Το κλειδί του παραδείσου (Κεφάλαιο 2) «Χριστουγεννιάτικα δώρα»


«Καλημέρα σας. Έχετε καλέσει το γραφείο του διευθυντή του τμήματος αξιολόγησης. Είμαι η βοηθός της προσωπικής του γραμματέα, Εύα Κύλιαν. Πώς θα μπορούσα να εξυπηρετήσω;» ρώτησε η Εύα λαχανιασμένη, καθώς απάντησε το τηλέφωνο λίγο πριν εκείνο προλάβει να κλείσει.
«Καλημέρα Εύα, είμαι η Σάρα Φίρμαν, η γραμματέας του αντιπροέδρου, τι κάνεις;» τη ρώτησε ευγενικά η Σάρα, χωρίς να δείχνει ίχνος δυσανασχέτησης στη φωνή της.
«Χίλια συγνώμη, κυρία Σάρα, δεν πρόσεξα ότι η γραμμή ήταν εσωτερική. Πώς θα μπορούσα να σας εξυπηρετήσω;» της απάντησε παρατώντας τη στοίβα από χαρτιά που μόλις είχε φωτοτυπήσει πάνω στο γραφείο της και κάθισε στην καρέκλα της για να πάρει μια ανάσα.
«Θα σε παρακαλέσω να μην αφήνεις τις γραμμές να χτυπάνε τόση ώρα, ξέρεις πως δεν είναι κάτι που εκτιμά ο αντιπρόεδρος» της είπε λίγο αυστηρά.
«Λυπάμαι γι’ αυτό, κυρία Σάρα, υπόσχομαι να μην ξαναγίνει» της υποσχέθηκε, ενώ μέσα της έβριζε την ώρα και τη στιγμή που της είχαν φορτώσει στο κεφάλι της την προϊσταμένη της, την Τζασμίν, την προσωπική γραμματέα του διευθυντή της, που από την ημέρα που είχε έρθει, πριν από δύο περίπου χρόνια, μόνο μπελάδες της δημιουργούσε.
«Πώς θα μπορούσα να σας βοηθήσω;» επανέλαβε ελπίζοντας η Σάρα να μπει κατευθείαν στο θέμα, γιατί πραγματικά δεν είχε καθόλου χρόνο για κουβέντες.
«Ο κύριος αντιπρόεδρος θέλει μέχρι τη Δευτέρα να έχει στο γραφείο του όλες τις αξιολογήσεις της χρονιάς, αρνητικές και θετικές, για τελικό έλεγχο» την ενημέρωσε και η ανάσα της κόπηκε στην μέση.
«Κυρία Σάρα, είναι παραμονή πρωτοχρονιάς. Τις επόμενες δύο μέρες θα είμαστε κλειστά και εγώ δεν προλαβαίνω με τίποτα μέχρι το σχόλασμα να το συμπεριλάβω στο πρόγραμμά μου. Δε γίνεται να σας το παραδώσω την Τρίτη;» έκανε μια μάταιη προσπάθεια, αλλά η απάντηση της Σάρας της επιβεβαίωσε αυτό που γνώριζε ήδη.
«Ξέρεις ότι μέχρι την άλλη Παρασκευή πρέπει να κάνουμε απογραφή και απολογισμό της χρονιάς. Λυπάμαι καλή μου, αλλά τη Δευτέρα τα θέλω στο γραφείο μου» της είπε απολογητικά και η Εύα με μεγάλο κόπο κατέπνιξε τον αναστεναγμό της.
«Φυσικά, καταλαβαίνω. Τη Δευτέρα θα τα έχετε» έδωσε τον λόγο της.
«Πριν το μεσημέρι» της τόνισε και πάλεψε πολύ σκληρά να πνίξει μια κραυγή απόγνωσης.
«Πριν το μεσημέρι θα είναι στο γραφείο σας» τη διαβεβαίωσε.
