Η μάχη του έρωτα (Κεφάλαιο 27)

Άνοιξε τα μάτια της απότομα. Το φως άγαρμπο τύφλωσε τα μάτια της και την έκανε να αποζητήσει το σκοτάδι από την κουβέρτα που την σκέπαζε. Στην δεύτερη προσπάθεια κατάφερε να τα κρατήσει ανοιχτά. Κοίταξε γύρω της το μέρος αλλά δεν μπορούσε να το αναγνωρίσει. Που βρισκόταν; Στο δωμάτιο υπήρχε μόνο ένα κρεβάτι, ένα μικρό τραπεζάκι, μια καρέκλα και πολλές εικόνες. Δεν θυμόταν πως είχε βρεθεί εδώ. Στην πραγματικότητα τίποτα δεν μπορούσε να θυμηθεί. Η μνήμη της, της έπαιζε άσχημα παιχνίδια.

«Buenas dias!» άκουσε μια νεανική φωνή να της μιλάει και είδε μια κοπέλα γύρω στα είκοσι πέντε μαυροντυμένη να της χαμογελά με καλοσύνη.
«Ε;» το κεφάλι της πονούσε τρομερά και η γλώσσα που μιλούσε η κοπέλα δεν την βοηθούσε. Δεν καταλάβαινε γρι!
«Perdona! Un momento por favor!» είπε η μαυροντυμένη κοπέλα όσο πιο αργά μπορούσε, μήπως κι η φιλοξενούμενη καταλάβαινε κάτι.
Η Χριστίνα την άφησε να βγει από το δωμάτιο και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Ένα μικρό παραθυράκι άφηνε μια ιδέα από τις ηλιαχτίδες του ήλιου να τρυπώσουν στο δώμα. Έχωσε το κεφάλι της εκεί για να θαυμάσει το τοπίο. Παντού γύρω δέντρα και μερικά μικρά κτίρια. Και κάπου στην άκρη υπήρχε κι ένα μικρό εκκλησάκι. Το πεδίο ορατότητας της δεν ήταν μεγάλο αλλά ήταν σίγουρη πως το μέρος αυτό θα την μάγευε.
«Σου αρέσει;» μια επίσης μαυροντυμένη γυναίκα την κοιτούσε τώρα γεμάτη συμπόνια. Η Χριστίνα έγνεψε καταφατικά το κεφάλι της. Δεν είχε δύναμη να απαντήσει σαν φυσιολογικός άνθρωπος. «Μπορείς αν θες να βγούμε να τα θαυμάσεις από κοντά!» της πρότεινε η γυναίκα και το πρόσωπο της Χριστίνας ξαφνικά έλαμψε.
Την πήρε από το χέρι και την έβγαλε από το δωμάτιο εκείνο προχωρώντας προς τον διάδρομο. Της έδειξε μια άσπρη πόρτα και δύο πετσέτες. Της έδειξε τα κατατόπια του μπάνιου και την άφησε να βγάλει από πάνω της όλη την βρωμιά. Της έδωσε κι ένα μαύρο φόρεμα να φορέσει μαζί με μερικά εσώρουχα, για να βγάλει από πάνω της το βαρύ νυχτικό. Της χτένισε τα μαλλιά και της χαμογέλασε.
«Είσαι πολύ όμορφη!» της είπε τελικά η γυναίκα, ενώ την κοιτούσε με θαυμασμό.
«Είμαι;» ρώτησε παραξενεμένη η Χριστίνα, ενώ χαμογέλασε ζεστά στην γυναίκα απέναντί της.
«Έλα κοπέλα μου, σίγουρα θα πεινάς!» της έδειξε ένα πιάτο με ζεστή σούπα.
Η Χριστίνα όρμησε σχεδόν στο ζεστό υγρό και ούτε που κατάλαβε πότε είχε αδειάσει το πιάτο. Πεινούσε πολύ. Ούτε που ήξερε πόσες μέρες είχε να βάλει κάτι στο στόμα της. Φυσικά, ούτε το μέρος γνώριζε αλλά προς το παρόν το φαγητό είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τα υπόλοιπα. Έπρεπε να ρωτήσει τι ακριβώς ήταν εδώ και πως βρέθηκε εκείνη να κοιμάται σε εκείνο το δωμάτιο. Δεν θυμόταν τίποτα παρά μονάχα έναν κρότο.
«Κυρία…»
«Γερόντισσα Ευφημία», της είπε γλυκά και την έπιασε από τους ώμους για να βγουν έξω στον κήπο. «Εσένα πως σε λένε;»
«Χριστίνα»
«Όμορφα γλυκιά μου! Και θυμάσαι τίποτα;»
«Όχι…»
«Χριστίνα τέκνο μου, ξέρεις που βρίσκεσαι;»
«Όχι…»
«Ούτε πως βρέθηκες εδώ δεν θυμάσαι;» η Χριστίνα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Θυμάσαι που ήσουν πριν;»
«Κρότο… Αυτό θυμάμαι… και πονάει το κεφάλι μου», δεν μπορούσε να κάνει περισσότερες προσπάθειες για να θυμηθεί.
«Εντάξει, δεν πειράζει! Υποθέτω πως ήσουν Ελλάδα, μιας κι μιλάς ελληνικά, αλλά πρέπει να βρούμε την οικογένεια σου. Φαντάζομαι πως θα σε ψάχνουν! Δεν έχεις ούτε διαβατήριο πάνω σου, τίποτα…» έλεγε η γερόντισσα σαν να μονολογούσε στον εαυτό της προβληματισμένη.
«Τι είναι εδώ;» ρώτησε η Χριστίνα δείχνοντας το μέρος τριγύρω.
«Ορθόδοξο μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου. Είναι το μοναδικό που υπάρχει σε αυτή την μεριά της γης»
«Που;»

«Μεξικό», της προσδιόρισε σε ποιο ακριβώς μέρος της γης βρισκόταν. 

Βασιλική Κυργιαφίνη