Μοιραία Συνάντηση ( Κεφάλαιο 19)


Κανείς δεν ξέρει πραγματικά τον διπλανό του Στην πραγματικότητα δεν θα τον μάθει ποτέ.

«Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό. Όχι, όχι, όχι!» φώναξα σφίγγοντας τα χέρια γύρω από το σώμα μου.
Ο Θάνος με κρατούσε όσο πιο σφιχτά μπορούσε, σε μια προσπάθεια να ηρεμήσει τον πόνο μέσα μου. «Πρέπει να είσαι δυνατή αγάπη μου...»
«Δυνατή; Κοίτα τι έκανες...» έδειξα με το δάχτυλό μου το μέρος γύρω μας, την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν.
«Μωρό μου, εσύ το προκάλεσες. Με τη συμπεριφορά σου.» είπε σιγανά φιλώντας τον λαιμό μου.
Τα πάντα έμοιαζαν μαύρα γύρω μου, θαμπά, σαν να είχε χαθεί και το τελευταίο κομμάτι ελπίδας από την ψυχή μου... Δεμένη στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, δεν μπορούσα να σταματήσω τα δάκρυα που κυλούσαν από τα μάτια μου ούτε τους λυγμούς που ταρακουνούσαν το ήδη εύθραυστο από την εγκυμοσύνη σώμα μου.
Κοιτάζοντάς τον μέσα από τις βρεγμένες βλεφαρίδες, παρατήρησα το κουρασμένο πρόσωπό του. Οι πρώτες ρυτίδες είχαν εμφανιστεί στο μέτωπο και γύρω από το στόμα του, σημάδια των ενοχών του.

Προηγούμενη εβδομάδα...

Με τον Τούπακ στο νοσοκομείο είχα πάψει να ανησυχώ πλέον για τη μάνα μου, καθώς γνώριζα πως θα την προστάτευε με όποιον τρόπο μπορούσε. Μένοντας μαζί της κάθε μέρα από το πρωί ως το βράδυ, ώσπου να ηρεμήσει η κατάσταση, αισθανόμουν πραγματικά ευλογημένη που είχα έναν τόσο καλό φίλο. Αδερφικό φίλο, θα μπορούσα να πω.
Δεν περνούσε ώρα που να μη με ενημέρωνε για την κατάσταση της υγείας της και για όποιον μπαινόβγαινε στο δωμάτιο, από τις νοσηλεύτριες ως τον εκάστοτε γιατρό. Αν είχε ένα καλό, αυτό ήταν η μνήμη του, εφόσον ήταν σε θέση να θυμάται ανθρώπους, καταστάσεις, ονόματα ακόμα και είκοσι χρόνια αργότερα με την κάθε λεπτομέρεια.
Δίνοντας τις τελικές εξετάσεις μου μέσω ίντερνετ και έχοντας ενημερώσει το σχολείο πως λόγω προχωρημένης εγκυμοσύνης δεν θα ήμουν σε θέση να παραστώ εκεί, επιτέλους είχα κλείσει το κομμάτι αυτό του εαυτού μου. Ήταν ώρα να ασχοληθώ σοβαρά με τα προβλήματά μου και να τα λύσω, προτού βρεθώ με ένα μαχαίρι στον λαιμό.
Κάπου εκεί ήταν που ο Τούπακ άλλαξε συμπεριφορά από τη μια στιγμή στην άλλη. Δεν ήξερα τον λόγο αλλά σίγουρα δεν ήταν για καλό. Όσες φορές του είχα ζητήσει να με επισκεφτεί στο σπίτι αρνιόταν, με κάθε λογής δικαιολογία, λέγοντας πως στην κατάστασή μου χρειαζόμουν ηρεμία. Τις στιγμές που δεν άντεχα και αποφάσιζα να βγω εγώ έξω, υπήρχε ο Θάνος.
Τον ένιωθα όπου και αν πήγαινα, ό,τι και αν έκανα, σαν φίδι που τυλίγει αργά το θύμα του. Η συμπεριφορά του είχε αλλάξει προς το χειρότερο βγάζοντας έναν εαυτό που δεν γνώριζα ή μάλλον δεν ήθελα να πιστέψω. Καταθλιπτικός, εκνευρισμένος με τα πάντα, ζηλιάρης, δεν με άφηνε να αναπνεύσω.
