Ιστορίες απο τις Αστρικές Αυτοκρατορίες - Ιστορία 2: Το τέλος του ονείρου (Κεφάλαιο 1) - "Φως και λάμψη"

Το υπέροχο φως του απογεύματος έπεφτε στους κήπους του παλατιού. Ο πρίγκιπας Άγγελος με την εύθυμη παρέα του απολάμβαναν τον περίπατό τους και φωτογράφιζαν όλα όσα ξεχώριζαν για την ομορφιά τους. Ήταν εξαίσια η ζωή στο Βασίλειο των Ηλίων, κέντρο της μικρής τους αυτοκρατορίας με μια ευημερία που σχεδόν όλοι ζήλευαν και με εκείνα τα υπέροχα τοπία και πάνω απ' όλα το φως, εκείνο το άπλετο, γλυκό φως των δίδυμων άστρων που φώτιζαν τον πλανήτη και το οποίο έδινε μια ξεχωριστή αύρα σε ότι άγγιζε.
Ίσως γι' αυτό ήταν γνωστοί ως η αυτοκρατορία των καλλιτεχνών. Στην πρακτικά ανέγγιχτη από τους πρόσφατους αποικιακούς πολέμους αυτοκρατορία οι τέχνες άνθιζαν και τα έργα των καλλιτεχνών του βασιλείου ήταν περιζήτητα σε όλο το σύμπαν. Ο ίδιος ο πρίγκιπας ήταν σύμφωνα με τις κυρίες του βασιλείου ένα έργο τέχνης. Πέρα από τη φυσική ομορφιά του ήταν γοητευτικός τόσο στα λόγια όσο και στις πράξεις του. Όταν μιλούσε για ότι αγαπούσε όλοι κρέμονταν από τα χείλη του, το όραμά του γινόταν εντελώς φυσικά και όραμα των υπολοίπων. Ακόμα κι όσοι δεν τον αγαπούσαν τον σέβονταν. Τις φωνές και τα γέλια της παρέας διέκοψε ένας υπηρέτης.

«Υψηλότατε, επέστρεψε η εξοχότητά της, η πριγκίπισσα».
 Επιφωνήματα έκπληξης κι επιδοκιμασίας ακούστηκαν. Μετά τον ξαφνικό θάνατο της βασίλισσας, ο βασιλιάς έστειλε την πριγκίπισσα Λυδία στην αδελφή του για να αναλάβει την ανατροφή της. Τα τελευταία χρόνια ο Άγγελος μόνο περιστασιακά και σε επίσημες περιστάσεις έβλεπε την αδελφή του και πάντα ένιωθε κάποιες ενοχές, καθώς απασχολημένος με τα καθήκοντά του και τις αγαπημένες του ασχολίες δεν κρατούσε πιο στενή επαφή.
            Το ίδιο βράδυ στη μικρή για τα δεδομένα του βασιλείου δεξίωση καλωσορίσματος τα δύο αδέλφια διαπίστωσαν πόσο πολύ είχαν αλλάξει. Η Λυδία θαύμαζε το νεαρό άντρα που πήρε τη θέση του αγοριού που γνώριζε, ενώ ο Άγγελος δεν μπορούσε να πιστέψει πώς ένα γλυκό κοριτσάκι είχε γίνει μια τόσο όμορφη γυναίκα με ένα υπέροχο φως να φωτίζει τα μάτια της. Λες και το φως του βασιλείου είχε συμπυκνωθεί και την είχε δημιουργήσει.
