις μας έκαναν κάποια μεγαλειώδη φάρσα.  Μόλις σταματάμε το νευρικό γέλιο, σηκώνομαι να κλείσω το παράθυρο για να παρατηρήσω πως τα μπαλάκια στα χέρια της Ρίκα δεν αναβοσβήνουν πια.
«Είναι φοβερό αυτό που μπορείς να κάνεις», σχολιάζω με ενθουσιασμό και κάθομαι πάνω στο κρεβάτι της. «Πόση ζημιά μπορείς να προκαλέσεις με αυτά;» ρωτάω δείχνοντας με το δάχτυλο τα μπαλάκια στο χέρι της. Αναφέρομαι φυσικά στο χάρισμά της να μετατρέπει κατά βούληση ό, τι αγγίζει σε βόμβα. Ένα αξιοζήλευτο χάρισμα, κατά τη γνώμη μου.
Μου ρίχνει ένα βλέμμα καχυποψίας και δεν μου απαντάει αμέσως.
«Μου είπε ο αδερφός σου τι μπορείς να κάνεις», σπεύδω  να εξηγήσω, ελπίζοντας να της αρκεί αυτή η εξήγηση και να με εμπιστευτεί.
«Μπορώ να πετύχω μια αρκετά καλή έκρηξη με αυτή τη μάζα. Συνήθως έχω μαζί μου σε θήκες τέτοια μπαλάκια και βώλους, ώστε να έχω άμεση πρόσβαση σε υλικό, σε περίπτωση που χρειαστεί».
«Αν είχα το χάρισμά σου, δεν θα φοβόμουν τίποτα», παραδέχομαι με κάποιο παράπονο. «Εγώ το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σε χτυπήσω με ένα δυνατό ρεύμα αέρα για να σε απομακρύνω από κοντά μου. Άντε, μπορώ και να αιωρηθώ για λίγο. Αυτά.»
«Μην το λες αυτό. Όσο κι αν σιχαίνομαι που το παραδέχομαι, το χάρισμά μου έχει μειονεκτήματα. Αν τύχει και ξεμείνω από υλικά σε κάποια μάχη, θα βρεθώ να βλέπω τα ραδίκια ανάποδα.»
«Δεν το είχα σκεφτεί αυτό...»
«Επειδή εγώ το έχω σκεφτεί, πάντα ψάχνω τρόπους για να μειώσω τους κινδύνους στο ελάχιστο: φροντίζω οι τσέπες μου να είναι πάντα γεμάτες, μαθαίνω συνεχώς νέα ξόρκια και εξασκούμαι καθημερινά στις πολεμικές τέχνες. Δεν αφήνω τίποτα στην τύχη».
Εντυπωσιακό. Μάλλον πρέπει να στρωθώ κι εγώ, να εξοπλίσω τον εαυτό μου με περισσότερα, να γίνω καλύτερη μάγισσα, όπως η Ρίκα. Αυτή η μικρή μου βάζει τα γυαλιά.
«Μερικές φορές νιώθω τόσο άχρηστη. Δεν ξέρω γιατί οι Μάγισσες των Στοιχείων είναι τόσο φημισμένες – εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα παραπάνω από το να παίζω με το αεράκι.»
«Μπόνι, δεν θέλω να ακούω τέτοια. Θα γίνεις μια καταπληκτική Μάγισσα του Αέρα. Απλά, πρέπει να εξερευνήσεις λίγο παραπάνω τις δυνατότητές σου και να δοκιμάσεις να φτάσεις σε ένα άλλο επίπεδο –και πίστεψέ με, έχεις πολύ δρόμο μπροστά σου».
