Η Μάγισσα του Αέρα (Κεφάλαιο 10) - Ένα αξέχαστο βράδυ

Στο μαγαζί του Τζο γίνεται ήδη ο κακός χαμός. Είναι από τα πιο γνωστά και αγαπημένα στέκια της νεολαίας της Σέντραλ Σίτι, αλλά ειδικά σήμερα, μετά τη νίκη του αγώνα και με την είδηση ότι το πάρτυ διεξάγεται από την Μίμη Πιτ, έχει κυριολεκτικά μαζευτεί όλη η πόλη. Ευτυχώς το μαγαζί είναι αρκετά ευρύχωρο μέσα αλλά και έξω,
καθώς έχει διαμορφώσει ειδικά την πίσω αυλή για να δέχεται κόσμο και τους καλοκαιρινούς μήνες.
Μπαίνουμε μέσα με την Μίμη και το πρώτο πράγμα που μου κάνει εντύπωση είναι ένα τεράστιο πανό πάνω από το κεντρικό μπαρ του μαγαζιού που γράφει με μεγάλα κόκκινα γράμματα: ‘’Για άλλη μια φορά μας κάνατε περήφανους! Κεραυνοί, είστε η καλύτερη ομάδα της πολιτείας! Συγχαρητήρια!’’. Τριγύρω μικρότερα πανό και σημαιούλες με το έμβλημα της ομάδας και φυσικά μια διακόσμηση με κυρίαρχα χρώματα το κόκκινο και το μαύρο – τα χρώματά μας. Υπέροχα λαμπάκια ‘ψείρες’ κρέμονταν σαν κλαδιά ιτιάς πάνω από το μπαρ και τις βιτρίνες του μαγαζιού, και φυσικά υπήρχαν παντού λουλούδια και γάζες, σε πανέμορφους συνδυασμούς μεταξύ τους.
«Για άλλη μια φορά τολμώ να πω πως ξεπέρασες τον εαυτό σου» σχολιάζω καθώς προχωράμε προς το πίσω μέρος του μαγαζιού για να βγούμε στην αυλή.
«Χμ, λες;» αποκρίνεται η φίλη μου με μια ψευτοταπεινότητα.
«Το ξερω ότι θέλεις να το ακούς, αλλά νομίζω ότι είναι περιττό».
«Όχι δεν είναι! Αυτή η μικρή φράση, μου δίνει κίνητρο για να βελτιώνομαι».
«Εντάξει τότε. Μίμη είσαι η καλύτερη διοργανώτρια πάρτυ που υπήρξε ποτέ!»
«Σ’ ευχαριστώ Μπόνι μου!»
Περνώντας ανάμεσα από τα τραπέζια, συχνά πυκνά μας σταματούν για να μας χαιρετήσουν αλλά και να μας συγχαρούν για την απόδοση μας. Κάποιοι είναι στεναχωρημένοι που δεν επαναλάβαμε τη ρουτίνα μας μετά τη νίκη, αλλά εξηγώντας τους την κατάσταση, φαίνεται να δείχνουν κατανόηση και να ξαναβρίσκουν το κέφι τους. Στην πορεία, πίνουμε και μερικά σφηνάκια με τους πιο κοντινούς μας φίλους και με το που φτάνουμε στην πίσω αυλή, έχουμε ήδη αρχίσει να κάνουμε κεφάλι. Αυτό βέβαια δεν μπορεί να με σταματήσει από το να θαυμάσω και το υπόλοιπο έργο της φίλη μου σε αυτό το σημείο του μαγαζιού.
«Μίμη, αυτό είναι.... τέλειο!», της λέω με ιδιαίτερο θαυμασμό. Η πίσω αυλή σε σχέση με το κυρίως πάρτυ που λαμβάνει μέρος στον εσωτερικό χώρο δεν έχει καμία σχέση. Εδώ τα χρώματα είναι όλα πολύ απαλά, με το λεμονί, το λιλά και το λευκό να κυριαρχούν οπτικά. Πάνω στα δέντρα έχει πολύχρωμα μικρά φαναράκια να κρέμονται μαζί με διάφορες κορδέλες και υπάρχουν τριγύρω στο χώρο σε μπουκετάκια φρέζιες, γαρδένιες και ίριδες. Κάθε τραπέζι έχει μεταμορφωθεί σε μικρό και διακριτικό κιόσκι, με τη βοήθεια διαφόρων υφασμάτων να κρέμονται από ψηλά.
«Ήθελα κάτι πιο ρομαντικό και ιδιαίτερο για τα ζευγαράκια του σχολείου μας», λέει η Μίμη και κατευθείαν μου έρχεται στο μυαλό η εικόνα της στην αγκαλιά του Ματ, κάτω από το αχνό φωτισμό των γλυκών αυτών φαναριών. Είμαι σίγουρη ότι κάπως έτσι θα ήθελε να καταλήξει η βραδιά της, αλλά γνωρίζοντας την φήμη του Ματ, μάλλον ένα τέτοιο σενάριο φαίνεται εξωπραγματικό. Δεν θέλω να της χαλάσω τo κέφι όμως.
«Νομίζω πως πέτυχες ακριβώς αυτό που ήθελες» της λέω με καμάρι. «Σκέψου το, αν μπορέσεις να γλιτώσεις από τα σχέδια του πατέρα σου για τη Νομική,  να το κάνεις επάγγελμα αυτό το ταλέντο σου».
«Κανένας δεν ξεφεύγει από τα σχέδια του Δημάρχου Πιτ» δηλώνει με στόμφο και με κοιτάζει με μια κρυφή πίκρα στο βλέμμα της.  Ο πατέρας της είναι ένας σκληρός άντρας και συνεχώς πιέζει τη Μίμη να είναι η καλύτερη σε όλα. Από τότε που την γνώρισα πριν από δυο χρόνια, θυμάμαι πως ο πατέρας της τα έχει πάντα όλα κανονισμένα γι’ αυτήν χωρίς καν να την ρωτήσει: ποια μαθήματα θα επιλέξει στο σχολείο και ποιες δραστηριότητες, με ποιες ισχυρές οικογένειες θα συνάψει φιλικές σχέσεις, σε ποια κοσμικά γκαλά θα παρευρεθεί, ποιες ξένες γλώσσες θα μάθει επιπλέον, σε ποια πανεπιστήμια θα κάνει αίτηση...  Το ίδιο πιεστικός είναι και με τον γιο του φυσικά, τον Ντέιβις. Και το χειρότερο είναι ότι έχει καταφέρει να καταστρέψει σχεδόν ολοκληρωτικά την σχέση που είχαν τα δυο αδέρφια, με το να τους βάζει πάντα να ανταγωνίζονται και να κοντράρουν ο ένας τον άλλον.
