Ίντριγκες και Πάθη (Κεφάλαιο 19)


Ο Λεονάρντο είχε σφαλίσει τα μάτια και απολάμβανε την αίσθηση του σώματός της  κοντά στο δικό του. Ένιωσε μια γλυκιά ζεστασιά όταν εκείνη ανταποκρίθηκε και τύλιξε δειλά τα χέρια της γύρω του. Ήξερε πόσο λάθος ήταν αυτή του η κίνηση, ιδίως μπροστά σε Εκείνον, αλλά δεν κατάφερε να συγκρατήσει τον εαυτό του. Χάρηκε υπερβολικά πολύ όταν είδε ότι ήταν καλά.
Φοβήθηκε μήπως κάποιο από τα τσιράκια του την είχε ακολουθήσει και της έκανε κακό.
Ο πατέρας της ήταν αδίστακτος, δεν θα δίσταζε να την βλάψει και σωματικά. Ήδη η εικόνα της νεαρής κοπέλας, της Λάνα, που τόσα χρόνια δούλευε για εκείνον να πέφτει νεκρή μπροστά στα μάτια του τον έκαναν να αισθάνεται βρώμικος... σαν δολοφόνος. Θα τον έζωναν για πάντα οι τύψεις αν κάποιος άλλος σκοτωνόταν εξαιτίας της ανικανότητάς του να ανταποκριθεί στις οδηγίες του Σαντιάγκο Σαβιόνε.
Η Νοέλια ένιωσε το σώμα της να ζεσταίνεται, τα ρουθούνια της γέμισαν με το άρωμα του. Ήθελε να παραμείνει στην αγκαλιά του για λίγο ακόμα, αρνούμενη να σκεφτεί όσα πέρασε εξαιτίας του. Ωστόσο, δεν μπορούσε να επιτρέψει στον Λεονάρντο να συνεχίσει να την κοροϊδεύει. Αυτή η αγκαλιά ήταν σίγουρα ένα μέσο για να την κάνει να επιστρέψει κοντά του, ώστε να συνεχίσει την υλοποίηση των ύπουλων σχεδίων του... ή του πατέρα της. Δεν ήταν καθόλου πρόθυμη να τον αφήσει να κερδίσει.
«Άφησε με» είπε, πιο σιγανά από όσο θα πρεπε, και προσπάθησε να απομακρυνθεί.
Τα χέρια του παρέμειναν στη θέση τους, τραβώντας την κοντά του.
«Άφησέ με! Μη με ακουμπάς!» φώναξε τώρα και τραβήχτηκε με δύναμη μακριά του, απαγκιστρώνοντας επιτέλους τα χέρια του από πάνω της.
Το βλέμμα του, γεμάτο απελπισία και πόνο, έπεσε κατευθείαν στο έδαφος.
Η Νοέλια ανάσαινε βαριά, με την καρδιά της να σφυροκοπάει μέσα στο στήθος της. Αμέσως άρχισε να μετανιώνει. Ο Λεονάρντο φαινόταν πραγματικά λυπημένος από την απόρριψή της.
Έμεινε για μια στιγμή να τον κοιτάζει, ώσπου συνειδητοποίησε τι συνέβαινε και αποφάσισε να λάβει δράση.
«Δεν πρόκειται να έρθω μαζί σου» είπε αποφασιστικά και δίχως να το σκεφτεί περαιτέρω, έκανε μεταβολή και άρχισε να τρέχει προς τον οίκο μόδας Ριντέλ. Δεν πρόλαβε να αντικρίσει το βλέμμα του. Δεν πρόλαβε να κοιτάξει ή να σκεφτεί τίποτα. Το μόνο  που έκανε ήταν να ελπίζει ότι θα έφτανε εγκαίρως στον οίκο.
Φυσικά, δεν πρόλαβε να πάει μακριά. Το μαύρο αυτοκίνητο του Λεονάρντο της έκοψε το δρόμο, σταματώντας απότομα μπροστά της.
Η Νοέλια έβρισε μέσα από τα δόντια της. Ετοιμαζόταν να τα βάλει μαζί του, να τον πληγώσει λεκτικά και να του πει για άλλη μια φορά ψέμματα για το πόσο πολύ τον μισεί που της κατέστρεψε τη ζωή... ώσπου είδε τον οδηγό του αυτοκινήτου.