Όσο γλυκιά και αν είναι η Κάρι, δεν μπορεί να με πείσει ότι μπορώ να κάνω κάτι παραπάνω από αυτό που κάνω ήδη. Με κοιτούσε με αυτά τα καστανά μάτια της γεμάτα αισιοδοξία και μου χαμογελούσε ενθαρρυντικά. Αλλά εγώ χρειάζομαι κάτι παραπάνω από αυτά. Χρειάζομαι αποδείξεις ότι μπορώ να κάνω περισσότερα. Σαν να διάβασε τη σκέψη μου, έρχεται, γονατίζει μπροστά μου και μου πιάνει το χέρι.
«Το ξέρεις ότι σαν Μάγισσα του Αέρα, θα μπορείς στο μέλλον να ελέγξεις τον καιρό; Με αρκετή εξάσκηση βέβαια».
Μια έκφραση αμφιβολίας έχει κυριαρχήσει στο πρόσωπό μου.
«Τώρα νομίζω πως υπερβάλλεις για να με κάνεις να νιώσω καλύτερα».
«Αλήθεια λέει», δηλώνει κατηγορηματικά και η Ρίκα.
«Έχω διαβάσει σε πολλά βιβλία για τις δυνατότητες των Μάγων των Πέντε Στοιχείων. Είστε προορισμένοι για μεγαλεία. Διάβασα πρόσφατα ότι με τα κατάλληλα ρεύματα αέρα θα μπορείς, σαν Μάγισσα του Αέρα, να ορίζεις τα σύννεφα και την συμπεριφορά τους. Θα μπορείς να φέρεις βροχή ή χαλάζι ή να δημιουργήσεις ανεμοστρόβιλους κατά βούληση. Θα μπορείς να ελέγχεις ακόμα και τους κεραυνούς – θα είναι το πιο θανατηφόρο όπλο σου, είναι όλα γραμμένα στην Ιστορία», συνέχισε να μου εξηγεί η Κάρι και ήδη νιώθω μια ελπίδα να γεννιέται μέσα μου. Η ελπίδα ότι θα καταφέρω να επιζήσω από αυτή την ιστορία με τις Πέτρες και το κυνηγητό. Η ελπίδα ότι θα κατατροπώσω - αν χρειαστεί - τον διώκτη μου.
«Απλά θέλει πολύ εξάσκηση. Τίποτα δεν κερδίζεται χωρίς κόπο. Θα πρέπει να αφιερώσεις πολλές ώρες στην μελέτη του χαρίσματός σου, αλλά και στην πρακτική εξάσκηση αυτού, για να έχεις αποτελέσματα και μπορεί να σου πάρει εβδομάδες, ακόμα και μήνες μέχρι να δεις ουσιαστική βελτίωση», μου υπενθυμίζει η Ρίκα και γκρεμίζει τις ελπίδες μου αμέσως. Δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ μέσα μου αν θα έχω τον χρόνο να εξασκηθώ σε όλα αυτά που υποτίθεται ότι μπορώ να κάνω ή αν είναι ήδη πολύ αργά για μένα.
«Εγώ, για να σου δώσω να καταλάβεις, αρχικά μπορούσα μόνο να «παγώσω» τον εχθρό μου για λίγα δευτερόλεπτα. Τώρα μπορώ να τον αφήσω «παγωμένο» για μέρες, αρκεί να βρίσκομαι στον ίδιο χώρο».
«Όταν λέει να τον «παγώσει» εννοεί στον χρόνο», μου διευκρινίζει η Ρίκα.
«Μπορείς να σταματήσεις τον χρόνο;», ρωτώ σχεδόν εκστασιασμένη. Πόσο καταπληκτικές δυνάμεις έχει αυτή η οικογένεια;
«Ουσιαστικά, αυτό που κάνω είναι να επιβραδύνω την κίνηση των μορίων κάθε ατόμου ή αντικειμένου, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να δίνει την εντύπωση ότι παραμένει ακίνητο, ότι έχει «παγώσει» δηλαδή. Στην πραγματικότητα βέβαια, συνεχίζει να κινείται απλά σε πολύ μικρότερη ταχύτητα από την συνηθισμένη. Απλά όπως όλοι, αντιμετωπίζω κι εγώ κάποια μειονεκτήματα με τη δύναμή μου. Για παράδειγμα, δεν πιάνει σε λευκές μάγισσες και Καθοδηγητές ή σε δαίμονες ανωτέρου επιπέδου. Εξασκούμε κι εγώ για να το αντιμετωπίσω, όπως και η Ρίκα, όπως θα έπρεπε να κάνεις κι εσύ με το δικό σου χάρισμα».