Αρκετές φορές στη διάρκεια της νύχτας έστελνα μηνύματα στον Τούπακ εξηγώντας την κατάσταση αυτή -η οποία ειλικρινά είχε αρχίσει να με φοβίζει- και αυτός προσπαθούσε να με πείσει πως πρέπει να παρατήσω τον Θάνο. Πως δεν μου αξίζει και άλλα παρόμοια.
Θα ορκιζόμουν πως ο Θάνος ήξερε για τις συνομιλίες μας, όπως αποδείχτηκε κάποιες μέρες αργότερα πάνω σε έναν από τους συχνούς πλέον καυγάδες μας. Τρέχοντας στην τουαλέτα ούρλιαξα «Μην τολμήσεις να μου ξαναπείς τι θα κάνω ή ποιον θα βλέπω.»
«Είμαι ο άντρας σου και θα κάνεις ό,τι σου λέω.» φώναξε και εκείνος χτυπώντας το χέρι του στον τοίχο.
«Έχω ανάγκη να βγω, να πάω στο νοσοκομείο, να αναπνεύσω... αλλά εσύ με κρατάς εδώ. Γιατί το κάνεις αυτό;»
«Για να σε προστατεύσω.» η φωνή του βγήκε ρηχή και επίπεδη, χωρίς κανένα συναίσθημα.
Κάνοντας ένα βήμα πίσω, η πλάτη μου ακούμπησε την πόρτα. «Δεν χρειάζομαι την προστασία σου, γαμώτο! Με πνίγεις.» βόγκηξα με κομμένη ανάσα.
«Για αυτό μιλάς κάθε βράδυ με τον φίλο σου στο κινητό; Τι σου λέει; Πως δεν είμαι αρκετά καλός, πως πρέπει να φύγεις μακριά μου;» Οι φλέβες στον λαιμό του πετάγονταν, ενώ τα μάτια του ήταν έτοιμα να πεταχτούν από τις κόγχες τους.
«Ξέρεις πόσο σε αγαπάω αλλά δεν θα μείνω εδώ, όχι με αυτό τον τρόπο, επειδή το απαιτείς.» μόρφασα με μάτια που πέταγαν φλόγες.
«Είσαι τόσο ξεροκέφαλη» μουρμούρισε με κατεβασμένο κεφάλι βγάζοντας από το πουθενά ένα όπλο.
Στη θέα του και μόνο μια μικρή κραυγή βγήκε από το στόμα μου. Ο εγκέφαλός μου προσπαθούσε ανεπιτυχώς να επεξεργαστεί όσα έβλεπαν τα μάτια, χωρίς μεγάλη επιτυχία. «Τι θα κάνεις; Θα με σκοτώσεις;»
«Ποτέ δεν θα το έκανα αυτό, όχι από τη στιγμή που είσαι έγκυος στο παιδί μου» Με κλειστό στόμα έφερε το δάχτυλο στα χείλη του.
«Τι θα κάνουμε τότε;»
«Μπορείς να μείνεις εδώ και να με υπακούσεις για μία φορά.»
«Δεν σοβαρολογείς.» είπα πέφτοντας από τα σύννεφα κυριολεκτικά.
Προχωρώντας προς το μέρος μου άγγιξε την κοιλιά μου. «Έχω τόσα πολλά στο μυαλό μου και εσύ το μόνο που κάνεις είναι να με κατηγορείς. Παραδέξου πως θες να φύγεις. Παραδέξου το.»
«Ναι, θέλω να φύγω. Κουράστηκα εδώ μέσα Δεν αντέχω άλλο να φροντίζω εσένα, εμένα…» Με μια κίνηση γλίστρησα στο πάτωμα κλαίγοντας. «Δεν μπορώ άλλο. Έχω τόσες υποχρεώσεις, η θηλιά που έχω στον λαιμό μου με πνίγει.» αποκρίθηκα με δυσκολία πασχίζοντας να ανασάνω.
«Συγγνώμη μα δεν μπορώ να το ρισκάρω, όχι τώρα. Αυτό το μωρό σημαίνει τα πάντα για μένα. Εσύ σημαίνεις πολλά για μένα και το να σε βλέπω να απομακρύνεσαι με κάνει δυστυχισμένο και τρελαμένο και» δεν τελείωσε καν την φράση του, αντιθέτως βγαίνοντας έξω από το μπάνιο, έκλεισε την πόρτα πίσω του.
Έτρεξα αγχωμένη προς την πόρτα, ακούγοντας το μεταλλικό κλικ στην κλειδαριά. Το κάθαρμα με είχε κλειδώσει μέσα! Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Μένοντας εκεί μέσα με το χέρι στην κοιλιά μου, σκεφτόμουν μήπως όλα όσα έλεγε ο φίλος μου είχαν μια βάση.
