Η Μάγισσα του Αέρα (Κεφάλαιο 12) "Μαύροι Κυνηγοί"

Εισβάλλουν βιαστικά στο χώρο τρεις φιγούρες με μακριούς μαύρους μανδύες και κουκούλες.
«Δεν το πιστεύω ότι είμαστε τόσο τυχεροί!»
Η γνώριμη φωνή της Ρέη επιδρά σαν ισχυρό ηρεμιστικό πάνω στο τσιτωμένο από την ένταση σώμα μου. Όταν βγάζει και την κουκούλα του μανδύα της και αντικρύζω ξεκάθαρα το φιλικό της πρόσωπο, μου ‘ρχετε να τα κάνω πάνω μου από τη χαρά μου! Κι ας μην μου έκανε την καλύτερη εντύπωση στην αρχή!

«Ρέη; Πώς με βρήκες;» τη ρωτάω έχοντας κολλήσει το πρόσωπό μου στα κάγκελα από τη λαχτάρα μου να βγω επιτέλους από εδώ μέσα.
«Τυχαία μάλλον» μου απαντά, και ένας αναστεναγμός ανακούφισης βγαίνει από το στήθος μου στη διαπίστωση ότι μας έχει μείνει λίγη τύχη τελικά. Οι άλλες δυο φιγούρες αποδεικνύεται τελικά πως είναι ο Κρις και κάποιος άλλος νεαρός που εγώ προσωπικά δεν γνωρίζω.
«Γρήγορα, πρέπει να μας βγάλετε από εδώ μέσα! Την επόμενη φορά που θα έρθουν οι δαίμονες θα πάρουν τη Γιολάντα για θυσία!»
«Γιολάντα Ρίβερς!» αναφωνεί χαρούμενη η Ρέη που βρήκε και την κοπέλα από το σχολείο της μαζί με εμένα.
«Διπλή διάσωση λοιπόν... Μην ανησυχείτε καθόλου, θα σας βγάλουμε από εδώ μέσα! Μόνο που... έχουμε ένα πρόβλημα».
«Τι πρόβλημα;» ρωτά με τρόμο η Γιολάντα και χαίρομαι που την ακούω να μιλάει επιτέλους. Νόμιζα ότι είχε λιποθυμήσει από την εξάντληση.
«Ακόμα δεν ξέρουμε πώς θα ανοίξουμε αυτά τα κελιά. Ο Ταϊσίν μας είχε ενημερώσει ότι θα σας έχουν σε κελιά αντιμαγείας αλλά δεν είχαμε το χρόνο να ψάξουμε μια λύση. Έπρεπε να σας εντοπίσουμε μέσα σε αυτόν τον λαβύρινθο και δεν ξέραμε πόσο χρόνο θα μας έπαιρνε αυτό».
«Ποιος είναι ο Ταϊσίν;»
«Εγώ είμαι αυτός» μου απαντάει ο τρίτος μανδυοφορεμένος της ομάδας διάσωσης. Είναι ένας νεαρός κοντά στην ηλικία μας, με προσεγμένο μουσάκι, σκούρα κοντοκουρεμένα μαλλιά και πολύ ευγενικό πρόσωπο.
«Χαίρομαι που σε γνωρίζω Ταϊσίν. Πες μου τώρα ότι εσύ έχεις μια λύση για αυτές τις κλειδωμένες πόρτες» του λέω και ακούγομαι σχεδόν απελπισμένη, έχοντας αρχίσει να νιώθω και πάλι τον πόνο στο κορμί μου από τα τραύματα μου και την ταλαιπωρία.
«Έχω μια ιδέα αλλά είναι ριψοκίνδυνη».
«Σ’ ακούμε» επεμβαίνει αμέσως και ο Κρις.
«Θα κλέψουμε το κλειδί από τους φρουρούς όταν θα έρθουν».
«Κακή ιδέα» σχολιάζει η Γιολάντα και σηκώνεται σιγά σιγά στα πόδια της στηριζόμενη στα κάγκελα του κελιού της. «Πολύ κακή ιδέα».
«Τι εννοείς ‘κακή ιδέα’; Κι εμείς δεν σχεδιάζαμε να τα βάλουμε με τους φρουρούς μέχρι πριν από λίγο; Να τους πάρουμε τα κλειδιά και να απελευθερωθούμε;» υπενθυμίζω στη Γιολάντα.
«Ναι. Αλλά είναι διαφορετικό το να θέσουμε σε αυτόν τον κίνδυνο τα παιδιά και άλλο το να ρισκάρουμε εμείς τις ζωές μας, που την έχουμε πατήσει έτσι κι αλλιώς».
