Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 11) - "Εφιάλτης"

Κίεβο, Δεκέμβριος 1020

Η χρυσομαλλούσα γυναίκα ανεβαίνει με ψυχραιμία και θάρρος στο ικρίωμα, όπου ήδη κρέμονται τα πτώματα των γιων της.
Το πλήθος έχει μαζευτεί για να δει την περήφανη αρχόντισσα να γκρεμίζεται.
Οχιά, ξωτικό, μάγισσα. Τη χλευάζουν.
Μια νέα γυναίκα, με μάτια πρησμένα και ερεθισμένα από τους συνεχές κλάμα, κρατά στα χέρια ένα βυζανιάρικο μωρό, και δίπλα της ένα νήπιο αγοράκι. Έχασε τον άντρα της, σήμερα.
Και το κοριτσάκι με τα μεγάλα πράσινα μάτια; Στέκεται και περιμένει. Δεν καταλαβαίνει.
Η γυναίκα φορά περιδέραιο από σκοινί. Αιωρείται. Νεκρή. Σαν άψυχη κούκλα. Κι ο κόσμος, δε βγάζει νόημα πια.
Το κορίτσι ξεσπά σ’ ένα θρήνο που θα ράγιζε και πέτρες. Δεν είναι πια παιδί, μεγαλώνει απότομα, σε μια στιγμή.
Σπαράζει, γιατί έχασε τη μητέρα της σήμερα.


Η κραυγή μου πνίγεται στο παχύ, πουπουλένιο μαξιλάρι. Είμαι ξύπνια, όμως δεν κουνιέμαι ούτε εκατοστό. Περιμένω να πάψει να χτυπά ξέφρενα η καρδιά μου.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Ναντέζντα έβλεπε στ’ όνειρό της, τη μητέρα της να πεθαίνει. Και σίγουρα δεν ήταν η τελευταία. Οι τραγωδίες βρίσκουν πάντα τρόπο να φωλιάζουν στην καρδιά και μένουν εκεί για πάντα.  Κι όσο κι αν λένε πως ο χρόνος μαλακώνει τον πόνο μερικές φορές μόνο μια λέξη, μια φωνή είναι αρκετή για να επαναφέρει στη μνήμη τα πάντα, η πληγή ν’ ανοίξει και να αιμορραγήσει ξανά.
Ήταν επτά χρονών όταν την έχασε. Δεκαεννέα χρόνια μετά, και δεν είχε ξεχάσει τίποτα. Και πώς θα μπορούσε;
Δεν ήθελε όμως να τα σκέφτεται αυτά. Οι αναμνήσεις της προξενούσαν ανείπωτο πόνο και θλίψη. Κατηύθυνε τις σκέψεις τις αλλού, στα τελευταία γεγονότα.
Για πρώτη φορά της δόθηκε η ευκαιρία να πάρει την εκδίκησή της, να αποδώσει δικαιοσύνη, κι άφησε να της ξεφύγει μέσα από τα χέρια. Κι έφταιγε η αδερφή της. «Ετεροθαλής αδερφή», μονολόγησε, διορθώνοντας τον εαυτό της.
Πνιγόταν, κλεισμένη σ’ εκείνους τους τέσσερεις τοίχους, όπου δεν ήταν καν μόνη. Δεν άντεχε άλλο. Πέταξε λοιπόν, από πάνω της τα ζεστά σκεπάσματα, εγκαταλείποντας κάθε προσπάθεια για να κοιμηθεί. Κι ακόμα να χαράξει.
Ένιωσε ξαφνικά την ανάγκη να κάνει κάτι που της είχε λείψει πολύ. Κάτι χρήσιμο.