«Λοιπόν, πού είναι ο συνοδός σου;» με ρωτά η Μίμη όταν παρατηρεί ότι έχω χαθεί στις σκέψεις μου.
«Ο συνοδός μου;» Α, ναι, τον Κα εννοεί. «Δεν έχω ιδέα. Μπορεί να θεώρησε καλύτερο να κρυφτεί παρά να με αντιμετωπίσει μετά από αυτό που έκανε».
«Δεν νομίζω κάτι τέτοιο να τον σταματούσε από το να διεκδικήσει τις μπύρες που του έταξες».
«Ε τότε που είναι;»
«Τι να σου πω. Ό,τι ξέρεις ξέρω. Ο Ματ και ο Τάι πάντως θα έρθουν με την υπόλοιπη ομάδα στις 7 ακριβώς».
«Άρα για την υπόλοιπη μία ώρα είσαι όλη δική μου» της λέω πονηρά και την οδηγώ προς το μέσα πάρτυ, τραβώντας την από το χέρι. Στον εσωτερικό χώρο, το πάρτυ έχει πάρει τα πάνω του, με τον ντι τζέι να έχει πραγματικά ξεσηκώσει τα πλήθη με τις επιλογές του. Βρίσκουμε μια παρέα με τριτοετείς κοπέλες που συμπαθούμε πολύ και χορεύουμε μαζί τους ξέφρενα και χωρίς σταματημό τουλάχιστον για τα επόμενα σαράντα λεπτά.
«Έι, ο Κα δεν είναι αυτός;» σκύβει και μου φωνάζει στο αυτί η Μίμη κάποια στιγμή.
Γυρνάω το κεφάλι μου προς το μπαρ και τον βλέπω να κάθεται εκεί, σε ένα ψηλό σκαμπό, ντυμένος στα μαύρα και να με καρφώνει με το γνωστό λάγνο βλέμμα του, κρατώντας μια μπύρα στο χέρι.
«Ναι, έκανε την εμφάνιση του επιτέλους, ωραίο ραντεβού» της λέω με αποστροφή και συνεχίζω να χορεύω.
«Άραγε η μπύρα που κρατάει στα χέρια του μετράει στις κερασμένες;»
«Το καλό που του θέλω!» της απαντάω με νάζι, νιώθωντας ήδη μια έξαψη να με κυριεύει όντας τελικά κολακευμένη από τον τρόπο που με κοιτά. Την κατάλληλη στιγμή ο ρυθμός της μουσικής αλλάζει και γίνεται πιο αισθησιακός και σκοτεινός. Όλα τα κορίτσια της παρέας συγχρονιζόμαστε με ευκολία στο νέο τέμπο και αποφασίζω επί τόπου να τα δώσω όλα σε αυτό το κομμάτι – από τη μία γιατί απολαμβάνω την  προσοχή του Κα, από την άλλη γιατί πραγματικά έχω ζαλιστεί με τόσα κερασμένα σφηνάκια που κατανάλωσα και οι αναστολές μου έχουν πιάσει πάτο.
Σε πέντε λεπτά, ο Κα έχει σηκωθεί από τη θέση του με πορεία προς το μέρος μου. Έρχεται με φόρα και κολλάει ορμητικά το κορμί του πάνω στο δικό μου. Περνάει το χέρι του στη μέση μου και το κορμί του πιάνει αμέσως την κίνηση του δικού μου κορμιού. Τώρα χορεύουμε σαν ένα. Πρώτη φορά μου συμβαίνει να χορεύει κάποιος μαζί μου τόσο απόλυτα αρμονικά και ρυθμικά. Με το ελεύθερο χέρι του απομακρύνει τα μαλλιά μου από τη βάση του λαιμού μου και πλησιάζει εκεί τα χείλη του, όχι τόσο ώστε να με ακουμπά, αλλά αρκετά κοντά για να νιώθω την καυτή ανάσα του να σκάει πάνω στο γυμνό μου δέρμα. Μια ζεστή ανατριχίλα διαπερνά τη ραχοκοκκαλιά μου και μου ξεφεύγει ένας μικρός αναστεναγμός.
Ξαφνικά, η μουσική σταματά και τα φώτα κλείνουν. Αναφωνήματα δυσαρέσκιας και μια αίσθηση αναστάτωσης στο χώρο. Το μυαλό μου πάει κατευθείαν στους δαίμονες, παρόλο που ο χώρος είναι γεμάτος από ανυποψίαστους ανθρώπους. Κοιτάζω μέσα στο μισοσκόταδο τον Κα για να βεβαιωθώ ότι δεν ανησυχεί όσο εγώ αυτή τη στιγμή. Το πρόσωπο του είναι απόλυτα ήρεμο. Όταν αντιλαμβάνεται την ανησυχία μου με κοιτάζει ξενερωμένος και με ύφος βαριεστημένο και μου λέει: «Φιγουρατζήδες».
Την ίδια στιγμή σκάνε πέντε έξι βόμβες κομφετί και τα φώτα τρεμοπαίζουν ρυθμικά. Τύμπανα αγωνίας ακούγονται από τα ηχεία και η μουσική ξαναξεκινά μόλις κάνει την είσοδο της η ομάδα των Κεραυνών με το τραγούδι των Queenwe are the champions’ να ‘ντύνει’ την εμφάνισή τους. Πωπω, τους είχα ξεχάσει αυτούς... Ο κόσμος στο μαγαζί ζητωκραυγάζει συνθήματα και χειροκροτεί, τραγουδά δυνατά και κατεβάζει τα σφηνάκια το ένα μετά το άλλο.
Οι Κεραυνοί μπαίνουν στο μαγαζί με πλατιά χαμόγελα, φορώντας τα τζάκετ της ομάδας και φυσικά αποθεώνονται από όλους. Τα πιο πολύτιμα μέλη της ομάδας για τον αγώνα – δηλαδή ο Τάι Χάλιγουελ, ο Ματ Ντι Κάρλο και ο Ντέιβις Πιτ - απολαμβάνουν ιδιαίτερης μεταχείρισης, με τους πιο νταβραντισμένους συμμαθητές μας να τους κουβαλούν στους ώμους τους και να φωνάζουν τα ανάλογα συνθήματα. Οι κοπέλες από κάτω έχουν ξελαρυγγιαστεί να τσιρίζουν στην απέλπιδη προσπάθειά τους να τραβήξουν την προσοχή των ‘σταρς’ του αγώνα, αλλά φυσικά μέσα σε τόσο χαμό τα αγόρια δεν μπορούν να στρέψουν την προσοχή τους κάπου συγκεκριμένα.