«Μην ανησυχείς μικρή... όσοι και να έρθουν να σε πάρουν, τους έχουμε» της απαντάει με αυτοπεποίθηση ο νέος μας φίλος. Έπειτα εμφανίζει μέσα από το μανδύα του μια μεγάλη μαύρη βαλίστρα, με δερμάτινα λουριά στη λαβή της και οπλισμένη με βέλη. «Με αυτό εδώ το ‘μωρό’ στο πλευρό μου δεν φοβάμαι τίποτα και κανέναν».
Η εικόνα του Ταϊσίν οπλισμένου με αυτήν την βαλίστρα, μου προκαλεί μια κάποια ανατριχίλα είναι η αλήθεια.
«Ώπα, ώπα, ώπα, μάζεψέ το αυτό μην έχουμε κανένα ατύχημα» του λέει ενοχλημένος ο Κρίστοφερ.
«Καλά το ξέχασα ότι έχουμε και ευαίσθητες ομάδες εδώ κάτω» σχολιάζει με ένα γελάκι στα χείλη του ο Ταϊσίν, αλλά χωρίς να φαίνεται να θέλει να κοροϊδέψει τον Κρις. Έπειτα κρύβει και πάλι το όπλο του μέσα στον μανδύα.
«Δεν ξέρουμε ούτε πόσοι θα έρθουν, ούτε αν θα είναι και η Μαρί μαζί τους, ούτε καν σε τι είδους δαιμονική φατριά θα ανήκουν» συνεχίζει η Γιολάντα με τις ανησυχίες της.
«Η Μαρί είπες;» ρωτά ο Ταϊσίν ελαφρώς αναστατωμένος που άκουσε το συγκεκριμένο όνομα. Όταν του γνέφει καταφατικά η Γιολάντα, φαίνεται να αναστατώνεται ακόμα περισσότερο. «Όχι, όχι, όχι... πρέπει να φύγουμε από εδώ τώρα αμέσως!»
«Ταϊσίν, τι συμβαίνει; Τι έπαθες τώρα και εσύ; Μέχρι πριν από λίγο το έπαιζες ατρόμητος και σχεδιάζαμε να τα βάλουμε με τους φρουρούς και τώρα θες να φύγουμε;» τον ρωτά η Ρέη με περιέργεια.
«Η Μαρί... είναι πολύ επικίνδυνη. Δεν πρέπει να μπλεχτούμε σε αυτά που ετοιμάζει».
«Και τι προτείνεις δηλαδή; Να αφήσουμε τα κορίτσια να πεθάνουν; Και να πάρει στα χέρια της η Μαρί τις Πέτρες;» επεμβαίνει και ο Κρίστοφερ στη συζήτηση, φανερά ενοχλημένος από την δειλή αντίδραση του Ταϊσίν.
«Δεν ξέρω.... αλλά εγώ πρέπει να φύγω από εδώ μέσα! Δεν πρέπει να με συνδέσουν με εσάς».
«Φύγε τότε! Δεν σε κρατάει κανείς και δεν σε χρειαζόμαστε άλλωστε» απαντά περήφανα ο Κρις.
«Ας μη βιαζόμαστε εδώ πέρα» λέει η Ρέη προσπαθώντας να ηρεμήσει τα πνεύματα ανάμεσα στους δύο άντρες. «Ταϊσίν, το ξέρω ότι σου ζητάω πολλά, αλλά χρειαζόμαστε τη βοήθεια σου εδώ πέρα. Σκέψου πως αν δεν ήσουν εσύ, δεν θα φτάναμε μέχρι εδώ».
«Σιγά!» λέει υποτιμητικά ο Κρις και η Ρέη του ρίχνει το πιο δολοφονικό της βλέμμα για να τον κάνει να το βουλώσει. Ο Κρις καταλαβαίνει αμέσως την διάθεση της κοπέλας του και κάνει δυο βήματα πίσω, σαν να αποσύρεται από τη συζήτηση.
«Ρέη, το ξέρεις ότι σε υποστηρίζω ό,τι κι αν κάνεις και σου χρωστάω πολλά, αλλά εδώ παίζεται το κεφάλι μου. Η Μαρί δεν θα μου δώσει δεύτερη ευκαιρία αν υποπτευθεί ότι συνεργάζομαι με τους καλούς της υπόθεσης – και ακόμα χειρότερα αν με συνδέσει με την οικογένεια Χάλιγουελ. Θα με βγάλει από τη μέση αμέσως και δεν θα δώσει εξηγήσεις ούτε στον αρχηγό μας».
