Κρυστάλλινες Αλυσίδες (Κεφάλαιο 2) - Μαθήματα ζωής

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2002: Η Κρυσταλλία  είναι επιμελήτρια στην τάξη κατά τη διάρκεια του διαλλείματος. Ένας συμμαθητής της Κρυσταλλίας, ο Μηνάς, μπαίνει και λέει:
 «Ο Λάζαρος έβρισε το Σωτήρη και τώρα ο Σωτήρης κλαίει στο γραφείο της διευθύντριας». Ο Λάζαρος ήταν άσπονδος εχθρός με την Κρυσταλλία. Από την πρώτη μέρα που γνωρίστηκαν, στην πρώτη Δημοτικού, ο Λάζαρος απεχθανόταν το πόσο καλή ήταν με όλους η Κρυσταλλία, ακόμη και με εκείνον. Ο ίδιος δυσκολευόταν να κάνει παρέες. Είχε σκληρή διαπαιδαγώγηση από τους γονείς του και δεν έπαιζε ποτέ ανέμελα. Ο πατέρας του, ο Παντελής, ήταν στρατηγός στον στρατό ξηράς, και όπως συμπεριφερόταν στο στρατόπεδο, συμπεριφερόταν και στο σπίτι. Η μαμά του Λάζαρου, η Αθηνά, ακολουθούσε τη σκληρή διαπαιδαγώγηση του Παντελή. Ο Λάζαρος δεν είχε μάθει να μοιράζεται, να προστατεύει, να μιλάει ήρεμα, να δείχνει με όμορφο τρόπο τα συναισθήματα του. Ακολουθούσε το παράδειγμα του πατέρα του και είχε γίνει ο «στρατηγός» της τάξης. Ελάχιστα παιδιά τον έκαναν παρέα και όλα τους αγόρια. Ο ίδιος δεν ανεχόταν δίπλα του οποιονδήποτε που διέφερε από εκείνον. Ο Σωτήρης ήταν υπερκινητικό παιδί, αλλά ήταν ένας καλός μαθητής και όλοι τον συμπαθούσαν. Όλοι εκτός από τον Λάζαρο. Ο Σωτήρης δεν τον είχε πειράξει ποτέ, κι όμως το ότι διέφερε ενοχλούσε τον Λάζαρο.
Εκείνη τη μέρα ο Σωτήρης ήθελε να παίξει μαζί με την παρέα του Λάζαρου μπάσκετ στο διάλειμμα. Αυτό ήταν αρκετό, για να στραφεί ο Λάζαρος εναντίον του. Άρχισε να του φωνάζει και να τον διώχνει. Ο Σωτήρης πήγε τρέχοντας στην διευθύντρια και ο Μηνάς πήγε να βρει ένα πακέτο χαρτομάντηλα για να του δώσει. Η Κρυσταλλία έγινε έξαλλη με τον Λάζαρο και, όταν εκείνος μπήκε μέσα στην τάξη, για να πάρει κάτι από την τσάντα του, του φώναξε «Πως τόλμησες να μιλήσεις έτσι στο Σωτήρη; Νομίζεις ότι γίνεσαι άντρας αν του φέρεσαι έτσι; Να τα βάζεις με τους όμοιούς σου, αν τολμάς. Με αυτούς που μπορούν να σου απαντήσουν, κατάλαβες;» Ο Λάζαρος ξαφνιάστηκε με αυτήν την ξαφνική φραστική επίθεση. Ποτέ δεν είχε ξανακούσει την Κρυσταλλία να μιλάει έτσι. «Εσύ τι ανακατεύεσαι τώρα; Είσαι η δικηγόρος του;» Η Κρυσταλλία εξοργισμένη απάντησε «Ό,τι θέλω είμαι. Θα σου δώσω και λογαριασμό νομίζεις. Εμένα πες μου ό,τι θες. Δεν με νοιάζει. Θα απαντήσω κατάλληλα. Αλλά μην συμπεριφερθείς ξανά στον Σωτήρη έτσι γιατί θα με βρεις μπροστά σου» είπε και βάρεσε μια γερή μπουνιά στον τοίχο.