Ο Θάνος δεν ήταν αυτός που πίστευα και το είχε αποδείξει κλειδώνοντάς με μέσα στο ίδιο μου το σπίτι με φθηνές δικαιολογίες και προπαντός δικαιολογίες. Ήξερα πως η ζωή του ήταν πιο σκοτεινή, το φανταζόμουν, κανείς δεν σκοτώνει ανθρώπους για πλάκα.
Ούτε εγώ η ίδια ήμουν τέλεια όμως είχα προσπαθήσει να αλλάξω. Εάν δεν συνέβαιναν όλα αυτά τον τελευταίο χρόνο, πιθανότατα θα ήμουν σαν τα υπόλοιπα κορίτσια της ηλικίας μου. Χωμένη στα βιβλία –όταν χρειαζόταν κάνοντας βόλτες, εξερευνώντας νέους τρόπους για να περάσεις καλά, να διασκεδάσεις όπως μόνο στα 18 μπορείς.
Βλέποντας τη μεγάλη κοιλιά μου ανατρίχιασα στη μνήμη από το χθεσινό μήνυμα του Τούπακ. «ΦΥΓΕ ΑΜΕΣΩΣ ΑΠΟ ΕΚΕΙ ΚΑΙ ΘΑ ΚΑΝΩ Ο,ΤΙ ΜΠΟΡΩ ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΣΩ. ΜΗ ΜΕΝΕΙΣ ΔΙΠΛΑ ΣΕ ΕΝΑΝ ΑΝΤΡΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΕΙΣ ΣΧΕΔΟΝ ΤΙΠΟΤΑ. ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ, ΕΥΑ. ΦΥΓΕ ΚΑΙ ΣΟΥ ΥΠΟΣΧΟΜΑΙ ΠΩΣ ΟΛΑ ΘΑ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ.» Ένιωθα σαν κάποιος να έμπηγε ένα μαχαίρι στην καρδιά μου τη στιγμή που αναρωτιόμουν τι πραγματικά ξέρω για τον άντρα μου.
Ήταν αυτός που έλεγε ή μήπως όλα ήταν πλασαρισμένη εικόνα για να με κάνει να μείνω μαζί του;
Τις επόμενες δύο νύχτες τον άκουγα να πηγαινοέρχεται πάνω στο σπίτι, ψάχνοντας, φωνάζοντας στο κινητό σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα, ενώ παράλληλα ανά διαστήματα στηνόταν έξω από την πόρτα του μπάνιου, χωρίς να μιλάει. Έπρεπε να παίξω με τους όρους του.
Κανένας άντρας δεν θα με έκανε ό,τι ήθελε, πόσο μάλλον σε αυτή την κατάσταση, σκέφτηκα με οργή και σηκώθηκα αμέσως.
«Θάνο, είσαι εδώ;» φώναξα με την καρδιά να χτυπά κάτω από το στήθος μου.
Όχι πολύ αργότερα, άκουσα τη φωνή του. «Ναι αγάπη μου. Είσαι καλύτερα;»
«Ξέρεις… Σκεφτόμουν όλα όσα μου είπες τις προάλλες. Φέρθηκα σαν μικρό παιδάκι, ήμουν ανόητη.» εξομολογήθηκα αργά με τις παλάμες μου πάνω στην πόρτα.
Τι θα έκανε άραγε;
«Επιτέλους το κατάλαβες.» η φωνή του ήταν σκληρή άλλα δεν με πτόησε. Ίσως λίγο μόνο.
«Θέλω να σε δω… Μου έλειψες Και σε μένα και στο μωρό μας.» Αγανακτισμένη άκουσα τον βαρύ ήχο της αναπνοής του και έπειτα βήματα.
Δεν γινόταν να το κάνει αυτό. Δεν μπορούσε να το κάνει. Έπρεπε να φύγω, τόσοι στηρίζονταν επάνω μου, έπρεπε να φύγω.
«Σε παρακαλώ, δεν γίνεται να με κρατάς εδώ μέσα.» ούρλιαξα χτυπώντας την πόρτα με τις γροθιές, τους ώμους μου, με όποιον τρόπο μπορούσα.
Κόντευα να τρελαθώ.
«Είσαι ένας ηλίθιος με ακούς; Ένας ψυχάκιας που δεν αγαπάει ούτε τον εαυτό του.» τόνισα την κάθε λέξη φτύνοντας.
