Η μάχη του έρωτα (Κεφάλαιο 29)

Η Χριστίνα κοίταξε για άλλη μία φορά το είδωλο της στον μικρό καθρέφτη που της είχαν δώσει οι μοναχές. Ήταν χλωμή και τα μάτια της κόκκινα. Μπορούσε να μαντέψει το γιατί. Άφησε ένα ισχνό χαμόγελο να σκεπάσει την αρρωστημένη της όψη και βγήκε στον κήπο να θαυμάσει το τοπίο.

Βρισκόταν ήδη τρεις μέρες σε αυτό το μοναστήρι και η διάθεση της προσπαθούσε να ανέβει. Οι μοναχές έκαναν φιλόπονες προσπάθειες να την κάνουν να νοιώσει καλύτερα και ως ένα μέρος τα είχαν καταφέρει. Το πρωί δεν την ξυπνούσαν πολύ νωρίς, άφηναν τον ήλιο να σκαρφαλώσει στον ουρανό και έπειτα της πήγαιναν έναν δίσκο γεμάτο με καλούδια. Βέβαια δεν είχαν κρουασάν αλλά κάτι σαν τηγανίτες νηστίσιμες με μέλι. Το μεσημέρι έτρωγε με τις υπόλοιπες μοναχές και τους επισκέπτες που τύχαινε να είναι εκεί και το βράδυ προτιμούσε να το περάσει με ένα φρούτο.
Όλη την μέρα έκανε βόλτες δεξιά και αριστερά για να μάθει καλά το μέρος και να μην χρειάζεται να βάζει τις τσιρίδες κάθε φορά που χανόταν. Όλα γύρω της ήταν μοναδικά όμορφα. Όλα μαρτυρούσαν Θεό σε αυτό το απομακρυσμένο μέρος του κόσμου. Τα κτίρια ήταν μεγάλα αλλά όχι φανταχτερά. Φαινόταν πως είχαν αρκετά χρόνια να ανανεωθούν. Παντού τριγύρω υπήρχαν όμορφα αλλά παράξενα λουλούδια και πελώρια δέντρα.
«Καλημέρα παιδί μου», άκουσε την γλυκιά φωνή της γερόντισσας να την καλημερίζει.
«Καλημέρα!» έσκυψε και πήρε την ευλογία της.
«Θα έρθεις λίγο μαζί μου; Θα ήθελα να σου γνωρίσω κάποιον!» της είπε καλοσυνάτα η γερόντισσα.
Βγήκαν στην μπροστινή πόρτα και η γερόντισσα της έδειξε έναν κύριο που στεκόταν χαμογελαστός μπροστά τους.
«Ο κύριος Ροντρίγκιεθ Πέτρος είναι ψυχολόγος και προσφέρθηκε να σε βοηθήσει να θυμηθείς»
«Με τη νοηματική θα μιλάμε;» ξέφυγε της Χριστίνας, ενώ το επόμενο δευτερόλεπτο είχε κοκκινίσει από την ντροπή της όταν συνειδητοποίησε πως ο τύπος απέναντί της καταλάβαινε ελληνικά.
«Αν αυτό θα σε βοηθήσει να θυμηθείς πιο γρήγορα, τότε ναι!» απάντησε ο Πέτρος, ενώ της έδινε το χέρι του για χειραψία.
«Χριστίνα χάρηκα!» του έδωσε κι εκείνη ατσούμπαλα το χέρι της.
«Χριστίνα σκέτο;» πίεσε ο Πέτρος.
«Ελάτε! Σας αφήνω να κανονίσετε τα ραντεβού σας. Το μόνο που θα σου ζητήσω κύριε Ροντρίγκιεθ είναι να έρχεστε εσείς εδώ. Εμείς δεν διαθέτουμε αμάξι και όπως αντιλαμβάνεστε η πόλη είναι αρκετά μακριά με τα πόδια», τους άφησε μόνους να κοιτούν ο ένας τον άλλον εξεταστικά.
«Λοιπόν Χριστίνα σκέτο, πως και επισκέφθηκες τα μέρη μας;» ξεκίνησε την κουβέντα άνετος ο Πέτρος, προχωρώντας προς τον κήπο.
«Έλα μου ντε;» απάντησε αυθόρμητα και ξέσπασαν κι οι δυο σε γέλια.
«Δεν ήταν στα σχέδια σου ένα ταξίδι στο Μεξικό;»
«Απ’ ότι δείχνει η ιστορία ήταν, αλλά μάλλον το αγνοούσα!» σχολίασε σοβαρά.
«Μάλιστα!» μουρμούρισε προβληματισμένος. «Εγώ έχω καταγωγή από Θεσσαλονίκη, δηλαδή η μητέρα μου. Πηγαίνω κάθε καλοκαίρι εκεί για να δω τους συγγενής μου»
«Έτσι εξηγούνται τα ελληνικά!» διαπίστωσε η Χριστίνα και του έδειξε ένα παγκάκι για να καθίσουν.
«Θυμάσαι τι έκανες πριν έρθεις εδώ ή κάτι τέλος πάντων από την προηγούμενη ζωή σου;»
«Θυμάμαι μόνο έναν κρότο και τίποτα άλλο. Μόνο το όνομα μου θυμάμαι κι αυτό μισό»
«Δεν πειράζει! Θα θυμηθούμε μαζί! Τι λες για αύριο στις δώδεκα;»




Τα βήματά του βαριά τον έβγαλαν έξω από το νοσοκομείο. Δεν μπορούσε να βρει άλλο μέρος για να πάει. Ήθελε να την δει για τελευταία φορά. Είχε ανάγκη να του πει το γιατί. Έπρεπε να μάθει αν η αγάπη που του έδειξε ήταν αληθινή ή ένα καλοστημένο σχέδιο. Το μυαλό του, του έπαιζε άσχημα παιχνίδια. Αναθεμάτιζε τον εαυτό του για όλα όσα είχε αφεθεί να νοιώσει.
Δεν θυμόταν πόσο είχε πιει. Μόνο την μυρωδιά της βότκας θυμάται που του έκαιγε τα σωθικά. Αυτό ήθελε, να του βάλει κάποιος μπουρλότο να τον κάψει. Να τον κάνει να μην θυμάται, να ξεχάσει όσα νοιώθει για εκείνη. Τόσα ψέματα! Πόσο ακόμα να αντέξει; Ήθελε να σπάσει, να λιώσει εκεί μπροστά. Δεν ήθελε να συνεχίσει να ζει έτσι. Ήταν κι η προδοσία των συναδέλφων του που τον χαράκωνε. Έλλειπε κι η Χριστίνα. Πόσο ήθελε να ρίξει κάποιος ένα σπίρτο να τον τελειώσει!
Μπήκε στο κτίριο του νοσοκομείου και ανέβηκε στον όροφο που είχαν την Νεφέλη. Σύρθηκε στην κυριολεξία μέχρι την γραμματεία να ρωτήσει για την όμορφη πριγκίπισσα. Οι δυο κοπέλες που ήταν εκεί και έμοιαζαν καταπληκτικά μεταξύ τους, μιλούσαν ταυτόχρονα σαν μία. Άκουγε τον αντίλαλο κάθε λέξης και τον ζάλιζε. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς του έλεγαν.
«Την μετέφεραν πριν από λίγο σε άλλο νοσοκομείο»

Βασιλική Κυργιαφίνη