Ιστορίες απο τις Αστρικές Αυτοκρατορίες - Ιστορία 1: Η Βασίλισσα της Σιλβέρια (Κεφάλαιο 2) - "Θάνατος"

Η επόμενη μέρα ξημέρωσε με έναν ακόμη βομβαρδισμό. Από το πρωί η βασίλισσα είχε συγκαλέσει πολεμικό συμβούλιο. Όλες ένιωθαν την ένταση που υπήρχε. Η Ντιάνα με τις φίλες της από το πρωί περιφερόταν στις οχυρώσεις, μιλούσε με τις αμαζόνες που φυλούσαν σκοπιά και προσπαθούσε να τις ενθαρρύνει. Το συμπέρασμά της ήταν αποκαρδιωτικό. Δεν υπήρχε περίπτωση να αντέξουν πολύ, ίσως μία επίθεση ακόμα να την απέκρουαν και αυτό ήταν όλο.
Δεν υπήρχε φόβος στα μάτια τους, υπήρχε όμως απογοήτευση. Είχαν πιστέψει ότι ήταν ανίκητες, είχαν πιστέψει στο όραμα της βασίλισσάς τους. Και τώρα απλά περίμεναν το τέλος.
            Η Ντιάνα ήταν εξοργισμένη με τη βασίλισσα. Θα άφηνε την περηφάνια της να καταστρέψει το λαό της;
«Πρέπει να κάνουμε κάτι!» είπε στην Αλεξάνδρα.
«Πιστεύεις ότι θα σε ακούσει η βασίλισσα;» τη ρώτησε αυτή.
«Δε νομίζω, αλλά πρέπει κάποια να μιλήσει. Ίσως αν γίνει η αρχή να μιλήσουν κι άλλες».
«Αχ, Ντιάνα, δε νομίζω ότι θα καταφέρεις τίποτα».
            Τη συζήτηση διέκοψε η ανακοίνωση ότι θα μιλήσει η βασίλισσα. Η Ντιάνα με την ομάδα της κατευθύνθηκαν στην ακόμα προστατευμένη από τους βομβαρδισμούς αυλή. Είχε ήδη συγκεντρωθεί μεγάλο πλήθος. Μέχρι να καταφέρουν να φτάσουν κοντά στη σκάλα, στην κορυφή της είχε ήδη εμφανιστεί η βασίλισσα και όπως πάντα η αδερφή της ήταν στο πλευρό της.
«Κόρες μου!» είπε δυνατά και απλώθηκε ησυχία. «Γενναίες πολεμίστριες της Σιλβέρια, χθες καταφέρατε μια σημαντική νίκη. Οι εχθροί μας δεν μπόρεσαν να μας κάμψουν. Σήμερα θέλω να σας ζητήσω έναν άθλο! Έναν άθλο που θα γραφτεί στην ιστορία. Σήμερα θέλω όχι απλά να τους απωθήσουμε, αλλά να τους τσακίσουμε! Ξέρω πως είστε κουρασμένες και θα είναι δύσκολο, αλλά πρέπει για το καλό της Σιλβέρια να κάνουμε το αδύνατο. Θέλω να τους απωθήσουμε, να τους καταδιώξουμε και να τους κατατροπώσουμε πριν προλάβουν να ανασυνταχθούν! Να τους σκοτώσουμε μέχρι τον τελευταίο. Και μετά ο δρόμος για τη Μικρά Σιλβέρια είναι ανοιχτός!»
            Πριν προλάβει να ολοκληρώσει την πρότασή της η βασίλισσα Ιππολύτη, η Ντιάνα είχε ανέβει στα μισά της σκάλας μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων.
«Μητέρα όχι! Δε βλέπεις πως οι κόρες σου, οι πολεμίστριές μας δεν αντέχουν άλλο; Δε βλέπεις ότι θα τις οδηγήσεις σε μάταιη θυσία; Το όνειρο της κατάκτησης της Ραδόνια έχει τελειώσει! Ας κάνουμε μια τίμια συνθήκη ειρήνης με αυτούς και ας ξαναφτιάξουμε το βασίλειό μας! Σε ικετεύω ως κόρη της Σιλβέρια και πριγκίπισσα».
