Η λύκαινα και το κοράκι (Κεφάλαιο 7)



Η μουσική και τα γέλια όλων ακούγονταν σε όλη την αίθουσα. Εκείνη, καθόταν στην θέση της, δίπλα απ' τον σύζυγό της και κοιτούσε το -ενοχλητικό για αυτή- θέαμα.

Όλοι οι ιππότες και οι άνδρες του δωματίου είχαν πλησιάσει την νεαρή χαμογελαστή ομορφιά, η οποία στεκόταν ακόμα στο πλευρό του Στρατηγού. Εκείνος, έχοντας το χέρι του γύρω της, έδειχνε ξεκάθαρα ότι του άνηκε και ότι κανείς δε θα την πλησίαζε.
Ίσως και για μια στιγμή να ζήλεψε την άγνωστη γυναίκα που ήξερε μόνο το όνομά της. Ίσως και να ευχήθηκε να ήταν, για λίγα λεπτά έστω, στη θέση της. Να ένιωθε έστω και λίγη προστασία κάτω απ' το τρυφερό βλέμμα εκείνου το άντρα.
Μα όχι, εκείνη ήταν δίπλα στον βασιλιά, του οποίου τα σημάδια στόλιζαν ακόμα το κορμί της, κρυμμένα κάτω από ακριβά μετάξια που αγκάλιαζαν από ανάγκη το κορμί της.
Την επόμενη μέρα θα έφευγε ο κηδεμόνας της. Ίσως να προσπαθούσε να τον μεταπείσει με κάποιο τρόπο. Ίσως να μπορούσε να πάει ξανά σπίτι. Αλλά ποτέ δε θα ήταν η ίδια, αυτό ήταν σίγουρο. Ό, τι πολυτιμότερο είχε, ο σύζυγός της τής το είχε πάρει, χωρίς καν να έχει γνώμη πάνω σε αυτό. Και χωρίς καν να την προσέξει.
Σε μια αυθόρμητη στιγμή, έπιασε την επίπεδη κοιλιά της. Και αν έμενε έγκυος στο παιδί του; Αν έφερνε στον κόσμο ένα παιδί προορισμένο για δυστυχία.
«Ανίκα! Επιτέλους, μας έκανες την τιμή.» η φωνή του συζύγου της τήν έβγαλε από τις σκέψεις της.
Η μελαχρινή γυναίκα στεκόταν μπροστά τους, ενώ ένα μεγάλο χαμόγελο απλωνόταν στα χείλη της και κοσμούσε τα απαλά χαρακτηριστικά της.
«Ω, έλα τώρα Μύρωνα. Εσύ ειδικά δε θα έπρεπε να έχεις παράπονο. Δεν είναι η πρώτη φορά που με βλέπεις σήμερα.», του είπε και τον φίλησε στο μάγουλο, ενώ το κόκκινο κραγιόν της άφησε το στίγμα του στο μάγουλό του.
Εκείνος την κοίταξε χαμογελώντας, ενώ τα κρύα μάτια του λαμπύριζαν κάτω απ' το φως του δωματίου.
«Όλο το βράδυ όμως δεν μας έχεις έρθει.» είπε και στράφηκε προς τη βασίλισσα, η οποία καθισμένη παρατηρούσε εξονυχιστικά την πρασινομάτα νύμφη μπροστά της. «Ανίκα, αυτή είναι η γυναίκα μου, Ρωξάνδρα.», την σύστησε και εκείνη έστρεψε το βλέμμα της στην βασίλισσα.
Όσο γλυκό και να ήταν το χαμόγελό της, τα μάτια της πρόδιδαν ότι παρατηρούσε την νεαρή κοπέλα λες και ήταν γεράκι. Διαπεραστικά και κρύα, έσταζαν περιέργεια για την νέα γυναίκα μπροστά της.
Από την άλλη, το μαύρο βλέμμα της Ρωξάνδρας ανταγωνιζόταν αυτό της νεαρής κοπέλας. Το ίδιο διαπεραστικό και κρύο. Τόσο σκοτεινό που ήταν λες και κρατούσε άμυνα για κάτι.
Αυτή η σύγκρουση μετά μαύρου και πράσινου διήρκησε ακόμα λίγα δευτερόλεπτα, που σε εκείνες φάνηκαν ώρες. Λες και είδε κάτι που την ικανοποίησε, ένα μεγαλύτερο χαμόγελο πρόβαλε στα κόκκινα χείλη της πρασινομάτας κοπέλας, εκπλήσσοντας την βασίλισσα.
«Χαίρω πολύ, βασίλισσά μου.» είπε χαμογελαστή, τείνοντας το χέρι της.
Εκείνη, για μια στιγμή την κοίταξε με περιέργεια, αλλά τελικά, όπως άρμοζε, έπιασε το χέρι της σε χειραψία.
«Παρομοίως.» απάντησε κοφτά, κοιτώντας την κατάματα.