Η πόρτα του οδηγού άνοιξε διάπλατα και από μέσα ξεπρόβαλε ένας άνδρας. Ένας άνδρας που η Νοέλια γνώριζε πολύ καλά.
«Μπαμπά;» ψέλλισε. Δάκρυα άρχισαν να συσσωρεύονται στις άκρες των ματιών της. Η θλίψη την κυρίευσε. Αρχικά υποπτευόταν, έπειτα θεωρούσε και τώρα ήξερε ότι πράγματι ο πατέρας της ήταν η αιτία όλων αυτών.
Ένα στοργικό, αλλά ολότελα ψεύτικο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του Σαντιάγκο Σαβιόνε.
«Δεν θα έρθεις να αγκαλιάσεις τον μπαμπάκα;» τη ρώτησε, πλησιάζοντας προς το μέρος της.
«Εσύ δεν είσαι ο πατέρας μου» είπε και μερικά δάκρυα κατάφεραν να απελευθερωθούν από τα μάτια της.
Το χαμόγελό του άλλαξε για μια στιγμή, έγινε επιφυλακτικό, πριν μετατραπεί τελικά σε αλαζονικό.
«Εγώ είμαι, Νοέλια, αλλά εσύ δεν είσαι η ίδια. Δεν είσαι πλέον το μικρό, υπάκουο κοριτσάκι που ήξερα».
«Ναι, δεν είμαι... οι άνθρωποι μεγαλώνουν και ωριμάζουν. Αλλά εσύ δεν ήθελες απλώς μια υπάκουη κόρη, ήθελες μια μαριονέτα. Την είχε για αρκετό καιρό, με έλεγχες, λέγοντας μόνο ψέμματα... και όταν πια άρχισα να καταλαβαίνω και να λέω όχι... με έστειλες εδώ  και μου έκανες τη ζωή κόλαση».
Τα πάντα άρχισαν να ξεκαθαρίζουν στο μυαλό της. Έπρεπε να το είχε καταλάβει από την αρχή. Καταβάθος βέβαια το ήξερε... το ήξερε πως ο πατέρας ήταν υπεύθυνος για όλα, αλλά δεν τολμούσε να το παραδεχτεί. Ήλπιζε πως έκανε λάθος. Ήθελε να πιστεύει πως ο πατέρας της δεν ήταν ένα άσπλαχνο κάθαρμα.
Ο Σαντιάγκο γέλασε ηχηρά  ακούγοντας τα λόγια της.
«Θα μιλήσουμε για όλα, Νοέλια».
Η φωνή του πατέρα της έμοιαζε διαφορετική. Ήταν πιο τραχιά απ' ό,τι τη θυμόταν. Επιπλέον, έμοιαζε να έχει χάσει βάρος. Ήταν πολύ πιο αδύνατος από την τελευταία φορά που τον είδε, πριν επτά μήνες.
«Έλα μαζί μου, πάμε να κάτσουμε σε ένα ήσυχο μέρος. Έχουμε πολλά να πούμε». Δεν χαμογελούσε πλέον. Το πρόσωπό του είχε καλυφθεί από ουδετερότητα.
«Δεν πρόκειται να έρθω μαζί σου, δεν έχουμε τίποτα να πούμε. Όλα είναι ξεκάθαρα πλέον» του είπε αποφασιστικά, ορθώνοντας το ανάστημά της. Δεν ήθελε με τίποτα να δείχνει δειλή και φοβισμένη. Είχε ανάγκη από απαντήσεις, αλλά δεν μπορούσε να τον εμπιστευθεί.
Ο Σαντιάγκο αναστέναξε και μείωσε την απόσταση μεταξύ τους κατά πέντε βήματα. Τώρα έστεκε ακριβώς μπροστά της, δείχνοντας πιο απειλητικός από ποτέ.
«Θα έρθεις μαζί μου, Νοέλια, είτε το θέλεις είτε όχι. Εξάλλου... είμαι σίγουρος ότι θέλεις να μάθεις και για τον Λεο».
Το στομάχι της σφίχτηκε. Φυσικά και ήθελε να μάθει για τον Λεονάρντο. Εκείνος ήταν ο μοναδικός λόγος που χρειαζόταν επειγόντως κάποιες απαντήσεις. Ωστόσο, οι απαντήσεις αυτές ήθελε να προέρχονται από τον ίδιο και όχι από τον πατέρα της.