«Θα το κάνω, θα εξασκηθώ. Θέλω να το κάνω, αλλά δεν ξέρω πώς», δηλώνω απογοητευμένη και μου ξεφεύγει ένας μικρός αναστεναγμός.
«Τότε να χαίρεσαι που έχεις τον Τάι για Καθοδηγητή σου, γιατί πραγματικά έχει πολλά να σου μάθει», έβγαλε η Κάρι αυτό το λογικό συμπέρασμα.
Μάλιστα. Όσο περνάει η ώρα απομακρύνονται όλο και περισσότερο οι ελπίδες μου, αλλά προσπαθώ να μην το αφήσω να φανεί στο προσωπό μου. Και δεν είναι ότι αμφισβητώ τις γνώσεις ή τις δυνατότητες του Τάι. Αμβισβητώ απλά το αν θα μπορώ να συγκεντρωθώ σε ό, τι κι αν έχει να μου διδάξει ή αν θα ψάχνω, κάθε φορά, μια δικαιολογία για να τον αγγίξω.
Τελειώνοντας τη συζήτηση με τα κορίτσια, σχετικά με τις δυνάμεις μας και τους δράκους – που παρεπιπτόντως υπάρχουν και είναι και πολύ επικίνδυνοι – έχει ήδη περάσει η ώρα. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο του υπνοδωματίου το σκοτάδι της νύχτας και αρχίζω να ανησυχώ, γιατί δεν έχουμε νέα από τους υπόλοιπους ακόμα. Ούτε ο Πήτερ από τη Σχολή Μαγείας, ούτε τα πιτσουνάκια που πήγαν για κατασκοπία στον Κάτω Κόσμο. Για να μην πω για τον Τάι που δεν έχει δώσει σημεία ζωής ακόμα από το μεσημέρι. Μα είναι συμπεριφορά Καθοδηγητή αυτή;
«Μήπως θέλεις να κάνεις ένα μπάνιο;» διέκοψε τις σκέψεις μου η Κάρι.
Κοίταξα τα ρούχα που φορούσα. Ένα στενό τζιν, με δυο σκισίματα ψηλά στο δεξί μηρό – αποτέλεσμα φυσικά της επίθεσης στη βιβλιοθήκη – και ένα καλοκαιρινό, ημιδιάφανο, γαλάζιο μπλουζάκι, που μάλλον και αυτό ήταν λίγο σκονισμένο. Ναι, χρειάζομαι ένα ντουζάκι, αλλά δεν έχω μαζί μου τίποτα για να αλλάξω.
«Θα σου δώσω εγώ ρούχα να αλλάξεις», μου λέει με το γνωστό αφοπλιστικό χαμόγελο της σαν να διάβασε την σκέψη μου και σηκώνεται κατευθείαν να ψάξει στην ντουλάπα της ό,τι φαντάζεται πως θα χρειαστώ. Πάντα καλοσυνάτη και εξυπηρετική, έρχεται και αφήνει δίπλα μου ένα ροζ σατέν μπλουζάκι και ένα ασορτί σορτσάκι για πιτζάμες, ένα εσώρουχο με ροζ λουλουδάκια, που με διαβεβαίωσε ότι είναι ολοκαίνουριο και αφόρετο, μια πετσέτα για τα μαλλιά και ένα, επίσης ροζ, μπουρνούζι.