«Πάμε να φύγουμε από δω» μου λέει ο Κα, ακόμα ξενερωμένος. Γνέφω καταφατικά, αν και δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από τον Τάι, οποίος φαίνεται να απολαμβάνει όλη αυτή την προσοχή και την ιδιαίτερη μεταχείρηση. Αναρωτιέμαι αν μέσα σε όλη αυτή τη βαβούρα που ζει τις τελευταίες ώρες, με έχει σκεφτεί καθόλου, έστω και σαν απλή προστατευόμενη του.
Ακολουθώ τον Κα στην πίσω αυλή του μαγαζιού, όπου τα ζευγαράκια έχουν κάνει κατάληψη στα περισσότερα τραπέζια του χώρου, πράγμα απόλυτα φυσιολογικό και αναμενόμενο, αφού τώρα που έπεσε ο ήλιος, η μικρή αυτή αυλίτσα έχει γίνει παραμυθένια. Παρόλα αυτά υπάρχουν και μερικές παρέες σκόρπιες εδώ και εκεί οπότε δεν χρειάζεται να νιώθω άβολα που θα είμαι εδώ μόνη με τον Κα. Δεν θέλω να πάρει το λάθος μήνυμα.
Επιλέγουμε να κάτσουμε σε ένα τραπεζάκι από τα ελεύθερα που υπάρχουν στο κέντρο περίπου της αυλής. Δεν είμαστε απόλυτα εκτεθειμένοι στα μάτια των άλλων, λόγω των υφασμάτων που πέφτουν ανάλαφρα γύρω μας, αλλά ούτε και πριβέ, ώστε να θεωρήσει κάποιος ότι κάτι πονηρό συμβαίνει μεταξύ μας. Τα πονηρά ζευγαράκια έχουν πιάσει όλα τα τραπέζια στις άκρες, για να έχουν όσο το δυνατόν περισσότερη ιδιωτικότητα.
Καθόμαστε άνετα στο διπλό πολυθρονάκι από μπαμπού, με μια μικρή απόσταση μόνο να μας χωρίζει. Νιώθω μια μικρή νευρικότητα λόγω του χορού μας από πριν - μάλλον με συνέφερε ο φόβος για κάποια δαιμονική επίθεση νωρίτερα, όταν έκλεισαν τα φώτα. Σε νηφάλια κατάσταση, ποτέ δεν θα χόρευα έτσι με κάποιον σχεδόν άγνωστο για μένα. Αλλά η ζάλη από τα σφηνάκια έκανε το θαύμα της. Κοιτάζω στα πεταχτά τον Κα για να καταλάβω τη διάθεση του, αλλά μάταια. Όπως πάντα, το πρόσωπο του είναι σχεδόν ανέκφραστο. Περιμένω να πει κάτι, να ανοίξει συζήτηση. Περνάνε δέκα λεπτά σιωπής, έρχεται η σερβιτόρα και παραγγέλνουμε, εγώ ένα μοχίτο και ο Κα μια μπύρα. Περνάνε άλλα δέκα λεπτά, τίποτα, απόλυτη σιωπή. Πόσο με εκνευρίζει αυτός ο άνθρωπος.
«Λοιπόν, έχεις κάποιες εξηγήσεις να μου δώσεις, δε νομίζεις;» αποφασίζω να τον ρωτήσω πάνω στα νεύρα μου που άρχισαν να φουντώνουν.
«Δεν νομίζω» μου απαντά με θράσος και πίνει μια γερή γουλιά από τη μπύρα του, ενώ συνεχίζει να μη με κοιτά.
«Κα!»
«Πες μου» λέει και στρέφεται προς το μέρος μου. Τα μάτια του φαίνονται σκούρα κάτω από τον φωτισμό αυτό, αλλά το βλέμμα του εξακολουθεί να είναι σαγηνευτικό. Τα τριγωνικά τατουάζ κάτω από τα μάγουλά του του προσθέτουν μια αγριάδα και τα ατίθασα τσουλούφια του πέφτουν σχεδόν ερωτικά, γύρω από το πρόσωπό του.
«Εμ... αυτό που έκανες στο δωμάτιο μου, με τη σκόνη... δεν ήταν σωστό» του απαντώ τελικά έχοντας ξεθυμάνει από την αρχική φούντωση.
«Και τι θα κάνεις γι’ αυτό;» μου απαντά και πλησιάζει περισσότερο προς το μέρος μου. Το άρωμα του – σε συνδυασμό με την κίνησή του να με πλησιάσει - με αποσυντονίζει, είναι υπέροχο. Διακριτικό, δροσερό και χμμμ... αρρενωπό.
«Τι... εννοείς;»
«Σου έριξα τη σκόνη ύπνου για να μην σκοτωθείς στην ανώφελη προσπάθειά σου να σώσεις μια νεκρή» μου απαντά και γι’ ακόμα μια φορά δεν μπορώ να καταλάβω τις διαθέσεις του. Θέλει να με εκνευρίσει; Μήπως θέλει να μαλακώσει την αντίδρασή μου; Προσπαθεί να δικαιολογηθεί ή προσπαθεί να το παίξει σωτήρας μου;
«Δεν ξέρεις αν η κοπέλα είναι νεκρή ακόμα» του απαντώ τελικά, με το αίσθημα της ευθύνης να ξυπνά μέσα μου, σαν λευκή μάγισσα.
«Πολύ αμφιβάλλω για το ότι βρίσκεται στον Κάτω Κόσμο για διακοπές, τι λες κι εσύ; Άλλωστε οι δαίμονες δεν φημίζονται για τις ψυχαγωγικές τους ικανότητες».
«Θεέ μου, γιατί είσαι πάντα τόσο.... τόσο... κυνικός;» Μαλάκας ήθελα να πω, αλλά σκέφτηκα πως δεν είναι ώρα για την βαριά βερσιόν.
«Μάλλον είναι μέρος της γοητείας μου».
Να το πάλι, το λάγνο βλέμμα. Μα πώς το κάνει αυτό τις πιο ακατάλληλες στιγμές; Και πώς καταφέρνει πάντα να με αναστατώνει ενώ την ίδια στιγμή με εκνευρίζει τόσο πολύ;
Αφού μου παίρνει μισό λεπτό να απεγκλωβιστώ από τη ματιά του, παίρνω μια βαθιά ανάσα και στρέφω το βλέμμα μου αλλού.
«Δεν με παίρνεις στα σοβαρά Κα. Νιώθω ότι με κοροϊδεύεις κάθε φορά που προσπαθώ να σου μιλήσω».
«Πάντα είμαι σοβαρός μαζί σου» λέει και γυρνάει πάλι πίσω προς τη μεριά του.
«Κι εγώ γιατί δεν το βλέπω;»
«Δεν θέλεις να το δεις. Φοβάσαι να το δεχτείς».
«Δε νομίζω ότι φοβάμαι».