Δεν κάθισε να το σκεφτεί πολύ. Το ίδιο λεπτό σηκώθηκε κι ετοιμάστηκε ταχύτατα. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της, βούρτσισε τα μαλλιά της και τα έδεσε απλά με μια μαύρη κορδέλα. Φόρεσε ένα άνετο, φθαρμένο και παλιό φόρεμα, και προτού βγει στον κήπο πήρε μαζί της το μεγάλο τόξο, σκαλισμένο με ασήμι και τη φαρέτρα με τα πολυάριθμα βέλη. Σκόπευε να εξασκηθεί στην τοξοβολία. Μέχρι τότε το είχε αποφύγει, για να μην κινήσει υποψίες. Μα, εκείνη την στιγμή δεν την ενδιέφερε. Σπανίως έκανε κάτι απλά επειδή το ήθελε. Ας ήταν σήμερα η εξαίρεση.  
Κρίμα που δεν μπορούσε κουβαλά το τόξο της παντού. Έτσι, σίγουρα θα σκότωνε το Σβιατοπόλκ. Μα, δεν μπορούσε να το κρύψει, όπως ένα μαχαίρι. Είχε όμως, εμπιστοσύνη στις ικανότητές της, θα τα κατάφερνε και με το στιλέτο. Αφού της είχε παρουσιαστεί μία ευκαιρία, σίγουρα θα παρουσιαζόταν και δεύτερη. Και τότε θα ήταν έτοιμη. Έπρεπε να το πιστεύει αυτό, ειδάλλως το παιχνίδι ήταν χαμένο εξ αρχής και δεν είχε κανένα νόημα να προσπαθεί.
Ξεγλίστρησε με επιδεξιότητα από τους φρουρούς και κατευθύνθηκε προς ένα απομακρυσμένο σημείο του δάσους. Εκεί, θέτοντας νοερούς στόχους, βάλθηκε να δοκιμάζει τον εαυτό της. Εκτόξευε το ένα βέλος μετά το άλλο αστραπιαία, πειθαρχημένα. Ωστόσο, προς μεγάλη της απογοήτευση, πολλά δεν καρφώθηκαν στα σωστά σημεία. Εκείνη, που πάντα έβρισκε το στόχο, δεν μπορούσε να χτυπήσει τρεις φορές στο ίδιο μέρος. Αμέσως, εντόπισε το πρόβλημα. Ανάμεσα στο  ταξίδι  προς το Κίεβο, στην εργασία της στο καπηλειό και στη νέα θέση της στο παλάτι, είχε αμελήσει κατ’ επανάληψη την καθημερινή της άσκηση στην ιππασία και τοξοβολία. Ο λόγος ήταν σοβαρός, όμως δεν είχε σημασία. Έπρεπε να βρει τρόπο να συνεχίσει να εξασκείται καθημερινά, για να βρίσκεται σε ετοιμότητα.
Πείσμωσε, πειθάρχησε τον εαυτό της και ξεκίνησε κάνοντας βασικές ασκήσεις με στόχο την ανάπτυξη τεχνικής, ακρίβειας και ταχύτητας. Ένιωσε ικανοποίηση όταν είδε ότι μετά από συνεχιζόμενη προσπάθεια οι μύες της άρχισαν να κάνουν τις σωστές κινήσεις, ότι το σώμα της έπαιρνε την κατάλληλη θέση και πως όλο και λιγότερα βέλη αστοχούσαν. Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου, όταν οι σταγόνες της βροχής άρχισαν να πέφτουν βαριές στο μέτωπό της. Δεν είχε όμως σκοπό να παραιτηθεί, αν δεν έριχνε τα βέλη άριστα δέκα συνεχόμενες φορές. Εντούτοις, μέσα σε λίγα λεπτά βράχηκε ολόκληρη ως το κόκκαλο. Έβρεχε πια καταρρακτωδώς.
Έπρεπε να επιστρέψει. Μα, δεν είχε τη δύναμη. Κάθισε στη ρίζα ενός έλατου και άφησε τη βροχή να πέσει πάνω της. Μακάρι να μπορούσε να ξεπλύνει και να διώξει μακριά όλες της τις πίκρες.
Η μητέρα μου και οι ομομήτριοι αδερφοί μου, Ιζιασλάβ και Βζεβολόντ, εκτελέστηκαν με απαγχονισμό. 3η μέρα του Μαΐου,  του 1001. Εσχάτη προδοσία.