«Στον αρχηγό σας;» επεμβαίνω για να καταλάβω τι συμβαίνει με αυτό το παιδί.
«Ναι. Σε περίπτωση που δεν το κατάλαβες βλέποντας το όπλο που κουβαλάω είμαι Μαύρος Κυνηγός και λογοδοτώ στον Ντέμιεν, τον άρχοντα της συγκεκριμένης φατρίας – προς το παρόν τουλάχιστον».
Ένα ρίγος διαπερνά τη ραχοκοκκαλιά μου σαν κύμα ηλεκτρισμού όταν συνειδητοποιώ ότι έχω εναποθέσει τις ελπίδες για τη διάσωση μου σε έναν υπέρμαχο του Κακού! Και ειδικά σε έναν Μαύρο Κυνηγό, που σκοπός της ύπαρξής τους είναι να διαφθείρουν λευκές μάγισσες και να εξοντώνουν Καθοδηγητές! Αλλά προσπαθώ να μείνω ανέκφραστη. Θα ζητήσω εξηγήσεις αργότερα, όταν δεν θα κινδυνεύω να πεθάνω.
«Δεν θα λογοδοτείς σε κανέναν σε λίγο καιρό, στο υποσχέθηκα» του απαντά η Ρέη και τραβά το βλέμμα του πάνω της. «Το ξέρω ότι φοβάσαι, ξέρω ακριβώς πώς νιώθεις, αναγκασμένος να παίζεις σε διπλό ταμπλό, αλλά αυτή τη στιγμή σε χρειαζόμαστε Ταϊσίν. Εγώ σε χρειάζομαι».
Ο Ταϊσίν μένει για λίγο ακίνητος, να κοιτάζει τη Ρέη με το ύφος μικρού παιδιού που το έχουν μαλώσει γιατί έβαλε το δάχτυλο στο βάζο με τη μαρμελάδα.
«Όχι, λυπάμαι, δεν μπορώ. Είστε μόνοι σας από δω και πέρα»  ανακοινώνει τελικά και με γοργά βήματα βγαίνει από εδώ μέσα.
«Τέλεια. Ωραία βοήθεια μας έδωσε ο φίλος σου» σχολιάζει με φαρμακερό ύφος ο Κρις.
«Σκάσε αγάπη μου!» είναι η απάντηση της Ρέη. «Πρέπει να σκεφτούμε γρήγορα πώς θα τις βγάλουμε από εδώ μέσα».

Ο χρόνος περνάει και λύση δεν φαίνεται να βρίσκεται. Τα παιδιά δοκιμάζουν ξόρκια μπας και ανοίξουν μαγικά τα κελιά, δοκιμάζουν με τις δυνάμεις τους και φυσικά δοκιμάζουν να παραβιάσουν τις κλειδαριές με τον παραδοσιακό τρόπο αλλά τίποτα. Μόνο με τα κλειδιά που έχουν οι φρουροί θα ανοίξουν αυτές οι πόρτες.
«Παιδιά... πρέπει να φύγετε. Από λεπτό σε λεπτό θα έρθουν για την τελετή. Κάθε δευτερόλεπτο που μένετε εδώ σας φέρνει πιο κοντά στον κίνδυνο»  υπενθυμίζει η Γιολάντα, έχοντας πάρει και πάλι το γνωστό απελπισμένο ύφος της.
«Έχει δίκιο αγάπη μου, πρέπει να φύγουμε» υποστηρίζει την ίδια άποψη ο Κρις. «Πρέπει να ζητήσουμε βοήθεια, δεν θα καταφέρουμε τίποτα έτσι».
Η Ρέη το σκέφτεται για λίγο αλλά φαίνεται να διστάζει να πάρει μια απόφαση. Και μπορώ να καταλάβω πολύ καλά το γιατί. Δεν υπάρχει αρκετός χρόνος για να μας σώσουν και τις δυο. Ήδη έχουμε χάσει πολύτιμο χρόνο και αν τα παιδιά φύγουν τώρα και στο μεταξύ γίνει η θυσία της Γιολάντα, η Ρέη δεν θα συγχωρέσει ποτέ τον εαυτό της γι’αυτό. Αλλά ούτε κι εγώ.
«Ρέη, πρέπει να φύγετε. Ή τουλάχιστον ένας από τους δύο πρέπει να πάει να ειδοποιήσει τους υπόλοιπους, να φέρει ενισχύσεις» τολμώ να προτείνω. «Εν τω μεταξύ, ο άλλoς που θα μείνει εδώ, θα μας βοηθήσει να τα βάλουμε με τους φρουρούς αν έρθουν πρώτοι και θα κάνουμε την απόπειρά μας για απόδραση».
