Κρυστάλλινες Αλυσίδες (Κεφάλαιο 5) - Γιορτινές Μέρες

2010: Εκείνα τα Χριστούγεννα ήταν τα πιο όμορφα που η Κρυσταλλία μπορούσε να θυμηθεί. Στο σπίτι του Μάριου επικρατούσε μια ζεστή, γιορτινή ατμόσφαιρα, σε αντίθεση με το σπίτι της που κάθε χρόνο στις γιορτές τσακωνόντουσαν περισσότερο για το ποιος θα ετοιμάσει τα φαγητά και τα γλυκά, ποιος θα καθαρίσει το σπίτι, ποιος θα πάει για ψώνια, ποιος θα στολίσει... Φωνές, φωνές, φωνές. Την είχαν κάνει να σιχαίνεται τις γιορτές.
Φέτος όμως ήταν όλα ήσυχα και όμορφα. Στόλισαν όλοι μαζί το σπίτι με Αγιοβασιλάκια, κεριά, λαμπιόνια και ψεύτικο χιόνι. Το δέντρο «καμάρωνε» στη γωνία του σαλονιού στολισμένο με λευκές μπάλες, ψεύτικο χιόνι, λαμπάκια και  ένα λευκό αστέρι στην κορυφή. Κάτω από το δέντρο μια μικρή φάτνη συμπλήρωνε την εικόνα.
Την επόμενη μέρα έφτιαξαν κουλουράκια, μελομακάρονα και κουραμπιέδες και πήγαν για τα ψώνια των γιορτών. Η Κρυσταλλία ένιωθε πολύ όμορφα δίπλα στον Μάριο και έψαχνε τρόπους να περνάνε χρόνο μαζί. Του πήρε ένα πουκάμισο που του άρεσε στη βιτρίνα, κρυφά από εκείνον, και του το τύλιξε σε δώρο. Το άφησε κάτω από το δέντρο αργά το βράδυ της Παραμονής των Χριστουγέννων.
Ήταν το πρώτο πράγμα που είδε ο Μάριος, όταν ξύπνησε και του έφτιαξε τη μέρα. Η Κρυσταλλία κοιμόταν ακόμη. Έτσι έβαλε το δικό της δώρο κάτω από το δέντρο. Της είχε πάρει εισιτήρια για μια συναυλία της αγαπημένης της τραγουδίστριας, Πέγκυς, που ποτέ δεν είχε δει από κοντά.
Η Κρυσταλλία όταν είδε το δώρο της συγκινήθηκε. Η συναυλία θα γινόταν εκείνο το βράδυ σε ένα κλαμπ της Παραλιακής. Διάλεξαν τα ρούχα που θα φορούσαν και όλα όσα θα έπαιρναν μαζί τους. Όταν έφτασαν εκεί με το μαύρο διθέσιο του Μάριου, η Κρυσταλλία είχε μεγάλη ανυπομονησία και φοβόταν ότι όλα ήταν ένα όνειρο. Το κλαμπ γέμισε απο κόσμο και η Κρυσταλλία με τον Μάριο ήταν όρθιοι κοντά στην πίστα για να βλέπουν καλύτερα. Μικρά τραπέζια με ψηλά σκαμπό γεμάτα με εύθυμες παρέες και μια μπάρα με ποτά βρίσκονταν στο χώρο. Παντού φώτα και καπνός από τα τσιγάρα. Ο Dj έπαιζε τραγούδια όταν μπήκαν ώσπου να ξεκινήσει η συναυλία.
Από τη στιγμή που ξεκίνησε η συναυλία μέχρι που τελείωσε η Κρυσταλλία και ο Μάριος τραγουδούσαν και χόρευαν. Πέρασαν υπέροχα και η βραδιά θα τους έμενε αξέχαστη. Είχαν γυρίσει στο σπίτι τα ξημερώματα. 
Η Κρυσταλλία πριν πάει να κοιμηθεί του είπε «Σε ευχαριστώ που μου χάρισες τις πιο όμορφες γιορτές» και τον φίλησε. Ο Μάριος πάγωσε. Δεν το περίμενε. Την κοιτούσε με απορία και άφησε λίγα δευτερόλεπτα να κυλήσουν. Η Κρυσταλλία περίμενε κάποια αντίδραση και όσο δεν αντιδρούσε τόσο μετάνιωνε για αυτό που έκανε. Ο Μάριος ανταπέδωσε το φιλί, καληνύχτισε και κλείστηκε στο δωμάτιο του. Η Κρυσταλλία κοιμήθηκε χαμογελώντας. Την επόμενη μέρα ο Μάριος της φάνηκε απόμακρος. Συζητούσαν για τη συναυλία, κοιτώντας τις φωτογραφίες που τράβηξαν, αλλά ούτε λόγος για το φιλί.

