'Ίντριγκες και Πάθη (Κεφάλαιο 11)


Η Νοέλια ένιωσε τόσο πόνο στην καρδιά, λες και κάποιος μόλις την είχε καρφώσει με ένα μαχαίρι. Τα δάκρυα έτρεξαν μόνα τους, δεν μπόρεσε να τα συγκρατήσει καθώς η αλήθεια την χτύπησε στο πρόσωπο και την ξύπνησε από τον βαθύ λήθαργο. Η αρχική της επιφύλαξη και ο έντονος φόβος που την είχε κάνει να αισθανθεί ο Λεονάρντο την πρώτη μέρα που συναντήθηκαν, επέστρεψαν ορμητικά. Δεν έπρεπε να είχε εμπιστευθεί αυτόν τον άντρα, δεν έπρεπε να τον πιστέψει τόσο εύκολα. Πως είναι δυνατόν να υπέκυψε; Έπρεπε να καταλάβει ότι ήταν μπλεγμένος σε όλο το διαβολικό αυτό σχέδιο, που στόχο είχε την εξόντωση της. Εκείνος ήξερε απ' την αρχή ότι ήταν αθώα, αλλά ήθελε να τη βασανίσει. Ποιος ξέρει τι είχε βάλει στο μυαλό του, μπορεί και να τη σκότωνε αν δεν ακολουθούσε τις εντολές του. Εκείνη τη στιγμή ένιωσε καθαρό μίσος να αναβλύζει μέσα της. Αυτή τη φορά ήταν σίγουρη για τα αισθήματα που έτρεφε απέναντί του, και δεν μετάνιωνε καθόλου.

Δεν είχε καταλάβει ότι βρισκόταν ακριβώς μπροστά της, ώσπου μίλησε: «Νοέλια, τι συμβαίνει;».
Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε μέσα απ' τα βουρκωμένα μάτια της. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι μετά από τόσες αποκαλύψεις, εξακολουθούσε να τον θεωρεί απίστευτα όμορφο. Ωστόσο, αυτά τα κατάμαυρα μάτια, που την κοίταζαν εξεταστικά, έκρυβαν μεγάλα μυστικά. Μυστικά που αφορούσαν εκείνη και έπρεπε οπωσδήποτε να ανακαλύψει.
Σκούπισε βιαστικά τα μάγουλά της με την ανάστροφη του χεριού της και σηκώθηκε όρθια, έτσι που να τον κοιτάζει ευθεία μέσα στα μάτια.
«Πως μπόρεσες;» αυτό ήθελε να πει, να το φωνάξει με τόσο μίσος και να δει στα μάτια του την έκπληξη. Αλλά, δεν είχε το κουράγιο να το κάνει. Τουλάχιστον όχι εκείνη τη στιγμή, σε εκείνο το ηλίθιο γραφείο. Γι' αυτό κι αρκέστηκε σε ένα ψέμα.
«Τίποτα» είπε, χωρίς όμως να κρύψει την πίκρα που έβγαινε από μέσα της.
Ο Λεονάρντο την κοίταξε έντονα, σαν να έψαχνε στο θυμωμένο βλέμμα της την πηγή την αναστάτωσης της. Τελικά απέσυρε το βλέμμα του λέγοντας: «'Έλα στο γραφείο μου».
Η Νοέλια πήρε βαθιά ανάσα και τον ακολούθησε. Προσπέρασαν τον “φύλακα” που κοιτούσε αδιάφορα προς το μέρος τους και μπήκαν στο δωμάτιο. Αμέσως ένιωσε το θάρρος της να εξαφανίζεται. Δεν μπορούσε να τον αντιμετωπίσει. Ήταν αδύναμη.
«Κάθισε» της είπε, τείνοντας το χέρι του προς μια κομψή πολυθρόνα, που ήταν τοποθετημένη μπροστά από το επιβλητικό του γραφείο και εκείνη υπάκουσε μηχανικά.
Κράτησε το βλέμμα της χαμηλά και περίμενε. Άλλωστε δεν ήξερε τι να του πει, αν έπρεπε να ξεσπάσει ή να κρύψει το γεγονός ότι έμαθε.
«Τώρα πες μου. Γιατί έκλαιγες;» την ρώτησε, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος.
Η Νοέλια σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε. «Δεν είμαι υποχρεωμένη να σας πω, σωστά;» είπε θαρρετά.
«Όχι, αλλά θέλω να ξέρω. Έγινε κάτι που σε στεναχώρησε; Μήπως σου μίλησε κάποιος κακότροπα;». Ο τρόπος που έκανε αυτές τις ερωτήσεις, την έκανε να πιστέψει ότι την κορόιδευε.
