Αννάμεσα (Κεφάλαιο 2)

Η ζωή της Άννας, την οποία πλέον οι γείτονες απλώς την ανέφεραν ως «η λοξή» δεν ήταν πάντα τόσο δύσκολη. Στα νιάτα της υπήρξε μεγάλη και τρανή. Ήταν δεν ήταν δεκαεννιά, όταν σε μία μοναχική βόλτα στα στενά του Πειραιά την είδε η Φώφη.
Η Φώφη ήταν, και μέχρι σήμερα καμία δεν την έχει ξεπεράσει, η μεγαλύτερη «κυρία» του Πειραιά by night. Η Φώφη έπαιζε στα δάχτυλα του ενός της χεριού όλους τους βαθμοφόρους της Αττικής. Η φήμη των «μαγαζιών» της εκτεινόταν και πέρα από τα γεωγραφικά όρια της Πειραϊκής.
Ποιος δεν είχε περάσει, ποιος δεν είχε αφήσει τα σώψυχά του μαζί με όλες τις καταθέσεις του στα «μαγαζιά» της. Το Volcano, το Dolly’s, το Κόκκινο Νούφαρο, ήταν μόνο μερικά από τα δεκάδες μαγαζιά που η «κυρία» Φώφη ανοιγόκλεινε με την ίδια ευκολία που άλλαζε τις κοπέλες που «εξυπηρετούσαν» την εκλεκτή της πελατεία.
Η «κυρία» Φώφη είχε ένα μοναδικό ταλέντο. Έβλεπε τις ανάγκες της κάθε κοπέλας. Σαν ακτινογραφία, μόλις αντίκρυζε μία από δαύτες, εμφανιζόταν μπροστά στα μάτια της η επιθυμία της καθεμίας.
Σαν ιατρικό ιστορικό έλεγχε τα πάντα. Έβγαζε στη φόρα όλες τις αμαρτίες, όλα τα θέλω, όσο απαγορευμένα ή άπιαστα κι αν ήταν. Και έτσι μέσα σε μία σκόνη ματαιοδοξίας, φιλαργυρίας και αμαρτίας τις τύλιγε και τις κουβάλαγε, πιστές ακόλουθους, ώσπου τις ξέρναγε η νομοτελειακή ροή αυτού του μάταιου κόσμου.
Έτσι είδε και την Άννα. Είδε την αφέλειά της σε εκείνα τα «άδεια» μάτια, είδε την αυστηρή ανατροφή του γέρου πατέρα της, που έφερε τελικά τα αντίθετα αποτελέσματα. Είδε την ανάγκη για επιβεβαίωση, αυτή την σαρκοφάγα επιθυμία να γίνει το όνομα της προσευχή στα χείλη των ανθρώπων. Δεν την ενδιέφερε την Άννα να κάνει οικογένεια, να μάθει μια τέχνη σαν την αδερφή της ή να καλοπαντρευτεί όπως η πρώτη της ξαδέρφη.
Ουδόλως.
Η Άννα κοιμόταν και ξυπνούσε με μια λάμψη στα όνειρα της. Στραφταλιζέ φορέματα, μεγάλες ντισκομπάλες και φώτα νέον έντυναν τους ύπνους της. Χαμογέλαγε στα όνειρά της καθώς έβλεπε τον εαυτό της να κολυμπά μέσα σε ακριβά μπέρμπον ντυμένα με πεντοχίλιαρα.
Αυτά είδε η κυρά Φώφη και με μία δρασκελιά πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο και την έπιασε από το μπράτσο. Στην ουσία όμως την είχε πιάσει απ’ τη ζωή της.
«Εσύ είσαι του Γιώργη το κορίτσι;»
Σαστισμένη και πάντα χαμογελαστή η Άννα κοιτούσε εκστασιασμένη τα ρούχα της κυρίας που μόλις της είχε μιλήσει. Τα μάτια της ταξίδευαν πάντα στον γκρι ταφτά που σούρωνε στο μπούστο ώστε να φαίνεται η χαραμάδα του πόθου. Το βλέμμα της κατέβαινε αργά, σταμάτησε στη μέση της κυρίας, που την έδενε περίτεχνα μία ζώνη με κεντημένες πούλιες και λίγο πιο κάτω στα δεξιά ένα σκίσιμο ξεκινούσε, καταλήγοντας στον αστράγαλο έτσι ώστε σε κάθε της αέρινο βηματισμό να αποκαλύπτεται η αφράτη της σάρκα.
Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε ένα γαλλικό στραβό σινιόν δεμένο με χρυσή κλωστή και στο λαιμό φορούσε ένα περιδέραιο με πράσινες και γκρι χάντρες.
Τα χείλη βαμμένα κόκκινα, αν και λίγο ξεβαμμένα, λεπτομέρεια που δε στάθηκε αρκετή για να συνεφέρει τη μικρή Άννα, που είχε ήδη αποφασίσει πως η γυναίκα που της μιλούσε ήταν το ίνδαλμά της.
Φυσικά δεν ήταν του «Γιώργη το κορίτσι» και το ήξεραν καλά και οι δύο. Ήταν μια πρόφαση, ένας απλός λαϊκός τρόπος να πλησιάσει η μία την άλλη.