Η Κρυσταλλία σκέφτηκε να κάνει κίνηση. Ο Μάριος έφυγε από κοντά της μόλις πήγε να τον πλησιάσει, με την πρόφαση ότι ήθελε να βάλει τις φωτογραφίες στον υπολογιστή. «Μα δεν μπορούσε να το κάνει πιο μετά» μουρμούρισε νευριασμένη. Ο Μάριος δεν την άκουσε μιας και είχε ήδη κάτσει στο γραφείο, που βρισκόταν στο δωμάτιο που ο ίδιος κοιμόταν. Ο Μάριος προσπαθούσε να αποφύγει τη συζήτηση. Αισθανόταν άβολα μετά από εκείνο το φιλί. Δεν ήξερε ούτε ο ίδιος πως ένιωθε για εκείνη. Ήταν τόσα χρόνια φίλοι, από το σχολείο, και μάλιστα κολλητοί. Ήξεραν τα πάντα ο ένας για τον άλλον. Μοιραζόντουσαν τα πάντα. Ίσως γι’ αυτό να του φαινόταν περίεργο να συμβεί κάτι μεταξύ τους.

Μετά από λίγες μέρες: Ήταν το βράδυ της παραμονής της πρωτοχρονιάς και η Κρυσταλλία κάνει βόλτα για να δει τα στολισμένα μαγαζιά με δέντρα, Αγιο-βασίληδες και τάρανδους. Η πλατεία είχε στη μέση το χριστουγεννιάτικο δέντρο και μια φάτνη. Τα λαμπιόνια από τις κολώνες φώτιζαν ολόκληρη την πλατεία. Ακούγονταν χριστουγεννιάτικα τραγούδια από τα μεγάφωνα και μύριζαν φαγητά και γλυκά από τα σπίτια.
Ήταν αποφασισμένη να μιλήσει επιτέλους με τον Μάριο και η Παραμονή της Πρωτοχρονιάς ήταν ιδανική για να κάνει την κίνηση της. Θα του ετοίμαζε ένα ρομαντικό δείπνο και σχεδίαζε να περάσουν μια υπέροχη βραδιά μαζί.

Ο Μάριος ανυποψίαστος ήθελε να περάσει μια ήσυχη βραδιά βλέποντας τα εορταστικά προγράμματα που είχε η τηλεόραση. Το βράδυ επισκέφθηκε για λίγο τη μητέρα του, Ελεάνα, που έμενε λίγα στενά πιο πέρα. Ο πατέρας του, Χάρης, είχε ξαναπαντρευτεί και έμενε με την γυναίκα του, Αννίτα, και τα δύο παιδιά τους, Κική και Ευαγγελία, στον Ταύρο. Δεν είχαν επαφές, γιατί ούτε ο Μάριος ούτε η μητέρα του ήθελαν να βλέπουν τον Χάρη. Τα κορίτσια τα είχαν γνωρίσει αλλά ο Μάριος προτιμούσε να θεωρεί τον εαυτό του ως μοναδικό παιδί της οικογένειας, και οικογένεια του θεωρούσε μόνο την μητέρα του.


Δέσποινα Τ.