Μόλις μπήκε η έκτη άνοιξη της ζωής μου,  εκείνη έφυγε για το Πόλοτσκ. Μάταια την παρακάλεσα να μη φύγει˙ δεν ήθελα να μείνω μόνη μου, στη φροντίδα της Άννας. Όμως, προφασίστηκε πως πήγαινε να δει τον εγγονό της, που μόλις είχε γεννηθεί. Μου είπε ότι ο μεγαλύτερος γιος της, την είχε ανάγκη, κι έπρεπε να φύγει.
Δεν ήταν αυτή η αιτία. Μα, εγώ ήμουν πολύ μικρή για να καταλάβω τι συνέβαινε.
Αφότου με άφησε, ο Γιαροσλάβ, πύκνωσε τις επισκέψεις του. Μάλιστα, ζήτησε από το Βλαντιμίρ να επιτρέψει την παραμονή του Κίεβο, για λίγο καιρό. Έτσι, ένας άρρηκτος δεσμός σφυρηλατήθηκε ανάμεσά μας.
Την επόμενη άνοιξη, ξέσπασε η καταιγίδα. Θυμάμαι με ακρίβεια τον πατέρα μου να κάθεται στο μεγάλο γραφείο του, και να κάνει κομμάτια μια επίσημη επιστολή. Αυτός που εισέπραξε το θυμό, τις κατηγορίες και τις απειλές του ήταν ο Γιαροσλάβ, λες κι ευθυνόταν ο ίδιος  υπαίτιος για τα μαντάτα. Εγώ στεκόμουν δίπλα του, αλλά ο ηγεμόνας δε φάνηκε να με προσέχει.
Η είδηση αφορούσε το μεγάλο μας αδερφό. Ο Ιζιασλάβ, είχε σταματήσει να καταθέτει το φόρο υποτέλειας. Ο Βζεβολόντ, μεγάλος μας αδερφός κι αυτός, ηγεμόνας του Βολοντιμίρ, τον είχε ακολουθήσει. Αυτό σήμαινε επανάσταση, πόλεμος, θάνατος.
Τότε, ο Σλάβα για πρώτη φορά επιχείρησε να μου εξηγήσει τι κρυβόταν πίσω απ’ όλα αυτά. Μου αποκάλυψε το σκοτεινό παρελθόν που συνέδεε τους γονείς μας. Ανακάλυψα ότι αυτό που ανάγκασε τη μητέρα μας να καταστρώνει σχέδια στο Πόλοτσκ, και τον αδερφό μας να πάρει τα όπλα, ήταν η αέναη μάχη για τη διαδοχή, για το στέμμα.
Την προηγούμενη χρονιά, ο Βισεσλάβ ο πρωτότοκος, ο μόνος γιος της Ολάβα μιας σκανδιναβής που είχε νυμφευτεί ο πατέρας μας στην περίοδο αυτοεξορίας του σκοτώθηκε στη διάρκεια ενός κυνηγιού. Αυτό φυσικά, και το γνώριζα ήδη. Ήταν ένα σοβαρό πλήγμα για την οικογένεια Βλαντιμίροβιτς, παρόλο που τη δική μου ζωή δεν την είχε επηρεάσει ποτέ˙ δεν είχα καν συναντήσει τον Βισεσλάβ, ούτε μια φορά.
Ο Γιαροσλάβ όμως, το επισήμανε, γιατί τώρα θα με επηρέαζε. Και μάλιστα με τον πιο απόλυτο τρόπο.
Μετά το τραγικό συμβάν, κληρονόμος του στέμματος, ορίστηκε ο μικρός Μπόρις της ελληνίδας πριγκίπισσας, και όχι ο Ιζιασλάβ, ο επόμενος στη σειρά, ο νόμιμος κληρονόμος.
