Η μαγεία του Άγιου Βασίλη του Νίκου Καρδαμπίκη

    
        «Μπαμπά, μπαμπά». Η δυνατή φωνή της κορούλας του τον καλωσόρισε στο σπίτι. Δεν πρόλαβε καλά-καλά να μπει μέσα και πήδηξε στην αγκαλιά του. Ο χαρτοφύλακας του έπεσε από την ορμή της μικρής, η οποία τοποθέτησε το γλυκό της προσωπάκι στην κοιλότητα του λαιμού του. Κάθε φορά που ήταν αναστατωμένη ή στεναχωρημένη το ίδιο έκανε. Έτρεχε στην αγκαλιά του και περίμενε να την παρηγορήσει.
    Την αγκάλιασε και την κοίταξε στα πράσινα μάτια της. Όμοια με τα δικά του. Η κόρη του ήταν μια μικρογραφία την γυναικάς του. Λευκή επιδερμίδα, με κατάμαυρα μαλλιά. Ακόμη είχαν και τις ίδιες εκφράσεις. Όλα ίδια έκτος από τα ματιά. Είχε πάρει τα ματιά του. Η εμφάνιση της, του θύμισε την πριγκίπισσα της Ντίσνευ, Χιονάτη. Και αυτό ήταν το παρατσούκλι της. Πριγκίπισσα.
            «Τι έχει η όμορφη πριγκίπισσα μου και έχει γεμίσει το προσωπάκι της με δάκρυα;»
            «Τα.. τα παιδιά στο σχολείο, με κοροιδευ..ουν γιατί, γιατί πιστεύω στον Άγιο Βασίλη και μου ει..είπαν ότι δεν υπάρχει. Ότι εσεις δια…αβαζετε τα γράμματα, μας αγοράζετε τα δώρα και τα βάζετε κάτω από το δέντρο, το βράδυ, κρυφά. Πες μου μπαμπααααααα ότι δεν είναι αλήθεια αυτό και ότι ο άγιος Βασίλης υπάρχει».
«Πριγκίπισσα μου, εσύ» της είπε γλυκά χαμογελώντας και δίνοντας ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο.   
«Πες μου» του φώναξε, ενώ έσπρωξε το πρόσωπο του μακριά από το δικό της με τα μικρά της χεράκια. Η φωνή της τον ξεκούφανε αλλά συνέχισε να χαμογελάει.
            «Θα σου πω για την μαγεία του Αγίου Βασίλη μετά το φαγητό. Να ξεκουραστώ λιγάκι, να φάω και θα σου πω. Σύμφωνοι;»
            «Το υπόσχεσαι με το μικρό δαχτυλάκι;» απλωσε την μικρή της γροθιά με το μικρό δαχτυλάκι της σηκωμένο περιμένοντας την απάντηση του. Άπλωσε κι εκείνος το χέρι του και έπιασε το μικρό της δάχτυλο με το δικό του, σφραγίζοντας έτσι την υπόσχεση. Η πριγκίπισσά του τον αγκάλιασε με δύναμη και του έδωσε ένα μεγάλο φιλί στο μάγουλο. «Σ΄αγαπώ, μπαμπά».
            Καθώς έτρωγαν, το μυαλό του γύρισε αρκετά χρόνια πίσω, την εποχή που εκείνος ήταν στην ηλικία της κόρης του. Όταν ο πατέρας του, αδιάφορα του είπε ότι δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης, ότι τα δώρα τα αγόραζε εκείνος. Ορθά και κοφτά του ανέφερε την απόφαση του, ότι δεν θα παίρνει δώρα από εδώ και πέρα, γιατί οι εποχές είναι δύσκολες. Η καρδιά του ράγισε εκείνη την εποχή και είχε θυμώσει με τον πατέρα του. Του είχε καταστρέψει την μαγεία των Χριστουγέννων. Δεν μπορούσε να καταλάβει τότε, ήταν ένα μικρό παιδάκι, θα μπορούσε να του το έχει πει πιο μαλακά, η ένα οποιοδήποτε δώρο θα ήταν καλύτερο από το τίποτα. Αλλά έπρεπε να περάσουν χρόνια, να σπουδάσει, για να καταλάβει τον πατέρα του.