 Ο Λάζαρος και η Κρυσταλλία πιάστηκαν στα χέρια και τους χώρισε ο Μηνάς. Η δασκάλα έμαθε για το περιστατικό μα δεν τιμώρησε την Κρυσταλλία. Της είπε «Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που σε αφήνω ατιμώρητη. Γιατί δεν έχεις ξανακάνει κάτι τέτοιο και είχες και δίκιο. Όσο για εσένα, Λάζαρε, ζήτησε συγνώμη. Επειδή κάποιος διαφέρει από εμάς δεν σημαίνει ότι του φερόμαστε άσχημα. Αν ήμασταν όλοι ίδιοι θα ήταν βαρετό». Αυτό ήταν ένα μάθημα τόσο για τον Λάζαρο όσο και για όλους τους συμμαθητές του. Ένα μάθημα ζωής.
6 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2009: Η Κρυσταλλία έχει πάει για εξέταση. Η εξέταση όμως δεν βγήκε καλή. Ο γιατρός αποφάσισε να κάνει μια σειρά από διάφορες εξετάσεις, για να σιγουρευτούν. Στο νοσοκομείο, όπου θα έκανε τις εξετάσεις, η Κρυσταλλία περπατούσε πάνω κάτω στο διάδρομο νευριασμένη. Κάποια στιγμή, εκεί που περίμενε τη σειρά της για να κάνει εξετάσεις, πλησίασε ένα ζευγάρι με ένα αγοράκι έντεκα ετών. Μπήκε για εξετάσεις εκείνο το αγόρι πριν από εκείνη. Η Κρυσταλλία έπιασε την κουβέντα με τον μπαμπά του που περίμενε απέξω. Το αγοράκι είχε γεννηθεί με μια σπάνια ασθένεια. Δεν είχε πολλές ελπίδες να μπει στην εφηβεία. Παρόλα αυτά τόσο το ίδιο το παιδί όσο και οι γονείς ήταν ευγνώμονες για κάθε μέρα που ξημέρωνε και ήταν καλά. Η Κρυσταλλία ένιωσε ένα βάρος μέσα της. Όταν τελείωσε με τις εξετάσεις βγήκε έξω από το νοσοκομείο και άρχισε να κλαίει. Ένιωθε ότι ήταν τόσο μεγάλη αδικία και κάπως έπρεπε να τη διορθώσει. Μα δεν μπορούσε. Αποφάσισε να θυμάται εκείνο το παιδί κάθε φορά που θα έκανε εξετάσεις και να αισθάνεται τυχερή που ήταν καλά.
27 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2006: Η Φαίδρα είναι στη δουλειά. Εργάζεται ως πωλήτρια σε ένα μαγαζί με αντρικά ενδύματα. Εκείνη τη μέρα είχε αρκετή πελατεία και οι περισσότεροι έκαναν κάποια αγορά. Βλέπει έναν όμορφο νέο να μπαίνει στο μαγαζί. Θαμπώθηκε από τα όμορφα, μεγάλα γαλάζια μάτια του και τα ξανθά μαλλιά του. Εκείνος στην αρχή κοιτούσε τα πουκάμισα. Γύρισε να ρωτήσει κάτι και μόλις την αντίκρυσε «πάγωσε». Κοιτούσε με ανοιχτό στόμα τα καστανά αμυγδαλωτά της μάτια και τα μακριά καστανά της μαλλιά. Τα μάτια του άρχισαν να κατεβαίνουν χαμηλότερα και να παρατηρούν το σώμα της. Έμοιαζε με κλεψύδρα και το τρίχρωμο φόρεμα της ανεδείκνυε τις καμπύλες της. Βγήκαν ραντεβού εκείνη τη μέρα. Εκείνος είχε όλα όσα θα μπορούσε να ζητήσει η Φαίδρα σε κάποιον. Ρομαντικός, ευγενικός, εργατικός, μορφωμένος... η λίστα έμοιαζε ατελείωτη στο μυαλό της. Δεν άργησε να έρθει και η πρώτη τους βραδιά. Έφαγαν σε ένα όμορφο εστιατόριο, πήγαν βόλτα στο Πασαλιμάνι. Χάζευαν τον ουρανό αγκαλιασμένοι. Μετά πήγαν με το μαύρο διθέσιο αμάξι του σε ένα ξενοδοχείο με ένα διπλό κρεβάτι, αναμμένα κεριά και απαλή μουσική μπλουζ, η οποία ακουγόταν αχνά από το CD player.