Αυτό που έκανε ο Βλαντιμίρ ήταν απολύτως ανάρμοστο, άδικο. Ήταν απλά λάθος. Είχαν κάθε δικαίωμα να αντιδράσουν. Μα ειλικρινά, έπρεπε να κηρύξουν τον πόλεμο; Ο Βλαντιμίρ τους συνέτριψε. Τους οδήγησε πίσω από τα τείχη της πόλης του Πόλοτσκ, κι εκείνοι λούφαξαν σαν στα ποντίκια στη φάκα, περιμένοντας το γρήγορο και βίαιο τέλος.
Μα, δε θα κατέθεταν τα όπλα. Όχι ακόμα. Όταν η πόλη έπεσε, και ο Βλαντιμίρ, μπήκε θριαμβευτής, ο Ιζιασλάβ του επιτέθηκε, να τον σκοτώσει, ακολουθώντας φυσικά τις εντολές της αλλοτινής αρχόντισσας του Πόλοτσκ.
Αλίμονο, δεν στάθηκε ικανός. Αντιθέτως, κατάφερε να κόψει κάθε γέφυρα επικοινωνίας με τον πατέρα μας. Αδύνατον πια να τους χαρίσει τη ζωή.
Ο Βλαντιμίρ γύρισε πίσω νικητής, για άλλη μια φορά κυρίαρχος της Ρωσίας. Επευφημίες, εκδηλώσεις θαυμασμού και τα λοιπά. Κάποιοι όμως, θρηνούσαν εκείνη την αιματοβαμμένη νίκη…
Η Ρογκνέντα, ο Βζεβολόντ κι η σύζυγός του, ο Ιζιασλάβ και η οικογένειά του, στα κάτεργα. Είχε ήδη αποφασιστεί η  εκτέλεση μητέρας και γιων. Απαγχονισμός, το χάραμα της  επόμενης μέρας. Ευτυχώς, οι  αθώες σύζυγοι και τα παιδιά δεν είχαν καταδικαστεί. Ευτυχώς. Γιατί ο Βλαντιμίρ ήταν ικανός ακόμα και γι’ αυτό.
Ο Γιαροσλάβ εξαφανίστηκε την στιγμή που ανακοινώθηκε η επιστροφή του ηγεμόνα και των αιχμαλώτων. Στήθηκε έξω από τις φυλακές, και απαίτησε να τους δει στα κελιά τους. Κι έπειτα, πήγε γονυπετής στο Βλαντιμίρ, εκλιπαρώντας για έλεος. Μα, ήταν σαν μην το είχε κάνει. Ο κοσμαγάπητος μονάρχης, ο σοφός και γενναιόδωρος, φάνηκε ανάλγητος και άτεγκτος στα παρακάλια του γιου του.
«Και η Νάντια;», τον ρώτησε ξαφνικά. «Τι θ’ απογίνει, αν διατάξεις την εκτέλεση της μητέρας της;»
«Στο διάολο η Νάντια! Ας πάει όπου θέλει, ας εξαφανιστεί. Αρκεί να μην τη βλέπω!»
Εν τω μεταξύ, η Άννα είχε αναλάβει να μου γνωστοποιήσει τα καθέκαστα. «Η μητέρα και ο αδερφός σου, θα πεθάνουν, χρυσό μου. Θα τιμωρηθούν για το έγκλημά τους. Αλλά μην ανησυχείς. Αν φανούν ταπεινοί και μετανοήσουν, ο Θεός θα τους πάρει κοντά του, θα τους χαρίσει την αιώνια σωτηρία, την αιώνια ζωή.»
Με δυσκολία την άκουγα. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι κάτι τόσο αποτρόπαιο θα συνέβαινε.
Ο Γιαροσλάβ αποφάσισε να με πάρει μαζί του στο Νόβγκοροντ. Φύγαμε χωρίς να προλάβουμε να πάρουμε τίποτα μαζί μας. Μόνο το μενταγιόν της μητέρας. Η Ρογκνέντα το είχε δώσει στον Γιαροσλάβ, για μένα, όταν την είδε στο μπουντρούμι. Μαζί με τα τελευταία της λόγια: «Πες της να ‘ναι δυνατή. Αυτός ο κόσμος είναι σκληρός για μια γυναίκα. Εκείνη όμως, πρέπει να τα καταφέρει.»