«Να φανταστώ πως το αγαπημένο σου χρώμα είναι το ροζ;» τη ρωτώ με χαμόγελο. Από την ντροπή της έγινε ακόμα πιο κόκκινη και απλά κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. Δεν ήθελα να την φέρω σε δύσκολη θέση.
«Κι έμενα, σε ευχαριστώ πολύ», της λέω αρκετά πειστικά ελπίζω, και την φιλάω στο μάγουλο. Έπειτα παίρνω τα πράγματα της μικρής και κατευθύνομαι προς το μπάνιο. Ξέρω ότι δεν γίνεται να μπερδευτώ και να ανοίξω λάθος πόρτα, αφού νωρίτερα είχα παρατηρήσει πως η μόνη πόρτα που δεν έχει ταμπελάκι με ονόματα στον όροφο είναι αυτή του μπάνιου. Ανοίγω την πόρτα με αυτοπεποίθηση και μπαίνω μέσα με φόρα.
Άρχισα να ξεφωνίζω όταν συγκρούστηκα μετωπικά με κάποιον που ήταν ήδη μέσα και ετοιμαζόταν να βγει. Όλα τα πράγματα που μου είχε δώσει η Κάρι, είχαν πέσει στο πάτωμα και εγώ βρισκόμουν σφιχταγκαλιασμένη με τον προηγούμενο χρήστη του ντουζ, ο οποίος έσταζε νερά. Αφού μου πήρε μερικά δευτερόλεπτα να έρθει το μυαλό μου στη θέση του από τη σφοδρή σύγκρουση, συνειδητοποιώ ότι βρίσκομαι στην αγκαλιά ενός πολύ γυμνασμένου και ημίγυμνου άντρα.
«Πάλι εσύ;», ακούω τη γνώριμη, βραχνή φωνή του Κα.
«Πρέπει να σταματήσουμε να συναντιόμαστε έτσι», αστειεύομαι για να ελαφρύνω λίγο το κλίμα. Λογικά θα είναι έξαλλος μαζί μου. Είναι δυνατόν να έπεσα δεύτερη φορά πάνω του μέσα στην ίδια μέρα; Θα νομίζει ότι το κάνω επίτηδες. Φοράω το πιο γοητευτικό μου χαμόγελο και σηκώνω το βλέμμα μου για να εκτιμήσω την κατάσταση. Αν είναι θυμωμένος, ένα χαμόγελο θα είναι το καταλληλότερο όπλο, σωστά; Ακόμα και για έναν ανέκφραστο και μοναχικό τύπο όπως αυτός. Όμως το χαμόγελό μου έσβησε όταν ήρθα αντιμέτωπη πάλι με αυτά τα μυστηριώδη γκριζογάλανα μάτια του.
«Χτύπησες;» με ρωτάει χωρίς να πάρει το βλέμμα ή τα χέρια του από πάνω μου.
«Όχι», του απαντάω βιαστικά και αποστρέφω το βλέμμα μου γρήγορα «αφού με κράτησες». Τώρα κοιτούσα το στήθος του. Το ελαφρώς τριχωτό και εξαιρετικά σφικτό και γραμμωμένο στήθος του. Οι σταγόνες του νερού γλύφανε απαλά την επιδερμίδα του κυλώντας προς τα κάτω, στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από την θέρμη του κορμιού του, αλλά τελικά εξατμίζονταν πριν ολοκληρώσουν το ταξίδι τους. Μου φαίνεται τόσο ερωτική αυτή η καθοδική και ανοκλήρωτη πορεία του νερού. Ασυνείδητα, φέρνω το δεξί μου χέρι στο λακάκι που σχημάτιζαν οι μύες του στο κέντρο του στήθους του και το ακουμπάω απαλά με τα δάχτυλά μου.
Γιατί το έκανα αυτό; Τραβάω γρήγορα το χέρι μου από εκεί και προσπαθώ να κάνω ένα βήμα πίσω, αλλά τελικά φαίνεται ότι ο Κα με κρατάει ακόμα σφικτά πάνω του.