«Σε ευχαριστώ, καλή μου, και καλή πρωτοχρονιά» την αποχαιρέτησε η Σάρα και η Εύα γελώντας με πικρία κοίταξε όλες τις εκκρεμότητες που υπήρχαν επάνω στα ντουλάπια αποθήκευσης, κουνώντας το κεφάλι της κουρασμένα.
«Καλή πρωτοχρονιά και σε σας» της ανταπέδωσε και αφού έκλεισε την γραμμή κάλυψε το πρόσωπο της με τα χέρια της και άρχισε να ουρλιάζει συγκρατημένα χαμηλόφωνα, για να μην την ακούσει κανείς.
«Ααα!» άκουσε μια κραυγή χαράς από κάπου δίπλα της και σηκώνοντας το κεφάλι της είδε την προϊσταμένη της, την Τζασμίν, να έρχεται προς το γραφείο της χοροπηδώντας και κουνώντας τη χρυσή κάρτα του διευθυντή τους.
«Σταμάτα ό,τι κάνεις, κλείσε τα πάντα και φύγαμε» τη διέταξε με ένα βλέμμα που δήλωνε ότι εκείνη ήταν ήδη στα ουράνια και έπινε το λάτε της με τους αγγέλους.
«Πας καλά; Δε βλέπεις τι γίνεται εδώ;» τη ρώτησε δείχνοντας με το χέρι της τις στοίβες από χαρτιά που απειλούσαν να την πνίξουν.
«Οι εκκρεμότητες μπορούν να περιμένουν, τα ψώνια του διευθυντή μας όχι, γι’ αυτό σήκω, δεν ακούω κουβέντα» επέμενε εκείνη και τελικά η Εύα επέλεξε να την αγνοήσει.
«Μπορείς να τα κάνεις και μόνη σου» της γύρισε πικρόχολα και τη στιγμή που πήγε να βάλει τον κωδικό της στον υπολογιστή της για να συνεχίσει από εκεί που είχε σταματήσει, η Τζασμίν πάτησε το κεντρικό κουμπί του υπολογιστή της παρατεταμένα για να τον απενεργοποιήσει.
«Χρειάζομαι κάποιον να μου τα κουβαλήσει» της είπε με θράσος και η Εύα, για να μην τη στολίσει από πάνω μέχρι κάτω με διάφορες γαλλικές λέξεις, την κοίταξε ασθμαίνοντας, χωρίς να κουνιέται από τη θέση της.
«Είσαι κουφή κοπέλα μου; Κουνήσου» της είπε νευριασμένα και αρπάζοντας την από το χέρι άρχισε στην κυριολεξία να τη σέρνει πίσω της.

Μετά από δύο ώρες στα μαγαζιά, η Εύα, με τα χέρια γεμάτα τσάντες και κουτιά, πάλευε να προφτάσει το βήμα της Τζασμίν, ενώ προσπαθούσε να ισορροπήσει πάνω στα τακούνια της, κρυφοκοιτάζοντας ταυτόχρονα τα κομμάτια πάγου που υπήρχαν διάσπαρτα στο πεζοδρόμιο. Ο κρύος αέρας έκανε τη λαχανιασμένη της ανάσα να αχνίζει τόσο πολύ, που η ορατότητα της δυσκολευόταν ακόμα περισσότερο. Τα κρύα της δάχτυλα κάτω από τα λεπτά της γάντια είχαν παγώσει τόσο, που σχεδόν δεν ένιωθε τα κουτιά που ακροβατούσαν στις παλάμες της. Τα νεύρα της ήταν είχαν γίνει κρόσσια. Άλλη μια στάση να έκανε η Τζασμίν και κυριολεκτικά θα της πέταγε τα πακέτα στο κεφάλι.
«Α, κοίτα!» αναφώνησε η Τζασμίν ορεξάτα, ενώ σταμάτησε το βήμα της μπροστά από έναν αυτόματο πωλητή εφημερίδων και βάζοντας ένα κέρμα στην υποδοχή πήρε ένα αντίτυπο. 