«Όχι, όλα είναι εντάξει. Απλά...», να του έλεγε για το τηλεφώνημα; Μια φωνούλα μέσα της της έλεγε πως ίσως ερμήνευσε λάθος τα λόγια του πρώην αφεντικού της. Ίσως έπρεπε να ανοίξει τα χαρτιά της για να βγάλει κάποιο ορθό συμπέρασμα. «Απλά, τηλεφώνησε ο κ. Στίβενσον, από τον οίκο μόδας Ριν...».
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει, την διέκοψε με ένα κούνημα του χεριού του.
«Ναι, ναι ξέρω. Τι ήθελε αυτός ο γελοίος;» τη ρώτησε. Ο θυμός ήταν εμφανής στη φωνή του. Η Νοέλια ένιωσε το στομάχι της να δένεται κόμπος.
«Μίλησε για κάποια ανταλλαγή» του απάντησε και περίμενε την αντίδρασή του. Πράγματι, φάνηκε να ξαφνιάζεται. Άρχισε να περπατάει πάνω κάτω μέσα στο χώρο σφίγγοντας τα χέρια του σε γροθιές.
Έπειτα από λίγο, σταμάτησε απότομα και με φωνή που πρόδιδε την αγωνία του, είπε: «Δηλαδή; Τι ακριβώς σου είπε;».
Η Νοέλια χαμογέλασε, «Είπε: Εγώ τήρησα το λόγο μου και περιμένω να κάνει το ίδιο. Αν δεν μου δώσει τα συμφωνηθέντα η κοπέλα θα μάθει τα πάντα». Δεν απαντούσε. Της γύρισε την πλάτη και κοίταξε τη Νέα Υόρκη που απλωνόταν πίσω από την τεράστια τζαμαρία. Αυτό της έδωσε την άδεια να συνεχίσει.
«Θα μου πείτε κ. Μελέντεζ τι εννοούσε το πρώην αφεντικό μου; Η μήπως σκέφτεστε ότι εφόσον πια κατάλαβα τι σόι άνθρωπος είστε, θα πρέπει να με ξεφορτωθείτε;».
Κάτι στα λόγια της τον επηρέασε, γιατί γύρισε απότομα προς το μέρος της και την κατακεραύνωσε με ένα απειλητικό βλέμμα που πρώτη φορά έβλεπε στη ζωή της.
«Τι ακριβώς κατάλαβες για εμένα, Νοέλια;» τη ρώτησε σοβαρά, αν και τα μάτια του πετούσαν σπίθες.
«Κατάλαβα», άρχισε να λέει με στόμφο, «ότι είστε ένας υποκριτής. Ένα ψεύτης που καταστρέφει ζωές αθώων ανθρώπων για να εξυπηρετήσει δικούς του σκοπούς. Τι το τόσο σημαντικό είχα που θελήσατε να με αποκτήσετε; Γιατί κάνατε αυτήν την καταραμένη ανταλλαγή;!».
«Σταμάτα να λες ανοησίες, δεν έκανα καμία ανταλλαγή που να αφορά εσένα!» της φώναξε.
«Τότε τι διάολο συμβαίνει; Ποιος προσπαθεί να με καταστρέψει; Γιατί είναι σαν να μην υπήρξα ποτέ;».
Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, αλλά δεν σκόπευε να τα αφήσει να βγουν στην επιφάνεια μαζί με τα πληγωμένα της αισθήματα. Θα τα φυλάκιζε όλα μέσα της, ώσπου έβρισκαν μόνα τους τον δρόμο προς την ελευθερία. Εκείνη τη στιγμή ήθελε να φανεί σκληρή, όχι ευαίσθητη και δυστυχισμένη.
«Δεν ξέρω» της απάντησε εκείνος πιο ήρεμα. Φαινόταν ειλικρινής.
«Τουλάχιστον πες μου τι εννοούσε ο Στίβενσον, πες μου για ποια ανταλλαγή μιλούσε» τον παρακάλεσε.
Ο Λεονάρντο σωριάστηκε στην καρέκλα του και κοίταξε το πάτωμα σκεφτικός. Έμοιαζε κι εκείνος το ίδιο μπερδεμένος με εκείνη, αν και για τη Νοέλια το πιο πιθανόν ήταν ότι την κορόιδευε.