«Έχει δίκιο η Μπόνι» συμφωνεί και ο Κρις μαζί μου. «Θα μείνει κάποιος πίσω, έτσι ώστε αν χρειαστεί, να υπερασπιστεί τα κορίτσια και να κερδίσει λίγο χρόνο. Ρέη, πήγαινε εσύ να ειδοποιήσεις τους άλλους κι εγώ θα μείνω πίσω για το σχέδιο β».
«Όχι» απαντά η Ρέη αμέσως και προς στιγμήν μένω κάγκελο. Είναι δυνατόν να μην της αρέσει αυτή η ιδέα; «Εσύ θα πας να ειδοποιήσεις τους άλλους κι εγώ θα μείνω εδώ και θα φροντίσω τα κορίτσια».
«Δεν υπάρχει περίπτωση να συμβεί αυτό» αντιδρά ο Κρις αμέσως και κουνά αρνητικά το κεφάλι του πέρα δώθε.
«Κρις, δεν έχουμε ώρα για διαφωνίες. Εσύ θα φτάσεις πιο γρήγορα από μένα στους δικούς σου κι εγώ μπορώ να προστατευτώ πιο αποτελεσματικά από σένα εδώ κάτω. Απλά θυμήσου από πού μπήκαμε για να μην ανιχνεύσουν την έξοδό σου από τον Κάτω Κόσμο και κάνε όσο πιο γρήγορα μπορείς».
«Ρέη...»
«Κρις! Σε παρακαλώ!»
Η επιμονή της κοκκινομάλλας μάγισσας δεν αφήνει άλλη επιλογή στον Κρίστοφερ.
Χωρίς να χάσει άλλο χρόνο, φορά και πάλι την κουκούλα του μανδύα του και ετοιμάζεται να φύγει.
«Κρίστοφερ, σε παρακαλώ...»  λέω πριν ξεκινήσει να αποχωρεί, «μπορείς να πεις στα παιδιά να ειδοποιήσουν και την αδερφή μου; Η Μαρί θα την κυνηγήσει για να συνεχίσει το σχέδιο της με εμένα και...»
«Μην ανησυχείς γι’ αυτό Μπόνι. Ήδη έχουμε φροντίσει για την αδερφή σου και είναι ασφαλής υπό την προστασία της θείας μας».
«Σε ευχαριστώ, Κρις»  λέω με ένα χαμόγελο ανακούφισης να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό μου. «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ηρέμησα τώρα».
Ο Κρις αφού μου γνέφει συμπονετικά, κάνει μεταβολή και βγαίνει τρέχοντας από τη σπηλιά για να μη χάσει άλλο χρόνο.
«Πάντως, με εντυπωσιάζεις»  παραδέχομαι σε λίγο ανοιχτά στην Ρέη, όταν σκέφτομαι πώς χειρίστηκε το θέμα με το αγόρι της. «Είσαι πολύ δυναμική και ξέρεις πώς να επιβάλλεσαι. Μ’ αρέσει αυτό» της λέω και της  χαμογελάω, έχοντας λίγες ενοχές όμως, λόγω των σκέψεων που έκανα γι’ αυτή κατά την γνωριμία μας στην οικία Χάλιγουελ. Ε, η αλήθεια είναι βέβαια πως το γεγονός ότι θα μπορούσε να είναι η ψυχρή εκτελέστρια του Τάι, δεν βοήθησε και πολύ στο να σχηματίσω καλή άποψη για το άτομο της. Αλλά από την άλλη δεν θα έπρεπε να βιαστώ κι εγώ να βγάλω συμπεράσματα.
«Είναι πολύ χρήσιμο ταλέντο» απαντά, χωρίς να προσπαθεί να καυχηθεί. «Και με έχει ξελασπώσει πολλές φορές. Αλλά ας αφήσουμε την ψιλοκουβέντα γι αργότερα, όταν θα είμαστε όλοι σώοι και ασφαλείς τι λέτε, κορίτσια;»
Της γνέφω καταφατικά και αμέσως προσπαθώ να συγκεντρωθώ στην επόμενη κίνηση μας. Εντάξει, στείλαμε το μήνυμα μας για βοήθεια και περιμένουμε ενισχύσεις αλλά μέχρι τότε τι;
«Λίγο πριν εμφανιστείτε, σχεδιάζαμε να επιτεθούμε στους φρουρούς» λέω για να δώσω ένα έναυσμα στην συζήτηση για την απόδρασή μας.Η Ρέη γνέφει ενθαρρυντικά και μας προτρέπει να συνεχίσουμε. «Σχεδιάζαμε να αρπάξουμε τα κλειδιά από τους φρουρούς όταν θα έβγαζαν την Γιολάντα από το κελί της...»