Πολύ γρήγορα η πόρτα από το μπάνιο άνοιξε και μπήκε εκείνος μέσα. Διογκωμένα μάτια και γυμνωμένα χείλη με έκαναν να πισωπατήσω. Πιάνοντάς με από τους καρπούς με κόλλησε στον τοίχο.
«Τι ακριβώς είπες πριν;» τα χέρια του έτρεμαν πάνω στα δικά μου. Όχι από φόβο αλλά από βαθιά οργή.
«Κάπως έπρεπε να σε κάνω να έρθεις.» Τα μάτια του γούρλωσαν απορημένα. «Δεν καταλαβαίνεις πόσο πολύ σε χρειάζομαι;»
Η στάση του άρχισε να αλλάζει, χαλαρώνοντας τη λαβή του. «Και εγώ σε αγαπάω μωρό μου. Συγγνώμη για όλα όμως δεν μπορώ να σε αφήσω να βγεις.» αποκρίθηκε χαμηλόφωνα, φιλώντας τη βάση του λαιμού μου.
Αηδία έπνιξε τα σωθικά μου.
«Ένα βράδυ μόνο. Άσε με δίπλα σου για ένα βράδυ, να σε νιώσω πάνω μου. Να φιλήσω τα υπέροχα χείλη σου, να γευτώ την αγάπη σου για μένα.» ψιθύρισα στο αυτί του, δαγκώνοντας τα χείλη μου.
Το ένα χέρι μου έπαιζε με τα μαλλιά του «Δεν θα σε κοροϊδέψω ποτέ» φύσηξα απαλά στο αυτί του με εκείνον να αναρριγεί. «Εμείς οι δύο είμαστε πλασμένοι για να ζήσουμε μαζί.» Το άλλο μου χέρι κατέβηκε στο παντελόνι του αγγίζοντας τον ανδρισμό του.
«Αχ, μη Εύα. Δεν είναι η κατάλληλη ώρα.» μουρμούρισε με λιγοστή αντίδραση, πλαταγίζοντας τα γεμάτα χείλη του.
Φιλώντας τον με πάθος, έσκισα την μπλούζα του με εκείνον να βογκάει στο στόμα μου. Γρατζουνώντας κάθε σημείο της πλάτης του ελαφρά, ήξερα πως δεν θα αντέξει για πολύ. «Είσαι δικός μου και εγώ είμαι δική σου.» ανακοίνωσα λύνοντας τη ζώνη του.
Σηκώνοντας το κεφάλι του με κοίταξε με κόκκινα μάτια γεμάτα επιθυμία, κολλώντας το σώμα του επάνω μου. «Είσαι δική μου, σωστά;» γρύλισε σκίζοντας τα ρούχα μου και γρήγορα ήμασταν μόνο με τα εσώρουχα.
Οι γλώσσες μας μπλέχτηκαν σε ένα καινούριο παιχνίδι. Πλέον δεν ήταν αγάπη μα ζήτημα εξουσίας, υποταγής, ανάδειξης του καλύτερου. Πιάνοντας με από τη μέση με ανέβασε στο πλυντήριο, αποδεσμεύοντας τον εαυτό του από τα περιττά ρούχα.
Για ένα λεπτό παγώσαμε… Κανείς δεν ήθελε να πάρει αυτόν τον δρόμο μα για κάποιον λόγο δεν γινόταν αλλιώς. Τα μάτια του καρφώθηκαν στο πρόσωπό μου και έπειτα στη κοιλιά μου νευρικά και έτοιμα για δράση. Τα δικά μου στις ουλές και τους μώλωπες που υπήρχαν ξαφνικά στα πλευρά του.
«Εάν κάνεις οτιδήποτε» κλείνοντας το κενό μεταξύ μας άγγιξε το μάγουλό μου «Σου υπόσχομαι πως θα το μετανιώσεις.»
Το σώμα μου σφίχτηκε ενώ τα τρεμάμενα δάχτυλά μου άφησαν το σουτιέν να πέσει κάτω. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, σκέφτηκα πως αυτή ήταν η δουλειά μου. Είχα ξανακοιμηθεί με άντρες σε τέτοιες περιπτώσεις, θυσιάζοντας τον εαυτό μου για να σώσω τους άλλους και τον εαυτό μου.
Ήταν πιο εύκολο να νικήσεις έναν άντρα τη στιγμή που στο μυαλό του κυριαρχούσε το σεξ, καθώς μονάχα τότε ήταν ευάλωτος. Το σεξ ήταν η μόνη στιγμή όπου όλοι τους έμοιαζαν ελεύθεροι, υποκλινόμενοι σε εμένα, στα χάδια μου, στο στόμα μου, στο μαχαίρι που πάντα έκρυβα εκεί γύρω μου.