Τον κοιτάζω με απορία και αμηχανία μαζί. Έχει καρφώσει το βλέμμα του πάνω μου. Ή μάλλον για να το θέσω καλύτερα, με «τρώει» με τα ματιά του. Το λάγνο βλέμμα του τρέχει πάνω κάτω στο κορμί μου και μετά επιστρέφει πάλι στα μάτια μου. Είναι η πρώτη φορά που μπορώ να αποκωδικοποιήσω κάτι στο μυστηριώδες βλέμμα αυτού του άντρα. Υπάρχει όμως τόση ένταση σε αυτό που δεν αντέχω άλλο να το νιώθω επικεντρωμένο πάνω μου. Ειλικρινά, με ζαλίζει. Κοιτάζω και πάλι προς τα κάτω για να συνέλθω και διαπιστώνω δυο πράγματα: το πρώτο είναι ότι ο Κα είναι ολόγυμνος, με μια μικρή πετσέτα μόνο τυλιγμένη γύρω από τη μέση του να καλύπτει τα επίμαχα σημεία. Δεν είμαι σίγουρη αν αυτό με κάνει να νιώθω αμηχανία ή ντροπή, κυρίως γιατί μου αρέσει αυτό που βλέπω. Πολύ! Και δεν με είχα για άνθρωπο που του αρέσουν οι άντρες με σωματότυπο «ντουλάπας». Δεύτερον, το μπλουζάκι μου έχει βραχεί τόσο από την επαφή μας που έχει γίνει μούσκεμα. Πλέον, είναι τόσο διαφανές και κολλημένο πάνω μου που φαίνεται ξεκάθαρα και με κάθε λεπτομέρεια του σουτιέν μου.
Τον ακούω να ξεφυσά μια γενναία ποσότητα αέρα και μετά με απομακρύνει από την αγκαλιά του χωρίς κάποιο άλλο προειδοποιητικό σημάδι.
«Τα λέμε αργότερα», λέει και φεύγει από το μπάνιο με κατεύθυνση προς το δωμάτιο του, χωρίς περαιτέρω σχόλια.
Τι έγινε μόλις τώρα; Έμεινα να κοιτάζω το βρεγμένο πάτωμα ξαναμμένη. Αυτός ο άνθρωπος με απέρριψε για δεύτερη φορά. Εγώ αν ήμουν στη θέση του θα ήθελα τουλάχιστον να με φιλήσω – για να μην πω τίποτα περισσότερο. Βέβαια, πριν φύγει, με τσέκαρε από πάνω μέχρι κάτω. Ήταν ξεκάθαρο πως αυτή τη φορά δεν του ήμουν... αδιάφορη. Αλλά γιατί να με νοιάζει αν θα του είμαι αδιάφορη ή όχι;
  Κλείνω με δύναμη την πόρτα του μπάνιου, θυμωμένη με τον εαυτό μου για τις ακατάλληλες σκέψεις μου και μαζεύω τα πράγματα από το πάτωμα. Ό, τι έχει βραχεί θα το περάσω με το πιστολάκι που είχαν αφήσει πάνω στο πλυντήριο και θα το φορούσα. Γδύνομαι,  ανοίγω τη βρύση της ντουζιέρας και τοποθετώ το τηλέφωνο στο ειδικό στερέωμα στον τοίχο. Προσπαθώ να διώξω τον θυμό που έχει ανάψει μέσα μου, αφήνωντας το κρύο νερό του ντουζ να το συμπαρασύρει μαζί με τη περίσσεια θερμότητα από το σώμα μου.

Αφού απόλαυσα τη δροσιά και την ηρεμία στο ντουζ, ένιωσα ότι βγήκα απ’ αυτό άλλος άνθρωπος. Όση ώρα στέγνωνα τα μαλλιά μου και τις πιτζάμες μου, αποφάσισα ότι θα προσπαθούσα να ξεχάσω ό, τι έγινε πριν από λίγο. Έτσι κι αλλιώς, ήταν μια τυχαία στιγμή, δεν σήμαινε τίποτα. Την ώρα που βάζω τις πιτζάμες της Κάρι, αναρωτιέμαι αν θα έχουμε τίποτα νεώτερο τώρα από τους κατασκόπους μας.