Όλες είχαν μείνει άφωνες. Η βασίλισσα είχε μείνει άναυδη. Από κάτω ακούγονταν μουρμουρητά, καθώς οι αμαζόνες συζητούσαν. Η Ανδρομάχη κινήθηκε προς το μέρος της.
«Πώς τόλμησες! Αυτά τα λόγια είναι προδοσία!» ούρλιαξε σχεδόν. Τη διέκοψε η ψυχρή φωνή της βασίλισσας.
«Νομίζεις, Ντιάνα, ότι νοιάζεσαι περισσότερο για το λαό μας από εμένα; Η αυθάδειά σου συναγωνίζεται μόνο την αλαζονεία σου. Θα σε συγχωρήσω για τελευταία φορά. Ανδρομάχη, μαστίγωσέ τη λίγο για να έχει αξία η συγγνώμη της».
            Η Ντιάνα χωρίς να πει λέξη γονάτισε και γύρισε την πλάτη στην αδελφή της. Η Ιππολύτη με εμφανή ικανοποίηση σήκωσε το μαστίγιο και το κατέβασε με δύναμη. Η Ντιάνα το ένιωσε να καίει την πλάτη της, αλλά δεν έβγαλε την παραμικρή κραυγή πόνου. Η Ανδρομάχη τη χτύπησε άλλες τέσσερις φορές.
«Ζήτα συγγνώμη τώρα!» της είπε. Η Ντιάνα την αγνόησε και στράφηκε στη βασίλισσα.
«Όχι μητέρα!» είπε με σταθερή φωνή παρά τον πόνο. «Είμαι ελεύθερη αμαζόνα και δε θα ζητήσω συγγνώμη που είπα τη γνώμη μου στη βασίλισσά μου, δικαίωμα που ορίζουν οι νόμοι μας».
Μουρμουρητά ακούστηκαν πάλι από κάτω και μερικές σκόρπιες φωνές επιδοκιμασίας.
«Δεν είναι πια κόρη μου! Αποτελείωσέ την!» φώναξε έξαλλη η βασίλισσα.
Η Ανδρομάχη ήταν έτοιμη να τραβήξει το σπαθί της, όταν ακούστηκε πάλι το σήμα συναγερμού.
«Όλες στα τείχη! Έρχονται!»
            Το επεισόδιο ξεχάστηκε αμέσως, καθώς όλες έτρεχαν να πάρουν τις θέσεις τους. Η βασίλισσα Ιππολύτη σφύριξε περνώντας δίπλα από τη Ντιάνα.
 «Εξαφανίσου μέχρι να γυρίσω, αλλιώς θα το μετανιώσεις».
            Η Ντιάνα απέμεινε εκεί ακίνητη και άφησε τα δάκρυά της να κυλήσουν. Η Αλεξάνδρα έτρεξε κοντά της.
«Γιατί, γιατί το έκανες αυτό;» της είπε σκουπίζοντάς της τρυφερά τα δάκρυα.
«Για να έχω τη συνείδησή μου ήσυχη. Φύγε, γλυκιά μου, πήγαινε με τις άλλες και να προσέχεις. Εγώ τώρα είμαι μια εξόριστη. Δεν πρέπει να σε βλέπουν μαζί μου τώρα».
«Αν ερχόμουν κι εγώ;»
«Όχι, εσύ μπορεί να έχεις ακόμα μέλλον εδώ, μην το πετάξεις για χάρη μου» της είπε και την αγκάλιασε. «Θα προσπαθήσω μόλις ηρεμήσουν τα πράγματα να κρατήσουμε επαφή». Φιλήθηκαν τρυφερά για τελευταία φορά και χώρισαν. Η Ντιάνα πήγε να περιποιηθεί την πλάτη της και να μαζέψει τα πράγματά της. Δεν είχε σκοπό να μείνει ούτε λεπτό παραπάνω απ' όσο ήταν απαραίτητο.
            Μετά από ώρα κι ενώ έψαχνε με το μυαλό της τρόπους να περάσει μέσα από τον κλοιό των πολιορκητών ακούστηκε μεγάλη φασαρία και άρχισε πάλι ο συναγερμός. Φωνές ακούγονταν τώρα παντού μέσα στο ανάκτορο και πολλές αμαζόνες έτρεχαν οπλισμένες προς τα έξω. Η Ντιάνα δεν μπόρεσε να κρατηθεί και βγήκε από τα δωμάτιά της. Έτσι κι αλλιώς δεν είχε σκοπό να φύγει όσο η μάχη μαινόταν. Πριν προλάβει να πάει μακριά έπεσε πάνω σε μια αλαφιασμένη Αλεξάνδρα.
