Η μάχη του έρωτα (Κεφάλαιο 26)

Σηκωτό τον πήραν από το νοσοκομείο. Τα μάτια του έτρεχαν συνεχώς δάκρυα και η ψυχή του σμπαραλιασμένη. Πολλά τα κακά που τους βρήκαν και δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Τι είχε απογίνει η Χριστίνα; Ποιος και γιατί να την απαγάγει; Που θα την έβρισκαν;
Και η Νεφέλη; Το κοριτσάκι του; Δεν έπρεπε να μπλεχτούν αθώοι άνθρωποι σε αυτή την ιστορία. Πόσο μετάνιωνε! Τώρα καταλάβαινε τις αντιδράσεις του Τάσου πάνω σε αυτό το θέμα, αλλά το επείγον του καθήκοντος τον είχε τυφλώσει. Πόσο ηλίθιος ένοιωθε! Πόσο μικρός και ανήμπορος!
«Σε παρακαλώ Ντίνο, βγες από το περιπολικό», ο Τάσος τον παρακαλούσε πλέον να κάνει το αυτονόητο. «Έχουμε δουλειά να κάνουμε και σε χρειαζόμαστε», προσπάθησε να του εξηγήσει.
«Δεν μπορώ», ψέλλισε ενώ τα μάτια του έσταζαν δάκρυα.
«Σε παρακαλώ, κάνε μια προσπάθεια! Πρέπει να βρούμε την Χριστίνα και…»
«Κουράστηκα…»
«Όχι τώρα, φίλε συγκεντρώσου!»
Ο Ντίνος βγήκε από το περιπολικό βγάζοντας με μανία τα σακάκι του, πετώντας τον ασύρματο, τα καλώδια, την ενδοεπικοινωνία και ότι άλλο του είχαν φορεμένο. Κοίταξε τον Τάσο που ο καημένος προσπαθούσε να μαζέψει τα απομεινάρια του φίλου του και του χαμογέλασε.
«Παραιτούμαι!» σκούπισε τα μάτια του έφυγε τρέχοντας προς άγνωστη κατεύθυνση.
Δέκα περιπολικά τον πήραν στον κατόπι. Ο Τάσος έτρεχε από πίσω του και άλλοι τόσοι διασκορπίστηκαν στις γωνίες. Ο Ντίνος όμως δεν ήθελε κανέναν τους. Το μόνο που αποζητούσε ήταν να βρεθεί δίπλα της, να της κρατήσει το χέρι και να της πει τι νοιώθει για εκείνη. Την είχε μπλέξει εν αγνοία της σε μια ιστορία θανάτου και δεν ήταν η μοναδική που κινδύνευε. Έτρεχε… Έτρεχε και ξανά έβαζε όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει για να ξεφύγει από την μοίρα που σαν κατάρα είχε πέσει πάνω του και τον βασάνιζε.
Τους είχε δει που τον κυνηγούσαν. Ήξερε ήδη το αποτέλεσμα. Θα τον έφταναν και η διαφυγή του θα ήταν σχεδόν αδύνατη. Μα εκείνος ήθελε μόνο να της πει ένα σ’ αγαπώ και μετά δεν τον ένοιαζε. Είδε τον φίλο του τον Γιώργο να τον πλησιάζει εξουθενωμένος από το τρέξιμο, ιδρωμένος και κατακόκκινος.
«Ξέρω…» αρκέστηκε μόνο να του πει και άνοιξε την αγκαλιά του για να υποδεχτεί τον καλύτερό του φίλο, που για δεύτερη φορά γινόταν κομμάτια.
«Παραιτούμαι», έλεγε ανάμεσα στα αναφιλητά του.