Βγαίνω από το μπάνιο και κατευθύνομαι γρήγορα προς το δωμάτιο των κοριτσιών. Δεν θέλω να πετύχω κανέναν στο διάδρομο, ειδικά φορώντας αυτές τις μικροσκοπικές πιτζάμες. Επειδή είμαι πιο ψηλή από την Κάρι, τα ρούχα της μου είναι τόσο κοντά, που νιώθω πως ετοιμάστηκα για φωτογράφιση σε αντρικό περιοδικό.
Μπαίνω με φόρα στο δωμάτιο των κοριτσιών εντελώς απροετοίμαστη γι’ αυτό που με περιμένει εκεί.
Η πόρτα πίσω μου κλείνει με θόρυβο και μια αόρατη δύναμη με εκσφεντονίζει δυνατά στον τοίχο δεξιά μου. Μόλις προσγειώνομαι στο πάτωμα, προσπαθώ αμέσως να σηκωθώ στα πόδια μου και να αμυνθώ. Σαρώνω με το βλέμμα μου το δωμάτιο για να εντοπίσω την πηγή της επίθεσης. Διαπιστώνω τρομοκρατημένη πως πάνω στο κρεβάτι της Ρίκα, βρίσκεται μια σκοτεινή φιγούρα με μαύρο μανδύα και κουκούλα.
Πριν προλάβω να αντεπιτεθώ, με ξαφνιάζει με ακόμα ένα τηλεκινητικό χτύπημα και με ρίχνει στον τοίχο αριστερά μου. Πέφτω κάτω ζαλισμένη με το σώμα μου να πονάει παντού. Δεν μπορώ να σηκωθώ.  Ακολουθεί άλλη μια τηλεκινητική επίθεση, μόνο που αυτή την φορά ρίχνει πάνω μου την καρέκλα από το γραφείο της Κάρι. Σηκώνω τα χέρια μου ψηλά και αποκρούω την καρέκλα με ένα κύμα αέρα, πρωτού με χτυπήσει και πάλι. Η καρέκλα παρασύρεται προς τα πάνω και χτυπάει με δύναμη στο ταβάνι και γίνεται κομμάτια που πέφτουν γύρω μου. Φαίνεται πως ο εχθρός μου σάστισε για λίγο, οπότε εκμεταλεύτηκα αυτά τα πολύτιμα δευτερόλεπτα για να αντιδράσω.
Σηκώνομαι απότομα με όση δύναμη μου μένει και χρησιμοποιώ τον αέρα γύρω μου προς όφελός μου για να πετάξω πάνω στον εχθρό μου όσα αντικείμενα μου τραβάνε την προσοχή στο δωμάτιο: έναν χαρτοκόπτη, βιβλία, δυο μεταλλικές λίμες, καθρεφτάκια, ένα ψαλίδι, όλα τα στυλό που είχε η Κάρι πάνω στο γραφείο της, ένα ποτήρι νερό. Αποκρούει τα περισσότερα με τις τηλεκινητικές του δυνάμεις, αλλά του ξεφεύγει το ποτήρι και τον πετυχαίνει με φόρα στο κεφάλι. Τινάζεται προς τα πίσω και η κουκούλα του πέφτει. Γυρνάει και με κοιτάει αγριεμένος. Τα μάτια του είναι κίτρινα, με μαύρες κόρες σαν του φιδιού και αντί για φρύδια έχει μερικές πράσινες φολίδες.
«Θα το μετανοιώσεις αυτό μάγισσα.» φωνάζει και εξαφανίζεται από το οπτικό μου πεδίο.