Παραμερίζοντας το εσώρουχό μου προσκάλεσε τον εαυτό του μέσα μου με γρήγορες κινήσεις. Τραβώντας τα μαλλιά μου ώστε ο λαιμός μου να είναι εκτεθειμένος, με δάγκωσε δυνατά, με το σώμα μου να κλείνει γύρω του.
«Μου είχε λείψει τόσο η αίσθηση αυτή να βρίσκομαι μέσα σου.» μουρμούρισε ελαφρά φιλώντας κάθε εκατοστό του κορμιού μου.
ΜΑΚΑΡΙ ΝΑ ΕΙΧΑ ΕΝΑ ΟΠΛΟ.
«Πες μου πόσο με αγαπάς, πες μου ότι με χρειάζεσαι.» φώναξε σφίγγοντας το χέρι του γύρω από τον λαιμό μου.
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΥΓΩ. ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΥΓΩ.
«Πότε θα καταλάβεις πως είσαι μόνο δική μου;» συνέχισε με βαθιά φωνή, σπρώχνοντας όσο μπορούσε τον εαυτό του μέσα μου.
ΑΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΝΑ ΠΙΑΣΩ ΤΗ ΖΩΝΗ ΤΟΥ .
Τα μάτια του κόντευαν να γυρίσουν πίσω από την έκσταση στην οποία βρισκόταν. Τραβώντας τα μαλλιά του, έγλειψα το μάγουλο του και έπειτα τον λαιμό του λέγοντας «Τιμώρησε με. Ήμουν τόσο κακή μαζί σου αυτές τις μέρες.» τα λόγια μου τον ξεσήκωσαν ακόμα πιο πολύ κάνοντας αυτό που περίμενα.
Βγαίνοντας από μέσα μου, έσκυψε για να πιάσει τη ζώνη του. Γλείφοντας τα χείλη μου, άνοιξα ελάχιστα τα πόδια μου, απλώνοντας τα χέρια μου.
«Περίμενα πώς και πώς να μου το ζητήσεις μωρό μου.» ανακοίνωσε βαθιά χαρούμενος, δένοντας τα χέρια μου πίσω από το κεφάλι μου.
«Οι άντρες και τα φετίχ τους.» σκέφτηκα με εκείνον να βογκά μέσα μου. Αυτή τη φορά δεν θα έπαιρνε πολλή ώρα ο οργασμός του, το ένιωθα. «Ναι μωρό μου, συνέχισε έτσι.» τον ενθάρρυνα, προσπαθώντας ταυτόχρονα να λύσω τα χέρια μου.
Η ρηχή του αναπνοή με προειδοποίησε για το τέλος. Σπρώχνοντας με όλη του την δύναμη δύο ακόμα φορές, έπεσε πάνω μου εξαντλημένος. Λύνοντας τα χέρια μου, έκλεισα τα πόδια μου γύρω από το κορμί του σαν φίδι, περνώντας την ζώνη στον λαιμό του.
«Τι, τι κάνεις;» ούρλιαξε προσπαθώντας να κουνήσει τα χέρια του μα τον είχα ακινητοποιήσει για τα καλά. Έσφιξα ακόμα πιο πολύ τη δερμάτινη ζώνη γύρω από τον λαιμό του βλέποντας τις δυνάμεις του να αραιώνουν.
«Εύα» ψιθύρισε χάνοντας τις αισθήσεις του εντέλει. Με κενά μάτια άφησα το σώμα του να πέσει κάτω στο κρύο δάπεδο του μπάνιου, αναπνέοντας με αδυναμία.
Δεν είχα χρόνο για άλλα ψέματα. Όλα έφταναν στο τέλος τους.
Σηκώνοντας τα ρούχα του από το πάτωμα πήρα το όπλο του και έπειτα είδα δύο σκούρους καφετί φακέλους. Στον καθένα ξεχωριστά αναγραφόταν το όνομά μας με ημερομηνία παράδοσης πριν από δύο ημέρες.

Ανοίγοντάς τους, είδα αμέτρητες φωτογραφίες Το στόμα μου άνοιξε από πανικό και οργή, μα δεν ήταν αυτό που με τρόμαξε. Τα μάτια μου έπεσαν σε εκείνον που κείτονταν μπρούμυτα στο σκληρό δάπεδο.

Εύα Αναγνώστου