Το πιάνο στη σοφίτα (Κεφάλαιο 4)

     Είχε περάσει ήδη μία ώρα και η Χρυσούλα αισθανόταν ολοένα και πιο άνετα στο γραφείο του Peter. Ο χώρος βέβαια στον οποίο είχε κυριολεκτικά στρογγυλοκαθίσει της προκαλούσε απέχθεια, όσο φροντισμένος κι αν ήταν. Συμβόλιζε τη γερμανική εξουσία κι όλα αυτά που την εκπροσωπούσαν. Από την άλλη όμως αυτός ο Ναζί που καθόταν τώρα ακριβώς απέναντί της έμοιαζε κατά έναν αλλόκοτο τρόπο παράταιρος σ' αυτό το γραφείο. Ακόμα κι η στολή με το περιβραχιόνιο έδειχνε ξένη πάνω του. Κάποια στιγμή του είπε:
    «Νομίζω πως χωρίς αυτή την απαίσια στολή θα ήσουν πολύ καλύτερος! Ειλικρινά το πιστεύω».

    Ο Peter της έκανε νόημα να πλησιάσει προς τη βιβλιοθήκη.
    «Έλα να σου δείξω πόσο χαριτωμένος είμαι δίχως αυτό το... πράμα που με ανάγκασαν να φορέσω. Είσαι αρκετά ψηλή για την ηλικία σου. Τράβα λοιπόν
αν θες αυτό το καφέ δερματόδετο βιβλίο. Να, αυτό εδώ δεξιά στην κορυφή».

Το κορίτσι τέντωσε ελαφρώς το κορμί του κι άπλωσε το δεξί του χέρι προς το βιβλίο που της είχε υποδείξει ο Peter.
    «Ω μα αυτό είναι βαρύ!» αναφώνησε.
    «Χα χα, απορώ πώς δε σου έπεσε κάτω μικρούλα μου. Λοιπόν πάμε στον καναπέ να σου δείξω το περιεχόμενο αυτού του βιβλίου».
    Η Χρυσούλα καθόταν πρώτη φορά σε τόσο φίνο έπιπλο. Η οικογένειά της δεν υπήρξε ποτέ εύπορη. Με το που απλώθηκε ο πόλεμος σαν μαύρο πέπλο απ' άκρη σ' άκρη η κατάστασή τους επιδεινώθηκε. Υπήρχαν βέβαια και πολύ χειρότερες περιπτώσεις από τη δική τους.
    «Άνοιξέ το» την προέτρεψε ο Γερμανός. Η νεαρή δεν έχασε λεπτό. Την έτρωγε η περιέργεια.
    Ανοίγοντάς το εμφανίστηκε μπροστά της μια κάπως κιτρινισμένη σελίδα. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν γραμμένο πάνω της, αφού ήταν στη γερμανική γλώσσα και μάλιστα καλλιγραφικά. Το σίγουρο πάντως ήταν ότι
έμοιαζε με αφιέρωση.
    «Βλέπω πως δεν ξέρεις γερμανικά. Ας σου μεταφράσω λοιπόν. “Στον λατρεμένο μου Peter, η μαμά σου Marion”. Marion Seiber, η αγαπημένη μου μα τόσο αδικημένη από τη ζωή μητέρα μου. Τέλος πάντων ας το αφήσουμε τώρα αυτό. Αυτό λοιπόν που κρατάς στα χέρια σου, Καρυάτιδα, δεν είναι ένα απλό βιβλίο. Στην
ουσία πρόκειται για ένα αναμνηστικό λεύκωμα φτιαγμένο εξ’ ολοκλήρου από τη μητέρα μου. Δεν είχα ιδέα ότι υπήρχε ως την ημέρα που ενηλικιώθηκα. Μου το έκανε δώρο η ίδια το Δεκέμβρη την ημέρα των γενεθλίων μου. Χρόνο με το χρόνο πρόσθετε φωτογραφίες μου και μετέφερε κάποιες σκέψεις της στο χαρτί…».
    Η Χρυσούλα ξεφύλλιζε εκστασιασμένη το λεύκωμα. Που και που χαμογελούσε πονηρά.
    «Τι αστείος που είσαι εδώ με τη σάλτσα στο στόμα! Σαν πολύ άτσαλα δεν έτρωγες μικρός; Χα χα».
    «Κι ακόμη το κάνω» της χαμογέλασε ζεστά. Η κοπέλα χάιδεψε με τα ακροδάχτυλά της μια φωτογραφία που τον έδειχνε πάνω σε ένα άλογο. Τι όμορφος κι ανέμελος που έδειχνε!
    «Γιατί κάνετε αυτόν τον πόλεμο, Peter; Αν δεν ήσουν Ναζί, αν
δεν ήσουν μ' αυτούς που μας έχουν μαυρίσει τη ζωή, ίσως… Ίσως να σε ερωτευόμουν». Η τελευταία κουβέντα την έκανε να κοκκινίσει ως τις ρίζες των μαλλιών της. Μα πώς της ξέφυγε αυτό που ήθελε να κρύψει στα τρίσβαθα της καρδιάς της! Ο Meier της χάιδεψε απαλά το μάγουλο.
   «Να 'ξερες πόση χαρά μου έδωσες. Σε αγαπάω και θέλω να το φωνάξω ίσαμε τον ουρανό. Μπορείς να με περιμένεις; Είσαι μικρή και δε θέλω να κάνεις κάτι αλόγιστα. Κάποια στιγμή θέλω να γίνεις γυναίκα μου». Η Χρυσούλα σάστισε. Αυτή, η κόρη του κυρ’ Στέλιου σύζυγος Ναζί; Σαν προδοσία ηχούσε στ’ αυτιά της. Ο Γερμανός είχε κατανόηση. Γνώριζε ότι ήταν ένας εχθρός παρά τη θέλησή του.
    Η Χρυσούλα Πολίτη έφυγε από το γραφείο του Meier με ανάμικτα συναισθήματα αλλά και με το πράσινο πουγκί. Ένα πουγκί άδειο από καρύδια, μα γεμάτο με κάμποσες λίρες που της είχε δώσει ο Peter ως δώρο. Αυτό
και μόνο ήταν η απόδειξη των συναισθημάτων που έτρεφε γι' αυτή. Η κοπέλα ήξερε βέβαια πως τα χρήματα προέρχονταν από τα τόσα πλιάτσικα των Γερμανών, μα σίγουρα θα βοηθούσαν κάποια στιγμή την οικογένειά της. Με προσοχή έκρυψε το πουγκί στον κόρφο της.
    Ο δρόμος της επιστροφής τρόμαζε λίγο τη Χρυσούλα, αφού ο ήλιος είχε εδώ και ώρα αποφασίσει να αναπαυτεί. Η νυχτιά είχε ήδη κάνει αισθητή την παρουσία της, ενώ μια ήπια νεροποντή άρχισε να δυσχεραίνει το βηματισμό της, αφού όλο και περισσότερη λάσπη κολλούσε στα φθαρμένα υποδήματά της. Μια παρέα από
μεγαλόσωμα κοράκια έκανε κυκλικές διαδρομές πάνω από το κεφάλι της, ενώ μια αστραπή γινόταν ο προάγγελος της σφοδρής καταιγίδας που θα ακολουθούσε. Βρισκόταν στα μέσα του δρόμου, όταν ένα γαντοφορεμένο χέρι της έκλεισε το στόμα κι ο σουγιάς που κρατούσε το άλλο γυμνό χέρι άρχισε να της σκίζει τα ρούχα.

Χριστίνα Καρρά