«Απλά είχαμε να αντιμετωπίσουμε βασικά προβλήματα όπως τα κολάρα αντιμαγείας που μας φοράνε πριν μας βγάλουν από το κελί και την απειρία μας στη μάχη σώμα με σώμα» ολοκληρώνει την ιδέα μας η Γιολάντα.
«Χμ, ναι, κατάλαβα» λέει η Ρέη και κάνει δυο βήματα πάνω κάτω στο χώρο. «Λοιπόν, ακούστε. Σύμφωνα με το σχέδιο, θα περιμένουμε να έρθει βοήθεια. Αλλά αν είμαστε άτυχες και οι φρουροί έρθουν πριν τη βοήθεια, πρέπει να είμαστε προετοιμασμένες, να έχουμε ένα μικρό εναλλακτικό σχέδιο, ώστε να δράσουμε γρήγορα και αποτελεσματικά. Με το που έρθουν λοιπόν οι φρουροί, θα τους αιφνιδιάσω, κρυμμένη δίπλα στην είσοδο. Θα πάρω τα κλειδιά τους και θα τα πετάξω προς το μέρος σας για να βγείτε από τα κελιά σας και όλες μαζί θα τους εξοντώσουμε και θα ξεκινήσουμε για το σημείο εξόδου».
Ακούγοντας το σχέδιο της νιώθω έναν ενθουσιασμό να ξυπνά μέσα μου.
«Αυτό είναι πολύ επικίνδυνο για σένα» λέει η Γιολάντα, και ο ενθουσιασμός μου κάνει φτερά στη στιγμή. «Είσαι τελείως εκτεθειμένη. Όπως είπα και νωρίτερα, δεν ξέρουμε ούτε πόσοι φρουροί θα έρθουν, ούτε αν θα είναι και η Μαρί μαζί τους, ούτε καν σε τι είδους δαιμονική φατριά θα ανήκουν. Αν πριν φαινόταν δύσκολο και εξαιρετικά επικίνδυνο που θα ήσασταν τρεις στη μάχη, τώρα πώς θα αντιμετωπίσεις όλους αυτούς τους κινδύνους μόνη σου;»
Έχει δίκιο η Γιολάντα. Όπως είχε και πριν άλλωστε. Αλλά η Ρέη δεν φαίνεται να επηρεάζεται από τις απρόβλεπτες μεταβλητές του σχεδίου της.
«Μην ανησυχείς για μένα και ξέρω να προφυλλάσσομαι» απαντά η Ρέη απτόητη. «Είμαι εκπαιδευμένη δολοφόνος άλλωστε. Απλά θέλω και εσείς να δράσετε γρήγορα και χωρίς δισταγμό για να πετύχουμε το στόχο μας».
«Μπορούμε να το κάνουμε Γιολάντα, μη φοβάσαι» λέω στη συγκρατούμενη μου προσπαθώντας να γεννήσω μια σπίθα ελπίδας μέσα της. Χωρίς λίγη αισιοδοξία και λίγο ρίσκο, δεν θα πετύχουμε τίποτα. «Εξάλλου, η Ρέη δεν θα είναι μόνη της. Μόλις βγούμε από τα κελιά θα τη βοηθήσουμε με τις δυνάμεις μας να εξοντώσει τους φρουρούς. Θυμήσου: είμαστε Μάγισσες των Στοιχείων. Χωρίς κάτι να μπλοκάρει τη μαγεία μας μπορούμε να κάνουμε αρκετή ζημιά».
«Ναι έχεις δίκιο», μου λέει η Γιολάντα, παραμένοντας συννεφιασμένη και διστακτική. Χαίρομαι που τα λόγια μου έπιασαν τόπο, και ελπίζω το γεγονός ότι δεν πιστεύει στο σχέδιο μας εκατό τις εκατό, να μην μας δημιουργήσει προβλήματα.
«Γρήγορα, Ρέη, κρύψου!» λέει αγχωμένη η συγκρατούμενή μου με το που ακούγονται βήματα στο διάδρομο.
Να πάρει! Δεν θα προλάβουν τα παιδιά να είναι εδώ εγκαίρως.