«Κι όμως, φοβάσαι. Γιατί αποστρέφεις το βλέμμα σου κάθε φορά που σε κοιτάζω; Τι είναι αυτό που δεν αντέχεις πραγματικά;»
Καθώς τα λέει αυτά, έχω κολλήσει το βλέμμα μου στο μοχίτο μπροστά μου και δεν γυρνάω να τον κοιτάξω. Έτσι, απλά τον επιβεβαιώνω. Παρόλο που δεν ξέρω ακριβώς τι επιβεβαιώνω. Νιώθω μπερδεμένη. Νιώθω απροετοίμαστη να αντιμετωπίσω αυτά που φέρνει μπροστά μου αυτή τη στιγμή ο Κα. Δεν είχα το χρόνο να σκεφτώ όλα αυτά τα πράγματα. Χρειάζομαι μια διέξοδο. Κάτι να με βγάλει από τη δύσκολη θέση. Αφήνω το βλέμμα μου να χαθεί στο χώρο και να ψάξει κάτι που θα με βοηθήσει να αλλάξω θέμα. Και τότε το βλέπω. Το δαχτυλίδι στο χέρι του.
«Δεν σε είχα για τύπο που φοράει δαχτυλίδια» λέω και απλώνω το χέρι μου για να αγγίξω την επιφάνεια από αυτό το καλλιτέχνημα. Είναι ένα χρυσό, πλατύ, αντρικό δαχτυλίδι, με τετράγωνη όψη και σφυρήλατο σχέδιο. Στις τέσσερις γωνίες του είναι διακοσμημένο με τέσσερις μαύρες πετρούλες σε σχήμα τριγωνικό.
«Ήταν του πατέρα μου».
Αυτή η δήλωση με ταράζει. Όχι τόσο για το γεγονός ότι ξέρω πώς έχασε τον πατέρα του σε πολύ μικρή ηλικία αλλά κυρίως γιατί συνειδητοποιώ ότι έχουμε κάτι κοινό με αυτόν τον άνθρωπο τελικά. Έχουμε νιώσει και οι δυο την απώλεια του γονέα. Αφήνω το βλέμμα μου να εγκλωβιστεί και πάλι μέσα στο δικό του, θέλοντας να του περάσω ένα μήνυμα συμπόνοιας και κατανόησης, προσπαθώντας όμως να μη δείξω υπερβολικό συναίσθημα και το πάρει στραβά. Αφήνω το χέρι μου απαλά πάνω στο δικό του και επιστρατεύω το πιο γλυκό μου ύφος.
«Λυπάμαι πολύ. Για την απώλεια σου».
«Και μάλλον είσαι η μόνη» μου απαντά με μια κρυμμένη πικρία πίσω από ένα κυνικό χαμόγελο.
«Τι εννοείς;»
«Η μόνη που λυπάσαι για την δολοφονία του πατέρα μου. Κανένας άλλος δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται» μου απαντά και αρχίζει να παίρνει ένα πιο κυνικό ύφος.
«Κα, μην το λες αυτό. Είμαι σίγουρη πως όλοι στην οικογένεια υπέστησαν τεράστιο πλήγμα με το χαμό του. Πρέπει να ήταν ένας πολύ γενναίος μάγος».
«Μα αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα».
«Ποιο; Δεν σε καταλαβαίνω».
Δεν μου απαντάει αμέσως. Γυρίζει με βλοσυρό ύφος προς το μέρος μου και πιάνει το χέρι μου και με τις δυο του παλάμες, γερά. Το βλέμμα του έχει κάτι το αλλόκοτο, δεν μπορώ ακριβώς να το προσδιορίσω. Είναι γεμάτο ένταση και συναίσθημα αλλά ταυτόχρονα κενό. Η κυνικότητα δεν έχει σβήσει ακόμα από το πρόσωπό του.
«Ό,τι δεν ήταν ένας γενναίος μάγος. Ήταν ένας πανίσχυρος δαίμονας».
Προσπαθώ  να καταπνίξω την αυθόρμητη αντίδρασή μου να τραβήξω απότομα το χέρι μου από τα δικά του και να απομακρυνθώ αμέσως τουλάχιστον δέκα μέτρα μακριά του. Αφού δίνω στον εαυτό μου πέντε δευτερόπλεπτα να συντάξει στο κεφάλι του μια λογική ερώτηση, πίνω μια γουλιά από το μοχίτο μου δείχνοντας όσο πιο κουλ γίνεται.
«Νομίζω ότι με δουλεύεις πάλι. Έχω άδικο;»
«Ναι».
«Δηλαδή μου λες ότι όντως ο πατέρας σου ήταν δαίμονας» το λέω αυτό προσπαθώντας να το πιστέψω κι εγώ η ίδια. «Και πώς μπήκε στην οικογένεια Χάλιγουελ; Φαντάζομαι κανένας δεν τρελαινόταν να αποκτήσει συγγενείς στον Κάτω Κόσμο».
«Αυτό είναι μεγάλη ιστορία» μου παραδέχεται με έναν αναστεναγμό, διατηρώντας μια υποψία από το γνωστό ειρωνικό χαμόγελο στα χείλη του. Αφήνει απαλά το χέρι μου και βολεύεται καλύτερα στη γωνία του καναπέ. Το βλέμμα του χάνεται κάπου μέσα στο μαγαζί. «Ας πούμε εν συντομία, ότι οι γονείς μου ερωτεύτηκαν τόσο τρελά και παράφορα που προσπάθησαν να σπάσουν τους Κανόνες».
«Προσπάθησαν... αλλά δεν τα κατάφεραν;»
«Ακριβώς. Κάποιοι κανόνες είναι φτιαγμένοι για να τους σπάμε. Κάποιοι άλλοι όμως είναι από τη φύση τους απαράβατοι. Όπως αυτός ο Κανόνας που λέει ότι διαφορετικά είδη μαγικών πλασμάτων απαγορεύεται να συνάπτουν ερωτικές σχέσεις μεταξύ τους. Κάτι τέτοιες σχέσεις είναι καταδικασμένες από την αρχή».
Όπως μια μάγισσα και ο Καθοδηγητής της. Όπως εγώ και ο Τάι για παράδειγμα. Δεν μπορώ να συγκρατήσω αυτόν τον συνειρμό απ’ το να ξεπηδήσει ενοχλητικά μέσα στο κεφάλι μου.
«Τώρα κατάλαβα γιατί αντέδρασε έτσι η Ρίκα όταν μίλησες για τον πατέρα σου τις προάλλες».
«Η Ρίκα είναι ηλίθια και φαντασμένη» μου απαντάει ήρεμος.
«Τώρα καταλαβαίνω και την κόντρα σου με την υπόλοιπη οικογένεια» έχω να προσθέσω χωρίς να πτοούμαι από τα σχόλια του. Ο Κα είναι για τους υπόλοιπους ο γιος του δαίμονα, το μαύρο πρόβατο, το κακό παιδί.