«Αυτός ο γελοίος... αναφερόταν σε ένα μοντέλο, την Τζέσικα» άρχισε να εξηγεί έπειτα από λίγο, τρίβοντας τους κροτάφους του, «Εγώ με την Τζέσικα είμαστε... ήμασταν μαζί και ήθελα να έρθει να δουλέψει εδώ. Όμως, είναι ξαδέρφη του. Δεν μπορούσε να παραιτηθεί έτσι απλά. Πόσο μάλλον να έρθει να δουλέψει εδώ, στον ανταγωνιστή του ξαδέρφου της». Αναστέναξε. «Γι’ αυτό κι θέλησα να κάνω μια συμφωνία μαζί του. Του πρότεινα να απολύσει την Τζέσικα και σε αντάλλαγμα να του παραχωρήσω κάποια σχέδια. Αλλά φυσικά εκείνος αρνήθηκε. Θεώρησε πολύ λίγο αυτό που θα κέρδιζε. Γι’ αυτό και μου πρότεινε μια διαφορετική συμφωνία. Τον καλύτερο σχεδιαστή μου για τη Τζέσικα».
«Δηλαδή εκείνος την απέλυσε και περιμένει τώρα να του παραχωρήσεις τον καλύτερο σχεδιαστή σου;» ρώτησε η Νοέλια.
Δεν ήξερε αν όλο αυτό ήταν αλήθεια ή ψέμα, αλλά ήξερε ότι αυτό που ένιωθε ήταν λάθος. Κανονικά έπρεπε να νιώσει ανακούφιση, οτιδήποτε διαφορετικό από αυτό που πραγματικά αισθανόταν. Ζήλια. Αν ήταν ερωτευμένος μαζί με αυτή την κοπέλα, τότε γιατί της είπε ότι ο μόνος τρόπος να την αφήσει να φύγει ήταν να τον κάνει να την ερωτευτεί; Δεν μπορούσε να κατανοήσει με τίποτα αυτόν τον διεστραμμένο άνθρωπο. Από τη μια φαινόταν μοχθηρός και επικίνδυνος και από την άλλη γλυκός και ευγενικός.
«Ναι, μόνο που αυτή η συμφωνία είχε γίνει πριν τέσσερις μήνες και εγώ με την Τζέσικα χωρίσαμε πριν δύο. Δεν υπήρχε λόγος να την απολύσει, και τον είχα ενημερώσει ότι η συμφωνία ακυρώνεται. Είναι ένας απατεώνας» είπε με πικρία.
Η Νοέλια πήρε μια βαθιά ανάσα και κούνησε το κεφάλι σε ένδειξη κατανόησης. Ήταν πολύ μπερδεμένη για να μιλήσει.
«Τέλος πάντων, μην σε απασχολεί τώρα αυτό, είναι δικό μου θέμα. Κοίτα να αφοσιωθείς στη δουλειά σου όσο εγώ ψάχνω για τον πατέρα σου» της είπε κι, αν είναι ποτέ δυνατόν, της χαμογέλασε γλυκά.
Του ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Εντάξει» είπε, «και συγγνώμη που σε κατηγόρησα».
«Όλα καλά».
***
Λίγη ώρα αργότερα.
«Ναι, φυσικά και με ενημέρωσε η γραμματέας μου, η Νοέλια Σαβιόνε!» είπε έξαλλος. Ο ηλίθιος, θα μπορούσε να τα έχει τινάξει όλα στον αέρα!
«Η Νοέλια; Τι γυρεύει αυτή στον οίκο μόδας;».
«Αυτό δεν σε αφορά. Έπρεπε να κρατήσεις το στόμα σου κλειστό. Εφόσον δεν ήμουν εδώ, ας έλεγες απλά να σε καλέσω ή ας σκαρφιζόσουν κάποια ανοησία όπως ότι έχουμε να συζητήσουμε για κάποια επίδειξη. Παραλίγο να τα τινάξεις όλα στον αέρα!».
«Δεν δίνω δεκάρα για το αν κατάλαβε τίποτα ή όχι, αυτή η ηλίθια».
«Πρόσεξε τα λόγια σου, Στίβενσον. Είμαι ικανός να διαλύσω τη συμφωνία εδώ και τώρα».
Τον άκουσε να μισογελάει, «οι απειλές σου είναι ανούσιες, Λεονάρντο. Σε κρατάω στο χέρι. Κοίτα να μου δώσεις τα χρήματα πριν αρχίσω να τα ξερνάω όλα».
Ο Λεονάρντο έσφιξε το τηλέφωνο, προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία του. Δεν του άρεσε που βρισκόταν σε μειονεκτική θέση.
«Αν μιλήσεις, θα σε κλείσω μέσα».
«Νομίζω πως θα έπρεπε να αναθεωρήσεις λίγο τα πράγματα. Οι δικές μου παρανομίες δεν είναι τίποτα μπροστά στις δικές σου, οπότε αν επιχειρήσεις κάτι, να ξέρεις ότι δεν θα μπω μόνος στη στενή, παλιόφιλε».
«Θα σου δώσω ό,τι σου υποσχέθηκα, άλλα να ξέρεις ότι σύντομα θα πληρώσεις ακριβά» ήταν το τελευταίο πράγμα που ειπώθηκε.

Δέσποινα Χρ.