Εκείνο το βράδυ κύλησαν όλα τόσο όμορφα. Η Φαίδρα ένιωθε ότι βρήκε τον έρωτα στη ζωή της που θα μετατρεπόταν σε αγνή, παντοτινή αγάπη, όπως ονειρευόταν από μικρή. Αποκοιμήθηκε γαλήνια στην αγκαλιά του. Το επόμενο πρωί δεν τον είδε δίπλα της. Η Φαίδρα κοίταξε στο μπάνιο αλλά δεν ήταν ούτε εκεί. Σκέφτηκε πως θα κατέβηκε να πάρει κάτι. Έκανε ένα γρήγορο ντουζ και ντύθηκε. Περίμενε δύο ώρες, ώσπου η καμαριέρα της είπε πως πρέπει να αφήσει το δωμάτιο γιατί θα έρχονταν οι επόμενοι πελάτες. Έφυγε θλιμμένη. Την είχε παρατήσει μόνη της χωρίς καμία ειδοποίηση. Χωρίς λόγο. Δεν της είχε δώσει κανένα στοιχείο, για να μπορέσει να επικοινωνήσει μαζί του. «Αυτό ήμουν για εκείνον; Μια βραδιά;» σκέφτηκε και ένιωσε αηδία για τον εαυτό της.
Τυφλώθηκε από την εξωτερική εμφάνιση και τα λόγια του. Τόσο είχε μεθύσει από το παραμύθι που της πούλησε... δεν είδε αυτό που ερχόταν. Αποφάσισε να μείνει μόνη της για αρκετό καιρό. Έτσι κανείς δεν θα την πλήγωνε ξανά. Είχε πάρει ένα σημαντικό μάθημα εκείνη τη μέρα. Η εμπιστοσύνη της στους άντρες είχε κλονιστεί. Βέβαια η μοίρα της επιφύλασσε έναν μεγάλο έρωτα. Πέρα από εξωτερική εμφάνιση και λόγια. Έναν έρωτα βασισμένο σε πράξεις με αληθινά αισθήματα που θα άκουγε στο όνομα Αλέξης και που θα την έκανε να αγαπήσει τον εαυτό της ξανά.
10 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2010: Καθημερινά η Κρυσταλλία βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού. Είχε μάθει από μικρή σκούπισμα, σφουγγάρισμα, ξεσκόνισμα. Κάθε φορά όμως η Φαίδρα δεν ήταν ικανοποιημένη από όσα είχε κάνει η Κρυσταλλία. Μάθαινε να μαγειρεύει ή να σιδερώνει μα πάντα κάτι ενοχλούσε τη Φαίδρα, που ήθελε όλα να είναι τέλεια. Ακόμα και στην μητέρα της φώναζε όταν η Αναστασία ξεχνούσε κάτι. Είχε γίνει σαν αφέντρα στο σπίτι και δεν δίσταζε να τα βάλει και με τον πατέρα της. Ο Δαμιανός και η Φαίδρα τσακώνονταν συχνά. Η Κρυσταλλία είχε βαρεθεί να ακούει φωνές, βρισιές, μουρμούρα και προσβολές. Κάποιες φορές η Κρυσταλλία έβαζε τις φωνές μα έβρισκε τον μπελά της. Ένιωθε αποκομμένη και αδικημένη κάθε φορά που άκουγε την Φαίδρα να της φωνάζει, και αυτό γινόταν σχεδόν καθημερινά.
