Μοιραία Συνάντηση (Κεφάλαιο 18)

«Εάν δεν υπήρχαν όλα αυτά τα προβλήματα, θα μπορούσα να πω πως είμαι ευτυχισμένη.» ξεφούρνισα στον Θάνο με κατεβασμένο κεφάλι.
«Το ήξερες πως κάποια στιγμή τα πράγματα θα έφταναν εδώ, Εύα. Δεν έχουμε τις ζωές των υπόλοιπων ανθρώπων.» ξεφύσηξε ο Θάνος με τη σειρά του, τυλίγοντας το χέρι του γύρω από την μέση μου .
«Μου το λες για καλό; Κοίτα που βρισκόμαστε, στη μέση ενός πολέμου. Πρέπει να κάνω τόσα πολλά πράγματα και φοβάμαι και νιώθω ότι η καρδιά μου θα σπάσει από τον πανικό...» άρχισα να λέω γρήγορα.
«Ησύχασε, ξέρεις πως δεν θα αφήσω κανέναν να σε πειράξει. Μαζί θα αντιμετωπίσουμε τα πάντα.»
«Ναι αλλά τι θα γίνει εάν...» δεν ήθελα ούτε να το ξεστομίσω.
Εκείνος με κάθισε στο παγκάκι δίπλα στη λιμνούλα, παίζοντας με μια τούφα από τα μαλλιά μου. Σιωπή και φόβος συνέθεταν την εικόνα μας και ήταν από αυτές τις στιγμές που σιχαινόμουν τη ζωή μου.
«Φοβάμαι μην πάθει κάτι το μωρό, Θάνο. Πριν ήμασταν εμείς οι δυο… Μπορούσα να δεχτώ να πεθάνουμε εμείς λόγω των εχθρών μας μα τώρα…» Τα λόγια κόλλησαν σαν πληγή στον λαιμό μου, προτού εκείνος με πάρει στην αγκαλιά του.
«Ίσως είναι καλύτερα να το κάνω μόνος μου. Πόσο δύσκολο θα είναι να βγάλω έναν μαφιόζο από τη μέση;»
«Μη λες βλακείες. Η εκδίκηση πρέπει να είναι δική μου, ιδίως μετά από όσα έκανε στην οικογένειά μου.»
«Αν πάθεις κάτι, θα…» Όλο του το σώμα βάρυνε δίπλα μου, κάνοντάς με να νιώσω περισσότερο φόβο.
Τι μπορούσα να του πω άραγε;
«Δεν θα πάθω τίποτα. Όσο έχω εσένα τίποτα δεν μπορεί να με σκοτώσει.» αποφάνθηκα στιγμές αργότερα.
Ξύπνησα υπό τον ήχο της πόρτας, νυσταγμένη και κάπως φοβισμένη. Με γρήγορες κινήσεις μάζεψα τα μαλλιά μου σε έναν ατημέλητο κότσο και έτρεξα στον υπολογιστή, ο οποίος συνδεόταν με το κλειστό κύκλωμα των καμερών.
Αφήνοντας ένα χασμουρητό περπάτησα πιο ήρεμη ως την πόρτα, τεντώνοντας τα χέρια μου σε μια προσπάθεια να ξεπιαστώ από τον δύσκολο ύπνο που είχα.
«Θα μπορούσες να πας πιο αργά άραγε;» ακούστηκε μια βραχνή φωνή και έπειτα δύο χέρια τυλίχτηκαν γύρω από τη μέση μου.
Ο αγαπημένος μου φίλος. Φυσικά…
«Τούπακ!» φώναξα γεμάτη χαρά, πηδώντας κυριολεκτικά στην αγκαλιά του. «Μου έλειψες τόσο μα τόσο πολύ! Παρότι άργησες με το εμπόρευμα, σε συγχωρώ.» Η χαρά που είχα ήταν τόσο μεγάλη, που για λίγο έμεινε να με κοιτάζει με ανοιχτό στόμα.
«Ω, είσαι στις ομορφιές σου μωρό μου.» Αφήνοντάς με, με περιεργάστηκε με φωτεινά μάτια.
«Έλα τώρα, σε μένα αυτά; Αναρωτιέμαι τι θα έλεγε η γυναίκα σου εάν σε άκουγε.»