«Κόντρα; Δεν υπάρχει καμιά κόντρα. Απλά όλοι τους είναι βλαμμένοι και δεν τους αντέχω».
Καλύτερα να μην προσπαθήσω να σκαλίσω άλλο αυτή την ιστορία. Ίσως ο Κα να αντιδράσει άσχημα ή να προκαλέσω κάποιο ενδοοικογενειακό επεισόδιο, παρά το γεγονός ότι προσπαθεί να φαίνεται κουλ και ήρεμος όταν μιλάει γι’ αυτό. Αλλά είμαι πολύ περίεργη να μάθω για το ‘σκοτεινό’ παρελθόν της οικογένειας, όπως επίσης και για την πραγματική φύση του Κα. Ή για το τέλος αυτής της απαγορευμένης σχέσης της μητέρας του και του δαίμονα. Ή έστω για τον λόγο που η Ρίκα έδειξε τέτοια απέχθεια για τον θείο της ενώ ο Κα ισχυρίζεται ότι είχε πάρει το μέρος τους για να εξοντώσουν τη Δαιμονική Τριάδα πριν από τόσα χρόνια.
«Ξέρω τι σκέφτεσαι» μου λέει ο Κα προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσει τη σιωπή μου. «Προσπαθείς να καταλάβεις τι είμαι. Αν είμαι λευκός μάγος τελικά όπως η μητέρα μου ή αν υπάρχει κάτι μέσα μου από τη δαιμονική φύση του πατέρα μου».
Δεν θα τον διαψεύσω. Είναι ευκαιρία να μάθω τι είναι πραγματικά χωρίς να τον ρωτήσω η ίδια. Τον κοιτάζω στα μάτια, σε αυτά τα γκριζογάλανα, μεθυστικά μάτια του, που όμως τώρα φαίνονται μαύρα κάτω από το πενιχρό αυτό φως των κεριών, παίρνοντας ύφος προσμονής για να τον προτρέψω να συνεχίσει.
«Θες να μάθεις λοιπόν;»
Με το που τελειώνει την ερώτησή του και πριν προλάβω να γνέψω καταφατικά, χτυπά ο συναγερμός για φωτιά. Ο θόρυβος μας τρυπά ανελέητα τα αυτιά και όλοι σηκώνονται πανικόβλητοι από τις θέσεις τους με κατεύθυνση προς τις εξόδους κινδύνου.
«Έλα, πάμε» λέει ο Κα και μου δείχνει την έξοδο.
«Πρέπει να βρω τη Μίμη. Κάτι δε μου πάει καλά με αυτόν τον συναγερμό. Μυρίζεις καθόλου καπνό;» του λέω χωρίς να περιμένω απάντηση στην πραγματικότητα, με το ένστικτό μου να με προειδοποιεί για δαιμονική επίθεση.
Μπαίνω πάλι μέσα στο μαγαζί όπου οι ψεκαστήρες έχουν ανοίξει για τα καλά και οι περισσότεροι έχουν ήδη βγει έξω προσπαθώντας να σώσουν και την εμφάνισή τους εκτός από το τομάρι τους. Παντού στο πάτωμα υπάρχουν νερά και σπασμένα ποτήρια. Ο θόρυβος από τον συναγερμό είναι ακόμα πιο δυνατός μέσα στο μαγαζί και υπερκαλύπτει οποιονδήποτε άλλο ήχο, πράγμα που σε συνδυασμό με τη περιορισμένη ορατότητα λόγω του νερού που πέφτει από τους ψεκαστήρες, κάνει το έργο μου ακόμα πιο δύσκολο.
«ΜΙΜΗΗ!» φωνάζω με όλη μου τη δύναμη. «ΜΙΙΙΙΜΜΜΗ» αλλά καμία ανταπόκριση. Κοιτάζω τριγύρω ερευνητικά και συνειδητοποιώ ότι πλέον όλοι έχουν βγει έξω από το μαγαζί. Καμία κίνηση πουθένα. Μόνο ο Κα βρίσκεται ακριβώς από πίσω μου και ελπίζω να προσπαθεί να με βοηθήσει, παρόλο που μοιάζει να στέκεται εντελώς ακίνητος.
«Μπόνι; Εσύ είσαι;» ακούω την γνώριμη φωνή του Κρίστοφερ, ενώ ταυτόχρονα νιώθω και το χέρι του να ακουμπά απαλά τον ώμο μου.
«Κρις! Μήπως είδες τη Μίμη;» τσιρίζω με ελπίδα προς το μέρος του.
«Ναι» μου απαντά και διστάζει να συνεχίσει για λίγο. «Είναι άσχημα τα πράγματα Μπόνι. Πολύ άσχημα» λέει τελικά.
Το στομάχι μου σφίγγεται στο άκουσμα των λόγων του.
«Δαίμονες;» τον ρωτάω κομπιάζοντας.
Μου γνέφει καταφατικά.
«Αλλά αυτή την φορά δεν ήρθαν για σένα».
«Άκουσες τι είπε ο μικρός. Δαίμονες. Πάμε, πριν μπλέξεις κι εσύ» μου φωνάζει ο Κα από τη μεριά του και με τραβάει ελαφρά από το μπράτσο.
«Δεν πάω πουθενά. Δεν τον άκουσες; Δεν ήρθαν για μένα. Και αν η Μίμη έχει πρόβλημα, πρέπει να τη βοηθήσω».
«Δεν είναι η Μίμη αυτή που έχει πρόβλημα» προσπαθεί να μου εξηγήσει ο Κρις. «Αυτή τη φορά στόχος τους είναι ο Ματ Ντι Κάρλο».
«Ο Ματ;» Αυτό δεν το περίμενα. «Μα πώς; Γιατί;»
«Αποδεικνύεται ότι και ο Ματ είναι ένας από μας. Είναι μάγος». Και ταυτόχρονα αποδεικνύεται τελικά ότι σε αυτήν την πόλη είμαστε πολλοί.
«Θεέ μου! Και πού είναι τώρα;»
«Στις τουαλέτες. Εκεί έγινε η επίθεση. Οι υπόλοιποι κάνουν ότι μπορούν για να τον σώσουν. Οι δαίμονες τον έχουν αρπάξει σε μια γωνία και έχουν κάποιον μαζί τους που του κάνει μάγια. Δεν ξέρουμε τι ακριβώς συμβαίνει. Έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια μικρή στραστιά από Λάζαρους».
«Λάζαρους;»
«Εξαιρετικά επικίνδυνους δαίμονες με υπερφυσική δύναμη και τηλεκινητικές δυνάμεις» επεμβαίνει ο Κα για να μου εξηγήσει. «Κάθε φορά που σκοτώνεις έναν από αυτούς επιστρέφει από τον τάφο, δυο φορές πιο δυνατός».