Μια από αυτές τις φορές ήταν και η σημερινή. Η Κρυσταλλία είχε κάνει δουλειές σχεδόν σε όλο το σπίτι. Έκανε διάλλειμα για να πιει μια ζεστή σοκολάτα και μετά θα συνέχιζε τις δουλειές. Η Φαίδρα επέστρεψε από κάτι ψώνια για τον μικρό. Ο μικρός κοιμόταν για μεσημέρι, ο Αλέξης έλειπε καθώς δούλευε ως αργά σε λογιστικό γραφείο. Οι γονείς του έμεναν μόνιμα στον Κορυδαλλό. Ο Δαμιανός, έχοντας πάρει σύνταξη, είχε πάει στο ΠΡΟΠΟ της γειτονιάς και η Αναστασία βοηθούσε τη γιαγιά Παρασκευούλα στα ψώνια της εβδομάδας. Η Φαίδρα γύρισε και είδε την Κρυσταλλία να πλένει την κούπα της και τη ρώτησε «Τελείωσες με τις δουλειές;» Η Κρυσταλλία απάντησε «Όχι ακόμη έκανα ένα μικρό διάλειμμα». «Από τι; Από το διάλειμμα;» είπε εκνευρισμένη η Φαίδρα. Η Κρυσταλλία δεν κρατήθηκε: « Έχω κάνει σχεδόν όλο το σπίτι τι άλλο θες;» Η Φαίδρα φώναξε «Εγώ γιατί βλέπω ακόμη ασιδέρωτα τότε; Δεν είσαι ικανή για καμία δουλειά. Είσαι μια απογοήτευση για όλους».
 Η Κρυσταλλία νευριασμένη κλείστηκε στο δωμάτιο και μάζεψε όπως όπως τα πράγματα της. Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Κάθε μέρα μέσα στις προσβολές και τις φωνές έψαχνε να βρει τρόπο να φύγει. Δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να νοικιάσει ένα σπίτι, μιας και δεν μπορούσε να δουλέψει σχεδόν πουθενά λόγω των «αλυσίδων», όμως δεν το έβαζε κάτω έψαχνε συνεχώς για δουλειά. Αφού μάζεψε σε δυο βαλίτσες τα πράγματα της, τηλεφώνησε στον κολλητό της. «Μάριε, μήπως θα μπορούσες να με φιλοξενήσεις για λίγο καιρό;». Εκείνος ξαφνιασμένος δίστασε να απαντήσει. Τη ρώτησε: «Να έρθεις αλλά τι συνέβη;» «Θα σου πω από κοντά» είπε η Κρυσταλλία και ο Μάριος είπε με σιγουριά «Σε περιμένω».
Στο σπίτι του Μάριου, στο Κερατσίνι, έφτασε με δύο βαλίτσες γεμάτες με όλα της τα πράγματα. Είχε αφήσει ένα σημείωμα στους γονείς της κρυφά από τη Φαίδρα. Τους αποχαιρετούσε χωρίς να λέει που θα βρίσκεται, όμως θα πήγαινε να τους βλέπει τις Κυριακές. Οι γονείς της, όταν είδαν το γράμμα έχασαν τη γη κάτω από τα πόδια τους. Ήταν η πρώτη φορά που πήραν το μέρος της, αν και εκείνη δεν ήταν μπροστά. Η Αναστασία της φώναξε «Της φέρεσαι συνεχώς άσχημα και τώρα δες τι έγινε!  Έφυγε και ούτε ξέρουμε που είναι». Η Φαίδρα απάντησε «Θα ξανάρθει μόλις βρει τα σκούρα. Εξάλλου δεν είναι ικανή να κάνει και τίποτα». Ο Δαμιανός τη χαστούκισε και ο ήχος ακούστηκε σε όλο το σπίτι. Της είπε αγριεμένος «Πως τολμάς; Φύγε, πήγαινε στα πεθερικά σου να μείνεις». Η Φαίδρα με το παιδί και τον Αλέξη έμεναν στο πατρικό της Φαίδρας, που βρισκόταν στο Πασαλιμάνι. Είχαν βολευτεί γιατί είχαν όλες τις ανέσεις και πάντα ήταν κάποιος σπίτι να κρατά τον μικρό. Τώρα όμως έπρεπε να βρουν άλλο σπίτι.