«Ντιάνα! Ευτυχώς σε βρήκα. Τρέχα! Η βασίλισσα!»
Η Ντιάνα προσπάθησε να την ηρεμήσει και να καταλάβει τι γινόταν.
«Ηρέμησε! Μίλα πιο σιγά. Τι έγινε με τη βασίλισσα;»
«Δεν ξέρω! Λένε ότι έπεσε νεκρή, άλλες λένε ότι τραυματίστηκε βαριά. Πρέπει να μάθουμε!»
«Τελικά το σχέδιό της είχε τραγική κατάληξη… Αχ, μητέρα, γιατί, γιατί;»
«Μόνο τραγική; Δεν μπορείς να φανταστείς τι έγινε! Χάθηκαν όλα!»
«Τι λες; Πες μου τι έγινε!»
«Ήταν παγίδα. Ήρθαν όπως χθες, αλλά μόλις είχε αρχίσει να γενικεύεται η συμπλοκή στα τείχη, υποχώρησαν. Όλα φαίνονταν πολύ εύκολα κι αφού είχε δώσει εντολή η βασίλισσα όλες ξεκίνησαν την καταδίωξη και πρώτη η αδελφή σου».
«Και;»
«Εγώ έμεινα πίσω γιατί μου φάνηκε ύποπτη η υποχώρηση μετά τα χθεσινά. Τα είδα όλα από ψηλά. Μόλις είχαν βγει σχεδόν όλες έξω από τα τείχη και τους καταδίωκαν και τότε άρχισε να μας χτυπά το πυροβολικό τους!»
«Μα πώς; Δεν χτυπούσαν τους δικούς τους;»
«Ήταν απίστευτο! Πρέπει να το είχαν σχεδιάσει πολύ προσεκτικά. Πρέπει να είχαν και σημάδια. Λίγα μέτρα χώριζαν τις δικές μας από αυτούς, αλλά κανένας δικός τους δε χτυπήθηκε. Οι περισσότερες σταμάτησαν και προσπαθούσαν άλλες να καλυφθούν και άλλες να γυρίσουν πίσω. Μέσα σε αυτές ήταν και η βασίλισσα! Εκεί πρέπει να χτυπήθηκε, καθώς από τα τείχη μέχρι τις γραμμές τους οι οβίδες έπεφταν βροχή. Μερικές δικές μας με την ορμή που είχαν κατάφεραν να περάσουν και να συνεχίσουν την καταδίωξη και ήταν τόσο τραγικό που δάκρυσα».
«Τι έγινε; Σκοτώθηκαν όλες;»
«Δεν μπορείς να το φανταστείς πώς φαινόταν. Εκεί που έτρεχαν δήθεν υποχωρώντας οι Ραδονιανοί, ξαφνικά σταμάτησαν λες και πέτρωσαν και γύρισαν με τη μία προς το μέρος των δικών μας με τα όπλα έτοιμα. Ήταν σαν ξαφνικά μπροστά τους να εμφανίσθηκε ένας μαύρος τοίχος. Δευτερόλεπτα πριν πέσουν επάνω τους οι δικές μας…» η Αλεξάνδρα δεν μπόρεσε να κρατήσει ένα λυγμό. Η Ντιάνα την αγκάλιασε.
«Ναι, κατάλαβα, στην ουσία τις εκτέλεσαν… Πες μου πρέπει να τα ξέρω όλα. Οι υπόλοιπες; Τις αποτελείωσε το πυροβολικό τους;»
«Όχι και αυτό είναι ίσως χειρότερο!»
«Χειρότερο; Τι άλλο έγινε; Πες μου!»