«Και πώς αντιμετωπίζεις κάτι τέτοιο;» ρωτάω τρομοκρατημένη, έχοντας αρχίσει να νιώθω και ρίγος από την υγρασία.
«Πρέπει να μαζέψεις τις στάχτες του σε ένα δρύινο κουτί και να τις θάψεις σε ιερό έδαφος, όπως για πράδειγμα το νεκροταφείο».
«Ακούγεται δύσκολο. Οι άλλοι θα μας χρειάζονται» λέω και είμαι αποφασισμένη να πάω να βοηθήσω.
«Όχι εσένα Μπόνι. Εσύ πρέπει να παραμείνεις ασφαλής» μου υπενθυμίζει ο Κα εκνευρισμένος και με ξανατραβάει για να φύγουμε.
«Δεν υπάρχει περίπτωση να τους εγκαταλείψω» δηλώνω με θυμό που για ακόμα μια φορά προσπαθεί να μου επιβάλλει την άποψη του για το πώς πρέπει να δράσω. «Και μη διανοηθείς να χρησιμοποιήσεις πάλι τη σκονούλα σου πάνω μου γιατί θα υπάρξουν τραγικά αντίποινα». Και με αυτήν την απειλή, τραβώ απότομα το χέρι μου και προχωρώ γρήγορα προς τις τουαλέτες.
Ήδη φτάνοντας έξω από την πόρτα και παρά τον θόρυβο από τις σειρήνες και το νερό που τρέχει από τους ψεκαστήρες, ακούγονται πολύ καθαρά οι ήχοι της μάχης: κραυγές επίθεσης, σώματα να χτυπάνε στους τοίχους, πλακάκια και καθρέπτες να σπάνε... Και μέσα σε όλα αυτά, ο ανατριχιαστικός ψίθυρος μιας άγνωστης ψαλμωδίας σε ακαταλαβίστικη γλώσσα.
Ανοίγω την πόρτα γρήγορα με την καρδιά μου να χτυπά σε τρελούς ρυθμούς από την αγωνία και τον φόβο για το τι θα αντικρίσω. Οι τουαλέτες του Τζο είναι αρκέτα μεγάλες και ευρύχωρες και αυτό με κάνει να αναρωτιέμαι πόσοι δαίμονες θα μπορούσαν να χωράνε μέσα σε αυτόν τον χώρο. Με την πρώτη ματιά, εντοπίζω ήδη έντεκα σατανικές μορφές. Ω, είναι πολλοί. Και είναι όλοι όρθιοι και μάχημοι.
Ο Τάι εκτινάσσει τους λευκούς κεραυνούς του για να αποκρούσει αποτελεσματικά την επίθεση τριών Λάζαρους από τα δεξιά του. Η καημενούλα η Μίμη βρίσκεται κουλουριασμένη σε μια γωνία ακριβώς πίσω του και φαίνεται εντελώς εκτός τόπου.Η Ρίκα κλωτσάει με μανία έναν από τους δαίμονες που έχει πέσει κάτω ενώ ταυτόχρονα αποκρούει νέες επιθέσεις προς αυτήν ρίχνοντας εκρηκτικούς βώλους σε κάθε κατεύθυνση. Κάνοντας δυο βήματα προς τα μέσα, βλέπω και τον Ματ με την άκρη του ματιού μου σωριασμένο στο πάτωμα κοντά στους νιπτήρες. Τα μάτια του είναι ανοιχτά αλλά κάτασπρα, σαν να ‘χουν γυρίσει ανάποδα και στην δεξιά παλάμη του υπάρχει ένα πουγκάκι. Μια μαυροφορεμένη φιγούρα κάθεται ακριβώς από πάνω του με ένα άθεμε κάνοντας διάφορες κινήσεις με τα χέρια και ψέλνοντας. Έχει σκίσει το πουκάμισο του μπροστά και έχει χαράξει κάποια σύμβολα στο στέρνο του, που δεν έχω ξαναδεί ποτέ. Όλο το σκηνικό μοιάζει με κάποια σκοτεινή τελετή.
«Γρήγορα να βοηθήσουμε τον Ματ» φωνάζει ο Κρις και ορμάει χωρίς δεύτερη σκέψη προς το μέρος του. Φυσικά δεν πλησιάζει ούτε κατά διάνοια, αφού αμέσως εμφανίζονται δυο Λάζαρους μπροστά του και αντεπιτίθενται. Ο Κρις χρησιμοποιεί την δυναμή του για να δημιουργήσει μια πλασματική ασπίδα μπροστά του και έτσι οι δυο δαίμονες δεν του κάνουν ούτε γρατζουνιά. Όμως είναι τόσο συγκεντρωμένος στο να διατηρήσει την ασπίδα του που δεν καταλαβαίνει έναν τρίτο δαίμονα ο οποίος τον πλησιάζει από πίσω κρατώντας ένα μαχαίρι.
«Είναι βλάκας» λέει ο Κα και ειλικρινά πιστεύω ότι το λέει πιο πολύ για τον Κρίστοφερ παρά για τον ύπουλο δαίμονα. Περνάει γρήγορα από δίπλα μου για να σταθεί ακριβώς μπροστά μου, με την πλάτη του στα μούτρα μου. «Εσύ μη το κουνήσεις από δω. Μόλις σώσουμε τον άχρηστο, φεύγουμε» μου δίνει διαταγές πάλι. Μα καλά δεν έχει καταλάβει τίποτα για τον αντιδραστικό μου χαρακτήρα;
Με το που χώνεται και ο Κα στη μάχη, είναι η ευκαιρία μου να κάνω κάτι για τη Μίμη. Σίγουρα είναι ασφαλής κοντά στον Τάι αλλά κάτι μου λέει ότι πολύ θα ήθελε να φύγει από εδώ μέσα.
Την στιγμή που ο Τάι έχει βάλει κάτω έναν από τους δαίμονες και του σπάει το χέρι με κάποια ειδική λαβή, χρησιμοποιώ τον αέρα που υπάρχει στον χώρο για να διώξω από κοντά του έναν από τους Λάζαρους. Δεν είναι εύκολη δουλειά, καθώς πρέπει να συγκεντρώσω τη δύναμη μου σε ένα καλό χτύπημα που θα τον βγάλει νοκ άουτ μόλις χτυπήσει στον τοίχο. Χρησιμοποιώ τα χέρια μου για να κατευθύνω ένα κύμα αέρα προς τον στόχο μου και ναι! Κατάφερα να ρίξω τον δαίμονα με το κεφάλι πάνω νιπτήρα. Ο ανατριχιαστικός ήχος από τα κόκκαλα του κρανίου του που σπάνε και τα αίματα που σκορπίζονται τριγύρω δεν μειώνουν καθόλου τον ενθουσιασμό μου, παρά την αηδία που νιώθω.