«Δεν θα έρθω μαζί σου» επέμεινε στην απόφασή της. Τα μάτια του πατέρα της σκοτείνιασαν.
«Πολύ καλά λοιπόν» είπε, «θα έρθεις με το ζόρι».
Μέσα σε μια στιγμή η Νοέλια ένιωσε κάποιον να την αρπάζει από πίσω. Προσπάθησε να φέρει αντίσταση, πάλεψε να απελευθερωθεί, ώσπου ένα άσπρο μαντίλι κάλυψε το στόμα και τη μύτη της. Τα πάντα μαύρισαν αμέσως.
Ηττήθηκε.
***
Όταν η Νοέλια άνοιξε τα μάτια της, το μόνο που κατάφερε να δει ήταν σκοτάδι. Ήταν ξαπλωμένη σε ένα σκληρό στρώμα, μέσα σε ένα πνιγηρό και σκοτεινό δωμάτιο. Ψηλάφισε με το χέρι της τον τοίχο, ήταν υγρός και κρύος. Αυτόματα ήρθε στο μυαλό της η εικόνα του κελιού. Εκείνη η απαίσια φυλακή στην οποία είχε ξυπνήσει αφότου την είχαν απαγάγει. Σε εκείνο το σκοτεινό δωμάτιο είχε δει τον Λεονάρντο για πρώτη φορά.
Είχε βρεθεί πάλι φυλακισμένη. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της, αλλά τα απομάκρυνε βλεφαρίζοντας.  Σήκωσε το βλέμμα της, ελπίζοντας να εντοπίσει το μικρό παραθυράκι, όμως δίχως αποτέλεσμα. Το δωμάτιο ήταν θεοσκότεινο, κάτι που προφανώς υποδήλωνε ότι δεν υπήρχε παράθυρο... ή ότι είχε βραδιάσει.
Ένιωσε το στομάχι της να δένεται κόμπος. Δεν ήθελε να το παραδεχτεί, αλλά την είχε κυριεύσει ο φόβος. Μάζεψε το σώμα της και κούρνιασε στη γωνία. Κρύωνε. Έκανε να βάλει τα χέρια της μέσα στη ζακέτα της... μα... δεν υπήρχε ζακέτα. Πανικοβλήθηκε. Άρχισε να αγγίζει με σπασμωδικές κινήσεις τα πόδια και τα μπράτσα της, αναζητώντας λίγο ύφασμα.
«Θεέ μου...» ψέλλισε όταν συνειδητοποίησε ότι ήταν μόνο με τα εσώρουχα. Τα ρούχα της έλειπαν. Κάποιος την είχε γδύσει. Τα χέρια κάποιου είχαν αγγίξει το σώμα της.
Τα δάκρυα γλίστρησαν από τα μάτια της και κύλησαν αβίαστα στα μάγουλά της. Έτρεμε, τα δόντια της κροτάλιζαν. Τι της είχε συμβεί; Μήπως... μήπως... το θέατρο άρχιζε από την αρχή; Ο κόμπος στο στήθος της έγινε ανυπόφορος. Μα τώρα είχε αποδείξεις...
«Ωχ, όχι!», τα χέρια της άρχισαν να ψάχνουν σαν τρελά το στρώμα. Δεν μπορούσε να δει και δεν ένιωθε τίποτα γυαλιστερό κάτω από την παλάμη της.
«Όχι! Όχι!!» φώναξε με απόγνωση. Η φωτογραφία... η φωτογραφία δεν ήταν πουθενά.
«Όχι... σε παρακαλώ! Σε παρακαλώ!» άρχισε να ψελλίζει γεμάτη σύγχυση, αγωνία και τρόμο. Δεν ήξερε σε ποιον απευθυνόταν, αλλά συνέχισε να παρακαλάει. Γευόταν τα αλμυρά της δάκρυα και ο πόνος στο στήθος της χειροτέρευε.
Ήταν ημίγυμνη, πεσμένη στα γόνατα και έψαχνε με μανία για μια φωτογραφία που προφανώς είχε πλέον πέσει στα χέρια του εχθρού. Δεν είχε πλέον καμία ελπίδα. Σταμάτησε να ψάχνει και σηκώθηκε όρθια. Έπρεπε να βρει την πόρτα.
