Το πιάνο στη σοφίτα (Κεφάλαιο 3)

Το κορίτσι μετρούσε και ξαναμετρούσε τα καρύδια.
«Πέντε, έξι, επτά... Εντάξει δεν είναι ούτε λίγα ούτε πολλά. Εξάλλου δεν του τα πάω, για να φτιάξει καρυδόπιτα ο χλεμπονιάρης!»
Ένα πρασινωπό μαντήλι της γιαγιάς θα γινόταν ένα υπέροχο αυτοσχέδιο πουγκί, το οποίο θα φιλοξενούσε τα καρύδια που είχε κρύψει η μικρή για τα
Χριστούγεννα. Θα τα έδινε στη μητέρα της, η οποία θα ετοίμαζε ύστερα από πάρα πολύ καιρό μια μικρή, νόστιμη καρυδόπιτα. Οι Γερμανοί είχαν ρημάξει τα πάντα, από καρυδιές μέχρι πορτοκαλιές! Ευτυχώς που η Χρυσούλα είχε προλάβει να αρπάξει κρυφά μερικούς καρπούς από το κοφίνι ενός αντιπαθέστατου ψαρομάλλη Ναζί.
Η νεαρή Ελληνίδα γνώριζε που βρισκόταν το γραφείο του Peter Meier, όπως άλλωστε όλοι. Σκόπευε να τον επισκεφτεί ,για να τον ευχαριστήσει με τον δικό της τρόπο για το καλό που της είχε κάνει. Δεν το είχε πει σε κανέναν, αφού ήξερε πολύ καλά ότι θα της το απαγόρευαν ρητά. Σε περίπτωση μάλιστα που έφτανε στα αυτιά της μάνας της, της κυρά-Λένας, ήταν σίγουρη πως θα την κλείδωνε μια για πάντα μες στην κάμαρή της. Τόσο αυστηρή ήταν!
Λέγοντας ένα ψέμα που γινόταν εύκολα πιστευτό κίνησε για το γραφείο του Γερμανού. Ο δρόμος ήταν σχετικά ανηφορικός και κακοτράχαλος. Η Χρυσούλα όμως δεν κουραζόταν από κάτι τέτοια. Ο πόλεμος είχε στην ουσία επιβάλλει σε όλους την αντοχή σε κάθε είδους δυσκολία και κακουχία. Υπήρχαν βέβαια και αυτοί που κατέθεταν από πολύ νωρίς τα όπλα κι αφήνονταν στην μοίρα τους παθητικά.
Ήταν αρχές Μαρτίου μα το κρύο ήταν κάτι παραπάνω από τσουχτερό σ' αυτό το ορεινό χωριό. Τα φθαρμένα ρούχα της Χρυσούλας ναι μεν ήταν βαριά, οι διάσπαρτες όμως τρύπες, αποτέλεσμα της καθημερινής τους χρήσης, άφηναν τον ψυχρό αέρα να «χαϊδεύει» ανενόχλητα το λιπόσαρκο κορμί της νεαρής. Όλα έμοιαζαν έρημα, θλιμμένα.. Ναι, η Χρυσούλα πίστευε πως ακόμη και τα δέντρα, τα ρόδα, οι θάμνοι και οι αγροί μπορούσαν να εκφράσουν τη θλίψη τους. Κι όλα αυτά τα χρόνια, τα χρόνια που κάποιος παρανοϊκός μυστακοφόρος είχε αποφασίσει να αιματοκυλήσει τον κόσμο, όλη η πλάση ήταν θλιμμένη, όλη η πλάση πενθούσε.