«Αυτό ήταν;» αναρωτιέμαι φωναχτά.
Ήταν μεγάλο λάθος να ρίξω τις άμυνες μου, νομίζοντας ότι τον τρόμαξα αρκετά για να το σκάσει. Εμφανίζεται και πάλι μπροστά μου και με χτυπάει στο στέρνο. Πέφτω με την πλάτη στον τοίχο πίσω μου.
«Τα...» προσπαθώ να φωνάξω, αλλά έρχεται γρήγορα μπροστά μου και με το ένα του χέρι μου κλείνει το στόμα, ενώ με το άλλο μπήγει τα γιγαντιαία, κοφτερά νύχια του στην κοιλιά μου και μετά με πετάει κάτω.
Ο πόνος που νιώθω είναι αφόρητος. Προσπαθώ να φωνάξω, να καλέσω βοήθεια, αλλά μάταια, είναι αδύνατον, δεν έχω πια δύναμη. Χρειάζομαι λίγο χρόνο, κάποια δευτερόλεπτά για να συνέλθω. Έρχεται πάλι κοντά μου, με πιάνει από το λαιμό και με σηκώνει ψηλά, τόσο που τα πόδια μου δεν πατούσαν στο έδαφος. Δεν μπορώ να βγάλω άχνα. Τότε παρατηρώ το τατουάζ της μικρής σαύρας μέσα σε πεντάλφα στο μέτωπό του. Είναι δαίμονας Χαμαιλέοντας. Έχει τη δύναμη να καμουφλάρεται στον χώρο που βρίσκεται, ώστε να περνά απαρατήρητος και να κατασκοπεύει. Ποιος ξέρει πόση ώρα μας παρακολουθούσε πριν αποφασίσει να μου επιτεθεί. Επιπλέον, είναι Κεφαλοκυνηγός του Κάτω Κόσμου και μάλιστα από τους πιο αποτελεσματικούς.
«Τ-τ-τι... Θ-θ-θ-έ-λεις από μ-μ-μένα;» καταφέρνω να ψελλίσω καθώς σφίγγει με δύναμη το λαιμό μου και μου κλείνει την αναπνευστική οδό. Προσπαθώ να ξεσφίξω τα δάχτυλά του, αλλά το γεγονός ότι χάνω τόσο αίμα με έκανε όλο και πιο αδύναμη.
«Θα μάθεις σύντομα μόλις σε παραδώσω σε αυτούς.»
Ποιους «αυτούς»; Δεν μπορώ να αναπνεύσω, χάνομαι. Ψάχνω κάποια λύση στο δωμάτιο με το βλέμμα μου. Εκεί, δίπλα στο κρεβάτι της Κάρι, υπάρχει ένα τεράστιο κομμάτι γυαλί από τον ολόσωμο καθρέφτη που έσπασε νωρίτερα. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ στον αέρα γύρω μου για να το σηκώσω και να απελευθερωθώ. Χρησιμοποιώ το δεξί μου χέρι για να διοχετεύσω την ενέργειά μου κατάλληλα και καταφέρνω με αυτό το κομμάτι να κόψω το χέρι του δαίμονα που με κρατάει απ’το λαιμό, στο ύψος του μπράτσου του.
«Σκύλα! Θα έπρεπε να σε σκοτώσω κατευθείαν», με απειλεί πισωπατώντας άτακτα, κρατώντας το ακρωτηριασμένο του άκρο. Ξέρω ότι δεν του έκανα ιδιαίτερη ζημιά, αφού οι Χαμαιλέοντες έχουν τη δύναμη να αναγεννούν ανά πάσα στιγμή οποιοδήποτε μέρος του σώματός τους. Αλλά τουλάχιστον απελευθερώθηκα.
