Ίντριγκες και Πάθη (Κεφάλαιο 9)


Τη φιλούσε, αλλά εκείνη πάσχιζε να απελευθερωθεί και να τον απωθήσει από πάνω της. Αμέσως ένιωσε μίσος και απέχθεια. Μίσησε τη βιαιότητα που έβγαζε με το φιλί του και τον τρόπο που είχε ξαπλώσει πάνω της. ‘Όλο αυτό, αντί να την κάνει να νιώσει ποθητή, την έκανε να αισθάνεται βρώμικη.
Ευτυχώς κατάφερε να ελευθερώσει το χέρι της απ’ το κράτημα του και να τον σπρώξει μακριά της.
  «Τι στο διάολο κάνεις;!» τσίριξε, έχοντας βγει εκτός εαυτού. Πως τόλμησε να τη φιλήσει; Πως τόλμησε να ξεστομίσει αυτές τις λέξεις; Οι πράξεις του μεγάλωσαν το μίσος της για εκείνον. Δεν υπήρχε πλέον αμφιβολία ότι αυτός ο άντρας ήταν τρελός.
  Ο Λεονάρντο την κοίταξε για μια στιγμή σαστισμένος, αλλά αμέσως μετά υιοθέτησε το γνωστό, πονηρό του χαμόγελο και σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι.
  «Δεν σ’ άρεσε;» ρώτησε ανασηκώνοντας το φρύδι.
  Η Νοέλια έσπευσε αμέσως να απαντήσει «όχι», αλλά την διέκοψε πριν βγάλει άχνα.
«Τουλάχιστον, τώρα κατάλαβες ότι μπορώ να σου κάνω Ο,ΤΙ θέλω… κανείς δεν θα με εμποδίσει».
  Η σοβαρότητα στο πρόσωπό του όταν πρόφερε αυτά τα λόγια, όσο κι αν δεν το ήθελε, της προκάλεσε φόβο.
  «Σε μισώ» του είπε και τα μάτια της πλημμύρισαν με δάκρυα. Δεν της άρεσε καθόλου το γεγονός ότι έτρεφε τέτοια συναισθήματα σε τόσο μεγάλο βαθμό, αλλά ήταν πλέον πεπεισμένη ότι αυτό ο άντρας το άξιζε.
  «Παρομοίως», της αποκρίθηκε και έπειτα έκατσε στο μικρό σκαμπό που υπήρχε κάτω απ’ τον καθρέφτη.
  Η Νοέλια τον κοιτούσε μέσα απ’ το πέπλο που είχαν δημιουργήσει τα μακριά μαλλιά της. Δεν ήθελε να δει το δάκρυ που κύλησε στο μάγουλο της. Δεν θα του έδειχνε ποτέ την ευαισθησία της.
  «Δεν είσαι μεθυσμένος;» ρώτησε κάποια στιγμή για να αποδιώξει επιτέλους αυτή την εκνευριστική σιωπή που επικρατούσε. Όχι βέβαια ότι είχαν κάποια ουσία τα λόγια της, απλά της φάνηκε παράξενο πώς άλλαξε η συμπεριφορά του από τη μια στιγμή στην άλλη.
  «Όχι, Νοέλια» είπε, «δεν είμαι μεθυσμένος. Απλά ήπια λίγο ουίσκι πριν έρθω εδώ».
  Η Νοέλια έγνεψε και η σιωπή σκέπασε για άλλη μια φορά το δωμάτιο. Γιατί δεν φεύγει επιτέλους; Τι περιμένει; Αναρωτήθηκε και αυτόματα τα μάτια της έπεσαν πάνω του. Την κοιτούσε με ένα βλέμμα που της έκαιγε τα σωθικά. Ίσως περίμενε να απολογηθεί γι’ αυτό που συνέβη στο ατελιέ, ίσως νόμιζε ότι θα του ζητούσε συγγνώμη και θα παραδεχόταν πως πήγε να κλέψει τα περίφημα «σχέδια» του. Αλλά φυσικά δεν σκόπευε να κάνει κάτι τέτοιο. Θα ξεκαθάριζε τα πράγματα, θα έλεγε την αλήθεια, κι αν για ακόμη μια φορά αρνιόταν να την πιστέψει, τότε θα τα παρατούσε και θα εναπόθετε τις ελπίδες της σε ένα καλό σχέδιο απόδρασης.
  «Ελπίζω να μην κάθεσαι εδώ μόνο και μόνο για να απολογηθώ για ό,τι συνέβη στο ατελιέ» είπε σοβαρά.
  Ο Λεονάρντο σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και αναστέναξε.
  «Βασικά, περιμένω να μου δώσεις εξηγήσεις».
  «Που βρέθηκα στο ατελιέ;».
  «Που το έσκασες απ’ την επίδειξη και έτρεξες στο ατελιέ» τη διόρθωσε.