«Όχι, είμαι του Κωνσταντή, αλλά χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω. Ποια κυρία είστε;»
«Κοπελάρα μου, είμαι η Φώφη, γνωστή και μη εξαιρετέα. Ευεργετώ κορίτσια όμορφα, απλά, με όνειρα και προοπτικές και η πληρωμή μου είναι η ευτυχία τους».
Τόσα ψέματα σε μία πρόταση τότε μόνο οι μεγάλοι λαοπλάνοι χρησιμοποιούσαν. Θα μου πεις... η Φώφη δεν ήταν πλανεύτρα; Ήταν. Και μέσα στη φιλαργυρία της και την στεγνή εκμετάλλευση των κοριτσιών έβλεπες που και που από μια γρίλια της ψυχής της να φωτίζει η καλοσύνη.
Μια καλοσύνη σύντομης διάρκειας, με αχνό φως και ξεβαμμένες άκρες.
Μετά την πολύ σύντομη, συνοπτική και τόσο παραπλανητική της εισαγωγή η κυρά Φώφη πήρε τη μικρή Άννα αγκαζέ, κράτησε τα μικρά της απεριποίητα δάχτυλα μέσα στα δικά της κατακόκκινα, στολισμένα με χρυσά δαχτυλίδια και πήγανε στον «Μικρό Παπαγάλο» να την κεράσει μία πάστα.
Η Άννα δε χρειάστηκε πολύ κόπο, για να πειστεί ότι η κυρία μπροστά της ήτανε αυτό το λαμπρό της μέλλον που από μικρή έντυνε τα όνειρα της και σαν κουβέρτα βαριά, ποτισμένη με ναφθαλίνη σκέπαζε τις νύχτες της.
Θα ξεκινούσε μαθητευόμενη «σερβιτόρα» στο μαγαζί της κυρά Φώφης και εάν ήταν «ικανή» σύντομα θα έπαιρνε προαγωγή.
Το απόγευμα η Άννα άνοιξε την πόρτα του μικρού σπιτιού της και σαν να της φάνηκε παλιά, βαριά και σκουριασμένη. Χαμογέλασε στη σκέψη ότι με λίγη καλή τύχη -που ήταν σίγουρη ότι είχε- πολύ σύντομα η πόρτα που θα άνοιγε, για να την υποδεχτεί στο σπιτικό της, θα ήταν από λευκή λάκα με ένα μεγάλο οριζόντιο χρυσό πόμολο.
Το σπίτι της δεν είχε πια αυτό το παλιό ντιβάνι με την κουρελού για ριχτάρι επάνω, ούτε αυτό το τραγικά παλαιικό εικονοστάσι στη γωνία του χολ πάνω από την πόρτα της τουαλέτας.
Όχι. Το σπίτι της μπαίνοντας θα θάμπωνε το βλέμμα της από τα άσπρα πλακάκια, γυαλιστερά και με ιβουάρ νερά μέσα τους. Το καθιστικό θα ήταν αυτό που είδε προχθές στου Τσουράπη το επιπλοποιείο. Ένας τριθέσιος, ένας διθέσιος και μία πολυθρόνα, όλα μασίφ καρυδιά σκαλισμένη, ντυμένα με ένα κρεπ σατέν ύφασμα με μπεζ και βεραμάν πιτσιλιές.
Θα είχε ένα μπαρ. Όλα τα καλά σπίτια εκείνης της εποχής είχαν από ένα.
Ένα μπαρ δίπατο, συρόμενο, επιχρυσωμένο με φυσητό γυαλί και πάνω του θα ξεκουράζονταν τα κρυστάλλινα ποτήρια που στην άκρη του στόμιού τους θα είχαν χρυσή σκόνη ή ασημί... δεν είχε αποφασίσει ακόμη.
Η κρεβατοκάμαρα... αχ η κρεβατοκάμαρα! Θα ήταν κρεβατόστρωμα. Να μην τρίζει. Σιχάθηκε το τρίξιμο δεκαεννιά χρόνια τώρα. Ούτε πλευρό δεν μπορούσε να αλλάξει και χρούτσου χρούτσου τα ξύλα της έπαιρναν τον ύπνο. Κρεβατόστρωμα. Με ψηλό κεφαλάρι, ντυμένο με ένα βαθύ πράσινο-σμαραγδί και στολισμένο με μικρές περλίτσες στις ραφές του.
Δε θα είχε ντουλάπα. Θα είχε δωμάτιο-ντουλάπα. Δεξιά τα ρούχα, αριστερά τα παπούτσια και στη μέση στο βάθος ράφια, για να τακτοποιεί τις πανάκριβες τσάντες της και τα αξεσουάρ της.
Υπέροχο το σπίτι της, μεγάλο, αρχοντικό, όχι σαν κι αυτό το μίζερο που τη ζούσε τόσα χρόνια.
Τη φαντασίωση διέκοψε απότομα η μάνα της.
«Πού στο διάολο γυρνάς, βρε βουρλισμένο; Τρελάθηκε ο πατέρας σου! Να δεις τι έχει να σου σούρει άπαξ και γυρίσει από τον καφενέ!»

Η κυρά Καίτη ξεπρόβαλλε η μισή από το πορτάκι της κουζίνας, με μια κουτάλα στο ένα χέρι και κουνώντας αποδοκιμαστικά το κεφάλι της έβαζε «πόστα» στην κόρη της.


Μαρία Π. Ψαθά.