            Τον είχε συγχωρέσει. Ο πατέρας του και η μητέρα του, δεν είχαν τελειώσει ούτε το δημοτικό και ήταν σκληροί άνθρωποι, δίκαιοι, αλλά σκληροί. Έβλεπαν τα πράγματα διαφορετικά και δεν μπορούσαν να μπουν στην ψυχολογία ενός μικρού παιδιού. Ακόμη, ζώντας σε μια εποχή όπου η οικονομική κρίση είχε χτυπήσει όλα τα σπίτια, μειώνοντας αισθητά τα κονδύλια για αχρείαστα έξοδα, καταλάβαινε την κίνηση εκείνη του πατέρα του, όπως και όλων των υπολοίπων γονιών που είπαν την αλήθεια στα παιδιά τους.
            Ακόμη και εκείνος, δεδομένης της κατάστασης, θα έλεγε την αλήθεια στη μικρή…
            «Αγάπη μου» η φωνή της γυναικάς του τον έβγαλε από τις σκέψεις του.
«Που ταξιδεύεις τόση ώρα;»
            «Απλά αφαιρέθηκα για λίγο»
            Μόλις έφαγαν, ήρθε η ώρα η μικρή να κάνει μπάνιο και να ετοιμαστεί για ύπνο. «Μπαμπά υποσχέθηκες» του θύμισε και τα ματάκια της άρχισαν να βουρκώνουν ξανά.
            «Κάνε γρήγορα μπάνιο με την μάμα και μόλις βγεις θα σου πω»
            «Εντάξει» χαμογέλασε και έφυγε γρήγορα για το μπάνιο.
            Είχε αποφασίσει να της πει την αλήθεια, αλλά χωρίς να χαθεί η μαγεία και έτσι ετοιμάστηκε.
            «ΑΑΑΑΑΑΑ…. Μπαμπά είναι τέλεια».
Η πριγκίπισσά του είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Είχε σβήσει τα φωτά του σπιτιού και το μικρό σαλόνι τους φωτιζόταν από τα πολύχρωμα φωτάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου. Μια ζωηρή φωτιά στο τζάκι ζέσταινε ευχάριστα τον χώρο και από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή ακούγονταν τα κάλαντα.
            Το χαμόγελο της έγινε ακόμα πιο πλατύ, όταν πλησίασε τον καναπέ και οσμίστηκε το γλυκό άρωμα της ζεστής σοκολάτας.
«Σοκολααααατα» τσίριξε χαρούμενη.
            Κάθισαν απέναντι από το τζάκι. Εκείνος στην αγαπημένη του δερμάτινη πολυθρόνα, απλώνοντας τα πόδια του δίπλα στην εστία του τζακιού και η μικρή του πριγκίπισσα στην αγκαλιά του, κρατώντας στα χεράκια της την σοκολάτα.
            «Πες μου τώρα, είναι αληθινός ο Άγιος Βασίλης μπαμπάκα;»
            «Μικρή μου πριγκίπισσα, θέλω να με ακούσεις χωρίς να με διακόψεις σε παρακαλώ. Μόλις τελειώσω μπορείς να με ρωτήσεις ότι θέλεις. Εντάξει;»
            Έκλινε το κεφάλι της καταφατικά και βολεύτηκε καλύτερα στην αγκαλιά του, κοιτώντας τον μέσα στα ματιά. Πως θα στενοχωρούσε αυτό το προσωπάκι; Θα καταλάβαινε;
            «Μικρή μου πριγκίπισσα, θα σου πω την ιστορία και την μαγεία του Αγίου Βασίλη.