«Μόλις είχαν τελειώσει τη σφαγή, ξαφνικά ο βομβαρδισμός σταμάτησε. Οι δικές μας προσπαθούσαν να οργανωθούν και να βοηθήσουν τις πληγωμένες. Και αυτοί άρχισαν να προελαύνουν. Αργά, πυροβολώντας και με τις ξιφολόγχες προτεταμένες. Έρχονταν βαδίζοντας ρυθμικά. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το χτύπημα των ποδιών τους που έκανε το έδαφος να τρέμει και οι σάλπιγγές τους. Και…» Η Αλεξάνδρα έτρεμε. Η Ντιάνα την έσφιξε στην αγκαλιά της, ενώ δάκρυα είχαν αρχίσει να τρέχουν από τα μάτια της. «Λύγισαν…» είπε σιγανά η Αλεξάνδρα. «Απλά γύρισαν την πλάτη στον εχθρό και άρχισαν να τρέχουν προς τα τείχη. Και αυτοί συνέχισαν να έρχονται. Τελειώσαμε… πώς θα σηκώσουμε ξανά το βλέμμα;»
«Σταμάτα! Δεν είναι ώρα για θρήνο. Πού είναι τώρα; Πρέπει να έχουν φτάσει στα τείχη. Κάθισε, πάω να δω τι γίνεται!»
            Η Ντιάνα έτρεξε έξω που επικρατούσε αναστάτωση και πανικός. Είδε μια μεγάλη ομάδα να έρχεται προς το ανάκτορο. Έτρεξε κοντά τους, καθώς αναγνώρισε τις αμαζόνες της βασιλικής φρουράς. Ανάμεσά τους ήταν και η αδελφή της και…
«Ω, θεά!» αναφώνησε η Ντιάνα. Στα χέρια των αμαζόνων της ήταν το άψυχο, γεμάτο αίματα κορμί της βασίλισσας Ιππολύτης. Αυτή τη φορά η αδερφή της απλά αρκέστηκε να την κοιτάξει ανέκφραστη. Καθώς πήγαιναν προς το ανάκτορο, τις διέκοψε ένα μήνυμα από τα τείχη.
«Σταμάτησαν! Ζητούν να μιλήσουν».
         Η Ανδρομάχη ως διάδοχος κατευθύνθηκε μαζί με την αρχιστράτηγο προς την κεντρική πύλη. Η Ντιάνα τις ακολούθησε. Ανέβηκαν με δυσκολία στο κατεστραμμένο τείχος. Η Ντιάνα είδε σχεδόν με μια ανάσα στη βάση των τειχών παρατεταγμένη σχεδόν όλη τη δύναμη των αντιπάλων τους με τα όπλα προτεταμένα. Η πεδιάδα μπροστά της ήταν σπαρμένη με σώματα, τα περισσότερα δυστυχώς των αδελφών της. Μια ομάδα αντρών στέκονταν πιο μπροστά, ένας κρατούσε λευκή σημαία. Ένας αξιωματικός με επίσημη στολή έκανε ένα βήμα μπροστά και είπε δυνατά:
«Ποια η τύχη της βασίλισσας Ιππολύτης;»
            Η Ανδρομάχη και η Ντιάνα κοίταξαν αμήχανα την αρχιστράτηγο. Αυτή πήρε βαθιά ανάσα και απάντησε:
«Η βασίλισσα κυνηγάει στο πλευρό της θεάς. Σας μιλώ εκ μέρους της διαδόχου».
Ο αξιωματικός στράφηκε προς έναν άλλο με επίσημη στολή ο οποίος κάτι του είπε και στη συνέχεια κάρφωσε το βλέμμα του στις δύο πριγκίπισσες όσο ο αξιωματικός μιλούσε.
«Ο κυβερνήτης της Ραδόνια σε ένδειξη σεβασμού για την εκλιπούσα άξια αντίπαλό μας, σας παραχωρεί ανακωχή μιας ημέρας για να την τιμήσετε και να σκεφτείτε την πρότασή του για παράδοση με ευνοϊκούς όρους. Αύριο, την ώρα αυτή θα περιμένουμε  την απάντησή σας».
Σαν ένας άνθρωπος παρουσίασαν τα όπλα, ενώ οι αξιωματικοί έβγαλαν τα κράνη και τα καπέλα τους. Μόλις πέρασε ένα λεπτό απλά γύρισαν και έφυγαν ήρεμα.
            Η Ντιάνα κοίταζε μια την αμήχανη αδελφή της και μια την αρχιστράτηγο.
«Πάμε» είπε αυτή τελικά στις δύο πριγκίπισσες. «Έχουμε λίγο χρόνο και η μητέρα σας πρέπει να έχει τις τιμές που της αξίζουν. Τα άλλα θα συζητηθούν στο συμβούλιο».

Μιχάλης Κοτσαρίνης