Παιχνίδια Εξουσίας (Κεφάλαιο 22)

Γουίλιαμ

Δεν ήξερα τι έπρεπε να περιμένω σε ένα ταξίδι με τη Νάιλα, τη μητέρα της Αναλύζας που μετά βίας ήξερα. Δεν περίμενα όμως να είναι ένα τόσο σιωπηλό ταξίδι.  Από τότε που ο Τζόναθαν είχε φύγει είχαμε ανταλλάξει το πολύ δύο κουβέντες.  
Και τώρα από μια μετά από μια βδομάδα ταξίδι το έβρισκα ανυπόφορο. Η μόνη αντίδραση που είχα καταφέρει να της βγάλω ήταν ένα αγριοκοίταγμα όταν είχα γελάσει με το πως έδειχνε με τα ρούχα μου. Της είχα δώσει μερικά αφού θα περνούσαμε αμέτρητες ώρες πάνω σε άλογο και τα φορέματα δεν ήταν φτιαγμένα για αυτό το σκοπό. Το πουκάμισο και το παντελόνι έδειχνε γελοίο πάνω της. Ήταν σαν άπορο παιδί που χρειαζόταν απελπισμένα ένα κομμάτι ψωμί. Βέβαια αφότου γέλασα το έφτιαξα και το έφερε πιο κοντά στα μέτρα της.  
Δεν ήξερα τι είχα κάνει και μου φερόταν έτσι, αν μη τι άλλο θα μπορούσε να είναι φιλική μαζί μου, θα περνούσαμε ένα μήνα μαζί, πήγαινα στη Κίνα μαζί της για να την κρατήσω ασφαλή, δεν μπορούσε να το εκτιμήσει αυτό τουλάχιστον;
«Ακούω τρεχούμενο νερό» η Νάιλα με έβγαλε από τις σκέψεις μου. «Ας σταματήσουμε εδώ»   κατέβηκε από το άλογο χωρίς να περιμένει  να μιλήσω και χωρίς να ρίξει ούτε ένα βλέμμα προς το μέρος μου. Αναστέναξα.
«Θα δέσω τα άλογα,  είναι καλό μέρος να ξεκουραστούμε. Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα και σε λίγο θα νυχτώσει» δεν πήρα απάντηση, αλλά μου φάνηκε ότι μούγκρισε. Συγκεντρώθηκα στο να στήσω τη φωτιά, να δέσω τα ζώα και να ετοιμάσω τα κρεβάτια μας, αν μπορούσα να ονομάζω δύο κουβέρτες έτσι.  Όταν γύρισε μου πέταξε ένα παγούρι. Με βρήκε στο στήθος.
«Σοβαρά τώρα;» ξέσπασα. Η Νάιλα στράφηκε ξαφνιασμένη προς το μέρος μου.
«Τι εννοείς;»
«Για ποιο λόγο είσαι θυμωμένη μαζί μου;» σταύρωσε τα χέρια της σε άμυνα.
«Κάνεις λάθος!»
«Όχι δεν κάνω» αποκρίθηκα πεισματικά.
Η Νάιλα ανασήκωσε τα φρύδια της «Είσαι τόσο παιδί» είπε περιφρονητικά.  
Άνοιξα το στόμα μου αλλά δεν βρήκα τίποτα να πω. Με θεωρούσε ανώριμο; Γιατί;
«Ένα παιδάκι που δεν μπορεί να αντέξει όταν δεν του μιλάνε» σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος της.
«Τι είναι αυτά που λες; Εσύ φέρεσαι λες και σου έκανα κάτι ασυγχώρητο. Δεν μιλάς, δεν με κοιτάς, η ανώριμη σε αυτήν την ιστορία είσαι εσύ!»
Είχαμε θυμώσει και οι δυο τώρα.
«Γιατί ήρθες;» η ερώτηση της με αποσυντόνισε και η οργή μου εξανεμίστηκε.
«Για να σε προστατεύσω»
«Μπορώ να προστατεύσω και μόνη μου τον εαυτό μου και θες να μου πεις ότι ο μόνος  λόγος που δέχτηκες να ταξιδέψεις σε μια άλλη ήπειρο, ξεριζώθηκες από το σπίτι σου, τα άφησες όλα πίσω σου ήταν γιατί θες να είμαι καλά;»
Έκανα ένα βήμα πίσω.
«Τι εννοείς;»
«Δεν έχει να κάνει με ότι θες τόσο απεγνωσμένα την αποδοχή του αδερφού σου; Μην μου πεις ότι δεν θα έκανες τα πάντα για να ακούσεις ένα μπράβο  από τα χείλη του. Να ξέρεις αυτό σε καθιστά υποχείριο του, σε κάνει να μην έχεις δικά σου βούληση»
«Δεν ήρθα μαζί σου για αυτό το λόγο. Δεν θέλω την έγκριση του αδερφού μου!» φώναξα. Ένιωσα την οργή να με κατακλύζει τόσο πολύ που θα έχανα τον έλεγχο.  «Ήρθα μαζί σου γιατί τίποτα δεν με κρατούσε πίσω!» πέταξα κάτω το παγούρι και της γύρισα τη πλάτη.
«Πάω να πάρω νερό»

Έσφιξα τα χέρια μου, αποζητώντας την ησυχία.

Αγγελίνα Παντελή