Όλα έγιναν τόσο σταδιακά και έμοιαζαν τόσο φυσικά και τόσο τέλεια, που ήταν αδύνατο κανείς να προβλέψει και να σταματήσει τη ροή των πραγμάτων. Στην αρχή ήταν η περιέργεια, το μοίρασμα των όσων δεν είχαν την ευκαιρία πριν να μοιραστούν. Μετά ήταν ο αμοιβαίος θαυμασμός. Ήταν φτασμένος ζωγράφος, Μικελάντζελο τον φώναζαν χαϊδευτικά οι φίλοι του κι αυτή το υιοθέτησε με ενθουσιασμό. Ήταν γεννημένη χορεύτρια, οι νότες λες και περνούσαν μέσα από το κορμί της, οι κινήσεις της τόσο τέλειες, τόσο ανεπιτήδευτες. Και ήταν αυτό το φως στα μάτια της που δε σκοτείνιαζαν ποτέ και ήταν αυτή η σαγηνευτική του φωνή που σε υπνώτιζε. Και όταν χαμογελούσαν οι δυο τους ήταν σαν να ανατέλλουν οι δίδυμοι ήλιοι. Και γύρω τους μαζεύτηκαν γρήγορα φίλοι πολλοί, μαγεμένοι από τη λάμψη τους. Κι αυτός ζωγράφιζε και αυτή ήταν το θέμα και η έμπνευσή του. Κι εκείνη χόρευε και ήταν λες και του μιλούσε. Έτσι κυλούσαν ιδανικά οι μέρες και ήταν σαν βασιλιάς και βασίλισσα με την αυλή τους. Και όπου πήγαιναν στην αυτοκρατορία ο κόσμος τους λάτρευε και ήταν σαν οι δυο τους να ενσαρκώνουν την εικόνα της καλαισθησίας και της τελειότητας που είχε όλο το βασίλειο για τον εαυτό του.
Κι ύστερα άρχισαν τα όνειρα. Στην αρχή ήταν μόνο το φως στα μάτια της και ήταν μόνο η φωνή του. Μετά ήρθε το χαμόγελό της, στην αρχή αθώο μετά υπαινικτικό και ήρθε το χαμόγελό του, στην αρχή φωτεινό και μετά ειρωνικό. Και γρήγορα ήρθαν στα όνειρά τους τα κορμιά τους ενωμένα μέσα στην τελειότητά τους. Και τις πρώτες φορές ανησύχησαν, αλλά το έκρυψαν. Μετά τρόμαξαν, αλλά δεν μπορούσε κανείς να απομακρυνθεί από τον άλλο. Και ο ύπνος τους έγινε ανήσυχος. Και συνέχιζαν έτσι και όλοι ήταν τυφλοί στα σημάδια.
Κάθε χαμόγελο και κάθε βλέμμα απέκτησαν και άλλη ιδιαίτερη σημασία και κρυφά ο ένας από τον άλλο υπέφεραν, ψάχνοντας στα βάθη της ψυχής τους τι ήταν αυτό που συνέβαινε, με τρόμο αποφεύγοντας την απαγορευμένη σκέψη. Προσπαθώντας να απωθήσουν αυτές τις σκέψεις και χωρίς να θέλουν να απογοητεύσουν ο ένας τον άλλο και τον κόσμο που τους θαύμαζε συνέχιζαν σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Ήταν συνέχεια μαζί, αλλά υπέφεραν ξεχωριστά ο καθένας τους μη θέλοντας για την παραμικρή στιγμή να στερήσει ο ένας το χαμόγελο από τον άλλο. Αυτή για να ξεχνάει άρχισε να δίνεται σε διάφορες αγκαλιές κι αυτός για να ξεχνάει άρχισε να πίνει. Έτσι άρχισε να φθίνει η λάμψη τους και να χάνεται το χαμόγελό τους και όσοι τους ακολουθούσαν ανησυχούσαν κι άρχισε να χάνεται η πίστη τους σε αυτούς.
            Μια νύχτα γυρίζοντας δυστυχισμένος με το κεφάλι βαρύ από το ποτό μπήκε στα διαμερίσματά της. Ήθελε να τη δει έστω για λίγο, πριν παραδοθεί σε έναν ύπνο βαθύ που ήλπιζε ότι δε θα είχε όνειρα. Κανείς δεν τον σταμάτησε, άλλωστε ελεύθερα όλον αυτό τον καιρό μπαινόβγαιναν ο ένας στα δωμάτια του άλλου. Άνοιξε την πόρτα της απαλά ελπίζοντας αυτή να κοιμάται και πάγωσε. Ήταν εκεί παραδομένη σε μια ακόμη εφήμερη αγκαλιά. Το βλέμμα τους διασταυρώθηκε για μια στιγμή και σε αυτή τη στιγμή διάβασε τη σιωπηρή ικεσία της για βοήθεια, για λύτρωση. Κάτι έσπασε μέσα του και χωρίς να το σκεφτεί όρμησε μέσα στο δωμάτιο φωνάζοντας.
 «Πώς τολμάς… Την αδελφή μου;»
 Ο άλλος τρομαγμένος πετάχτηκε.