«Πίστεψέ με, μου έχει υπερβολική εμπιστοσύνη. Δεν θα μπορούσε να κάνει και αλλιώς εξάλλου. Με το επάγγελμά μας…» Σιωπή έπεσε για λίγο, με τους δύο μας να στεκόμαστε στο κεφαλόσκαλο.
Είχε ένα δίκιο. Οι δουλειές μας δεν ήταν καθόλου καλές, όσο και αν θέλαμε να πείσουμε τους εαυτούς μας πως δεν μας ενδιαφέρει. Προτού προχωρήσουμε σε πιο σοβαρά θέματα, τον είδα να κουβαλάει τα κουτιά ένα προς ένα μέσα και χάρηκα που είχα δίπλα μου έναν αρκετά δυνατό άντρα.
Αφού κουβάλησε όλες τις κούτες, σταμάτησε αγκομαχώντας και σκούπισε τον ιδρώτα του. Το βλέμμα του ήταν διερευνητικό, σχεδόν μπορούσε να δει μέσα μου και ήταν κάτι που με εξόργιζε πάντα, καθώς έτσι δεν μπορούσα να του κρυφτώ.
Το ίδιο συνέβαινε και τώρα. Με αργές κινήσεις τον οδήγησα στην κουζίνα και κάθισα απέναντί του. Μου είχε λείψει πραγματικά και ξέρω πως και εκείνος με σκεφτόταν. Άλλωστε εκείνος μου είχε διδάξει όλα όσα ήξερα… Χωρίς αυτόν θα ήμουν νεκρή ή σκλάβα του Μπαρίσνικοφ χρόνια πριν.
«Χευ, τι έχεις; Εσύ φαίνεσαι έτοιμη να κλάψεις.» με ρώτησε απαλά, σκουπίζοντας το δάκρυ που έτρεξε στο μάγουλό μου.
«Τίποτα… Όλα είναι καλά.» προσπάθησα να τον καθησυχάσω.
«Μπορείς για μια φορά να μου μιλήσεις χωρίς να πρέπει να σε πιέσω;» με απείλησε και εγώ κούνησα το κεφάλι μου θετικά. «Πες μου, πού έχεις μπλέξει; Όλα αυτά τα όπλα, το πρόσωπό σου… Μοιάζεις να…» Τα λόγια του σταμάτησαν υπό τον ήχο του κινητού μου.
Είχα μήνυμα και ήταν από τον αγαπημένο μου Θάνο. «Μωρό μου θα περάσω σε καμιά ώρα από το σπίτι σου. Μου έλειψες και έχω βαρεθεί να κοιμάμαι μακριά σου. Σε αγαπώ.» Περισσότερα δάκρυα κύλησαν από τα μάτια μου.
«Εύα πες μου, τι συμβαίνει; Μοιάζεις να πονάς.» ψιθύρισε στο αυτί μου προτού σηκωθεί και μου βάλει ένα ποτήρι νερό.
Αμέσως γύρισε πίσω στο τραπέζι στεναχωρημένος και φοβισμένος από την αντίδρασή μου.
«Αγκάλιασέ με.» είπα με κόκκινα μάτια και το έκανε χωρίς να ρωτήσει κάτι παραπάνω.
«Δεν έχεις ιδέα πόσα έχουν συμβεί. Η οικογένειά μου έχει διαλυθεί και η μαμά μου είναι στο νοσοκομείο, ο Μπαρίσνικοφ έχει απαγάγει την κολλητή μου, έχω μια εντύπωση πως απάτησα τον άντρα μου με κάποιον άλλον –βασικά είμαι σίγουρη– και μέσα σε όλα αυτά...» η ανάσα δεν έβγαινε πλέον από το  στήθος μου.
Ο Τούπακ με έσφιξε περισσότερο στα γεροδεμένα μπράτσα του, λέγοντας με ήρεμη και ζεστή φωνή. «Γιατί δεν με πήρες ένα τηλέφωνο ρε βλαμμένη; Νόμιζα πως εμείς οι δύο ήμασταν κάτι παραπάνω από απλοί συνάδερφοι.» Φαινόταν πικραμένος, γεγονός που με πλήγωνε ακόμα περισσότερο.
«Τι να σου έλεγα; Έχεις τη δική σου οικογένεια και εκτός αυτού ξέρω πως σπάνια έρχεσαι στην Ελλάδα. Δεν αμφιβάλλω πως θα ήσουν δίπλα μου όμως…»
«Μπορείς να μου πεις πώς ξανάμπλεξες με αυτόν τον γελοίο μαφιόζο; Σε άφησα δύο χρόνια και τα έκανες σκατά πάλι.»