Η νεαρή κοπέλα συνέχισε να χαμογελά και κοίταξε τον Μύρωνα.
«Εγώ να πηγαίνω. Θα τα πούμε αργότερα.» είπε και απομακρύνθηκε από εκείνους, γυρίζοντας στον μελαχρινό Στρατηγό, ο οποίος μόλις τον πλησίασε, την αγκάλιασε για άλλη μια φορά.
Το μαύρο βλέμμα της έμεινε για λίγο στο ζευγάρι, οι οποίοι χασκογελούσαν και πείραζαν ο ένας τον άλλον. Ένα μεγάλο κύμα ζήλιας την διαπέρασε και έσφιξε με δύναμη το χρυσό κύπελλό της, στρέφοντας το βλέμμα της άλλου.
Δεν έπρεπε να την νοιάζει. Έπρεπε να κοιτάζει τον σύζυγό της. Αυτός έπρεπε να την πειράζει. Και όμως, όταν τον είδε με εκείνη ένιωσε ανακουφισμένη για μια στιγμή στην ιδέα ότι ίσως να ήταν ερωμένη του. Ίσως να μην την ήθελε τελικά. Ίσως απλά να είχε τον τίτλο της βασίλισσας για να έχει εκείνος μια γυναίκα. Ίσως η κοπέλα να ήταν και στείρα. Όμως, όταν την είδε με τον μαυρομάλλη Στρατηγό, οποιαδήποτε ανακούφιση και να ένιωσε χάθηκε με μιας.
Η γιορτή συνεχιζόταν. Προσπαθούσε σκληρά να μην τους κοιτάει. Έστρεφε το ενδιαφέρον της οπουδήποτε αλλού με αυτόν τον σκοπό και μόνο. Και όμως, έπιανε τον εαυτό της να θέλει σαν τρελή να τους κοιτάει. Ήθελε σαν τρελή να ήταν στη θέση εκείνης της Ανίκας, ώστε να κλέψει έστω και λίγες στιγμές ξεγνοιασιάς στο πλάι του Αρθούρου.
Το ένα ποτήρι κρασί διαδεχόταν το άλλο, μέχρι που ένιωσε ένα γερό χέρι γύρω απ' τον καρπό της. Κοίταξε τον κάτοχό του.
«Αρκετά. Πάμε στην κρεβατοκάμαρα.» διέταξε κοφτά και με λαγνεία να χρωματίζει τον τόνο της φωνής του ο Μύρωνας και την σήκωσε, τραβώντας την μαζί του.
Δεν κατάλαβε πότε πρόλαβαν να φτάσουν στην κρεβατοκάμαρά τους, ούτε πότε βρέθηκε με αυτόν από πάνω της. Ήξερε μόνο ότι όλα γύρω της γύριζαν.
Ένιωθε τα χέρια του να την γραπώνουν για άλλη μια φορά και τα βίαια φιλιά του να της κλέβουν την ανάσα. Ένιωθε σα μια άψυχη κούκλα στα χέρια ενός βάρβαρου.
Ξάφνου είδε μπροστά της τον Αρθούρο. Τα μαύρα του μαλλιά και τα ανοιχτά του μάτια. Θέλησε να τον αγγίξει... Να τον φιλήσει... Να τον νιώσει να την γεμίζει...
Έτρεξε τα χέρια της μέσα απ' τις μαύρες τρίχες του κεφαλιού, ακούγοντάς τον να γρυλίζει από πόθο για εκείνη. Αυτό ήθελε τόσο καιρό. Αυτό ονειρευόταν.
Οι μεγάλες παλάμες του τυλίχτηκαν γύρω απ' τους μηρούς της, πιέζοντάς την πάνω του πιο πολύ. Κανένα κενό δεν υπήρχε ανάμεσά τους. Τα χέρια της χάιδευαν τους ώμους του και προσπαθούσαν να βγάλουν το άσπρο πουκάμισό του. Τον χρειαζόταν τώρα.
«Ήθελα απ' την αρχή να στο βγάλω αυτό το φόρεμα.» τον άκουσε να λέει με μια βραχνή φωνή, καθώς έσκισε όλο το μπροστινό μέρος του φορέματός της, αφήνοντάς την εκτεθειμένη.
Άνοιξε αμέσως τα μάτια της, ξυπνώντας από την ονειροπόλησή της. Αυτόματα ένιωσε ένα ρίγος να την διαπερνά. Τι έκανε;
Προσπάθησε να κρυφτεί με κάποιο τρόπο, αλλά ο Μύρωνας της πήρε τα χέρια και τα τοποθέτησε πάνω απ' το κεφάλι της, μοιράζοντας φιλιά σε όλο της το σώμα.
Και όταν τον ένιωσε να την κατακτά ξανά και ξανά, όλο και πιο δυνατά, ένα δάκρυ κύλησε απ' την άκρη των ματιών της.
Ποτέ δε θα γλίτωνε από αυτή την κόλαση.

Despoina Andreoy