Πέφτω στο πάτωμα. Δεν μπορώ ακόμα να φωνάξω, βήχω σαν τρελή ρουφώντας λαίμαργα οξυγόνο, για να βρω την ανάσα μου. Σέρνομαι προς την πόρτα, κρατώντας με το αριστερό μου χέρι την πληγωμένη μου κοιλιά, και χρησιμοποιώ την δύναμη του αέρα για να την ανοίξω και να βγω έξω.
Ελπίζω ότι ο Κα είναι στο δωμάτιο του, μερικά μέτρα μακριά μου. Ο λαιμός μου δεν έχει συνέλθει ακόμα. Πρέπει να βιαστώ. Προσπαθώ να ρίξω ένα κύμα αέρα προς την πόρτα του για να ανοίξει και να δει πως χρειάζομαι βοήθεια, αφού δεν μπορώ να το φωνάξω. Είμαι τόσο αδύναμη πια, που το μόνο που καταφέρνω με την πόρτα είναι απλά να την τραντάξω. Αν ο Κα ακούει μουσική, αποκλείεται να καταλάβει τον θόρυβο. Πρέπει να ξαναπροσπαθήσω.
Νιώθω το χέρι του δαίμονα να με αρπάζει από τα μαλλιά και να με τραβάει προς τα πίσω. Με σηκώνει ψηλά με το καινούριο του χέρι και χρησιμοποιεί το άλλο για να μου κλείσει πάλι το στόμα.
«Πού νομίζεις ότι πας; Θα έρθεις μαζί μου. Ο Άλιστερ θα κερδίσει πολλά για το κεφάλι σου, σκύλα», μου ψιθυρίζει στο αυτί και νιώθω την απαίσια διχαλωτή γλώσσα του να γαργαλάει το λαιμό μου.
Αυτό ήταν. Ένιωθα σα να ήμουν ήδη νεκρή. Η Πέτρα του Αέρα θα γινόταν δική τους και εγώ θα ήμουν υπεύθυνη για την καταστροφή του κόσμου. Τα μάτια μου έχουν θολώσει από τα καυτά δάκρυα ενοχής και απελπισίας που έχουν δημιουργηθεί.
«Δεν νομίζω ότι θα πάει κάπου μαζί σου.»
Ο δαίμονας εκσφεντονίζεται προς τα πίσω, πάλι μέσα στο δωμάτιο και ακούγεται κάτι ξύλινο να σπάει στο βάθος. Ενώ πέφτω στο έδαφος, νιώθω μια δύναμη να με συγκρατεί στο αέρα και να με κατεβάζει απαλά στο πάτωμα.
«Μπόνι! Μπόνι, με ακούς; Προσπάθησε να μείνεις ξύπνια τώρα, εντάξει; Έρχεται βοήθεια... Τάι! Τάι, τσακίσου κι έλα εδώ ρε άχρηστε.»
Ο Κα είναι τώρα από πάνω μου και βγάζει το φανελάκι του για να το χρησιμοποιήσει ώστε να σταματήσει την αιμοραγία στην κοιλιά μου. Κρατώ τα μάτια μου ανοιχτά, παρόλο που θέλω τόσο πολύ να κοιμηθώ.
«Μη φοβάσαι είμαι εγώ εδώ. Όλα θα πάνε καλά», λέει και μου χαϊδεύει τρυφερά το μάγουλο. Μήπως έχω παραισθήσεις από την απώλεια αίματος;

Εκείνη την στιγμή εμφανίζεται ο Τάι, με τηλεμεταφορά. Την ώρα που σκύβει να εκτιμήσει την κατάστασή μου, ο Κα δέχεται επίθεση από κάτι ξύλινα δοκάρια που πέφτουν απ’ τον αέρα πάνω του. Τα απεκρούει με τη δύναμη της τηλεκίνησης, χωρίς να φανεί καθόλου έκπληκτος. Με μια κίνηση του χεριού του, τα δοκάρια υπάκουα αλλάζουν κατεύθυνση προς την αντίθετη πλευρά και τότε τα πάντα γύρω μου σκοτεινιάζουν.

Foni Nats