«Δεν είχα επιλογή. Έβαλε εκτελεστή να σκοτώσει τη μάνα μου. Εκείνη είναι στο νοσοκομείο και όπως σου είπα έχει τη φίλη μου κλειδωμένη κάπου μέσα στο αρχοντικό του, ώσπου να κάνω ό,τι θέλει.» μιλούσα τόσο γρήγορα που κάποιες φόρες ούτε εγώ δεν καταλάβαινα τι έλεγα.
«Τι σου ζητάει;» το στόμα του έμοιαζε με χάρακα, γνωρίζοντας από πρώτο χέρι πόσο σκληρός μπορούσε να γίνει ο Μπαρίσνικοφ.
«Θέλει να σκοτώσω τον Beast. Έχω τον φάκελο μα ακόμα δεν τον έχω διαβάσει.» ομολόγησα κουρασμένη.
«Μην το κάνεις. Ο άντρας στον οποίον σε στέλνει είναι αιματηρός δολοφόνος.» με προειδοποίησε σκεπτικός, χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι.
«Έχω ακούσει πως είναι θρύλος αλλά πόσο δύσκολο θα είναι να τον σκοτώσω; Παίζεται η ζωή μου εδώ.» Τα καστανά μάτια του έκρυβαν τόσο φόβο και πανικό, κάτι εξωφρενικό για εκείνον.
«Τον ξέρεις; Κανείς δεν έχει δει το πρόσωπό του όλα αυτά τα χρόνια και υποθέτω θα είναι πολύ μεγαλύτερος από εμένα.»
«Τον είδα… Μία φορά πριν από δέκα χρόνια στο Κουβέιτ…» Ζάρες σχηματίστηκαν στο μέτωπό του. «Βασικά είδα το μισό του πρόσωπο αλλά ήταν αρκετό για να βρω τον μπελά μου.»
«Τι εννοείς;»
«Σε παρακαλώ μη με ρωτάς. Αν πρέπει να γνωρίζεις κάτι, αυτό είναι πως ο Βeast δεν είναι ένας απλός άντρας αλλά ο ίδιος ο διάβολος.» αποκρίθηκε με σοβαρή φωνή.
Γελώντας ακούμπησα το χέρι μου στον ώμο του. «Υπερβάλλεις. Ένας απλός άνθρωπος είναι…» Έτσι ήθελα να πιστεύω δηλαδή.
«Σκότωσες την οικογένειά του, Εύα. Εν ψυχρώ. Όλα αυτά επειδή δεν μπορούσε να κρύψει την αλαζονεία του και την επιθυμία για εξουσία.»
«Ωωω, αυτό είναι…»
«Η αλήθεια.» με διαβεβαίωσε. «Υποσχέσου μου πως ό,τι και αν γίνει δεν θα αναμετρηθείς με αυτόν τον άντρα.»
«Αν δεν το κάνω, ο Μπαρίσνικοφ θα σκοτώσει όλους όσους ξέρω. Ήδη έστειλε δολοφόνο στο νοσοκομείο μια φορά.»
«Μην ανησυχείς για τη μάνα σου, θα το φροντίσω εγώ. Λοιπόν, μου είπες πως είσαι παντρεμένη. Ο άντρας σου τι έχει να πει για όλα αυτά; Είναι ένας από εμάς ή κάνα ανθρωπάκι που φοβάται τον ίσκιο του;»
«Εκτελεστής σαν και εμένα. Παρότι δεν τον έχω ρωτήσει για το παρελθόν του, νομίζω πως είναι από τους καλύτερους.» ένα χαμόγελο έλαμψε στα χείλη μου.
«Οπότε, μπορεί να σε βοηθήσει. Δύο είναι καλύτεροι από έναν.» αποφάνθηκε γέρνοντας πίσω στην καρέκλα.
Τον κοίταξα για κάποια δευτερόλεπτα προτού μιλήσω. «Ο Θάνος με αγαπάει υπερβολικά και μου ζήτησε να μείνω μακριά για λίγο καιρό.»
Γεμάτος απορία περίμενε για έναν καλό λόγο. «Για όνομα του Θεού, τι περιμένεις μωρό μου; Έκανε κακό σε όλους όσους αγαπάς…» Η ένταση στη φωνή του τον έκανε λίγο τρομακτικό τώρα.