            «Πριν από παρά πολλά χρόνια, τον παλιό καιρό, στον Βόρειο Πόλο ζούσε ένας παππούλης. Το όνομα του παππούλη ήταν, Βασίλης. Ο Βασίλης λοιπόν και η γυναίκα του, παρότι αγαπούσαν τα παιδάκια, δεν μπόρεσαν ποτέ να έχουν δικά τους. Στο χωριό που ζούσε, ήταν ο πιο πλούσιος άνθρωπος και βοηθούσε τους ανθρώπους δίνοντας χρήματα, φαγητό και ρούχα. Στα παιδάκια που τόσο αγαπούσε, την εποχή των Χριστουγέννων μοίραζε δώρα. Πολλά δώρα, τα περισσότερα από τα οποία, τα έφτιαχνε μόνος του κάθε χρ…»
            «Μπαμπά αυτά τα ξεεεεεεέρω. Εγώ σε ρώτησα να μου πεις εάν υπάρχει Άγιος Βασίλης»
            «Βρε δεν σου είπα να μην με διακόψεις;» ρώτησε και ξεκίνησε να την γαργαλάει.
            «Στάματα-σταματα σε παρακαλώ» γελούσε δυνατά η μικρή.
            «Αυτό σου λέω πριγκίπισσά μου, αυτό εξηγεί η ιστορία, εάν καθίσεις ήσυχη, δεν θα σε ξαναγαργαλήσω, εάν όχι…» την απείλησε γλυκά γαργαλώντας την απαλά στην κοιλίτσα της.
            «Θα καθίσω, το υπόσχομαι»
            «Που είχα μείνει… ααα ναι. Κάθε χρόνο έφτιαχνε παιχνίδια για τα παιδιά του χωριού του, αλλά και για τα γύρω χώρια. Δώρα πολλά για όλα τα παιδιά. Δεν έκανε διακρίσεις φτωχών και πλουσίων. Τα παιδιά είναι παιδιά και πρέπει να είναι ευτυχισμένα.
            »Από εκεί ξεκινά και η μαγεία του αγίου Βασίλη μικρή πριγκίπισσα. Οι πράξεις του για τους ανθρώπους του χωριού του και ιδιαίτερα για τα παιδάκια, ενέπνευσαν και άλλους ανθρ..»
            «Μπαμπά τι σημαίνει ενέπνευσαν;»
            «Σημαίνει ότι ήθελαν να κάνουν και άλλοι άνθρωποι το ίδιο. Να βοηθούν και εκείνοι ανθρώπους και παιδάκια».
            «Ζήλεψαν δηλαδή;»
            «Όχι ακριβώς. Τις περισσότερες φορές η ζήλια είναι κακή. Καλύτερα να το πεις θέληση. Ήθελαν να κάνουν και αυτοί κάτι κάλο. Κάτι τόσο αγνό, μέσα από την καρδιά τους, χωρίς να ζητάνε η να περιμένουν κάτι σε αντάλλαγμα. Το έκαναν όπως και ο παππούς Βασίλης».
            «Κατάλαβα. Για πες παρακάτω μπαμπάκα»
            «Οι άνθρωποι άρχισαν να βοηθούν κι εκείνοι τον κόσμο και πολλά παιδάκια ακόμη, εάν όχι με δώρα, αλλά με ότι έχει ο καθένας ανάγκη. Ο παππούς Βασίλης έγινε διάσημος. Όσοι ήθελαν να βοηθήσουν, ακόμη και εκείνον πήγαιναν από το σπίτι του και τον βοηθούσαν να ετοιμάσει πολλά παιχνίδια. Κάθε χρόνο γινόταν το ίδιο. Άνθρωποι από όλο τον κόσμο τον βοηθούσαν και όλοι τον αγαπούσαν.