«Μπόνι, όχι!» μου φωνάζει η Ρίκα από την μεριά της, ενώ ο Τάι με κοιτάζει με βλέμμα ανήσυχο.
«Όχι; Τι ‘όχι’; Γιατί ‘όχι’;» η αντίδραση της Ρίκα με ρίχνει λίγο ψυχολογικά αλλά δεν καταλαβαίνω ποιο είναι το πρόβλημα της. Εκείνη αφήνει άλλον ένα δαίμονα αναίσθητο με ένα χτύπημα στο σβέρκο –συνολικά έχει μαζέψει τρεις αναίσθητους δαίμονες γύρω στα πόδια της- και έρχεται αμέσως προς το μέρος μου.
«Τους αφήνουμε αναίσθητους, ΜΟΝΟ αναίσθητους, κατάλαβες;» με ρωτά λαχανιασμένη από τη δράση. Μένω να την κοιτάζω σαν χαμένη για λίγο. Η Ρίκα ξεφυσά απογοητευμένη, κοιτάζει γύρω της για να βεβαιωθεί ότι δεν απειλείται προς στιγμήν και μου εξηγεί, όπως και ο Κρις νωρίτερα, πως κάθε νεκρός Λάζαρους επανέρχεται στη ζωή σε λίγα λεπτά, δυο φορές πιο ισχυρός. Τελικά είμαι ηλίθια.
«Συγγνώμη, δεν...»                                                                                                   
«Άσε τις συγγνώμες και γίνε χρήσιμη» μου απαντά με σκληρότητα και ξαναξεκινά να μάχεται κοντά στον Τάι.
Αποφασισμένη να μην τα κάνω και πάλι θάλασσα, προχωρώ με όσο θάρρος υπάρχει μέσα μου και με προσοχή προς το μέρος της Μίμη. Θα την βγάλω από δω, τέλος.
Χρησιμοποιώ την δύναμή μου με επιτυχία για να αποθήσω έναν δαίμονα που προσπαθεί να με χτυπήσει από τα αριστέρα. Δυο τρία βήματα πιο κοντά στη Μίμη και σκύβω για να αποφυγώ κάτι αδέσποτες ενεργειακές μπάλες και θραύσματα από γυαλί. Άλλα πέντε βήματα και θα την έχω φτάσει.
Ένας οξύς πόνος με διαπερνά ξαφνικά και από την έκπληξη χάνω την ισορροπία μου και πέφτω στο πάτωμα. Χρησιμοποιώ τα χέρια μου για να μην χτυπήσω στο κεφάλι και αμέσως εξερευνώ το σημείο στα πλαϊνά του μηρού μου, απ’ όπου ΄ρχεται αυτό το τεράστιο κύμα πόνου. Ωχ, ωχ... είναι ένα άθεμε. Καταλαβαίνω αμέσως πως έχω γίνει ξαφνικά εγώ ο στόχος της μαυροφορεμένης φιγούρας που έκανε τα μαγικά στον Ματ. Κοιτάζω προς το σημείο που βρίσκεται το σώμα του και βλέπω μια κοπέλα με ροζ ατίθασα μακριά μαλλιά και γατίσια χαρακτηριστικά στο πρόσωπο να βρίσκεται από πάνω του και να έχει στρέψει την προσοχή της σε μένα. Το χαμόγελο της σατανικό. Ο αέρας της μαρτυρά μια αλαζονεία πρωτόγνωρη για μένα και ας μην ξεχνάμε ότι ξέρω τον Κα.
«Μπόνι, είσαι καλά;» με ρωτά ο Κα αναστατωμένος σκύβωντας προστατευτικά από πάνω μου. Του γνέφω καταφατικά και του δείχνω το τραυματισμένο μου πόδι. «Θα τη σκίσω τη σκύλα» μου λέει και με προσοχή χρησιμοποιεί την δύναμη του για να αφαιρέσει το άθεμε από τον μηρό μου όσο πιο ανώδυνα και γρήγορα γίνεται. Έπειτα με τηλεκίνηση το κατευθύνει απότομα προς την κοπέλα με τα ροζ μαλλιά. Το σατανικό της χαμόγελο γίνεται ακόμα πιο πλατύ και ένας Λάζαρους ξεπετάγεται μπροστά της, αφήνωντας να καρφωθεί στο στήθος του το τελετουργικό μαχαίρι. Πέφτει μπροστά της νεκρός. Τέλεια. Τώρα θα έχουμε δυο νεκρανασταμένους δαίμονες με τη διπλάσια δύναμη από πριν. Πολύ θα ήθελα να γυρίσω να δω την έκφραση της Ρίκα αυτή τη στιγμή, αλλά δυσκολεύομαι.
«Γαμώτο» ψιθυρίζει ο Κα. Σηκώνεται γρήγορα και υψώνοντας τα χέρια του στον αέρα σηκώνει από το πάτωμα ένα αυτοσχέδιο δαιμονικό όπλο που μοιάζει με δρεπάνι. Ουσιαστικά είναι ένα ξύλο που έχει δεμένο με σκοινί στην άκρη του ένα καμπυλωτό, πριονωτό μαχαίρι. Με γρήγορες κινήσεις, το φέρνει στα χέρια του και ορμάει επιθετικά προς την κοπέλα.
Από το πρόσωπό της σβήνεται το αυτάρεσκο γελάκι της αλλά δεν φαίνεται να χάνει την ψυχραιμία της ούτε δευτερόλεπτο. Λίγο πριν φτάσει ο Κα σε ικανοποιητική απόσταση για να της κόψει το κεφάλι με ένα χτύπημα, βγάζει από τον μανδύα της ένα καφέ δερμάτινο πουγκάκι και το πετάει πάνω του φωνάζοντας:
«Μη βιάζεσαι μικρέ μάγε. Cancerem
Με το που άγγιξε το στήθος του Κα, το πουγκάκι έσκασε και απελευθέρωσε μια ασημένια σκόνη στον αέρα. Σε κλάσματα του δευτερολέπτου η σκόνη συμπυκνώθηκε γύρω του και τελικά πήρε τη μορφή μια παχιάς ασημένιας αλυσίδας, τυλίγοντάς τον σφικτά απ’ άκρη σε άκρη και αναγκάζοντας τον να πέσει βαρύς στο έδαφος δίπλα από τον Ματ, ανήμπορος να κάνει πλέον κάτι για να αμυνθεί.