  Η Νοέλια τον κοίταξε έντονα για να πάρει μια απόφαση. Να του έλεγε για το αφεντικό της ή όχι; Σίγουρα δεν θα την πίστευε.
  «Εντάξει.» είπε τελικά, «Παραδέχομαι ότι το έσκασα από την επίδειξη… αλλά όχι για να πάω στο ατελιέ και να κλέψω τα σχέδια. Το μόνο που ήθελα, ήταν να φύγω».
  «Να φύγεις και να πας πού, Νοέλια; Σοβαρά τώρα, νομίζεις πως δεν ξέρω τίποτα για σένα;».
  «Ακριβώς! Δεν ξέρεις τίποτα για εμένα!» φώναξε αγανακτισμένη.
  Ο Λεονάρντο σηκώθηκε απότομα απ’ το σκαμπό και την πλησίασε. Κάρφωσε τα σκοτεινά του μάτια πάνω της και είπε: «Ξέρω ότι είσαι μια φτωχή κοπέλα που ψάχνει απεγνωσμένα να βρει λίγα χρήματα για να επιβιώσει Κατάλαβα ότι ήθελες να κλέψεις τα σχέδια για να τα πουλήσεις στους ανταγωνιστές μου και να βγάλεις χρήματα, αλλά ευτυχώς κατάφερα να σε εμποδίσω. Ο μόνος λόγος που δεν σε έστειλα στη φυλακή, είναι επειδή ήθελα να σε βοηθήσω. Αλλά είσαι τόσο αχάριστη που δεν εκτιμάς τίποτα! Έπρεπε να σε είχα κλείσει σ’ ένα κελί να σαπίσεις, αντί να φερθώ σαν καλόκαρδος μαλάκας!».
  Η Νοέλια είχε απομείνει να τον κοιτάζει χάσκοντας. Δεν πίστευε στα αφτιά της. Αυτός ο άντρας είχε βγάλει ένα ανόητο σενάριο, που δεν ανταποκρινόταν ούτε στο ελάχιστο στην πραγματικότητα. Μπορεί να μην είχε όλα τα λεφτά του κόσμου, αλλά σίγουρα δεν ήταν ένα φτωχοκόριτσο που έκανε παρανομίες για να επιβιώσει. Όλο αυτό ήταν γελοίο, με αποκορύφωμα το ότι εκείνος πίστευε πως την είχε βοηθήσει.
  «Δεν ξέρω ποιος σου τα ‘πε όλα αυτά, αλλά πίστεψε με δεν είναι η αλήθεια. Άσε με να σου μιλήσω για εμένα, να σου πω ποια πραγματικά είμαι και τι ακριβώς συνέβη πριν πάω στη δημοπρασία».
  Ο Λεονάρντο πήρε μια βαθιά ανάσα και κούνησε αδιάφορα το κεφάλι. «Σε ακούω λοιπόν».
  «Είμαι η κόρη του γνωστού επιχειρηματία Σαντιάγκο Σαβιόνε. Ο πατέρας μου πριν ένα περίπου χρόνο με έστειλε από την Καλιφόρνια  εδώ, στη Νέα Υόρκη, με σκοπό να εργαστώ χωρίς τη δική του στήριξη και να τα βγάλω πέρα. Βέβαια, εγώ εξέφρασα την επιθυμία να φύγω και παρότι εκείνος αρνήθηκε, τον αγνόησα και έκανα όλες τις απαραίτητες προετοιμασίες για να φύγω το συντομότερο. Δεν σκόπευα να έρθω εδώ, ήθελα να μείνω στο Λονδίνο, αλλά να… εκείνος όταν κατάλαβε ότι τον αγνόησα εξοργίστηκε και σαν τιμωρία με “εξόρισε” στη Νέα Υόρκη χωρίς οικονομική στήριξη, με την πρόφαση πως έπρεπε να μάθω να τα βγάζω πέρα μόνη μου».
  Η Νοέλια σταμάτησε για μια στιγμή μόνο για να δει την αντίδρασή του: Παρέμενε απαθής. Έριξε το βλέμμα στα χέρια της και αποφάσισε να συνεχίσει.
  «Στην αρχή δεν σου κρύβω ότι δυσκολεύτηκα οικονομικά, αλλά ευτυχώς μια πολύ καλή φίλη, η Έμμα ήρθε και με βρήκε και με βοήθησε. Με στήριξε πολύ μέχρι να βρω δουλειά…».
  «Μη μου πεις…» τη διέκοψε ο Λεονάρντο, «μετά βρήκες δουλειά στον οίκο μόδας Ριντέλ».
  Η ειρωνεία στην φωνή του την εκνεύρισε, αλλά ήταν αποφασισμένη να ολοκληρώσει την εξιστόρησή της πριν αρχίσει η αντιπαράθεση.