«Η Ελεονόρα αύξησε και άλλο την αμοιβή για τον προεδρούλη μας».
Ο τρόπος που προσφώνησε το «Ελεονόρα» θα έκανε τον οποιοδήποτε να πιστέψει ότι η κύρια μέτοχος του εκδοτικού, όπου δούλευαν, ήταν η καλύτερη της φίλη, αλλά η Εύα ήξερε ότι μεταξύ τους δεν είχαν ανταλλάξει ούτε καλημέρα. 
«Ένα δις δολάρια;» αναφώνησε η Τζασμίν ξέπνοα, χωρίς να είναι ικανή να το πιστέψει. «Ουάου! Όποιος τον βρει σίγουρα έχει κάνει την τύχη του» κατέληξε, καθώς συνέχιζε να διαβάζει το άρθρο που σίγουρα θα ήταν σε όλες τις εφημερίδες που κυκλοφορούσαν και αφορούσε τη μυστήρια εξαφάνιση του μέτοχου-πρόεδρου και συζύγου της κυρίας Ελεονόρας, στην οποία άνηκε η εταιρία κατά το ήμισυ.
«Θα πρέπει να τον αγαπάει πολύ» μουρμούρισε η Εύα αποφεύγοντας να κοιτάξει την ολόσωμη φωτογραφία της κυρίας Ελεονόρας, όπου η μικρή της κοιλιά έκανε πλέον εμφανή την εγκυμοσύνη της.
«Και ποιος δε θα έλιωνε κάτω από το καυτό βλέμμα του Ντίλαν Γουέρλες» έλεγε με γουρλωμένα μάτια, ενώ έκανε αέρα στο αναψοκοκκινισμένο της πρόσωπο.
«Τελειώσαμε; Πρέπει πραγματικά να γυρίσω πίσω» πάλεψε να αλλάξει θέμα, αλλά η Τζασμίν, λες και το έκανε επίτηδες, διπλώνοντας την εφημερίδα, έτσι ώστε το πρόσωπο του προέδρου να είναι φάτσα κάρτα, την έβαλε πάνω στο τελευταίο κουτί που ακουμπούσε το πιγούνι της Εύας και γυρίζοντας την πλάτη της άρχισε πάλι να προχωρά.
Η Εύα χαμηλώνοντας τη ματιά της, την κάρφωσε πάνω στα σμαραγδένια του μάτια και αναστέναξε. «Που βρίσκεστε κύριε Γουέρλες;» αναρωτήθηκε μέσα της και καθώς πήρε μια ανάσα συνέχισε να περπατά γρήγορα, για να προλάβει την Τζασμίν, που είχε ήδη μπει μέσα στον προσωπικό της παράδεισο˙ στον κόσμο των παπουτσιών.
«Νόμιζα ότι είχαμε τελειώσει τα ψώνια» γκρίνιαξε μόλις κατάφερε να μπει, χωρίς να χάσει κάποιο από τα πακέτα που ήταν έτοιμα να καταρρεύσουν όπως ένας πύργος από τραπουλόχαρτα.
«Κάτσε κάπου και περίμενε με. Δε θα αργήσω» της είπε μόνο εκείνη, αλλά η Εύα την ήξερε καλά.

Το δε θα αργήσω ισοδυναμούσε με άλλο ένα μισάωρο χαμένο από τον χρόνο της που θα την ανάγκαζε να το συμπληρώσει με άλλο ένα ξενύχτι, που όχι μόνο δε θα το πληρωνόταν ποτέ, αλλά θα την έκανε να χάσει και την ευκαιρία να πάει στο πάρτι που είχε κανονίσει ο πρώην της και νυν καλύτερος της φίλος Μάρβεϊ. 

Χρυσάνθη Καλαφάτη