            »Για να κάνει τα παιδάκια ακόμα περισσότερο χαρούμενα, μοίραζε τα δώρα του πάνω σε ένα έλκηθρο, που το έσερναν μεγάλοι τάρανδοι και για να φαίνεται από μακριά μέσα στο χιόνι, φορούσε πάντα, κάθε χρόνο κόκκινο πανωφόρι και παντελόνι. Επειδή ήταν και κρυουλιάρης σαν κι εσένα, που τώρα τρέμεις από το κρύο»
            «Δεν τρεμωωωω».
            «Μην λες ψέματα, σε νιώθω που κρυώνεις και τρέμεις»
            «Εντάξει κρυώνω λιγάκι, αλλά θέλω να ακούσω για την μαγεία του αγίου Βασίλη, σε παρακαλώ».
            Ήταν έτοιμος να την πάει για ύπνο και να συνεχίσουν αύριο, αλλά δεν μπορούσε να αντισταθεί σε εκείνα τα πράσινα ματιά. Εκείνα ήταν όλη του η ζωή, όπως και της γυναικάς του και ας μην είχαν κάποιο ιδιαίτερο χρώμα.
            Ζήτησε από την γυναίκα του να φέρει μια κουβέρτα και να τους σκεπάσει. Ενώ τους σκέπαζε και τους φίλησε γλυκά και τους δυο στο μάγουλο τους είπε. «Μην αργήσετε με τις ιστορίες. Αύριο έχει σχολείο»
            «Ναι μαμά, λίγο ακόμη. Ο μπαμπάς μου λέει για την μαγεία του αγίου Βασίλη».
            «Αφού κρύωνε, ο παππούς Βασίλης φόρεσε και στο κεφάλι του ένα κόκκινο σκούφο, με λεύκη γούνα. Ντυμένος έτσι, έβγαινε κάθε Χριστούγεννα και μοίραζε δώρα σε όλα τα παιδιά. Όταν έβλεπε τα χαρούμενα πρόσωπά τους πάντα γελούσε και επειδή ήταν και λίγο χοντρούλης, γέλαγε δυνατά. Χο χο χο.
            »Το είδαν αυτό και οι άνθρωποι που τον βοηθούσαν από όλο το κόσμο και έκαναν και εκείνοι το ίδιο. Ντύνονταν σαν εκείνον και μοίραζαν δώρα σε όλα τα παιδάκια του κόσμου, αλλά και σε οικογένειες που είχαν ανάγκη. Με αυτό τον τρόπο έγινε διάσημος ο παππούς Βασίλης και η μαγεία του, η μαγεία της αγάπης και της καλοσύνης, του ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο. Τα παιδάκια, όταν ρωτούσαν πως έλεγαν του ανθρώπους με κόκκινη στολή που μοίραζαν τα δώρα, εκείνοι έλεγαν Βασίλης»
            «Δηλαδή μπαμπά δεν είναι ο ίδιος. Πότε δεν έφευγε ή φεύγει από το βόρειο πόλο;»
            «Περίμενε βρε να ακούσεις τη συνέχεια»
            «Πες μου, πες μου πριν φωνάξει η μάμα να πάω για ύπνο»
            «Τα χρόνια πέρασαν και ο παππούς Βασίλης ανέβηκε στον ουρανό. Έγινε και εκείνος άγγελος, όπως η γιαγιά σου, για να κάνει παρέα στον Χριστούλη μας. Οι βοηθοί του στεναχωρήθηκαν που έφυγε για τον ουρανό και δεν ήθελαν να φτιάχνουν δώρα χωρίς εκείνον.