Φθάνοντας μπροστά στο γραφείο του Meier, το οποίο υπήρξε κάποτε το αρχοντικό ενός πολύ πλούσιου γαιοκτήμονα της περιοχής, το κορίτσι δίστασε. Δεκάδες αρνητικές σκέψεις πέρασαν από το μυαλό της. Κι αν τελικά ο Peter Meier δεν ήταν αυτό που έδειχνε; Αν δεν ήταν στην πραγματικότητα ένας άνδρας ερωτευμένος μαζί της, ο οποίος με τον τρόπο του της έσωσε την ζωή, αφού η κατάστασή της ήταν όντως κρίσιμη; Κι αν ήταν απλώς ένας από τους τόσους άτιμους Ναζί με μόνο στόχο να παίξει μαζί της; Και τέλος, αν με αυτή την αυθόρμητη τρέλα της έθετε σε κίνδυνο όλη την φαμελιά της;
Ήταν ένα βήμα πριν την οπισθοχώρηση, όταν μια γνώριμη κάπως βαριά φωνή έσκισε τον αέρα.
«Ε, εσύ, Καρυάτιδα, το έβαλες σκοπό να αρρωστήσεις πάλι; Έλα μέσα, τι στέκεσαι μες στο κρύο;»
Η Χρυσούλα στην αρχή τα έχασε μα γρήγορα ανέκτησε την ψυχραιμία της.
«Δεν κρυώνω καθόλου, αντέχω εγώ! Σου έφερα... σου έφερα…»
Κόμπιασε.
«Σαν τι μπορεί να μου φέρνεις;» τη ρώτησε γελώντας σκανταλιάρικα σαν μικρό αγόρι.
Η Χρυσούλα τον πλησίασε, άνοιξε το πρόχειρο πουγκί της και του έδειξε τα καρύδια. Ο Γερμανός τα πήρε στις χούφτες του και την κοίταξε μες στα μάτια. Το κορίτσι αντίκριζε τα πιο βαθυγάλανα μάτια που είχε δει ποτέ στην ζωή του. Μόνο
κάποιος μακρινός ξάδελφος της είχε ανοιχτά μάτια, αλλά και πάλι... τούτα εδώ ήταν το κάτι άλλο!
«Σε ευχαριστώ πολύ, αλλά δεν έπρεπε. Φεύγοντας θα σου δώσω κι εγώ κάτι για σένα και τους δικούς σου. Μα φρόντισε να τα κρύψεις καλά! Δε θέλω να σε πιάσει κάποιος από τους δικούς μου με αυτά, εντάξει; Αλλά για λέγε...γιατί μου έφερες δώρο;»
«Μα μου έσωσες την ζωή! Έφερες γιατρό και...»
«Σσσς...πάψε, Καρυάτιδα! Δεν έκανα τίποτα το σπουδαίο. Αλλά γιατί καθόμαστε ακόμη έξω; Πέρασε μέσα, μη φοβάσαι».
    Το γραφείο του Meier έλαμπε από καθαριότητα. Τα πάντα ήταν τοποθετημένα με πολλή τάξη, ενώ τα έπιπλα έμοιαζαν καινούρια και πανάκριβα. Σε μια γωνίτσα της τεράστιας βιβλιοθήκης η Ελληνίδα διέκρινε μια μικρή μαρμάρινη προτομή του Περικλή. Ο Meier ήταν λάτρης της ελληνικής αρχαιότητας.
«Χρυσούλα, πόσο ετών είσαι;» τη ρώτησε ξαφνικά, καθώς της έδινε να πιει ένα ζεστό γάλα.
«Δεκαπέντε» έκανε εκείνη. Ο Meier πάνιασε.
Πολύ μικρή, σκέφτηκε. Για μια στιγμή οι ελπίδες του εξανεμίστηκαν. Μα η αγάπη του γι' αυτή την κοπέλα υπερίσχυσε.
«Θα περιμένω» έπεισε τον εαυτό του. «Θα περιμένω και σε δύο χρόνια θα τη ζητήσω από τους δικούς της».
Ήταν αποφασισμένος.
Αποφασισμένος όμως ήταν και κάποιος άλλος. Ο Αντώνης Γιαννακόπουλος από το διπλανό χωριό. Πίσω από έναν άγριο και πυκνό θάμνο παρατηρούσε τη Χρυσούλα και τον Βρωμογερμαναρά. Αυτή η οικειότητα δεν του άρεσε καθόλου, μα καθόλου!



Χριστίνα Καρρά