Το πιάνο στη σοφίτα (Κεφάλαιο 2)

Η πρώτη, κάπως άγαρμπη προσπάθεια προσέγγισης της νεαρής Χρυσούλας είχε πέσει στο κενό. Ο Peter δενείχε μεγάλη εμπειρία με τα κορίτσια και τις γυναίκες γενικότερα. Δύο τρία φλερτ κι ένας δεσμός πέντε μηνών με μια καμπαρετζού δεν τον έκαναν και Δον Ζουάν. H Xρυσούλα δεν είχε καμία σχέση με οτιδήποτε είχε γνωρίσει ως τότε σε θηλυκό.
Η περηφάνια της, το αγέρωχο βλέμμα της, το καυστικό της χιούμορ, μα κυρίως εκείνος ο καταρράκτης εβένινων μαλλιών την έκαναν μοναδική στα μάτια του. Αν και νέος, αυτή η Ελληνίδα τον έκανε για κάποιον ανεξήγητο λόγο να θέλει να δεσμευτεί για μια ζωή μαζί της, να δημιουργήσει οικογένεια. Ο πόλεμος βέβαια, αυτή η άτιμη μάστιγα, δεν ευνοούσε τέτοιες καταστάσεις, ιδιαίτερα αν ήσουν από την πλευρά του μισητού κατακτητή. Θα το πάλευε όμως με νύχια και με δόντια! Το μελαχρινό κορίτσι θα γινόταν κυρία Meier!
Ένα τυχαίο περιστατικό έδωσε στον Γερμανό Ναζί την ευκαιρία που τόσον καιρό αναζητούσε. Την ευκαιρία να αγγίξει την ψυχή και την καρδιά της Χρυσούλας Πολίτη. Ένα μεσημέρι, καθώς αυτός κι άλλοι δύο της σειράς του προσπαθούσαν να βάλουν τάξη στην κεντρική πλατεία του χωριού χρησιμοποιώντας όπως ήταν φυσικό τα όπλα τους, η γιαγιά της Χρυσούλας, η κυρά-Καίτη, άνοιξε το σκούρο παντζούρι του φτωχικού της.
«Τι συμβαίνει, βρε μαντραχαλάδες Έλληνες και Γερμανοί; Έχω την εγγονή μου την Χρυσούλα να ψήνεται στον πυρετό κι εσείς γκαρίζετε σαν τα γαιδούρια; Ούτε γιατρό δεν έχουμε! Τον εκτελέσατε προχθές, γουρούνια Γερμανοί!»
Ο Peter είχε καταλάβει μέχρι και την τελευταία συλλαβή της τολμηρής γριάς. Ήταν γλωσσομαθής και έπαιζε σχεδόν όλες τις γλώσσες στα δάχτυλα. Όταν οι συνάδελφοί του την απείλησαν με άμεση εκτέλεση, ο Peter τους διαβεβαίωσε ότι η γιαγιά έπασχε από άνοια και δεν καταλάβαινε τι έλεγε.
Αφού βρήκε τρόπο να ξεφορτωθεί την κομπανία του, ανέβηκε δυο δυο τα σκαλιά του μικρού σπιτιού. Ο χώρος μύριζε σαν φρεσκοκομμένα ρόδα. Η γιαγιά Καίτη λάτρευε τα τριαντάφυλλα και φρόντιζε να τα αποξηραίνει ανά διαστήματα, ώστε να μην χάνει ποτέ την ευωδία τους.
«Τι θέλεις εσύ εδώ;»
Η γυναίκα έδειχνε έτοιμη για όλα. Ή θα τον σκότωνε ή θα την σκότωνε. Τα ταλαιπωρημένα από τις κακουχίες χέρια της αναζήτησαν ενστικτωδώς το χασαπομάχαιρο με το οποίο στις καλές εποχές «εκτελούσε» κόκορα και γουρούνι με την ίδια άνεση. Ο έξυπνος Ναζί αντιλήφθηκε αμέσως τις προθέσεις της.
«Μην ταράζεσαι, δεν ήρθα ως εχθρός. Θέλω να σε βοηθήσω όσο μπορώ και πιστεύω θα τα καταφέρω.»
Η γιαγιά μαλάκωσε και τον εμπιστεύτηκε, αν και κάπως απρόθυμα. Σε λιγότερο από μια ώρα κατέφθασε χάρη στον Peter ένας από τους πιο αξιόλογους γιατρούς των Ναζί. Ο Ελβετός Stefan Hengst. O Hengst ήταν εχέμυθος κι ακολουθούσε κατά γράμμα οποιαδήποτε διαταγή του καρδιακού του φίλου, Meier. Η υπόθεση έπρεπε να μην γίνει γνωστή. Αν το μάθαινε κάποιος από τους πιο
σκληροπυρηνικούς, τόσο ο Ελβετός όσο και ο Γερμανός θα εκτελούνταν επί τόπου.
Η Χρυσούλα αισθανόταν μέρα με την μέρα ολοένα και καλύτερα. Ο πυρετός υποχωρούσε σταδιακά και το ωχρό πρόσωπο των προηγούμενων ημερών έδινε τη θέση του σε ένα σαφώς πιο ροδαλό. Μπορεί η αγωγή που όφειλε να ακολουθήσει να μην ήταν κι ό,τι καλύτερο της είχε τύχει, μα ευγνωμονούσε τον άνθρωπο που την
είχε γλιτώσει από τα δόντια του Χάροντα, όπως έλεγε χαρακτηριστικά η γιαγιά. Όταν μάλιστα πληροφορήθηκε το όνομα του άνδρα που μεσολάβησε ώστε να την δει γιατρός, έμεινε κυριολεκτικά άναυδη.
«Μπράβο ο Γερμαναράς!» μονολογούσε κάθε τόσο.
Η αλήθεια ήταν ότι αισθανόταν ιδιαίτερα κολακευμένη, διότι είχε καταλάβει
πως ο Meier μάλλον την είχε ερωτευθεί. Όχι ότι γνώριζε τι ακριβώς σημαίνει έρωτας, αφού ήταν μόνο δεκαπέντε χρονών, μα κάτι είχε ακούσει από τις μεγαλύτερες αδελφές της, Μάρω και Γιαννούλα.
Η τελευταία είχε πρόσφατα χηρέψει. Ο σύζυγός της, ο Αλέκος, ήταν ένα από τα μυριάδες θύματα των μαζικών εκτελέσεων. Αμέσως μετά τον θάνατό του ,η Γιαννούλα πήγε να κρεμαστεί από την μουριά της αυλής τους. Το κακό απέτρεψε η ίδια η Χρυσούλα, η οποία δεν μπορούσε να ερμηνεύσει αυτή την απερισκεψία της αδελφής της. Η Γιαννούλα αφού συνήλθε κάπως της είπε:
«Μικρή μου, όταν είσαι πραγματικά ερωτευμένη, ακολουθείς τον άλλον ως τον θάνατο. Τ' ακούς; Ως τον θάνατο!»
«Σιγά μην πεθάνω εγώ για άνδρα!» χαχάνισε η Χρυσούλα.
Κι όμως... Η μοίρα είχε ήδη αποφασίσει πως θα το έκανε...


Χριστίνα Καρρά