Η Ρέη αμέσως ανταποκρίνεται στην προειδοποίηση και παίρνει θέση στα δεξιά της εισόδου, με την πλάτη κολλητά στον βράχο. Βγάζει τον μανδύα της και τον πετά στην γωνία, για να μπορεί κινηθεί πιο εύκολα στην επικείμενη μάχη. Σε μερικά λεπτά ξεπροβάλλουν από την είσοδο οι επιβλητικές φιγούρες τριών δαιμόνων με χλωμό δέρμα, κατάμαυρα μάτια, βαθουλωμένα μέσα στο κρανίο τους και ντυμένοι φυσικά με μαύρα δερμάτινα. Κάτω από το αριστερό τους αυτί έχουν όλοι το ίδιο τατουάζ: έναν ανάποδο σταυρό τυλιγμένο με αγκάθια και μια μικρή φλογίτσα στο δεξιό του άκρο. Το αναγνωρίζω αυτό το τατού. Είναι το σημάδι των Σάντοουνους. Των πιο άθλιων δαιμόνων κατά την γνώμη μου, γιατί κλέβουν την όραση από μικρά ανυπεράσπιστα παιδιά, για να αυξήσουν τις δυνάμεις τους και να ελέγξουν τις αύρες των ανθρώπων γύρω τους. Τις οποίες φυσικά χρησιμοποιούν κυρίως για να τους σκοτώνουν. Μα καλά, πόσες φατρίες έχει με το μέρος της η Μαρί;
«Φόρα αυτό και πάμε» διατάζει τη Γιολάντα ένας από αυτούς δίνοντας της το κολάρο αντιμαγείας.
«Δε νομίζω όμορφε» ακούγεται η φωνή της Ρέη από πίσω τους και με μια κίνηση του χεριού της χρησιμοποιεί τη φλόγα από μια αναμένη δάδα δίπλα της για να του κάψει το πρόσωπο και να τον τυφλώσει. Η όραση των Σάντοουνους είναι η πιο απαραίτητη από τις αισθήσεις τους για να μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις δυνάμεις τους. Και η μάγισσα Φοίνικας φαίνεται να το γνωρίζει καλά αυτό.
Ο πρώτος δαίμονας πέφτει κάτω σφαδάζοντας από τον πόνο ενώ ο δεύτερος ψάχνει αμέσως το χώρο γύρω του για να βρει το σημείο της επίθεσης. Η Ρέη έχει ήδη γαντζωθεί στην πλάτη του τρίτου δαίμονα, και τον χτυπά με ένα δοκάρι στο κεφάλι ενώ ταυτόχρονα ψάχνει για τα κλειδιά των κελιών μας με το ελεύθερο χέρι της.
«Μπίνγκο!» φωνάζει και πετά τα κλειδιά που βρήκε πάνω του προς τα κελιά μας. Έπειτα, παλουκώνει τον δαίμονα στον αριστερό ώμο και πηδά από την πλάτη του με μια εντυπωσιακή κίνηση προς τα πίσω, με αποτέλεσμα να προσγειωθεί με αξιοζήλευτη χάρη στο έδαφος. Με γρήγορες κινήσεις και πάλι χρησιμοποιεί τη φωτιά από άλλες δυο δάδες γύρω της για να τυφλώσει ακόμη έναν από τους δαίμονες μόνο που αυτή τη φορά με την επίθεσή της δεν πετυχαίνει τίποτα χωρίς το στοιχείο του αιφνιδιασμού με το μέρος της.
«Μπόνι, δεν τα φτάνω με τίποτα!» μου φωνάζει η Γιολάντα απελπισμένη από το κελί της, έχοντας κολλήσει το σώμα της στα κάγκελα στην προσπάθεια της  να φτάσει το πολυπόθητο εισιτήριο για την ελευθερία μας.
Η φωνή της με επαναφέρει επιτέλους στην πραγματικότητα, αφού παρακολουθούσα σαν μαγεμένη τη μάχη της Ρέη με τους τρεις δαίμονες. Αντιδρώ αμέσως με το να κολλήσω κι εγώ στα κάγκελα και να τεντωθώ όσο μπορώ και ακόμα περισσότερο για να πιάσω αυτά τα κλειδιά, αλλά για λίγα μόλις εκατοστά, μου είναι αδύνατον να τα αγγίξω. Χρειάζομαι κάτι για να καλύψω αυτά τα λίγα εκατοστά αλλά τα κελιά μας είναι παντελώς άδεια. Και τότε το βλέπω... Εκεί στο πάτωμα, δίπλα μου, λαμπερό και όμορφο, το μενταγιόν του νερού, έτοιμο να μας φανεί χρήσιμο.