Ο Δαμιανός τους έδωσε προθεσμία πέντε ημερών να πάρουν τα πράγματά τους από το σπίτι. Η Αναστασία διαφώνησε. Ο Δαμιανός της είπε «Αυτή, εδώ δεν ξαναέρχεται να μείνει. Αρκετά μας εκμεταλλεύτηκε τόσο καιρό. Ας τα βγάλει πέρα μόνη της τώρα». Η Αναστασία έκανε πίσω. Πήγε στο δωμάτιο της και έβαλε τα κλάματα. Πολλές στιγμές πέρασαν από το μυαλό της όσο ήταν στο δωμάτιο. Στιγμές που ήταν άδικη με την Κρυσταλλία. Δεν ήταν ότι δεν την αγαπούσε. Απλώς η καθημερινότητα έφερνε δυσκολίες και έπρεπε να μοιράσει κάπως τις ευθύνες, για να μην έχει η ίδια όλο το βάρος.
Από τότε που έμεινε έγκυος στην Φαίδρα, η Αναστασία σταμάτησε να δουλεύει στο κομμωτήριο, κλείστηκε στο σπίτι και έκανε τις δουλειές. Ο Δαμιανός ήταν παλαιών αρχών και δεν ανεχόταν να δουλεύει η γυναίκα του. Η εγκυμοσύνη έδωσε στον Δαμιανό την αφορμή να την αποτρέψει από το να ξαναεργαστεί. Η Αναστασία ήθελε πολύ να συνεχίσει στο κομμωτήριο αλλά την απορρόφησε η καθημερινότητα. Έπρεπε να φροντίζει δύο παιδιά, τον άντρα της και τη μητέρα της. Η γιαγιά Παρασκευούλα ήταν μεγάλη και δυσκολευόταν στις δουλειές. Η Αναστασία λοιπόν έμαθε τα κορίτσια να κάνουν τις δουλειές για να προλαβαίνει.
Όμως το βάρος είχε πέσει στην Κρυσταλλία από τότε που η Φαίδρα ξεκίνησε να δουλεύει ως πωλήτρια, και αυτό έγινε όταν η Φαίδρα έγινε δεκαοχτώ ετών! Οπότε για πολύ καιρό η Κρυσταλλία και η Αναστασία έκαναν  δουλειές μόνες τους. Η Αναστασία άρχισε να βοηθάει με τον καιρό περισσότερο τη μητέρα της. Η Κρυσταλλία παραπονιόταν ότι δεν ζει ξέγνοιαστα και πως δεν ξεκουράζεται. Αλλά η μητέρα της έλεγε πως πρέπει να την βοηθάει και την έκανε να νιώθει τύψεις που παραπονέθηκε. Δεν είχαν τη δυνατότητα να πάρουν μια γυναίκα να τους βοηθάει και έτσι τσακώνονταν συχνά για τις δουλειές που έπρεπε να γίνουν.
Η Αναστασία εκείνη τη μέρα αισθανόταν πως δεν έκανε τίποτα σωστά. Οι κόρες της έφυγαν τσακωμένες και η ίδια είχε μέρος της ευθύνης, αφού ποτέ δεν προσπάθησε να τις συμφιλιώσει. Αναλάμβανε εκείνη κάποιες φορές να κάνει όσες δουλειές είχαν απομείνει για να τελειώσει ο καυγάς. Κατάλαβε πως έπρεπε να τους είχε μιλήσει από καιρό. Τώρα ήταν αργά.  Ο Αλέξης αναρωτήθηκε γιατί έφυγαν απο το πατρικό της Φαίδρας. Ο λόγος του φάνηκε ανόητος. «Μα είναι δυνατόν να τσακωθείτε για μερικά ρούχα;» είπε στην Φαίδρα, που τον κοίταξε με νευριασμένο ύφος. «Να μη σε απασχολεί τι έγινε. Να σε απασχολεί τι θα κάνουμε από εδώ και πέρα» είπε η Φαίδρα και άρχισε να τακτοποιεί τα πράγματα τους στο δωμάτιο, που τους παραχώρησαν οι γονείς του Αλέξη. Ο Αλέξης έμαθε την άλλη όψη της Φαίδρας εκείνη την μέρα. Μια όψη που δεν του άρεσε και δεν ήθελε να ξαναδεί.


Δέσποινα Τ.