Άπλωσε τα χέρια της και περπάτησε ευθεία. Οι παλάμες της ήρθαν γρήγορα σε επαφή με τον κρύο τοίχο. Συνέχισε να ιχνηλατεί προχωρώντας αργά προς τα δεξιά, ώσπου ένιωσε το κρύο μέταλλο. Ανατρίχιασε.
Έγειρε πάνω στην πόρτα και αφουγκράστηκε. Ήλπιζε να ακούσει κάτι, αλλά ως συνήθως δεν στάθηκε τυχερή. Τελικά πήρε μερικές βαθιές εισπνοές και άρχισε να χτυπάει δυνατά τη μεταλλική επένδυση.
«Βοήθεια!! Είναι κανείς εδώ;!». Τίποτα.
«Σας παρακαλώ, ας μου ανοίξει κάποιος!».
Συνέχισε να χτυπάει και να φωνάζει, ώσπου ένιωσε τη φωνή της να κλείνει και το χέρι της να ουρλιάζει απ' τον πόνο. Γλίστρησε στο πάτωμα και ακούμπησε το κεφάλι της στην πόρτα. Η εκτεθειμένη πλάτη της κόλλησε στο κρύο μέταλλο και αμέσως ένιωσε να τη διαπερνά ένα ρίγος.
Είχε στερέψει πλέον από δάκρυα. Ένιωθε αδύναμη... πολύ αδύναμη. Το κεφάλι της ήταν βαρύ και πονούσε σχεδόν παντού. Ήξερε πως δεν θα άντεχε για πολύ ακόμη ξύπνια...
Ωστόσο, δεν περίμενε ότι θα λιποθυμούσε τη στιγμή ακριβώς που η πόρτα πίσω της θα ξεκλείδωνε. Ένιωσε τα βλέφαρά της να κλείνουν, τη στιγμή που κάποιος έμπαινε στο κελί.
«Νοέλια;» άκουσε μια φωνή να λέει πριν βυθιστεί ολοκληρωτικά.
***
Κάποιος την κουβαλούσε. Ένιωθε τα ζεστά και γραμμωμένα μπράτσα κάποιου να τη κρατούν σφιχτά. Δεν είχε καταλάβει σε ποιον ανήκαν, ώσπου άκουσε τη φωνή του.
«No teasustes, mi amor» της ψιθύριζαι στα ισπανικά, «todova a estarbien».
Όσο καθησυχαστικά κι αν ήταν τα λόγια του, όσο κι αν της έλεγε να μη φοβάται και  ότι όλα θα πάνε καλά, δεν μπορούσε να τον πιστέψει. Το μόνο που μπορούσε να νιώσει ήταν ανακούφιση. Ανακούφιση που κάποιος την είχε βγάλει από εκεί μέσα.
«Θα σου πω τα πάντα, miamor. Σου ορκίζομαι ότι δεν ήθελα να σε πληγώσω» .
Η Νοέλια άνοιξε με κόπο τα βαριά της βλέφαρα. Το κεφάλι της ήταν ακουμπισμένο στο γεροδεμένο στέρνο του. Ήθελε να μιλήσει, αλλά ένιωθε απίστευτα κουρασμένη. Άρχισε να ανοιγοκλείνει τα ματόφυλλά της, προσπαθώντας να τα διατηρήσει ανοιχτά.
Ο Λεονάρντο εξακολουθούσε να μουρμουρίζει καθησυχαστικά λόγια, δεν φάνηκε να παρατηρεί ότι συνήλθε.
«Yomeocuparé de ti»* της ψιθύρισε και τη φίλησε απαλά στο μέτωπο. Η Νοέλια ένιωσε κάπως καλύτερα.
Για μια στιγμή, μια στιγμή μόνο, πίστεψε ότι πράγματι χάρις εκείνον όλα θα πήγαιναν καλά. Γιατί τα αμέσως επόμενα λόγια του Λεονάρντο...ισοπέδωσαν τα πάντα.
«Έπρεπε να σε πληγώσω για να σώσω εκείνη... συγχώρεσε με...», η φωνή του έσπασε, «δεν μπορούσα να την εγκαταλείψω... είναι... την αγαπώ πολύ».
«Perdóname, miamor»** .

*Θα σε φροντίσω εγώ
**Συγχώρεσε με, αγάπη μου

Δέσποινα Χρ.