  «Ναι» απάντησε, «βρήκα δουλειά στον οίκο μόδας Ριντέλ ως γραμματέας, κάτι που πριν λίγες μέρες αποδείχθηκε πως ήταν η χειρότερη επιλογή της ζωής μου».
  Πήρε μια βαθιά ανάσα, «Βλέπεις, αυτούς τους έξι μήνες που εργάστηκα εκεί, είχα πολλές αντιπαραθέσεις με τους συναδέλφους και πάντα ήλπιζα να με αναθέσουν σε ένα καλύτερο πόστο… γι’ αυτό κι όταν άκουσα για την δημοπρασία ενθουσιάστηκα που επιτέλους θα ξέφευγα από τη μονότονη εργασία μου και θα έκανα κάτι σημαντικό. Πίστεψα ότι έτσι θα ανέβαινα στα μάτια του αφεντικού και θα έπαιρνα επιτέλους προαγωγή. Πόσο λάθος έκανα…».
  Ένιωθε τα δάκρυα να κυλούν σαν ρυάκια στα μάγουλά της, αλλά δεν έκανε τίποτα για να τα εμποδίσει. Για πρώτη φορά, δεν την ένοιαζε που αυτός την έβλεπε έτσι.
  «Νοέλια…» τον άκουσε να λέει, αλλά δεν σήκωσε το κεφάλι της.
   «Σε παρακαλώ, πες μου ότι με πιστεύεις…» τον ικέτεψε. Δεν ήξερε τι άλλο έπρεπε να κάνει για να τον πείσει.
  «Λυπάμαι» είπε τελικά, «θέλω τόσο πολύ να σε πιστέψω, αλλά είναι πολλά αυτά που με κάνουν να διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις. Κυρίως αυτό το βίντεο που σε δείχνει στο ατελιέ».
  Η Νοέλια σκούπισε τα μάγουλά της με την ανάστροφη του χεριού της και τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια.
  «Συγγνώμη» είπε, αν και η ίδια αναρωτήθηκε γιατί.
  «Για ποιο πράγμα;» τη ρώτησε και μια υποψία χαμόγελου φάνηκε στο πρόσωπό του.
  «Που είπα ότι σε μισώ» παραδέχτηκε.
  «Δηλαδή δεν το εννοούσες;», χαμογελούσε πλέον κανονικά, αυτάρεσκα.
  «Το εννοούσα… εκείνη τη στιγμή το ένιωθα και το είπα, αλλά τώρα νομίζω πως ίσως δεν ήταν μισός… ίσως ήταν απογοήτευση».
  Ο Λεονάρντο ανέβασε τα μανίκια της γκρίζας ζακέτας του και έκατσε δίπλα της στο κρεβάτι. Το στομάχι της σφίχτηκε όταν έσκυψε κοντά στο αυτί της και της ψιθύρισε: «Το μίσος δεν υποχωρεί στο μίσος, αλλά στην αγάπη».
  Ξεροκατάπιε. «Τι σημαίνει αυτό;» αναρωτήθηκε δυνατά.
  Ο Λεονάρντο γέλασε σιγανά, «μη ρωτάς εμένα. Ρώτα αυτόν που το σκέφτηκε».
  «Εε, φυσικά, σιγά μην το είχες σκεφτεί εσύ» τον ειρωνεύτηκε.
  «Εγώ έχω σκεφτεί πολύ πιο έξυπνα» απάντησε. Η Νοέλια γέλασε με το ύφος του και το πρόσωπο του Λεονάρντο φωτίστηκε βλέποντάς την.
  Κοιτάχτηκαν για μια στιγμή και αμέσως μετά εκείνος σηκώθηκε όρθιος.
  «Μακάρι να είχαμε γνωριστεί υπό διαφορετικές συνθήκες» είπε με φανερή ειλικρίνεια.
  Η Νοέλια ένιωσε μια γλυκιά θερμότητα να αναδύεται μέσα της και ασυναίσθητα χαμογέλασε.
  «Ναι, θα ήταν όλα πολύ καλύτερα».
  Ο Λεονάρντο έγνεψε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
  «Αύριο αρχίζεις δουλειά στον οίκο μόδας» είπε και κατέβασε το χερούλι.
  Λίγο πριν βγει έξω, η Νοέλια ρώτησε: «Με θεωρείς ακόμα κλέφτρα;».
  Άργησε λίγο να μιλήσει, λες και σκεφτόταν την απάντηση.
  «Θα ψάξω για τον πατέρα σου, θα εξετάσω το βίντεο στο ατελιέ και θα κρίνω ανάλογα με το αποτέλεσμα» είπε τελικά και έκλεισε την πόρτα πίσω του.
  Το μόνο που κατάφερε να σκεφτεί η Νοέλια έπειτα από ένα ολόκληρο λεπτό, ήταν: Γιατί δεν κλείδωσε;

Δέσποινα Χρ.