Εκείνος ο άτρωτος νέος, με το αστυνομικό δαιμόνιο, με την αστείρευτη πονηράδα, με το χιούμορ που γονάτιζε κι τις πέτρες. Εκείνος που έδειχνε να μην ενδιαφέρεται για τίποτα, να μην γονατίζει, να μην λυγίζει, σήμερα έκλαιγε γοερά. Ανήμπορος. Μισός. Ήταν γεμάτος ενοχές, για όλα όσα συνέβησαν. Ήξερε πως έπρεπε να δώσει λόγο στους γονείς της Νεφέλης, να βρει την Χριστίνα, να τιμωρήσει τον ένοχο… Τόσες πολλές ευθύνες που τον έπνιγαν. Και ήξερε πως ήταν ο μοναδικός που μπορούσε, αλλά πλέον δεν ήξερε αν ήθελε να συνεχίσει να παλεύει. Οι δυνάμεις του μόλις είχαν χαθεί, ο Ντίνος είχε μείνει απογυμνωμένος από κάθε ελπίδα. Τι δικαιοσύνη και μαλακίες; Εκείνος μετρούσε τις ανάσες της…
Περπάτησαν μέχρι το τμήμα. Ο Γιώργος τον έβαλε να καθίσει στο γραφείο του και έκλεισε την πόρτα. Έπρεπε να τον ηρεμήσει. Είχε δει την τρέλα στο μάτι του Ντίνου και ήταν η δεύτερη φορά που το αντίκριζε. Έπρεπε όμως να τον συνετίσει, να μην τον αφήσει να γκρεμίσει όλα όσα έχτισαν με τόσο κόπο. Δεν ήταν εύκολο να φτάσουν να κάνουν έναν άγνωστο Μέγα, φίρμα. Τίποτα δεν τους χαρίστηκε και αντί υποστήριξης συνάντησαν εμπόδια και αντί συμπαράστασης βρήκαν εχθρούς. Είχαν αντέξει όμως και δεν γινόταν να τα παρατήσουν τώρα.
Μπήκε ο Τάσος στο γραφείο μαζί με τον γενικό διευθυντή. Τον κοίταξαν που καθόταν σαν ζόμπι στην καρέκλα του και έψαχναν τρόπο να του πουν. Μα πώς να βγει από το λαρύγγι τους κάτι τέτοιο; Πως θα του έλεγαν την αλήθεια που ηθελημένα του είχαν κρύψει; Ποιος θα τους έσωζε από τα χέρια τους;
Ο Γιώργος τους κοίταξε απορημένος. Είχε ψυλλιαστεί πως κάτι δεν πήγαινε καλά και τώρα τα βλέμματα των δύο συναδέλφων το αποδείκνυαν. Τους έκανε νόημα και τους πήρε παράμερα για να μάθει τι συμβαίνει. Ο Τάσος πήρε πρώτος τον λόγο και αυτό που του ξεφούρνισε δεν ήταν ακριβώς αυτό που ήθελε να ακούσει την συγκεκριμένη στιγμή.
«Μην του το πείτε!» αγρίεψε ο Γιώργος, κοκκίνισε, άναψε και βρόντηξε. «Είστε εντελώς ηλίθιοι; Δεν τον βλέπετε; Θα καταρρεύσει!»
«Γιώργο, θα το μάθει! Πόσο θα το κρατήσουμε κρυφό;» προσπάθησε ο διευθυντής να πάρει μέρος.
«Τώρα το θυμηθήκατε; Καλά ρε, είστε τελείως μαλάκες; Ξέρατε και μας αφήνατε στο σκοτάδι;»
«Γιώργο εμείς δεν το κάναμε από κακό…» ο Τάσος δεν ήξερε που να κρυφτεί.
Η σιωπή απλώθηκε στο γραφείο, μέχρι που ένας δυνατός θόρυβος ήχησε σε όλο το κτίριο. Φωνές ακούστηκαν από έξω κι μια πόρτα να ανοίγει με κρότο.

Είχε έρθει η ώρα της αλήθειας; Ίσως… αλλά για ποιον απ’ όλους;

Βασιλική Κυργιαφίνη