«Είμαι έγκυος.» τον διέκοψα απεγνωσμένη με το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια μου.
Η έκφρασή του άλλαξε σε δευτερόλεπτα, δαγκώνοντας τα χείλη του. Πριν να το συνειδητοποιήσω, βρέθηκα στον αέρα με εκείνον να με στριφογυρνά γύρω γύρω λες και ήμουν μικρό παιδί.
Γέλια και δάκρυα γέμισαν την κουζίνα, με τους δυο μας να έχουμε γίνει παιδιά ξανά. Το φωτεινό του πρόσωπο με γέμιζε αισιοδοξία, το γέλιο του ηχούσε σαν πηγή χαράς στα αυτιά μου.
«Μωρό μου ήρθα. Που είσαι;» ακούστηκε ο Θάνος κάπου μέσα στο σπίτι. Τα βήματά του μας ανάγκασαν να χωρίσουμε.
Βλέποντάς τον έσιαξα τα ρούχα μου, χωρίς να μπορώ να σταματήσω το γέλιο μου. Προχωρώντας προς το μέρος του Θάνου, τον φίλησα στο στόμα απαλά.
«Συγγνώμη που δεν σου απάντησα αλλά ήρθε ο φίλος μου ο Τούπακ και…» τα βλέμματα των δυο αντρών συναντήθηκαν με την ησυχία να αντικαθιστά τα γέλια που υπήρχαν στιγμές πριν.
Με μια κίνηση ο Θάνος με άρπαξε από τον αγκώνα κολλώντας με πάνω του όσο ο φίλος μου γρύλιζε με σφιγμένες γροθιές. Για κάποιον λόγο οι δυο τους δεν φαίνονταν να συμπαθιούνται και ήταν αρκετά περίεργο, εφόσον βρίσκονταν στον ίδιο χώρο για πρώτη φορά.
Με την άκρη του ματιού μου κοίταξα τον Θάνο και εκείνος ανταπέδωσε το βλέμμα. Η λαβή του γύρω μου μαλάκωσε, όπως και τα μεγάλα γαλανά μάτια του.
«Δεν έχουμε συστηθεί.» εξομολογήθηκε εγκάρδια χαμογελώντας. «Είμαι ο Θάνος.» Τον πλησίασε αργά, λες και ήταν το θήραμά του, με τον δεύτερο να προσπαθεί να τον αποφύγει χωρίς αποτέλεσμα. «Χάρηκα για τη γνωριμία.» του ψιθύρισε σφίγγοντας το χέρι του.
«Πρέπει να φύγω. Έχω δουλειές και… Θα τα πούμε εμείς οι δύο. Να προσέχεις μωρό μου.» φώναξε ο φίλος μου και εξαφανίστηκε από το σπίτι σε κλάσματα δευτερολέπτου.
Πλησιάζοντας τον Θάνο, έχωσα το κεφάλι μου στη βάση του λαιμού του μυρίζοντας το άρωμα που φορούσε. «Υπάρχει κάτι που πρέπει να ξέρω;»
«Φυσικά και όχι.» αντιγύρισε με εκείνο το σέξι χαμόγελό του, που με έκανε να λιώνω.
«Τι ήταν όλο αυτό με τον φίλο μου τότε Οι δυο σας μοιάζατε…» τα χείλη του κόλλησαν στα δικά μου και όσο και αν ήθελα να μάθω παραπάνω λεπτομέρειες δεν μπορούσα να μην παραδοθώ στο πάθος.
Άλλωστε μου είχε λείψει, σκέφτηκα, αγκαλιάζοντάς τον δυνατά.
«Θα είσαι κουρασμένη» ψιθύρισε στο αυτί μου οδηγώντας με στο δωμάτιο. «Λοιπόν, πώς τα πέρασες σήμερα;» τα δάχτυλά του βρέθηκαν στο φόρεμά μου, κατεβάζοντάς το απαλά και βασανιστικά.
«Μια χαρά, κανόνισα κάποιες λεπτομέρειες και όπως είδες με επισκέφτηκε ο φίλος μου.» απάντησα με τα βλέφαρά μου να κλείνουν.
«Κοιμήσου μωρό μου και θα τα πούμε μόλις ξυπνήσεις.» συνέχισε με απαλή φωνή και τα μάτια μου κλείσανε σε δευτερόλεπτα.
Εύα Αναγνώστου