Ο Βλαντιμίρ όμως, δεν είχε σκοπό να μας αφήσει στο πένθος μας.  Σκόπευε να μας υποβάλει σε ακόμα ένα βασανιστήριο ή όπως εκείνος το έθεσε να μας παραδειγματίσει με την αυστηρή εφαρμογή των ποινών. Με την ντρουζίνα του λοιπόν, μας σταμάτησε στην πύλη. «Θα φύγετε, αύριο.», πρόσταξε. «Αφού παραστείτε στην εκτέλεση, μαζί με όλους τους άλλους.»
Τα δάκρυα, που έτρεχαν από τα μάτια της, έγιναν ένα με τις χοντρές βρόχινες σταγόνες που έπεφταν στο πρόσωπό της. Δεν άντεχε να θυμάται άλλο.
* * *
Η Μαρία-Ντομπρόνιεγκα πάσχιζε να κάνει μεγάλα και στρογγυλά γράμματα πάνω σε μια περγαμηνή με το ασταθές χέρι της. Έκανε εξάσκηση, για να μάθει να γράφει σωστά στα Ρωσικά. Ο Σβιατοπόλκ δεν είχε φροντίσει να της προσλάβει παιδαγωγό, κι έτσι το έργο της εκπαίδευσή της είχαν αναλάβει η Αναστασία και η Ιουστίνη. Είχαν σκοπό να της μεταδώσουν μια ευρεία παιδεία, μα η Κάτια ήταν ακόμα μικρή οπότε είχαν αρκεστεί στην εκμάθηση της ρωσικής γλώσσας και της ελληνικής γλώσσας, με τη διδασκαλία των ιερών κειμένων της εκκλησίας ώστε να γνωρίσει το μήνυμα του Χριστού και της αγάπης.
Ωστόσο, το παιδί δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στην ανιαρή εργασία. Δεν ήθελε να κακοκαρδίσει όμως, την αδερφή της που υπεραγαπούσε, κι έτσι περίμενε υπομονετικά η ώρα να περάσει και προσπαθούσε όσο δυνατόν να κάνει καλύτερα γράμματα.
Η Αναστασία δεν παρατηρούσε προσεκτικά τι έγραφε. Κοιτώντας έξω από το παράθυρο ο λογισμός της έτρεχε αλλού. Τη σκέψη της είχε ολοκληρωτικά καταλάβει η αλλόκοτη συμπεριφορά της θεραπαινίδας της. Γιατί η Ναντέζντα της είχε φερθεί τόσο απότομα την προηγουμένη;  Έδειχνε λες και την είχε καταλάβει κάποια ανώτερη δύναμη που την είχε κάνει να παραφέρεται, με τρόπο που δεν είχε ξαναδεί. Οι φλόγες που πετούσαν τα μάτια της την είχαν τρομάξει. Τι τρομερό είχε κάνει και είχε προκαλέσει την απροκάλυπτη οργή της; Μπορούσε να επανορθώσει;
Είχε από ώρα αναθέσει στην Ιουστίνη να την καλέσει στο διαμέρισμά της, μιας και η ίδια δεν είχε κάνει την πρωινή της εμφάνιση. Η πιστή της παραμάνα όμως, είχε πάει τρεις φορές στον κοιτώνα της χωρίς αποτέλεσμα˙ δεν την είχε συναντήσει. Ούτε οι συγκάτοικοί της την είχαν δει το πρωί. Από την ώρα που ξύπνησαν, ήταν άφαντη.