            »Ο Χριστούλης, όμως, που τόσα χρόνια παρακολουθούσε τον πάππου Βασίλη από τον ουρανό, αποφάσισε να κάνει τον πάππου Βασίλη Άγιο. Τον έκανε Άγιο ώστε να μπορεί να βοηθάει πάντα τους βοηθούς του ή όσους ήθελαν να γίνουν σαν εκείνον με την μαγεία του. Κάθε χρόνο, με την μαγεία του, έμπαινε στις καρδίες όσων πίστευαν σε εκείνον και τους βοηθούσε τα Χριστούγεννα, να γίνουν σαν και αυτόν. Ακόμα και εσύ έγινες άγιος Βασίλης πριγκίπισσα μου».
            «Αλήθειαααα;»
            «Ναι αγάπη μου. Θυμάσαι πέρυσι, που έδωσες ρούχα και παιχνίδια στην φίλη σου που ήταν φτωχή και κρύωνε;».
            «Ναι το θυμάμαι. Ένιωσα πολύ ωραία και χαρούμενη που τα έδωσα, εγώ δεν ήθελα και ήταν κρίμα να τα πετάξουμε».
            «Αυτή είναι η μαγεία του Αγίου Βασίλη. Η χαρά σου που βοήθησες τη φίλη σου. Ο Άγιος Βασίλης μπορεί να μην υπάρχει όπως παλιά, αλλά η μαγεία του ζει μέσα στις καρδιές των ανθρώπων. Τα Χριστούγεννα γίνεται ακόμα πιο δυνατή και εάν πιστεύεις σε αυτόν υπάρχει και κάθε χρόνο θα έρχεται, είτε είναι με δώρα είτε με ανθρώπους στη ζωή σου».
            «Και τα παιδιά στο σχολείο, που δεν πιστεύουν σε αυτόν;»
            «Δεν πειράζει. Η μαγεία χάνεται μόνο όταν σταματήσεις να πιστεύεις σε αυτή. Ο καθένας μας πιστεύει όπου θέλει, άσε τα αλλά παιδάκια να κάνουν ότι θέλουν και εσύ κάνε αυτό που θέλεις».
            «Άρα ο άγιος Βασίλης υπάρχει και ζει μέσα στην καρδιά μας. Ευχαριστώ μπαμπά. Καληνύχτα»
Τον αγκάλιασε δυνατά και τον φίλησε γλυκά στο μέτωπο. Στο κρεβάτι, η γυναίκα του τον πήρε γλυκά αγκαλιά.

«Έπρεπε να γίνεις παραμυθάς, όχι δημοσιογράφος και μόλις έκανες το καλύτερο δώρο στην κόρη σου».
            Αγκαλιάζοντας την και εκείνος της είπε γλυκά.
«Ο πατέρας μου, για κάποια χρόνια, μέχρι να τον καταλάβω, μου κατέστρεψε τα Χριστούγεννα και δεν ήθελα το ίδιο για την πριγκίπισσα μου».
            «Είσαι πολύ γλυκός, κάτι τέτοια κάνεις και σε αγαπάω όλο και πιο πολύ».
Μια δυνατή φωνή γέμισε το σκοτεινό δωμάτιο και το κρεβάτι τραντάχτηκε. «ΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ, Μαμά-μπαμπά θέλω και εγώ αγκαλιά».
            Η κόρη τους χώθηκε ανάμεσα τους και τους πήρε αγκαλιά.
«Σας αγαπάω και τους δυο, καλά Χριστούγεννα να έχουμε με την μαγεία του αγίου Βασίλη στην καρδιά μας»
            Στην αρχή θύμωσε που πετάχτηκε έτσι απότομα μέσα στο δωμάτιο η μικρή, αλλά τα λόγια της, αυτά τα γλυκά λόγια, εξαφάνισαν μεμιάς όλο το θυμό του. Πήρε αγκαλιά τα δώρα του. Για εκείνον ο Άγιος Βασίλης του είχε κάνει τα καλύτερα δώρα και συνεχίζει να του κάνει κάθε χρόνο. Η οικογένειά του είναι καλά και γεμάτη αγάπη.
            «Καλά Χριστούγεννα» ψιθύρισε.

Νίκος Καρδαμπίκης