«Μην τολμήσεις να τον πειράξεις μάγισσα» ξεφωνίζω με οργή προς το μέρος της. Κοιτάζω γύρω μου με αγωνία, να δω αν έχουν συνειδητοποιήσει οι άλλοι πως ο ξάδερφός τους βρίσκεται σε κίνδυνο. Ο Τάι παλεύει με δυο Λάζαρους έχοντας δημιουργήσει ένα σπαθί από λευκό κεραυνό στα χέρια του, η Ρίκα τα βρίσκει σκούρα με έναν από τους δαίμονες να την έχει αρπάξει από το λαιμό ενώ ο Κρίστοφερ έχει καλυφθεί εξολοκλήρου με μια πλασματική ασπίδα, για να αποτρέψει τις σφοδρές επιθέσεις από τρεις Λάζαρους ταυτόχρονα.
Η μόνη τους ελπίδα είμαι εγώ. Και για τον Κα και για τον Ματ. Συγκεντρώνομαι με όλο μου το είναι στο χάρισμά του Αέρα, για να βρω την κατάλληλη επίθεση που θα μπορέσει να βγάλει νοκ αουτ τον εχθρό μου μια και έξω, αφού δεν νομίζω πως ένα κυματάκι αέρα θα μπορέσει να με βοηθήσει στην συγκεκριμένη περίπτωση. ‘Μόνο εγώ έχω μείνει για να τους βοηθήσω’, υπενθυμίζω στον εαυτό μου. Καρφώνω το βλέμμα μου στην μάγισσα και το κλειδώνω εκεί. Νιώθω την δύναμη μέσα μου να ξυπνάει και να με καθοδηγεί, με όλα τα συναισθήματα μου να εμπλέκονται σε αυτό την ίδια στιγμή, οργή, μίσος, αγωνία. Σηκώνομαι στα πόδια μου παρά τον τραυματισμό μου –δε νιώθω κανένα πόνο αυτή τη στιγμή- και αφού περιστρέφω τις παλάμες μου δυο φορές στον αέρα, βάζω όλη μου την ενέργεια σε έναν και μόνο σκοπό πλέον: στο να κλέψω όλο τον αέρα γύρω από αυτό το αλαζονικό έκτρωμα με την αποτυχημένη βαφή και να του προκαλέσω ασφυξία.
«Τι κάνεις... εκεί;» με ρωτά πανικόβλητη όταν συνειδητοποιεί ότι πέρασα στην επίθεση. Τα μάτια της γουρλώνουν και τα χέρια της ψάχνουν εναγωνίως γύρω από το λαιμό της να βρουν τι είναι αυτό που της στερεί το πολύτιμο οξυγόνο. «Εσύ το κάνεις αυτό!» με κατηγορεί και το βλέμμα της αστράφτει από μίσος και ανάγκη για εκδίκηση, ενώ την ίδια στιμή το πρόσωπό της έχει γίνει κατακόκκινο από την προσπάθεια να αναπνεύσει. Μόλις ανακτά την ψυχραιμία της, χώνει τα χέρια στο μανδύα της και εμφανίζει δυο μαύρα πουγκιά. Αντιδρώ αμέσως, με το να κατευθύνω τον αέρα που της ‘έκλεψα’ για να την αφοπλίσω.
«Ναι!» κατάφερα να ρίξω κάτω τα πουγκιά της. «Δεν θα είναι τόσο εύκολο αυτή την φορά» της φωνάζω με έπαρση και από τον ενθουσιασμό μου, δεν αντιλαμβάνομαι εγκαίρως την επίθεση που έρχεται από τα αριστερά μου. Ο Λάζαρους που κατάφερε να με πλησιάσει, δε μου χαρίζεται καθόλου και έτσι με μια μπουνιά στα πλευρά με διπλώνει στα δυο και πέφτω κάτω ουρλιάζοντας από τον πόνο, έχοντας σίγουρα σπάσει δυο τρία πλευρά. Ακολουθεί μια πολύ δυνατή κλωτσιά στο πρόσωπο, δεν πρόλαβα να δω από ποιον όμως. Κάνω δυο σβούρες στον αέρα και αφού χτυπήσω στον τοίχο, πέφτω με δύναμη στο πάτωμα. Προσπαθώ να σηκωθώ γρήγορα παρά τον πόνο, αγκομαχώντας και φτύνοντας αίμα, αλλά είναι πολύ δύσκολο. Παραιτημένη από οποιαδήποτε άλλη προσπάθεια, στηρίζω την πλάτη μου στον τοίχο και ψάχνω για βοήθεια γύρω μου.
«Μπόνι, Μπόνι, μίλα μου, είσαι καλά;» με ρωτά η Μίμη. Δεν ξέρω πως κατάφερε να βρεθεί κοντά μου, αλλά πραγματικά χαίρομαι πολύ.
«Είμαι τέλεια» της λέω αλλά η χαρά μου δεν κρατάει πολύ. Ένας από τους δαίμονες έρχεται και την πιάνει από τα μαλλιά.
«Αααααα» η κραυγή της με πονά περισσότερο από οποιοδήποτε χτύπημα και το κουράγιο μου επανέρχεται την ίδια στιγμή.  Σηκώνω το χέρι μου για να στείλω ένα κύμα αέρα προς τον εχθρός της αλλά τελικά χρησιμοποιεί η ίδια της δύναμη της και κρατώντας το χέρι του δαίμονα, τον αναγκάζει να την αφήσει κάτω απαλά.
«Ουάου...» σχολιάζω. «Γιατί δεν το έκανες αυτό νωρίτερα;»
«Εσύ θα τους πλησίαζες από μόνη σου;» με ρωτά και φαίνεται τώρα πιο ήρεμη. «Αφού ξέρεις ότι το χάρισμά μου απαιτεί άμεση σωματική επαφή για να μπορέσω να λυγίσω τη θέληση κάποιου».
«Σαν να έχεις δίκιο» της απαντάω και με τη βοήθεια του δαίμονα που έχει ‘υποδουλώσει’, καταφέρνω να σηκωθώ.
«Κορίτσια προσέξτε!» φωνάζει η Ρίκα από τη μεριά της αλλά δεν προλαβαίνουμε να αντιδράσουμε. Δυο μαύρα πουγκιά σκάνε ξαφνικά πάνω μας απελευθερώνοντας μαύρο καπνό, ο οποίος εισβάλλει βίαια στα ρουθούνια μας. Νιώθω τον λαιμό μου να καίει, με καίει φοβερά, σαν να ανοίγει τρύπα στον οισοφάγο μου. Τα άκρα μου μουδιάζουν και νιώθω να χάνω επαφή με το περιβάλλον. Ταυτόχρονα το κάψιμο επεκτείνεται και στο υπόλοιπο σώμα μου και ο πόνος γίνεται αφόρητος, τόσο αφόρητος που τελικά τα πάντα σκοτεινιάζουν και πλέον δεν νιώθω τίποτα.

Foni Nats