«Ρέη, πρόσεχε, μη χρησιμοποιήσεις όλη τη φωτιά! Οι Σάντοουνους έχουν πλεονέκτημα στο σκοτάδι!» ξεφωνίζει η Γιολάντα προς τη μαχόμενη κοκκινομμάλλα μάγισσα. Στρέφω το βλέμμα μου προς το μέρος της μάχης και βλέπω τη Ρέη να έχει πέσει στα γόνατα, να φαίνεται πως ασφυκτιά, ενώ την ίδια στιγμή ένας από τους δαίμονες είναι πίσω της με τα μάτια του να λάμπουν κατακίτρινα μέσα στο ημίφως της σπηλιάς, με μόνο δυο δάδες να έχουν απομείνει αναμμένες και στη θέση τους.
Παίρνω γρήγορα το μενταγιόν στα χέρια μου και κρατώντας το από την άκρη της αλυσίδας του, ρίχνω τη βαριά μεριά του προς τα κλειδιά. Πρέπει να βιαστώ. Πρώτη προσπάθεια, αρκετά καλή, τα έφτασα αλλά δεν κατάφερα να τα μετακινήσω προς το μέρος μου. Δεύτερη προσπάθεια, καλύτερη, τα έφερα μίσο εκατοστό πιο κοντά.
«Μπράβο κορίτσι μου» ακούω τη Γιολάντα να φωνάζει όταν η Ρέη καταφέρνει να ξεφύγει από τη μαγεία του δαίμονα και να αντεπιτεθεί. Πρέπει να μάθω κι εγώ καμιά πολεμική τέχνη. Και σίγουρα πρέπει να ζητήσω από τη Ρέη το κόλπο να ξεφεύγεις από τη μαγεία των Σάντοουνους. Λίγη προσπάθεια ακόμη με το μενταγιόν και θα τα καταφέρω να βγω από εδώ μέσα και να τη βοηθήσω να αποτελειώσει αυτά τα καθάρματα. Τρίτη, τέταρτη προσπάθεια... και ναι μπορώ να αγγίξω τα κλειδιά πια με τα ακροδάχτυλά μου!
«Αααααααααααα» η κραυγή πόνου της Ρέη όμως μου αποσπά την προσοχή. Σηκώνω το βλέμμα μου προς το μέρος της και τη βλέπω να πέφτει αιμόφυρτη στο έδαφος, έχοντας καρφωμένο ένα βέλος στην κοιλιά της.
«ΟΧΙΙΙΙ»  στριγγλίζω σχεδόν υστερικά και χτυπιέμαι πάνω στα κάγκελα του κελιού μου.
«Όχι, όχι εσύ» λέει και η Γιολάντα από δίπλα και ξεσπά αμέσως σε κλάμματα. «Πώς μπόρεσες; Πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό Ταϊσίν;»
Και εκεί, στην είσοδο της σπηλιάς, βλέπω τον άντρα που μου συστήθηκε νωρίτερα σαν φίλος, να στέκεται με θράσος και να απολαμβάνει το θέαμα.
«Εύκολα» απαντά με αυτάρεσκο χαμόγελο ο Ταϊσίν και κατεβάζει το οπλισμένο του χέρι στα πλαινά του κορμιού του, ενώ με το άλλο ξύνει δήθεν το μούσι του. «Απλά ακολούθησα το ενστικτό μου, μάγισσα» συνεχίζει και μπαίνοντας πιο βαθιά στη σπηλιά, τον ακολουθεί ακόμα ένας άντρας, ντυμένος στα μαύρα. Είναι ξανθός με κοντό μαλλί και έχει επίσης μούσια, κοντά και περιποιημένα. Είναι μεγαλύτερος σε ηλικία από εμάς, αλλά όχι κατά πολύ. Τα μάτια του είναι πολύ σκούρα καστανά και σε προϊδεάζουν πως αυτός ο τύπος μόνο μπελάδες μπορεί να σου φέρει.
«Ώστε πήγες να χαλάσεις τα σχέδια της Μαρί, ηλίθια μάγισσα;» λέει ο ξανθός άντρας καθώς πλησιάζει απειλητικά την τραυματισμένη φίλη μου. Σκύβει και την πιάνει από τα μαλλιά για να σηκώσει το κεφάλι της από το έδαφος.