Δεν μπορούσε λοιπόν, να κάνει τίποτα πέρα από το να αναρωτιέται πού ήταν και να επαναφέρει στο μυαλό τα λόγια που αντάλλαξαν. Παρατηρώντας τα βαριά μολυβένια σύννεφα που σκέπαζαν τον ουρανό, και τις χοντρές σταγόνες που έπεφταν μία μία στη γη, προσπαθούσε να θυμηθεί τι είχε κάνει και τι είχε πει, μα δεν κατέληγε σε κανένα συμπέρασμα. Οι πράξεις της ήταν τόσο ανεξήγητες όσο και τα άχραντα μυστήρια.
Κι έστειλε ξανά την Ιουστίνη, να την ψάξει.
Όταν η γηραιά ακόλουθος έφτασε για πολλοστή φορά στον κοιτώνα των κοριτσιών, επιτέλους την είδε. Στεκόταν στη μέση του κοιτώνα, στέγνωνε με μια πετσέτα τα βρεγμένα της μαλλιά, ενώ έψαχνε μέσα στην κοινόχρηστη ντουλάπα για ένα άλλο φόρεμα, να αλλάξει. Αν είχε φτάσει ένα λεπτό νωρίτερα τότε θα την είχε δει να κουβαλά το μεγάλο, ξύλινο τόξο. Μα, είχε προλάβει να το κλείσει πάλι στο μπαούλο της. «Η αρχόντισσα μου, με διέταξε να σε γυρέψω. Άσε ό,τι κάνεις, πρέπει να σε πάω σ’ εκείνη.» , έκανε την παρουσία της γνωστή.
Η  εμφάνιση της αιφνιδίασε τη Ναντέζντα. Ωστόσο δεν αντέδρασε. Μονάχα, σκέφτηκε πόσο σκληρά προσπαθούσε η Αναστασία, για να την προσεγγίσει. Δεν μπορούσε να μην τη περιφρονήσει βαθύτατα. Τι την ήθελε πάλι; Δεν μπορούσε να αντέξει  την απουσία της για λίγες ώρες; Πέταξε την πετσέτα στο κρεβάτι και βαρύθυμη, ξεκίνησε πρώτη.
Η Αναστασία κρατούσε στα χέρια της το γραπτό της μικρής και το εξέταζε όταν η Ναντέζντα και η Ιουστίνη εμφανίστηκαν επιτέλους μπροστά της. Το θέαμα της ακολούθου της την εξέπληξε. Τα μακριά μαλλιά της ήταν αγριεμένα, μπερδεμένα, κι έσταζαν ακόμη, όπως και τα ταλαιπωρημένα ρούχα που φορούσε. Κι όμως ακόμα και σ’ αυτήν την κατάσταση, η ομορφιά της ήταν ακόμη πιο έντονη. Τα πράσινα μάτια της έλαμπαν από μια ασυνήθιστη έξαψη, ενώ το δέρμα της ήταν αναψοκοκκινισμένο. Για μια στιγμή η Αναστασία τη ζήλεψε. Καταλάβαινε πως ήταν μια γυναίκα που μπορούσε να τραβήξει τα βλέμματα των ανδρών. Δεν πίστευε ότι η ίδια ήταν τόσο τυχερή. 
«Πού ήσουν;  Θα έπρεπε να είχες έρθει εδώ από το πρωί.»
«Αρχόντισσα Αναστασία, ήθελα να βγω στους κήπους, να καθαρίσει το μυαλό  μου. Πίστευα πως ήμουν ακόλουθος σας, όχι αιχμάλωτη. Δεν ήξερα πως θα έπρεπε να ενημερώνω για την κάθε μου κίνηση.»
«Αυτό υπαγορεύει το πρωτόκολλο.», είπε η Αναστασία, ψυχρά. Δεν το άφησε να φανεί μα ενοχλήθηκε από τη συμπεριφορά και τα λόγια της. Δεν είχε το δικαίωμα να της μιλά με τόση αυθάδεια. Η Αναστασία ήταν μια πριγκίπισσα, ενώ η Ναντέζντα παρακατιανή. Δεν είχε λόγο να πιστεύει κάτι διαφορετικό.

 «Αναμφίβολα.», αντιγύρισε υπεροπτικά η Ναντέζντα.

Σοφία Γκρέκα