 «Υψηλότατε, εγώ… Με τη θέλησή της… Δεν…» και τότε βλέποντας το βλέμμα του πρίγκιπα χωρίς να πει τίποτε άλλο φρόντισε να εξαφανιστεί. Η Λυδία έκλαιγε σιωπηλά.
«Γλυκιά μου συγγνώμη, σε προσέβαλα βάναυσα, αλλά …» αλλά τι να της έλεγε; Αυτό που κι ο ίδιος δεν ήθελε να παραδεχτεί; Και μετά τι; Θα την τρόμαζε, θα τον θεωρούσε αρρωστημένο, θα την έχανε για πάντα. Όχι, μία ήταν η έντιμη λύση. Έβγαλε το εγχειρίδιό του. Τι καλύτερο από το να σβήσει στην αγκαλιά της με τα δάκρυά της στο πρόσωπό του; Γύρισε να την κοιτάξει και έσφιξε το εγχειρίδιο.
«Τι κάνεις; Γιατί; Τρελάθηκες; Άγγελε, μίλα μου!» Της χάρισε ένα πικρό χαμόγελο.
 «Συγγνώμη».
 «Μηηη!! Σ' αγαπάω!!» φώναξε με απόγνωση.
«Κι εγώ σε αγαπάω αδελφούλα» κι έκλεισε τα μάτια. Του άρπαξε το χέρι με δύναμη.
«Όχι σου λέω! Δεν το αξίζω! Εγώ πρέπει να πεθάνω. Σε αγαπάω, αλλά όχι πια σαν αδελφό! Προσπαθώ να σβήσω τον πόθο μου για σένα με ένα σωρό άντρες που κατάντησα να τους σιχαίνομαι… Εγώ φταίω για όλα, το άρρωστο μυαλό μου, η άνομη επιθυμία μου για σένα. Έχεις κάθε δίκιο να με σιχαίνεσαι, άσε με μόνη και αύριο θα έχω φύγει με αξιοπρέπεια, όπως πρέπει σε μια πριγκίπισσα. Μην κλάψεις για μένα, δεν το αξίζω, έχεις μια ζωή όλο λάμψη μπροστά σου…»
 Ο Άγγελος έμεινε άναυδος μη μπορώντας να πιστέψει αυτά που άκουγε.
«Γλυκιά μου Λυδία, μούσα μου, φως της ζωής μου κι εγώ σε αγαπάω και σε ποθώ τόσο δυνατά όσο εσύ… Δεν ήθελα να το παραδεχτώ και όταν το συνειδητοποίησα ένιωσα τόσο ανάξιός σου…» Της έπιασε το χέρι και χάθηκαν ο ένας στα μάτια του άλλου. «Φοβάσαι;» τη ρώτησε.
 «Όχι πια…» του απάντησε και τα χείλη τους ενώθηκαν. Και μετά τους κυρίευσε ο καταπιεσμένος πόθος και δόθηκαν ο ένας στον άλλο και ήταν ο έρωτάς τους σαν χορός και σαν ποίημα. Και για πρώτη φορά μετά από καιρό κοιμήθηκαν βαθιά, χωρίς τα όνειρα που τους φόβιζαν και τρυφερά αγκαλιασμένοι ξύπνησαν με το φως των δίδυμων ήλιων, το φως τους.
            Οι φήμες είχαν ήδη κυκλοφορήσει κι όλη η ακολουθία και άλλοι άρχοντες είχαν συγκεντρωθεί το πρωί στο ανάκτορο που φιλοξενούνταν. Σιωπή απλώθηκε όταν εμφανίστηκαν πιασμένοι από το χέρι και όλα τα βλέμματα στράφηκαν πάνω τους. Και τότε αντικρίζοντας όλοι τη λάμψη που εξέπεμπαν, πιο δυνατή από ποτέ και το φως που τους έδινε μια αύρα έντονη, ξεχωριστή κατάλαβαν και μέσα τους το αποδέχθηκαν ως το πιο φυσικό πράγμα και κανείς δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι αισχρό. Και μόλις χαμογέλασαν στους υπηκόους τους όλοι υποκλίθηκαν μπροστά στην τελειότητα αυτού του έρωτα και μόνο αγάπη μπόρεσαν να βρουν μέσα τους γι' αυτούς και τη θέληση να υπηρετήσουν τα οράματά τους.

Μιχάλης Κοτσαρίνης