«Αααχ!» βγάζει μια σύντομη κραυγή η Ρέη και μπορώ να δω τον πόνο στο πρόσωπό της. Ένα μικρό κόκκινο ρυάκι αίματος τρέχει από τα χείλη της και δυο μαργαριταρένια δάκρυα είναι έτοιμα να πέσουν στα μάγουλά της. Τα μάτια μου ξαφνικά θολώνουν και νιώθω τα μάγουλά μου υγρά και καυτά. Μου παίρνει ένα δευτερόλεπτο να καταλάβω πως έχω βάλει τα κλάμματα κι εγώ.
«Δεν έπρεπε να μπεις στα πόδια μου... Τώρα, θα πρέπει να πεθάνεις» δηλώνει στη Ρέη ο ξανθός, σαν να της λέει το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Αφού τη φτύνει στα μούτρα, πετάει με δύναμη το κεφάλι της στο πάτωμα. «Αποτελείωσε την» διατάζει τον Ταϊσίν, «και ξεφορτώσου το πτώμα. Εγώ θα πάω στη Μαρί, το βασικό στοιχείο της τελετής της. Εσείς οι τρεις άχρηστοι, πάρτε τη μάγισσα και πάμε» λέει στους ξυλοφορτωμένους Σάντοουνους.
«Μάλιστα, Ντέμιεν» του απαντάει ένας από τους δαίμονες. Έπειτα και οι τρεις τους σηκώνονται και υποκλίνονται στην δύναμή του.
«Πολύ καλή δουλειά Ταϊσίν. Πάρα πολύ καλή δουλειά» συγχαίρει τον υπόδουλό του ο άρχοντας των Μαύρων Κυνηγών και η φωνή του σβήνει στο βάθος του διαδρόμου καθώς βγαίνει από τη σπηλιά.
Όταν βλέπω τον Ταϊσίν να πλησιάζει την μισοπεθαμένη Ρέη, νιώθω να τρελαίνομαι.
«Μη τολμήσεις να την πειράξεις! Μ’ ΑΚΟΥΣ; Θα σε σκοτώσω κάθαρμα αν την αγγίξεις»  φωνάζω με όλη μου τη δύναμη και χτυπιέμαι σαν τη μανιακή πάνω στα κάγκελα της φυλακής μου.
Φυσικά ο Ταϊσίν δε φαίνεται ούτε κατά διάννοια να ανησυχεί για τις απειλές μου. Με απόλυτη ψυχραιμία και βήματα αργά και σταθερά, πλησιάζει τη Ρέη, σκύβει από πάνω της και βγάζει ένα στιλέτο από τη ζώνη του. Χωρίς να το σκεφτεί δευτερόλεπτο, σηκώνει το μαχαίρι στον αέρα και με δύναμη το μπήγει πάνω στην πλάτη της, στη μεριά της καρδιάς.
«ΌΧΙΙΙΙΙΙ» στριγγλίζουμε σχεδόν ταυτόχρονα εγώ και η Γιολάντα ενώ παρακολουθούμε ανύμπορες τη Ρέη να ξεψυχά πάνω στο βρωμερό πάτωμα. Μετά από αυτό, νιώθω απλά το σώμα μου να παγώνει. Τα δάκρυα σταματούν να τρέχουν πια στα μάγουλά μου, σαν να στέρεψε ξαφνικά η πηγή τους και η φωνή μου δεν ακούγεται πια στο χώρο. Όλες αυτές οι βρισιές και οι απειλές που θέλω να εκφράσω με λόγια, φαίνεται σα να κόλλησαν στον πάτο του λαιμού μου και νιώθω να με πνίγουν, ενώ η καρδιά μου χτυπά σαν τρελή από την οργή.


«Άντε, πάρτε την» προστάζει τους Σάντοουνους ο Ταϊσίν και οι σιχαμεροί δαίμονες πιάνουν την Γιολάντα απότομα από το λαιμό, έτσι όπως στέκεται κοντά στα κάγκελά της και θρηνεί. Της φορούν γρήγορα το κολάρο αντιμαγείας. Έπειτα ανοίγουν το κελί της και αφού της ρίχνουν δυο μπουνιές στο στομάχι για να μην τους καθυστερήσει άλλο με το να αντισταθεί, της σέρνουν έξω από αυτό. Ένας από τους δαίμονες που έχουν ακόμα την όρασή τους, εξοντώνουν τον τυφλό ‘αδερφό’ τους καρφώνοντας το μαχαίρι από την πλάτη της Ρέη στο μέτωπό του και έπειτα χάνονται με τη Γιολάντα, μέσα στο σκοτεινό διάδρομο.

Foni Nats